facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Αρθρα - Απόψεις ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ – Ηλία Ι. Κλάππα Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ – Ηλία Ι. Κλάππα Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω

NEO BANNER ΓΙΑ ΔΩΡΕΑΝ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΜΑΡΣΙΤΑ

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 

Ηλία Ι. Κλάππα

Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω

 

Α        ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

  • Πράξη Πρώτη-2011

α          Στην αρχή της δεκαετίας που διανύουμε, ένα χρόνο μετά το πρώτο μνημόνιο του Μαΐου 2010, σε εποχή που το Δημόσιο αναζητούσε απεγνωσμένα έκτακτα δημοσιονομικά έσοδα, νομοθετήθηκε με το άρθρο 70 ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α. 165/25-7-2011) η υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές και, ειδικά για τις εργατικές διαφορές, εφόσον υπερέβαινε κατ’ άρθρον 71 ΕισΝΚΠολΔ το όριο της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου.

Με τη ρύθμιση αυτή ανατράπηκε το νομικό καθεστώς που ίσχυε για εβδομήντα περίπου χρόνια και για όλη τη διάρκεια ισχύος του σύγχρονου Αστικού Κώδικα που είναι σε ισχύ από 23-2-1946, δεδομένου ότι με το άρθρο 7 παρ.3 του ν.δ. 1544/1942 οι αναγνωριστικές αγωγές είχαν εξαιρεθεί της υποχρέωσης καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου που είχε εισαχθεί με το ν. ΓπΟΗ/1912.

Στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το άρθρο 70 ν.3994/2011, ο νομοθέτης δεν δίστασε να αποκαλύψει τον πραγματικό σκοπό της διάταξης που δεν ήταν άλλος από το δημοσιονομικό όφελος που προσδοκούσε το Ελληνικό Δημόσιο από την επιβολή δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές. Μάλιστα, στην αιτιολογική έκθεση γινόταν ρητή αναφορά στις, κατά κύριο λόγο, ταμειακές προσδοκίες του Δημοσίου καθώς, όπως συγκεκριμένα αναγραφόταν, «με την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών στις οποίες περιλαμβάνονται βεβαίως και οι καταψηφιστικές μετά τον περιορισμό του αιτήματος τους σε μόνο το αναγνωριστικό, θα επέλθει αύξηση των δημοσίων εσόδων, ενώ θα αποφευχθεί η συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών».

β          Η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών όχι μόνο δεν έτυχε αποδοχής, αλλά επικρίθηκε ως αντισυνταγματική (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος) και ως αντίθετη με την υπερνομοθετικής ισχύος κυρωθείσα με το ν.δ.53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ, άρθρο 6 και 13), καθώς έθιγε το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και παροχή εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, το οποίο όπως είχε κρίνει και ο Άρειος Πάγος με την 675/2010 απόφασή του, προστατευόταν ικανοποιητικά με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής. (βλ. σχετικά σε Κλάππα Ηλ, Το δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, ΕπΣυγκΔ 2011, 354 επ. όπου περιέχονται αναλυτικές σκέψεις περί της αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης με την ΕΣΔΑ της επιβολής δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, σκέψεις οι οποίες υιοθετούνται πλήρως κατ’ ουσία και λεκτικό στις αποφάσεις ΜονΠρΧανίων 3/2013, ΝοΒ 2013. 415 και ΠΠρΑθ 4557/2014, NOMOS)

Συγκεκριμένα, κρίθηκε νομολογιακά ότι

«η διαφοροποίηση της αναγνωριστικής από την καταψηφιστική αγωγή και η επιβολή δικαστικού ενσήμου μόνο στη δεύτερη δικαιολογείται με το ότι ο πολίτης μπορεί με μια σχετικά ολιγοδάπανη διαδικασία να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματός του, να άρει αμφισβήτηση για την ύπαρξη του, να βεβαιωθεί για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και ως προς τη δυνατότητα της εκτέλεσης της απόφασης ή μη και να προστατεύσει εμπράγματα δικαιώματά του από προσβολή.

Η επέκταση της καταβολής δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές (…) δηλώνει ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού άσκησης αγωγής και υπό την αναγνωριστική της μορφή. Η τέτοια είδους είσπραξη τέλους εκ μέρους του Δημοσίου ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης παρίσταται κατά των αρχών του κράτους δικαίου, της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής προστασίας και νομιμότητας, της συνταγματικής επιταγής για δημοκρατική νομιμοποίηση και νομιμότητα της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του Συντ, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του με τον ν.2462/1997 κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.» (ΠΠρΑθ 4557/2014, NOMOS. Βλ. επίσης ΕιρΑθ 322/2014, NOMOS. Contra, ΠΠρΑθ 2155/2017 με μειοψηφία NOMOS, ΠΠρΑθ 75/2016, NOMOS όπου και σε αυτές, όμως, υφίσταται προβληματισμός περί αντισυνταγματικότητας εφόσον απαιτηθεί εκ νέου καταβολή δικαστικού ενσήμου προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση αναγνωριστική απόφαση για την οποία έχει ήδη καταβληθεί το τέλος αυτό).

 

 

 

  • ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ-2012

            Λίγους μόλις μήνες μετά την ψήφιση του ν.3994/2011, ο νομοθέτης επιχείρησε να διορθώσει, έστω και μερικώς, τα τεράστια προβλήματα που η διάταξη του άρθρου 70 του ν.3994/2011 δημιούργησε στην προσφυγή στη δικαιοσύνη και στην παροχή εννόμου προστασίας.

Συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ.1 ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α51/12-3-2012), καταργήθηκε το τέλος δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών μόνο, όμως, για τέσσερις κατηγορίες διαφορών και, συγκεκριμένα, για αγωγές εργατικών διαφορών, διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας, διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητα και διαφορές περί διατροφών.

Επίσης, με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου 21 ν.4055/2012, επιλύθηκε ένα ζήτημα διαχρονικού δικαίου που είχε δημιουργηθεί από την ασαφή διατύπωση του άρθρου 72 παρ.14 ν.3994/2011 και, συγκεκριμένα, ορίσθηκε ρητώς ότι η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του, ακόμη και αν πρόκειται για καταψηφιστικές αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του και μετατράπηκαν εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού.

  • ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ-2016

Με το άρθρο 33 παρ.1 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016), ο νομοθέτης αποκατέστησε το νομικό καθεστώς που υπήρχε προ του ν.3994/2011 και κατήργησε την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου για τις αναγνωριστικές αγωγές, συνολικά για όλες τις υποθέσεις, ανεξαρτήτως αρμοδιότητας Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που τη συνόδευε «η ρύθμιση αυτή έρχεται να αποκαταστήσει την έννοια της διαφοροποίησης μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών καθώς η καταβολή του δικαστικού ενσήμου συνδέεται με την εκτελεστότητα και υπό την έννοια αυτή παρίσταται εύλογο να μην επιβαρύνεται με αυτό η αναγνωριστική αγωγή, στο μέτρο που δεν άγει σε εκτελεστό τίτλο

                       Με την παράγραφο 2 του ίδιου ανωτέρω άρθρου, προβλέφθηκε ότι η άρση της υποχρέωσης καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αγωγές τόσο αυτές που ασκήθηκαν ως αναγνωριστικές όσο και αυτές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν τη δημοσίευση του νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του.

           

Β        ΕΡΓΟΥ ΣΥΝΕΧΕΙΑ-2019

1         Η ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

                       Ενώ το συγκεκριμένο θέμα, ένα από τα πολλά που ταλάνισαν τη νομική κοινότητα στα χρόνια της κρίσης, έμοιαζε λυμένο, εντελώς αιφνιδιαστικά, με μία τροπολογία που κατατέθηκε από ένα μόνο βουλευτή της συμπολίτευσης και, μάλιστα, εκπρόθεσμα στο σχέδιο νόμου για τη Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το τέλος δικαστικού ενσήμου επανήλθε στην επικαιρότητα.

                       Συγκεκριμένα, με το άρθρο 42 του ν.4640/2019 (ΦΕΚ Α΄ 190/30-11-2019) που ενσωμάτωσε κατά λέξη τη συγκεκριμένη τροπολογία, προβλέφθηκε εκ νέου υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, ανεξαρτήτως της φύσης των υποθέσεων, μόνο, όμως, αυτή τη φορά, αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

2         ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Όσον αφορά στη διαδικασία εισαγωγής και ψήφισης της συγκεκριμένης τροπολογίας, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι η αιφνιδιαστική επανανομοθέτηση ενός τόσο αμφιλεγόμενου μέτρου που έχει δεχθεί τέτοια κριτική από τη νομική κοινότητα, όπως το δικαστικό ένσημο, με βάση τροπολογία χωρίς προηγούμενη δημόσια διαβούλευση, χωρίς προηγούμενη ακρόαση των φορέων των Δικηγορικών Συλλόγων και των Δικαστικών Ενώσεων και χωρίς νομοτεχνική έκθεση από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, πραγματικά ευτελίζει τη νομοθετική διαδικασία.

Όσον αφορά στην αιτιολογία της νομοθετικής πρωτοβουλίας, παρατηρείται το οξύμωρο, στη μεταμνημονιακή εποχή όπου πλέον γίνεται λόγος για δημοσιονομικά πλεονάσματα, να χρησιμοποιείται στην Αιτιολογική Έκθεση που συνοδεύει τη συγκεκριμένη διάταξη, η ίδια ακριβώς, αντιγραμμένη κατά λέξη, επιχειρηματολογία περί ανάγκης αύξησης των δημοσίων εσόδων που υπήρχε στην αιτιολογική έκθεση του ν.3994/2011, όταν το δημόσιο αποζητούσε έσοδα από κάθε πηγή.

Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι με τον συντάκτη της συνοδεύουσας την τροπολογία αιτιολογικής έκθεσης, προσέθεσε σε αυτήν και δικές του σκέψεις για την αναγκαιότητα επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αγωγές, υποστηρίζοντας ότι θα συμβάλλει στην «καταπολέμηση της δικομανίας», επαναλαμβάνοντας στη συνέχεια τη φρασεολογία της Αιτιολογικής Έκθεσης του 2011 περί «αποτροπής προπετών και αβασίμων αγωγών». Οι σκέψεις αυτές προφανώς οφείλονται σε άγνοια της νομικής πραγματικότητας και δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική ακόμη και στην περίπτωση που ο συντάκτης της τροπολογίας ήθελε να πατάξει τη «δικομανία» των οικονομικά αδύναμων και μόνο, οι οποίοι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν το δικαστικό ένσημο.

3         ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ 2011 ΚΑΙ ΤΟΥ 2019       

Αξίζει να παρατηρήσει κανείς δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις συγκρίνοντας την επιβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές με τον ν.3994/2011 και με τον ν.4640/2019, πέραν, βεβαίως, του εύρους των υποθέσεων στις οποίες η κάθε ρύθμιση αφορά.

α          Την προηγουμένη φορά που ο νομοθέτης είχε ενδώσει στον πειρασμό να επιβάλει δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές, είχε προηγηθεί του ν.3994/2011 νομοπαρασκευαστική επιτροπή που είχε εισηγηθεί σχετικά, η δε προτεινόμενη διάταξη υποβλήθηκε σε νομοτεχνική επεξεργασία από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής. Η παρέμβαση της Επιτροπής συνέβαλε τουλάχιστον στη διατύπωση μεταβατικής διάταξης που δεν είχε προβλεφθεί με το σχέδιο νόμου.

                       Στην πρόσφατη περίπτωση του ν.4640/2019, η ρύθμιση, ακριβώς επειδή τέθηκε προς συζήτηση και ψήφιση εντελώς αιφνιδιαστικά με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, δεν εξετάστηκε από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.

                       Για το λόγο αυτό, δεδομένου ότι παρακάμφθηκε η νομοτεχνική επεξεργασία της ρύθμισης, θα άξιζε να υπενθυμίσει κανείς τις όλως επίκαιρες και σήμερα παρατηρήσεις περί της επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές που περιέχονται στην Έκθεση επί του νομοσχεδίου της Β΄ Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής της 11-7-2011. Συγκεκριμένα, η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής με την Έκθεση αυτή, με συγκεκριμένη παραπομπή σε νομολογία του ΑΠ, του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ, εξέφρασε τον έντονο νομικό προβληματισμό της «εάν είναι συνταγματικώς ανεκτή η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, οι οποίες δεν συνδέονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αλλά με αμιγώς ταμειακές ανάγκες του Κράτους. Κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ μόνο το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου δεν δικαιολογεί προσβολή του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Συμφώνως, εξάλλου, προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη».

β          Ως προς τη δεύτερη υφιστάμενη διαφοροποίηση μεταξύ των ρυθμίσεων του 2011 και του 2019, σημειώνεται ότι στη ρύθμιση του ν.3994/2011 δεν υπήρχε πρόβλεψη περί αναδρομικής εφαρμογής της, αλλά προβλέφθηκε με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ.14 ότι η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου «εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Μάλιστα, προκειμένου να αποφευχθούν ζητήματα παρερμηνειών, με το άρθρο 21 παρ.2 Ν.4055/2012 ορίστηκε ότι «2. Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α` 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού».

Αντίθετα, με την εντελώς πρόσφατη διάταξη του ν.4640/2019 δόθηκε αναδρομική ισχύς στη ρύθμιση περί επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και, συγκεκριμένα με το άρθρο 42 παρ.2, προβλέφθηκε ότι «Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία».

  • ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

Γεννώνται εύλογα ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα της αναδρομικότητας της συγκεκριμένης ρύθμισης, στο φως, μάλιστα, της σύγκρισης αυτής με τη ρύθμιση του 2011 που δεν προέβλεπε καμία αναδρομικότητα. Ανεξαρτήτως προθέσεων όσων είχαν την πρωτοβουλία, η αναδρομικότητα της ρύθμισης δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκεται να δυσχερανθεί η εκδίκαση ήδη κατατεθεισών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αγωγών με την επιβολή στους ενάγοντες δικαστικού ενσήμου επί των ήδη ασκηθεισών αξιώσεών τους, το οποίο, βεβαίως, δεν μπορούσαν να προβλέψουν κατά την άσκηση των αγωγών αυτών.

Πλέον και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η αναδρομική εφαρμογή που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη, η οποία καταλαμβάνει αγωγές που έχουν ήδη ασκηθεί κατά το χρόνο που η διάταξη τίθεται σε ισχύ, προσβάλλει ενοχικά δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο εκκρεμών δικών, για τα οποία υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά με βάση το ισχύον κατά τη προσφυγή στο Δικαστήριο δίκαιο, και τα οποία προστατεύονται τόσο από τη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 6/2007, ΟλΑΠ 40/1998, ΟλΑΠ 4/1990) όσο και από τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1938/2008) περί σεβασμού της περιουσίας. Και αυτό γιατί με τη συγκεκριμένη διάταξη, αφενός, επιβαρύνεται η ένδικη αξίωση με τέλος δικαστικού ενσήμου που δεν προβλεπόταν κατά το χρόνο άσκησής της, αφετέρου δε, τίθεται σε κίνδυνο εν όλω ή εν μέρει η ίδια η ένδικη αξίωση, καθώς σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής όλου ή μέρους του δικαστικού ενσήμου, μόνος τρόπος αποφυγής καταβολής του είναι πλέον η ολική ή, αντίστοιχα, μερική παραίτηση από την ίδια την ένδικη αξίωση, χωρίς τη δυνατότητα μετατροπής όλου ή μέρους της σε αναγνωριστική.

Περαιτέρω, η αναδρομικότητα της συγκεκριμένης διάταξης είναι αντίθετη με την αρχή του κράτους δικαίου και με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς με αυτήν ο νομοθέτης παρεμβαίνει στην απονομή της δικαιοσύνης και επηρεάζει το αποτέλεσμα σε εκκρεμείς δίκες (ΣτΕ 6/2010, ΑΠ 1277/2008. Επίσης, από 22.10.1997 απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας, από 7.11.2000 απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Αναγνωστόπουλος κλπ. κατά Ελλάδος)

γ         αντι επιλογου

είναι δύσκολο να βρει κανείς επίλογο για μια διάταξη που μετά από εβδομήντα χρόνια ηρεμίας, έρχεται και επανέρχεται στην Ελληνική Βουλή τα τελευταία χρόνια, γεννώντας νομικά αλλά και πολιτικά πάθη χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα το τέλος αυτής της περιπέτειάς της.

Πρέπει, ωστόσο, συμπερασματικά να τονιστεί ότι η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου σε αναγνωριστικές αγωγές, έστω και μόνο της αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις όποιες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου ούτε συνδέεται με την λειτουργία των δικαστηρίων και της δικαιοσύνης την οποία υποβιβάζει σε απλό «μηχανισμό», όπως επιπόλαια αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, παραβλέποντας ότι η δικαιοσύνη αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας.

Η προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι συνταγματικό δικαίωμα θεμελιώδες για το κράτος δικαίου και οι όποιες προπετείς και αβάσιμες αξιώσεις κρίνονται όχι προκαταβολικά αλλά από τα ίδια τα Δικαστήρια και προβλέπονται επαρκείς ποινές και κυρώσεις για τέτοιες περιπτώσεις.

Η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές λειτουργεί αποτρεπτικά για την προσφυγή στην Δικαιοσύνη και αποκτά κυρωτικό χαρακτήρα δημιουργώντας ανεπίτρεπτα προσκόμματα οικονομικής φύσης στην άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών.

Ευελπιστεί κανείς ότι στο τέλος όλων αυτών των επαναλαμβανομένων πράξεων θα επαναληφθεί και η πράξη κατάργησης του τέλους δικαστικού ενσήμου για όλες τις αναγνωριστικές αγωγές.

 Για Δωρεάν Δοκιμαστική εγγραφή στην Τ.Ν.Π ο Σόλων πατήστε στην εικόνα

NEO BANNER ΓΙΑ ΔΩΡΕΑΝ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΜΑΡΣΙΤΑ