facebook
Αρχική Νομολογία Αποζημίωση επί σωματικών βλαβών Ηθική Βλάβη Νέα & Πρόσθετη Επιδείνωση Νόσου Απόφ. ΑΠ 51/2011

Ηθική Βλάβη Νέα & Πρόσθετη Επιδείνωση Νόσου Απόφ. ΑΠ 51/2011

Ηθική Βλάβη Νέα & Πρόσθετη (1)
Επιδείνωση Νόσου

Το δεδικασμένο το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που επιδικάζει στον παθόντα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ίδιων προσώπων, επιδίωξη περαιτέρω πρόσθετης χρηματικής ικανοποιήσεως πάλι λόγω ηθικής βλάβης. 
Προϋπόθεση η απρόβλεπτη, δυσμενή εξέλιξη της υγείας του (ήτοι μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες και επιπλοκές). Πρέπει δηλαδή να στηρίζεται σε περιστατικά μιας ήδη επελθούσας στο παρελθόν ζημιογόνου αιτίας, τα οποία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπ’ όψη στην προηγούμενη δίκη, γιατί δεν ήσαν αντικειμενικώς διαγνωστά και η επέλευσή των δεν ήταν προβλεπτή από την αρχή, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης. 



Σχόλια & Παρατηρήσεις 

1) Ηθική Βλάβη Νέα & Πρόσθετη – Επιδείνωση Νόσου
Βλ. σχετικά και Άρθρο Μαριλένας Τσακίρη «Απρόβλεπτη Δυσμενής μεταβολή της κατάστασης της υγείας του παθόντος» ΕΣυγκΔ 2010/482. Ομοίως και Άρθρο Σωτηρίου Λευκαρίτη «Απρόοπτη δυσμενής εξέλιξη της υγείας τραυματισθέντα και έννομες συνέπειες» ΕΣυγκΔ 2009/418

Ο παθών είχε επιφυλαχθεί με προγενέστερη αγωγή του, να ζητήσει περαιτέρω αποζημίωση για ζημίες, που θα υφίστατο στο μέλλον συνεπεία του τραυματισμού του, όχι όμως και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ώστε το σχετικό κονδύλιο της εδώ κρινόμενης νέας αγωγής (ποσού 200.000,00 ) είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω δεδικασμένου κατά τα άρθρα 321, 322 παρ. 1, 324 και 332 Κ.Πολ.Δικ. Μον.Πρ.Αθ. 2196/2009 ΕΣυγκΔ 2010/134

Όταν η ζημία είναι απρόβλεπτη ο χρόνος παραγραφής άρχεται από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα. Αν δε πρόκειται για αξίωση αποζημιώσεως κατά ασφαλιστή, η παραγραφή αρχίζει από τότε που αντικειμενικά καθίσταται δυνατή η πρόβλεψη της νέας δυσμενούς κατάστασης του παθόντος.
Αν, επομένως, με τελεσίδικη απόφαση ο παθών από αυτοκινητικό ατύχημα κρίθηκε πρόσκαιρα ανίκανος προς εργασία για ορισμένο χρονικό διάστημα και του επιδικάστηκαν για το διάστημα αυτό αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και με νέα αγωγή του ζητεί πρόσθετη αποζημίωση για τις ίδιες αιτίες λόγω της επικαλούμενης εφόρου ζωής ολικής ή μερικής αναπηρίας του, της οποίας έλαβε γνώση μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής, το δικαστήριο που καλείται να δικάσει την υπόθεση δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως, ως προς την έκταση των ζημιών, διότι το δικαστήριο καλείται να κρίνει αξιώσεις του παθόντος από τις επιζήμιες συνέπειες του ατυχήματος που δεν ήσαν προβλεπτές κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής και δεν κρίθηκαν με την τελεσίδικη απόφαση που είχε αντικείμενο αποζημίωση για πρόσκαιρη ανικανότητα. 
Αντίθετα, αν πρόκειται για προβλεπτές ζημίες, η παραγραφή παρατείνεται σε εικοσαετία και για τις ζημίες για τις οποίες δεν είχε ζητηθεί εξαρχής η επιδίκασή τους, όπως για την αποθετική ζημία η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο ζητήθηκε η επιδίκασή τους, και για την πρόσθετη αποζημίωση του άρθρου 931 του Α.Κ. Και αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξίωσης, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία, για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος γενικά για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η επιμήκυνση αυτή όμως της παραγραφής επέρχεται υπό την αναγκαία προυπόθεση, ότι η απόφαση κατέστη τελεσίδικη εντός του χρόνου της διετίας ( ή της πενταετίας, κατά περίπτωση), δηλαδή ότι στο μεταξύ διάστημα, μέχρι την τελεσιδικία, δεν έχει υποκύψει η αξίωση σε τυχόν προβλεπόμενη συντομότερου χρόνου παραγραφή. Μον.Πρ.Αθ. 1022/2008 ΕΣυγκΔ 2009/117

Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση της πρώτης από τις επιζήμιες συνέπειες της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης, καταλαμβάνει δε το σύνολο της ζημίας που έχει επέλθει ή μέλλει να επέλθει, εκτός από τα τυχόν επιμέρους κεφάλαια ή κονδύλια ζημίας που η επέλευσή τους δεν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Το βάρος της απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξίωσης, δηλαδή ο εναγόμενος. Εν προκειμένω ο παθών (ενάγων) εμφάνισε μετατραυματική αρθροίτιδα γόνατος με οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις, λόγω συνδεσμικής βλάβης της οπισθοεσωτερκής γωνίας του γόνατος και ρήξη χιαστών συνδέσμων. Έλαβε δε γνώση της μέλλουσας αυτής ζημίας, λόγω επιπλοκής του τραύματός του και της εντεύθεν ανικανότητάς του προς εργασία, μετά παρέλευση δέκα ετών από τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου τροχαίου ατυχήματος, όταν εμφανίσθηκε. Επομένως ο εκ του άρθρ. 559 αρ.19 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι χωρίς αιτιολογίες απέρριψε την ένσταση του εναγομένου περί παραγραφής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΑΠ 1978/2008 ΕΣυγκΔ 2009/34

Μεταγενέστερες μη προβλεπτές δυσμενείς συνέπειες της αδικοπραξίας, (όπως αιφνίδιες επιδεινώσεις νόσου), που δεν ελήφθησαν υπόψη σε προηγούμενη δικαστική απόφαση, μπορούν να δικαιολογήσουν πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Δεν υπάρχει εμπόδιο από το δεδικασμένο της προηγούμενης αποφάσεως. Δεν συντρέχει όμως τούτο όταν είναι προβλεπτή και συνήθης η ανάγκη ενεργείας νέας εγχειρήσεως, όπως στις περιπτώσεις στις ορθοπεδικές επεμβάσεις αφαίρεσης υλικών οστεοσύνθεσης, τα οποία πρέπει να απομακρυνθούν με δεύτερη εγχείρηση σε νοσοκομείο, που επιβάλλει ορισμένη νοσηλεία και συνεπάγεται σωματικούς και ψυχικούς πόνους. Απορρίπτεται ο εκ του άρθρ. 559 εδ.1 ΚΠολΔ σχετικός λόγος αναίρεσης, ως αβάσιμος, αλλά και ο εκ του άρθρ. 559 αρ.19 ΚΠολΔ ως απαράδεκτος, αφού το σχετικό αγωγικό αίτημα απορρίφθηκε από το εφετείο ως μη νόμιμο. ΑΠ 141/2009 ΕΣυγκΔ 2009/214


Κείμενο Απόφ. ΑΠ 51/2011

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 322, 324 και 331 ΚΠολΔ και 914, 297 και 298 ΑΚ, προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημιώσεως λόγω θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή. Επομένως, αν υπάρξει τελεσίδικη κρίση, ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ) και εμμέσως (άρθρο 331 ΚΠολΔ), μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, “σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει, ιδίως, για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.
Από τον συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς τις διατάξεις των αυτών, ως άνω, διατάξεων των άρθρων 321, 324 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται, ότι το δεδικασμένο το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που επιδικάζει στον παθόντα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ίδιων προσώπων, επιδίωξη περαιτέρω πρόσθετης χρηματικής ικανοποιήσεως πάλι λόγω ηθικής βλάβης. Τούτο, όμως, προϋποθέτει απρόβλεπτη, δυσμενή εξέλιξη της υγείας του (ήτοι μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες και επιπλοκές), δηλαδή στηρίζεται σε περιστατικά μιας ήδη επελθούσας στο παρελθόν ζημιογόνου αιτίας, τα οποία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπ’ όψη στην προηγούμενη δίκη, γιατί δεν ήσαν αντικειμενικώς διαγνωστά και η επέλευσή των δεν ήταν προβλεπτή, από την αρχή, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης. Επομένως, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης αποφάσεως, η οποία εξεδόθη επί της πρώτης αγωγής του παθόντος, οι δυσμενείς συνέπειες, που αποτελούν επιδείνωση της υπάρχουσας καταστάσεως της υγείας αυτού και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από την αρχή ότι θα επέλθουν κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, δηλαδή δεν μπορούσε κανείς να υπολογίσει κατά το πέρας της προφορικής συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοδίκου δικαστηρίου. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί του προβλεπτού ή μη της μέλλουσας επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του παθόντος, προκύπτουσα από τις αποδείξεις ή τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ως εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. 
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, “αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο” και τέλος, ο, από το πρώτο μέρος της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο, το οποίο προέβη αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους σε έρευνα για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή μη των κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ προϋποθέσεων του δεδικασμένου, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ίδιου Κώδικα, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των παρακάτω δικογράφων, προκύπτουν τα εξής:
Ο αναιρεσίβλητος είχε ασκήσει εναντίον του αναιρεσείοντος στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Αθήνας την, από 16/10/2001, αγωγή του αιτούμενος την επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αναφορικά µε το εργατικό ατύχημα και τον εξ’ αυτού τραυματισμό, που υπέστη στις 19/05/2001 στην κατοικία του αναιρεσιβλήτου στις …, κατά τη διάρκεια εργασιών βαφής της από αυτόν, επί της οποίας εκδόθηκε η µε αριθ.1925/2002 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, µε την οποία επιδικάστηκε υπέρ αυτού χρηµατική ικανοποίηση, ύψους (14.673,5) ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη. Με την απόφαση αυτή, η οποία κατέστη τελεσίδικη, διότι επικυρώθηκε µε τις 2925/2003 και 611/2006 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, κρίθηκε ότι η πρόκληση του εν λόγω ατυχήµατος οφείλονταν σε αµέλεια του αναιρεσείοντος. Στη συνέχεια ο αναιρεσίβλητος, για το ίδιο ατύχημα, άσκησε την ένδικη αγωγή, από 11-4-2006, του, ισχυριζόμενος ότι στο πρόσωπό του αναιρεσείοντος συνέτρεχε ενδεχόμενος δόλος, αναφορικά µε την πρόκλησή του ατυχήματος και τον εξ αυτού τραυματισμό του, ζήτησε δε την επιδίκαση αποζημίωσης για θετική και αποθετική ζηµία, περαιτέρω δε χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και αποζημίωσης κατ’ άρθ.931 του ΑΚ. Επικουρικά και για την περίπτωση της απόρριψης της βάσης της αγωγής, της ερειδομένης στον ενδεχόμενο δόλο, επικαλούμενος, σαφώς, την αμέλεια του αναιρεσείοντος και τις περαιτέρω, δυσμενείς συνέπειες της υγείας του, μη υπάρχουσες και μη προβλεφθείσες κατά την άσκηση της πρώτης αγωγής, ζήτησε να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, επί πλέον της επιδικασθείσας με την παραπάνω απόφαση. Επί της δεύτερης αγωγής του αναιρεσιβλήτου εκδόθηκε η µε αριθ.2107/2007 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, µε την οποία απορρίφθηκε στο σύνολο της η αγωγή, διότι κρίθηκε ότι το ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του αναιρεσείοντος και ότι το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης του ενάγοντος ήταν απορριπτέο, “καθώς δεν συντρέχει λόγος ο οποίος να επιβάλλει νέα αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, καθόσον το Εφετείο Αθηνών έχει ήδη τελεσιδίκως επιδικάσει στον ενάγοντα ποσό 14.673,4 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη ο ενάγων από το επίδικο εργατικό ατύχημα, δεδομένου ότι η σημερινή κατάσταση της υγείας του δεν έχει αλλάξει, σε κάθε δε περίπτωση οι δυσμενείς συνέπειες που ο ενάγων επικαλείται ότι επήλθαν στην υγεία του από το ανωτέρω ατύχημα μπορούσαν, βάσει των επικαλουμένων και προσκομιζομένων εγγράφων, να προβλεφθούν κατά το χρόνο εκδόσεως της παραπάνω απόφασης”.

Με την ασκηθείσα έφεσή του και ειδικότερα με τον τέταρτο λόγο της, τον οποίο επικαλέστηκε επικουρικά και για την περίπτωση απόρριψης των λοιπών, αναφερομένων στον ενδεχόμενο λόγο του αναιρεσείοντος, ο αναιρεσίβλητος παραπονέθηκε, μεταξύ των άλλων, και για την κρίση του Εφετείου, “ότι οι δυσμενείς συνέπειες, που ο ενάγων επικαλείται ότι επήλθαν στην υγεία του από το ανωτέρω ατύχημα μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως” και την εξ αιτίας αυτής απόρριψη του αιτήματος του για συμπληρωματική χρηματική ικανοποίηση. Το Εφετείο, µε την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτήν, δέχθηκε ότι “ήδη, όμως, έχουν παγιωθεί οι βλάβες της υγείας του, από το ένδικο εργατικό ατύχημα και η ανικανότητα αυτού προς εργασία. Ο τελευταίος λαμβάνει κύρια σύνταξη από το Ι.Κ.Α., λόγω βαριάς αναπηρίας, σε ποσοστό 80%, εκ του ατυχήματος. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη στην υγεία του εκκαλούντος δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί από το Δικαστήριο που δίκασε την πρώτη αγωγή του εκκαλούντος- ενάγοντος. Εν όψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να του επιδικαστεί περαιτέρω χρηματική ικανοποίηση η οποία, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου, της σοβαρότητας του τραυματισμού, της επιδείνωσης της υγείας του και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, ανέρχεται στο ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο.”. 

Στη συνέχεια, δέχθηκε ως βάσιμο τον άνω λόγο, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επιδίκασε περαιτέρω (συμπληρωτική) χρηµατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, από το επίδικο εργατικό ατύχημα, την οποία καθόρισε στο χρηµατικό ποσό των ευρώ (12.000) δώδεκα χιλιάδων, που έκρινε ως εύλογο. Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης υποστηρίζεται ότι το Εφετείο, μη απορρίπτοντας τον τέταρτο λόγο της έφεσης του ήδη αναιρεσιβλήτου, ως απαράδεκτο, αφού με αυτόν επιδιώχθηκε η εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς τη βάση της που δεν έχει προσβληθεί με την έφεση και δεχόμενο ως βάσιμο, το περιεχόμενο σε αυτόν αίτημα, που για πρώτη φορά εισήχθη στο εφετείο, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ.14 περ. β’ του ΚΠολΔ, διότι παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος, διότι, η αγωγή περιείχε την επικουρική βάση της αγωγής και το αίτημα για επιδίκαση, με βάση αυτήν, συμπληρωματικής χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο είχε απορρίψει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς τη απόρριψη δε αυτών ο αναιρεσείων διέλαβε στην έφεση του, παραδεκτά, ειδικό παράπονο με τον παραπάνω λόγο εφέσεως, για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής ως προς την πρώτη βάση της.
Συνεπώς η υπόθεση μεταβιβάστηκε στο εφετείο και κατά το αντίστοιχο μέρος της και δεν συντρέχει περίπτωση απαραδέκτου υποβολής αιτήματος και μεταβολής της βάσεως της αγωγής, ενώπιον του.

Περαιτέρω, με δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση, ότι κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από τις υπ’ αριθ. 2495/2003 και 611/2006 τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αντίθετες εφέσεις των και ήδη διαδίκων κατά της υπ’ αριθ.1925/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της από 16-10-2001 αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατά του αναιρεσείοντος και με την οποία, επιδικάστηκε, σ’ αυτόν, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο την ρηθεισών αποφάσεων, η δίκη εκείνη επί της οποίας εκδόθηκαν αυτές, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την, εξ αμελείας, ευθύνη του υπαιτίου και την ηθική βλάβη, που έπαθε ο αναιρεσίβλητος, για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά το οποίο η αδικοπραξία ήταν δυνατόν να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες για την υγεία του, γιατί αυτές, δεν είχαν προβληθεί, ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (176,183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-12-2009 αίτηση του αναιρεσείοντος, για αναίρεση της με αριθμό 3976/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ. 
Κρίθηκε 
———————-