facebook
Αρχική Νομολογία Αποζημίωση επί σωματικών βλαβών Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης Απώλεια Όσφρησης Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας (ΑΚ 931) 50.000 ευρώ ΤΕΥΧΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ 2009 ΣΕΛ.329

Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης Απώλεια Όσφρησης Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας (ΑΚ 931) 50.000 ευρώ ΤΕΥΧΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ 2009 ΣΕΛ.329

Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης
Απώλεια Όσφρησης

Ο ενάγων (παθών) υπέστη κάκωση ΑΜΣΣ, κάκωση κρανίου, κάκωση ΔΕ κλείδας, θλαστικά τραύματα μετωπιαίας χώρας με επέκταση προς το ριζορρίνιο πλαγίου τοιχώματος ρινός δεξιά και άνω & κάτω χείλους, κατάγματα ρινικών οστών, ιγμόρειων άντρων, οπίσθιου τοιχώματος αριστερού μετωπιαίου κόλπου, ηθμοειδών πετάλων, και απώλεια όσφρησης.


Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας (ΑΚ 931) 50.000 ευρώ
Επιδικάζεται Άνευ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία
Απώλεια όσφρησης & Γεύσης (2)

Η αναπηρία ή παραμόρφωση δεν σημαίνει κατ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακή ζημίας. Είναι όμως βέβαιο ότι ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα είχε δυσμενή επίδραση στην κοινωνική & οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό & οικονομικό μέλλον του παθόντος. 
Προέχων και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας και παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων.
Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της Α.Κ. 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί.
Είναι αυτονόητο ότι όλες οι ως άνω αξιώσεις δύναται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς είτε μεμονομένες αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προυποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών.
Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση εγένετο δεκτό ότι 
παρ ότι δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος ελέγχου της απώλειας της όσφρησης και γεύσης, οι κακώσεις που παρήχθησαν κατά τη διαδρομή του τροχαίου ατυχήματος είναι συμβατές με πρόκληση απώλειας αισθήσεων κυρίως της αίσθησης της όσφρησης, καθόσον αφορούν κατάγματα του σπλαχνικού κρανίου. Η διάρκεια της απώλειας των ως άνω αισθήσεων όσφρησης και γεύσης επί πενταετία περίπου μετά την πρόκληση των κακώσεων εκ του τροχαίου ατυχήματος, συνάδει με εγκατάσταση μονίμου βλάβης. 
Συνεπώς κρίθηκε ότι ο ενάγων (παθών), αδυνατεί να αντιληφθεί την ενδεχόμενη αύξηση της συγκέντρωσης των συστατικών τους στον χώρο της εργασίας, με αποτέλεσμα κίνδυνο τοξικής συσσώρευσης στον οργανισμό του με κίνδυνο βλαβών της υγείας του. Πάντα τα ανωτέρω προκαλούν αισθήματα ανασφάλειας, φόβου και άγχους για την άσκηση της συγκεκριμένης επαγγελματικής του δραστηριότητας, με αποτέλεσμα δυσμενή επίπτωση, σε αυτήν, αλλά και εν γένει στις κοινωνικές του δραστηριότητες και στην ψυχική του υγεία. 
Επιδικάσθηκε σχετικό κονδύλιο 50.000 ευρώ (αντί των πρωτοδίκως επιδικασθέντων 20.000 ευρώ).


Ηθική Βλάβη & ΑΚ 932
50.000 ευρώ

Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, τη συνέπεια αυτού κάποια δυσμορφία του ενάγοντος, τη μικρή ηλικία αυτού, το βαθμό πταίσματος του πρώτου εναγομένου, τη συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην επέλευση του αποτελέσματος, το ψυχικό άλγος που ο τελευταίος υπέστη από τον τραυματισμό του και από την αναπηρία του λόγω της απώλειας των αισθήσεων όσφρησης και γεύσης και τις συνέπειες, που αυτή θα έχει στην προσωπική και κοινωνική ζωή του, 
Επιδίκασε το ποσό των 50.000 ευρώ (αντί των Πρωτοδίκως επιδικασθέντων 30.000 ευρώ.)


Αποκλειστική Νοσοκόμος
η μητέρα του παθόντος (3)

Ο παθών λόγω πρόσκαιρης ανικανότητας να αυτοεξυπηρετηθεί δεν προσέλαβε άλλη υποκατάστατη δύναμη (οικιακή βοηθό, νοσοκόμα) για την αντιμετώπισή της, αλλά το κενό αυτό καλύφθηκε με υπερένταση των προσπαθειών τους, από τη μητέρα του και έτερο φιλικό πρόσωπο, οι οποίες παρείχαν σ& αυτόν τις υπηρεσίες και φροντίδες τους εναλλάξ. Δικαιούται λοιπόν ως αποζημίωση σύμφωνα με την πλασματική αμοιβή της εργασίας που θα προσέφερε μία οικιακή βοηθός ή νοσοκόμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να απορρίψει εξ& ολοκλήρου το κονδύλιο αυτό έκανε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο σχετικός λόγος εφέσεως.


Δικαστική Δαπάνη

Επιδικάσθηκε το ποσό των 7.000 ευρώ.

Απόφ. Εφ.Πειρ. 587/2008
Πρόεδρος: Ιωάν. Παζαρίδης
Εισηγητής: Ευάγ. Καλαματιανός
Δικηγόροι: Νικ. Νικολόπουλος, Δημ. Παπακυριάκης.


Σχόλια & Παρατηρήσεις
2) Απώλεια Γεύσης – Όσφρησης 
Επιδικάσθηκε ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ 17.000.000 (το 1993)
Ενόψει …, του είδους του τραυματισμού, της μόνιμης απώλειας των αισθήσεων της οσφρήσεως και γεύσεως γεγονός που προκαλεί στην ενάγουσα και ψυχολογικά προβλήματα, λαμαβανομένου υπόψη ότι η ηλικίας 22 ετών ενάγουσα δύσκολα θα ανταποκριθεί στις κοινωνικές και οικογενειακές απαιτήσεις της ταλαιπωρίας που εξακολουθεί να υφίσταται…, συνεχίζει να αισθάνεται (μετά 1 1/2 ήδη έτος από του ατυχήματος), έντονα υποκειμενικά ενοχλήματα (ζάλη, αστάθεια βάδισης), ψυχικής διαταραχές καταθληπτικό συναίσθημα με διαταραχή ύπνου, και διαταραχές μνήμης και προσανατολισμού της κοινωνικής και οικογενειακής κατάστασης των μερών, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και ως εκ τούτου πρέπει να της επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 17.001.000 δραχμών, ποσό που κρίνεται εύλογο άρθρου 932 ΑΚ. Μον.Πρ.Αθ. 9132/1995 ΣΕΣυγκΔ 1997/484

ΣΣ Η κατωτέρω εφετειακή απόφαση επιδίκασε – αναφορικά με τα κονδύλια της ψυχικής οδύνης και για αποζημίωση επί μονίμου αναπηρίας εξ ΑΚ 931 – ποσά υψηλότερα από τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα. Όμως η ενδεικτική και μόνο σύγκριση με αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, (όπως ανωτέρω προ 16ετίας) αποδεικνύει ότι με ασφάλιστρα πολλαπλάσια και με κατώτατα ποσά ασφαλίσεως υπερπολλαπλάσια, τα επιδικαζόμενα κονδύλια παραμένουν καθοδικά συμπιεσμένα. Αυτό μήπως άραγε οφείλεται στη συνεχή προπαγανδιστική επικοινωνιακή τακτική των ασφαλιστικών εταιριών, για δήθεν ζημιογόνο κλάδο αυτοκινήτου, ο οποίος μπορεί και να βλαφθεί επικινδύνως αν τα δικαστήριά μας επιδικάσουν τα ανάλογα με τις σημερινές συνθήκες ποσά; 
Αναδύεται συνεπώς επίκαιρο το ερώτημα, ποιος είναι ο ρόλος των αντασφαλιστών; 
Μετά από συνεχή ετήσια παρατηρούμενη αύξηση των ασφαλίστρων, αλλά και την αναπροσαρμογή των από την Ευρωπαϊκή Ένωση καθοριζόμενων αυξημένων κατωτάτων ορίων ασφαλίσεως, πώς ικανοποιείται το περί δικαίου αίσθημα των Ελλήνων πολιτών εάν τα κονδύλια παραμένουν τα ίδια ή τις περισσότερες φορές κατώτερα των προ 16ετίας επιδικαζομένων;




Κείμενο Απόφ. Εφ.Πειρ. 587/2008

Φέρονται προς εκδίκαση οι υπ αρ. εκθέσεως καταθέσεως 1405/2007 και 72/2008 εφέσεις, η πρώτη του Χ1 κατά Ψ1 και της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «..» και η δεύτερη των ανωτέρω εφεσιβλήτων κατά του ως άνω εκκαλούντος, πλήττουσες αμφότερες την υπ αρ. 5481/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α σε συνδ. με τα άρθρα 666, 667 και 670 έως 676 Κ.Πολ.Δ. αντιμωλία των διαδίκων. Η εκκαλουμένη απόφαση εκδόθηκε επί της υπ αρ. εκθ. καταθέσεως 7469/2003 αγωγής του Γ.Θ κατά των προαναφερθέντων αντιδίκων του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά την υπ& αρ. 3566/2005 μη οριστική απόφασή του, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως, προκειμένου να προσκομισθούν τα διαλαμβανόμενα σ αυτή έγγραφα και να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, στη συνέχεια εξέδωσε την υπ& αρ. 6240/2006 μη οριστική απόφασή του, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση κατ& άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ. , για να προσκομισθεί βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΙΚΑ, περί των παροχών που έλαβε ή δικαιούται να λάβει ο ενάγων από τον εν λόγω ασφαλιστικό οργανισμό, και, εν τέλει, μετά τη διενέργεια των ανωτέρω, την εκκαλουμένη, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή, η αγωγή, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρο έκαστος, 33.237,51 ευρώ, ενώ αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται επί πλέον να καταβάλουν στον ενάγοντα (ο καθένας εις ολόκληρο) 20.000 ευρώ, αμφότεροι τα ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που ο τελευταίος υπέστη από το αναφερόμενο σ& αυτή αυτοκινητιστικό ατύχημα, το οποίο οφείλεται σε υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, που ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία. Με την υπ αριθμ. εκθ. καταθ. 1405/2007 έφεσή του ο προαναφερόμενος εκκαλών & ενάγων ζητεί την εξαφάνιση της πρωτόδικης (καθ όσο μέρος δι αυτής απορρίφθηκε & εν μέρει & η αγωγή του), για τους διαλαμβανόμενους στην έφεση λόγους, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του, και την καταδίκη των εφεσιβλήτων στη δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Με την δε υπ αρ. εκθ. καταθ. 72/2008 έφεση οι εκκαλούντες & εναγόμενοι ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξή της, με την οποία έγινε (εν μέρει) δεκτή η κατ& αυτών αγωγή του εφεσιβλήτου, για τους λόγους που αναφέρονται σ αυτή, να απορριφθεί καθ ολοκληρίαν η εν λόγω αγωγή και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Πρέπει να διαταχθεί η ένωση και η συνεκδίκαση των δύο εφέσεων, διότι είναι πρόδηλη η συνδρομή των προυποθέσεων του άρθρου 246 Κ.Πολ.Δ. Εφόσον δε αυτές, ασκήθηκαν εμπροθέσμως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρ. 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2, 499, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνουν δεκτές κατά τύπους και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Συνθήκες Ατυχήματος – Υπαιτιότητα
Από την επανεκτίμηση, της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα αποδείξεως, που διαλαμβάνεται στα υπ αρ. 3566/2005 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου της υπ αρ. 33/2006 εκθέσεως ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών ____ και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (αρθ. 674 παρ. 2, 671 παρ. 1 εδ. ά Κ.Πολ.Δ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 
Την 21-9-2001 και περί ώρα 22:00 ο ενάγων οδηγούσε την υπ αρ. κυκλοφορίας &.. δίκυκλη μοτοσικλέτα του, χωρίς να φέρει προστατευτικό κράνος, και εκινείτο επί της διπλής κατευθύνσεως οδού Νιρβάνα στα Κάτω Πατήσια με κατεύθυνση από την οδό Αχαρνών προς την περιοχή Τρεις Γέφυρες. Κατά το αυτό χρονικό σημείο, ο πρώτος των εναγομένων οδηγούσε το υπ αρ. κυκλοφορίας & δίκυκλο μοτοποδήλατό του, ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων στη δεύτερη τούτων ασφαλιστική εταιρεία, κινούμενος επί της διπλής κατευθύνσεως οδού Κουρτίδου με κατεύθυνση από Σαρανταπόρου προς Στρ. Καλλάρη. Όταν έφθασε στη διασταύρωση της ανωτέρω οδού με την οδό Νιρβάνα, όπου υπάρχει πινακίδα STOP για τα κινούμενα επί της οδού Κουρτίδου οχήματα, ο εναγόμενος οδηγός δεν διέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου του, όπως όφειλε να πράξει, ώστε να διέλθει η έχουσα προτεραιότητα μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο ενάγων, αλλά εισήλθε στην ως άνω διασταύρωση, χωρίς να ανακόψει την ταχύτητα του οχήματός του και χωρίς να αντιληφθεί το διερχόμενο όχημα του ενάγοντος, καίτοι θα μπορούσε διότι δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, όπως όφειλε, με συνέπεια τα δύο οχήματα να συγκρουσθούν, να ανατραπούν, να προκληθούν υλικές ζημιές και να υποστεί ο ενάγων, ο οποίος επέπεσε επί του οδοστρώματος, σωματικές βλάβες στο κεφάλι και δη στην περιοχή της ρινός. Εν όψει των ανωτέρω το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου οδηγού, ο οποίος δεν επέδειξε κατά την οδήγηση, την σύνεση που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, ως μέσος συνετός οδηγός, δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και δεν αντιλήφθηκε το διερχόμενο δίκυκλο, που οδηγούσε ο ενάγων, αν και είχε ορατότητα, και τέλος δεν ακινητοποίησε το όχημά του, παρότι στην οδό, όπου εκινείτο, υπήρχε πινακίδα STOP , ούτε ελάττωσε την ταχύτητά του, για να ελέγξει, αν μπορούσε να εισέλθει στη διασταύρωση, ακινδύνως για τους χρήστες της οδού, αλλά, αντιθέτως εισήλθε σ& αυτήν, αιφνιδιάζοντας τον έχοντα προτεραιότητα και κινούμενο κανονικά ενάγοντα, ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να ακινητοποιήσει το όχημά του ή να προβεί στον οποιοδήποτε αποφευκτικό ελιγμό, με αποτέλεσμα την πρόκληση του ως άνω ατυχήματος. Μόνη η έλλειψη νόμιμης αδείας οδηγήσεως από πλευράς του ενάγοντος δεν καθιστά αυτόν συνυπαίτιος στην επέλευση του επίδικου αποτελέσματος, διότι η παράβαση αυτή δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το εν λόγω αποτέλεσμα, αφού, ενόψει της απρόβλεπτης εισόδου του εναγομένου οδηγού στη διασταύρωση και της παρεμβολής του στην πορεία κίνησης του δικύκλου, δεν ήταν δυνατόν ακόμη και σε εμπειρότερο και κατέχοντα άδεια οδηγήσεως μέσο οδηγό μοτοσικλέτας να κατορθώσει να αποφύγει τη σύγκρουση των δικύκλων. Όμως, οι προκληθείσες στον ενάγοντα σωματικές βλάβες, που εντοπίζονται κυρίως στο κεφάλι και δη στην περιοχή της ρινός και της γνάθου, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω, οφείλονται εν μέρει και σε συνυπαιτιότητα του ιδίου, που δεν έφερε κατά την οδήγηση προστατευτικό κράνος, το οποίο αν έφερε, ενόψει της ειδικής κατασκευής του που υπάρχει σε όλα τα μέσης ποιότητας κράνη (κάλυψη όλου του κρανίου με ανθεκτικό υλικό και ικανό πάχος που προεξέχει στην περιοχή του μετώπου και της γνάθου, ώστε η ρίνα και το στόμα να προστατεύονται) θα είχε αποφύγει τον βαρύ τραυματισμό του στην ως άνω, περιοχή, σε κάθε περίπτωση θα είχε μικρότερης εκτάσεως και ήσσονος βαρύτητας τραύματα στην εν λόγω περιοχή. Ο βαθμός συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, ως προς την έκταση των σωματικών βλαβών του και μόνο, ανέρχεται σε ποσοστό 30%. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, η οποία δεν πλήττεται ως προς τις εν λόγω κρίσεις της. 

Σωματικές Βλάβες
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ο οποίος ήταν 20 ετών διακομίστηκε αμέσως στα επείγοντα ιατρεία του Νοσοκομείου «Γεώργιος Γεννηματάς», όπου διαγνώσθηκε «κάκωση ΑΜΣΣ, κάκωση κρανίου, κάκωση ΔΕ κλείδας» και κατόπιν τούτου εισήχθη στη νευροχειρουργική κλινική. Στις 22-9-2001 ο ενάγων εισήχθη στην Β΄ κλινική ΩΡΛ και από έλεγχο, στον οποίο υποβλήθηκε, βρέθηκε ότι υπέστη «θλαστικά τραύματα μετωπιαίας χώρας με επέκταση προς το ριζορρίνιο πλαγίου τοιχώματος ρινός δεξιά και άνω & κάτω χείλους, κατάγματα ρινικών οστών, ιγμόρειων άντρων, οπίσθιου τοιχώματος αριστερού μετωπιαίου κόλπου και ηθμοειδών πετάλων». Έγινε συρραφή των θλαστικών τραυμάτων, ανάταξη του κατάγματος των ρινικών οστών και τοποθέτηση νάρθηκος ρινός δια προσθίου πωματισμού. Μετά την αφαίρεση του πωματισμού ο ενάγων ανέφερε απώλεια οσφρήσεως, που είναι συμβατή με την κλινική εικόνα του ασθενούς, για την διαπίστωση της οποίας όμως δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος ελέγχου (βλ. υπ αρ. 1141/2003 βεβαίωση νοσηλείας του ως άνω νοσοκομείου). Στη συνέχεια και δη στις 24-9-2001 ο εν λόγω παθών μεταφέρθηκε στη γναθοχειρουργική κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου, όπου στις 27-9-2001 έγινε τοποθέτηση ναρθήκων και διαγνωστική ακινητοποίηση. Παρέμεινε δε νοσηλευμένος στο νοσοκομείο αυτό μέχρι και 28-9-2001. Μετά ταύτα ο ενάγων επισκεπτόταν τακτικά τα ιατρεία του νοσοκομείου, ενώ το στόμα του κατά σύσταση των θεραπόντων ιατρών παρέμεινε κλειστό επί ένα μήνα κατά τον οποίο η τροφή του δινόταν με σωληνάριο. Στις 30-4-2002 ο ενάγων ζαλίστηκε και έπεσε στο δάπεδο της οικίας του. Μεταφέρθηκε αμέσως από τη μητέρα του στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» με «αδυναμία αιμωδία προσώπου και ταχυκαρδία», που είχε παρουσιαστεί σ αυτόν από την 25-4-2002. Από την νευρολογική εξέταση στο εν λόγω νοσοκομείο διαπιστώθηκε ελαφρά υπεροχή των τενοντίων αντανακλαστικών του αριστερού κάτω άκρου, χωρίς άλλα ευρήματα, η δε μαγνητική τομογραφία, στην οποία υποβλήθηκε, απεικόνισε «μικρό φλεβικό αγγείωμα αριστερού βρεγματικού λοβού». Πρέπει να επισημανθεί, ότι και ο ειδικός ιατροδικαστής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών ____ στην υπ αρ. 33/2006 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, που εκτιμάται ελευθέρως, αναφέρει ότι «παρ ότι δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος ελέγχου της απώλειας της όσφρησης και γεύσης, οι κακώσεις που παρήχθησαν κατά τη διαδρομή του τροχαίου ατυχήματος είναι συμβατές με πρόκληση απώλειας αισθήσεων κυρίως της αίσθησης της όσφρησης, καθόσον αφορούν κατάγματα του σπλαχνικού κρανίου. Σημειούται ότι η διάρκεια της απώλειας των ως άνω αισθήσεων όσφρησης και γεύσης επί πενταετία περίπου μετά την πρόκληση των κακώσεων εκ του τροχαίου ατυχήματος, συνάδει με εγκατάσταση μονίμου βλάβης. Αναφέρει επίσης ο ανωτέρω πραγματογνώμων ότι από την έλλειψη των ως άνω αισθήσεων «προκύπτει εξαιρετικά μεγάλος κίνδυνος για την προφύλαξη της υγείας και της ζωής του με την ανίχνευση δια της οσφρήσεως δυνητικά δηλητηρίων στον εισπνεόμενο αέρα και μάλιστα όταν η επαγγελματική ενασχόληση του ανωτέρω αφορά χρήση υλικών που χρησιμοποιούνται στις βαφές αυτοκινήτων όπως διαλυτικών (νίτρου, ακρυλικών), τα οποία περιέχουν τολονόλη, χρώματα και σκληρυντές διαβρωτικά υλικά χρωμάτων, σιδηρόστοκο αναμεμειγμένο με πολυεστέρα και χρωστικές ουσίες οι οποίες έχουν ακρυλική βάση, όπως μόλυβδος, υλικά δηλαδή πολύ επικίνδυνα για κάποιον που, λόγω απώλειας της όσφρησης, αδυνατεί να αντιληφθεί την ενδεχόμενη αύξηση της συγκέντρωσης των συστατικών τους στον χώρο της εργασίας, με αποτέλεσμα κίνδυνο τοξικής συσσώρευσης στον οργανισμό του με κίνδυνο βλαβών της υγείας του. Πάντα τα ανωτέρω προκαλούν αισθήματα ανασφάλειας, φόβου και άγχους για την άσκηση της συγκεκριμένης επαγγελματικής του δραστηριότητας, με αποτέλεσμα δυσμενή επίπτωση, σε αυτήν, αλλά και εν γένει στις κοινωνικές του δραστηριότητες και στην ψυχική του υγεία». Τέλος, αναφέρει, ότι από την επισκόπηση της φωτογραφίας πριν από το ατύχημα «προκύπτει κάποια δυσμορφία του πρώτου, κυρίως της ρινός, χωρίς όμως να συνιστά σημαντική παραμόρφωση. Περαιτέρω, ο τραυματισμός και η απώλεια των προαναφερομένων αισθήσεων σε τόσο νεαρή ηλικία σε συνδυασμό με την κάποια δυσμορφία του (ουλή σε σχήμα Χ στη ρίνα) έχει προκαλέσει σ αυτόν ψυχολογικά προβλήματα συνεπεία των οποίων καταφεύγει τακτικά στις υπηρεσίες ειδικού συμβούλου ψυχολόγου (βλ. προσκομιζόμενες αποδείξεις ετών 2003 και 2004), ενώ έχει λάβει προσωρινό απολυτήριο από το αρμόδιο στρατολογικό γραφείο, κριθείς ακατάλληλος (Ι5) λόγω υγείας, ως πάσχων από καταθλιπτική συνδρομή.

Ηθική Βλάβη & ΑΚ 932
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα, τη συνέπεια αυτού κάποια δυσμορφία του ενάγοντος, τη μικρή ηλικία αυτού, το βαθμό πταίσματος του πρώτου εναγομένου, τη συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην επέλευση του αποτελέσματος, το ψυχικό άλγος που ο τελευταίος υπέστη από τον τραυματισμό του και από την αναπηρία του λόγω της απώλειας των αισθήσεων όσφρησης και γεύσης και τις συνέπειες, που αυτή θα έχει στην προσωπική και κοινωνική ζωή του, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, πλην της δεύτερης εναγομένης, η ευθύνη της οποίας είναι εγγυητική, κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί σ αυτόν προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από της εις βάρος του αδικοπραξία, το ποσό των 50.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε για την αιτία αυτή 30.000 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των ως άνω προσδιοριστικών του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης στοιχείων και πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ο σχετικός περί αυτού λόγος εφέσεως του ενάγοντος, με τον οποίο αυτός παραπονείται για τη μη επιδίκαση όλου του ποσού που ζήτησε (88.041,09 ευρώ), απορριπτομένου του πρώτου λόγου εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο αυτοί ζητούσαν να απορριφθεί ως αβάσιμο το κεφάλαιο αυτό, άλλως να επιδικασθεί μικρότερο ποσό.

Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας & ΑΚ 931
Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. « η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του». Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητική ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως «παραμόρφωση» νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως «μέλλον» νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προσαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η Α.Κ. 931 προβλέπει εκδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφορά μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνη, που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου η συνέπεια της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση που στηρίζεται στην Α.Κ. 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακή ζημίας. Τούτο συμβαίνει π.χ. σε ανήλικο, που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει ζημία. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα είχε δυσμενή επίδραση στην κοινωνική & οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό & οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχων και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας και παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της Α.Κ. 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζομένου κατά την Α.Κ. 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την Α.Κ. 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την Α.Κ. 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την Α.Κ. 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι ως άνω αξιώσεις δύναται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς είτε μεμονομένες αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προυποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (βλ. Α.Π. 1909/2007 Συγχ. Επιθ. Συγκ. Δικ. 2007.543, Α.Π. 1874/2006 Συγχ. Επ. Συγκ. Δικ. 2007.20, Α.Π. 1645/2006 Συγχ. Επ. Συγκ. Δικ. 2005.659). 

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων εξέθετε, εκτός των άλλων, στο δικόγραφο της αγωγής ότι από το ένδικο ατύχημα υπέστη μόνιμη μερική αναπηρία, που συνίσταται στην απώλεια της όσφρησης και της γεύσης, και λόγω της νεαράς ηλικίας του, θα έχει επίδραση δυσμενή στη μελλοντική του επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική του κατάσταση, εφόσον θα μειονεκτούσε σε σύγκριση με άλλους συνομηλίκους του. Ότι ειδικότερα, είχε προσληφθεί στις 20-12-2000 στο Στρατό ως έμμισθος μαθητευόμενος με την ειδικότητα του τεχνίτη αμαξωμάτων (φανοποιών), με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, και ενώ κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα είχε μία άριστη επαγγελματική σταδιοδρομία, τώρα δεν θα έχει την επαγγελματική πορεία, την οποία θα είχε αν δεν προέκυπτε η μερική του αναπηρία, δεδομένου ότι στο Στρατό οι επιλογές είναι αυστηρές ως προς τη σωματική ακεραιότητα εκάστου εργαζομένου. Ζήτησε δε να του επιδικασθεί κατ άρθρο 931 Α.Κ., το ποσό των 234.776 ευρώ, ως προς το οποίο περιόρισε παραδεκτώς με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό. Η αγωγή διαλαμβάνουσα τα ως άνω περιστατικά είναι ορισμένη, ως προς το κεφάλαιο αυτό, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 931 Α.Κ. και 216 Κ.Πολ.Δ. στοιχεία, όπως ορθώς κρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος εφέσεως των εναγομένων περί αοριστίας του κεφαλαίου τούτου, διότι, κατ αυτούς, ο ενάγων στην αγωγή δεν επικαλείται ειδικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και οι τρόποι, εξ αιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική πλευρά της μελλοντικής ζωής του.
Περαιτέρω από τα προδιαληφθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων προσλήφθηκε στο Στρατό, ως έμμισθος μαθητευόμενος με την ειδικότητα του τεχνίτη αμαξωμάτων (φανοποιού), στις 20-12-2000 και εργάστηκε με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μέχρι 30-6-2002. Την 1-7-2002 διεγράφη λόγω πέρατος σπουδών, ενώ από 24-9-2001 μέχρι 15-11-2001 τελούσε σε αναρρωτική άδεια λόγω του ένδικου τροχαίου ατυχήματος. Από όλα τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η ανωτέρω μερική αναπηρία του ενάγοντος θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις κοινωνικές, επαγγελματικές, οικογενειακές και οικονομικές. Μολονότι δε, όπως προαναφέρθηκε στην ανωτέρω νόμιμη σκέψη, δεν απαιτείται προσδιορισμός του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της αναπηρίας στο κοινωνικό και οικονομικό μέλλον του παθόντος, στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανές ότι αυτός δεν θα έχει την επαγγελματική αποκατάσταση, που βασίμως ανέμενε κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ενώ, ενόψει των επισημάνσεων του πραγματογνώμονος ως προς τους κινδύνους, που αυτός αντιμετωπίζει λόγω απώλειας της οσφρήσεως κατά την άσκηση του επαγγέλματος του φανοποιού αυτοκινήτων, είναι πιθανόν να οδηγηθεί στην αναζήτηση άλλου επαγγέλματος. Συνεπώς δικαιούται ιδιαίτερα αποζημιώσεως κατ άρθρο 931 Α.Κ., η οποία, λαμβανομένης υπόψη και της πολύ μικρής ηλικίας του, πρέπει να ανέρχεται στο ποσό των 50.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε για την αιτία αυτή 20.000 ευρώ, πλημμελώς αξιολόγησε τα ως άνω στοιχεία και πρέπει, αφού απορριφθεί κατ ουσίαν ο λόγος εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο επιδιώκεται η απόρριψη του ως άνω κονδυλίου από ουσιαστική άποψη, να γίνει εν μέρει δεκτός ο 2ος λόγος εφέσεως του ενάγοντος, με τον οποίο αυτός παραπονείται επειδή δεν του επιδικάσθηκε ολόκληρο το ζητούμενο (για την εν λόγω αιτία) ποσό των 234.776 ευρώ.

Αποκλειστική Νοσοκόμος
Επίσης, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τις πρώτες 40 ημέρες μετά την έξοδό του από το Νοσοκομείο ήταν σε κατάσταση πρόσκαιρης ανικανότητας να αυτοεξυπηρετηθεί, αλλά δεν προσέλαβε άλλη υποκατάστατη δύναμη (οικιακή βοηθό, νοσοκόμα) για την αντιμετώπισή της. Το κενό δε αυτό καλύφθηκε με υπερένταση των προσπαθειών τους, από τη μητέρα του ___ και ___, οι οποίες παρείχαν σ αυτόν τις υπηρεσίες και φροντίδες τους εναλλάξ. Δικαιούται λοιπόν ως αποζημίωση σύμφωνα με την πλασματική αμοιβή της εργασίας που θα προσέφερε μία οικιακή βοηθός ή νοσοκόμα (βλ. Κρητικού αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητιστικά Ατυχήματα έκδ. 1992 παρ. 220-221 σελ. 88-89 και παρ. 403 επ. σελ. 153 επ., Βαθρακοκοίλη το Νέο Οικογενειακό δίκαιο άρθρο 1508, Κουνουγέρη & Μανωλιδάκη η ισονομία των δύο φύλων και οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων Αρμ. 37.841 επ., ΕφΑθ. 5163/1996 Ελλ.Δ/νη 38.650, Εφ.Αθ. 1337/1994 Ελλ.Δ/νη 36.644, Εφ. Πειρ. 654/2007 αδημ., Εφ. Πειρ. 121/2006 αδημ.), κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου αν ο ενάγων χρησιμοποιούσε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα άλλο πρόσωπο, που θα παρείχε με αμοιβή τις υπηρεσίες αυτές θα δαπανούσε κατ& ελάχιστον 40 ευρώ ημερησίως και συνολικά (40Χ40)= 1.600 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να απορρίψει εξ ολοκλήρου το κονδύλιο αυτό έκανε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο τρίτος λόγος εφέσεως του ενάγοντος, με τον οποίο αυτός επιδιώκει να του επιδικασθεί μεγαλύτερο ποσό για το εν λόγω κεφάλαιο. Από το ποσό αυτό ο ενάγων δικαιούται το 70%, ήτοι 1.120 ευρώ, λόγω της συνυπαιτιότητάς του στην έκταση της σωματικής του βλάβης.
Τέλος με την εκκαλουμένη επιδικάσθηκαν στον ενάγοντα τα κατωτέρω ποσά, ως προς τα οποία η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με λόγο εφέσεως: 1.085 ευρώ για έξοδα οδοντοθεραπείας, 847,50 ευρώ για απώλεια εισοδημάτων, 293,47 ευρώ για τη λήψη βελτιωμένης τροφής, 1.011,54 ευρώ για αποκατάσταση των υλικών ζημιών της μοτοσικλέτας.

Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ αρ. εκθ. καταθέσεως 72/2008 έφεση, να γίνει δεκτή εν μέρει κατ& ουσία η υπ αρ. εκθ. καταθέσεως 1405/2007 έφεση, να εξαφανιστεί η πρωτόδικη και δη, για την ενότητα της εκτελέσεως, και κατά τις διατάξεις της που αναφέρονται σε μη ανατρεπόμενα κονδύλια του αυτού κεφαλαίου (βλ. Α.Π. 748/1984 Ελλ.Δ/νη 26.642, Σαμουήλ. Η Έφεσις αρ. 1143, Βαθρακοκοίλη Κ.Πολ.Δ. άρθ. 535 αρ. 2,3) και να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο, θα δικάσει επί της υπ αρ. εκθ. καταθέσεως 7469/2003 αγωγής. Μετά από αυτό πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η εν λόγω αγωγή, ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, και α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν, εις ολόκληρο έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των 34.357,51 ευρώ (1120+1085+847,50+293,47+1011,54+30.000). Το τελευταίο αφορά σε τμήμα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφού μέχρι το ποσό αυτό παρέμεινε καταψηφιστικό το εν λόγω αίτημα, μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό), β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, υποχρεούται να καταβάλλουν επί πλέον στον ενάγοντα το ποσό των 70.000 ευρώ (20.000 ευρώ υπόλοιπο χρηματικής ικανοποίησης + 50.000 ευρώ παροχή άρθρον 931 Α.Κ.), αμφότερα τα ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφλησή τους. Αφού λοιπόν η απόφαση εξαφανίσθηκε μετά από παραδοχή άλλων λόγων της εφέσεως του ενάγοντος, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής ο τέταρτος λόγος της εφέσεως αυτός που βάλλει κατά της διατάξεως της εκκαλουμένης περί εκδικάσεως δικαστικής δαπάνης (βλ. Βαθρακοκοίλη Κ.Πολ.Δ. άρθ. 520, αρ. 40). Οι εναγόμενοι, που ηττήθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος, πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που κατανέμεται ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθ. 176, 178, 183 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των υπ αρ. εκθ. καταθέσεως 72/2008 και 1405/2007 εφέσεων.
Δέχεται αυτές κατά τύπους.
Απορρίπτει κατ ουσίαν την υπ αρ. εκθ. καταθέσεως 72/2008 έφεση.
Δέχεται εν μέρει την υπ αρ. εκθ. καταθέσεως 1405/2007 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη.
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της υπ αρ. εκθ. καταθέσεως 7469/2003 αγωγής.
Δέχεται εν μέρει την εν λόγω αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλλουν στον ενάγοντα, έκαστος εις ολόκληρο, το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (34.357,51), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. 
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν επί πλέον στον ενάγοντα, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τους εναγόμενους σε μέρος της δικαστικής δαπάνης τους ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.
Κρίθηκε