facebook

Ψυχική Οδύνη – Δικαιούχοι

Δεν περιλαμβάνεται  ο σύντροφος (1)

που συζούσε με τον θανόντα σε καθεστώς ελεύθερης

συμβίωσης χωρίς καμία πρόθεση για

μελλοντική σύναψη γάμου

 

Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η “ελεύθερη ένωση” εντάσσεται στις “de facto οικογενειακές σχέσεις”, δηλαδή στις παράτυπες ή αντικανονικές από νομική άποψη καταστάσεις που βρίσκονται στο περιθώριο της νομικής ζωής. Συνεπώς δυνατότητα χορήγησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που προκλήθηκε στον επιζώντα από το θάνατο του συντρόφου του δεν προβλέπεται από το νόμο.

Αντίθετη άποψη θα ήταν contra legem, αλλά και ανατρεπτική του και συνταγματικά κατοχυρωμένου θεσμού του γάμου.

 Η ελεύθερη συμβίωση χωρίς τέκνα δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας, αφού αυτό δεν αναγνωρίζει έννομα αποτελέσματα στη συγκεκριμένη μορφή εμφάνισής της. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της οικογένειας, ούτε προστατεύεται, γιατί στην πραγματικότητα όσοι την επιλέγουνδεν επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές ρυθμίσεις και άρα δεσμεύσεις, επομένως θα ήταν αντιφατικό να τύχουν μόνο προστασίας. Με όλα αυτά, δεν υφίσταται η απαραίτητη για την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 ΑΚ ομοιότητα της τυχόν αρρύθμιστης περίπτωσης προς την ρυθμιζόμενη.

 Ενταύθα αναιρείται Εφετειακή απόφαση κατ΄άρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ  που επιδίκασε το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στον σύντροφο της 72ετους θανούσας.

Απόφ. ΑΠ 775/2011

Προεδρεύων : Σπυρίδων Ζιάκας

Εισηγητής Βασίλειος Λαμπρόπουλος

Μέλη Γεωργία Λαλούση – Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου – Δημητρούλα Υφαντή

Δικηγόροι Βασίλειος Κούρτης – Κωνσταντίνος Παπασπύρου

Σχόλια – Παρατηρήσεις

 1) Ψυχική Οδύνη – Δικαιούχοι

  • Η ΨΥΧΙΚΗ ΟΔΥΝΗ α) μη νομίμου ΖΥΖΥΓΟΥ (και Παλλακίδος), β) Μνηστής, και γ) Βρεφών (αλλά και κυοφορουμένου τέκνου) Εφ Αθ 2971/1990 ΕΣυγκΔ 1991/548
  • Στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνεται και η “εν διαστάσει σύζυγος” κατά το χρόνο θανατώσεως αυτού, διότι η διάσταση των συζύγων κατά το χρόνο θανατώσεως του ενός από αυτούς δεν καταλύει τυπικά την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας κατά την έννοια της ΑΚ 932. ΑΠ 520/2009 ΕΣυγκΔ 2009/559
  • Στην οικογένεια θύματος περιλαμβάνεται, και η μνηστή του, ΟΧΙ όμως και το πρόσωπο εκείνο που συζούσε με αυτό ο θανών σε κατάστασηελεύθερης συμβίωσης, χωρίς πρόθεση για μελλοντική σύναψη γάμου. Εξάλλου κατ’ άρθρο 1346 Α.Κ. μνηστεία είναι η σύμβαση για μελλοντικό γάμο.  Το στοιχείο της αμοιβαίας υπόσχεσης για μελλοντικής σύναψη γάμου διακρίνει τη μνηστεία από την ελεύθερη ένωση – συμβίωση, κατά την οποία όχι μόνο δεν υφίσταται συμφωνία των μερών περί της τελέσεως γάμου, αλλάυπάρχει συνειδητή επιλογή τους να μείνουν εκτός των πλαισίων του. Εφ.Αθ.3558/2008 ΕΣυγκΔ 2010/118
  • Contra  Ως οικογένεια του θύματος πρέπει να θεωρηθούν τα πρόσωπα τα οποία συνδέονται με στενό δεσμό οικογενειακού δικαίου με τον αποβιώσαντα αλλά και με αισθήματα αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ύπαρξης των οποίων ως πραγματικό ζήτημα απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου. Η τυποποίηση της έννοιας οικογένεια, ούτε από το σκοπό της διάταξης του ΑΚ 932 δικαιολογείται, ούτε από κάποια πρακτική ανάγκη, καθόσον είναι δυνατόν σε συγκεκριμένη περίπτωση να έχουν υποστεί ψυχική οδύνη και πρόσωπα μη περιλαμβανόμενα στον προκαθορισμένοκύκλο μελών της οικογενείας, ενώ αντιθέτω ς τα ανήκοντα σε αυτόν (κατά την τυποποίηση )να μην υπέστησαν ψυχική οδύνη. Ετσι δεν αποκλείεται να αναγνωρισθεί αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης στη μνηστή, ή ακόμα και στη γυναίκα που συμβιώνει ελεύθερα με το θανόντα. Μον.Πρ.Αθ. 4079/2003  ΣΕΣυγκΔ 2003/501
  • Βλ. Ομοίως και την Μον.Πρ.Καρδιτ. 193/1976 ΕΣυγκΔ 1978/53 που επιδίκασε πρωτοπορικά για την εποχή της Ψυχική Οδύνη υπέρ παρανόμου συζύγου (επονομασθείσα ΠΑΛΛΑΚΙΔΑ) η οποία όμως αποδείχθηκε ότι είχε ταυτίσει την τύχη της με τον θανόντα με τον οποίο συμβιούσε επί ολόκληρο 30ετία.
  • ΣΣ Ελπίζουμε ότι η θέση που έλαβε η κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση στηρίχθηκε στην προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου θεσμού του γάμου και όχι την επαπειλούμενη εξάχνωση του θεσμού της Ψυχικής Οδύνης που βάλλεται πανταχόθεν, υποβιβάζοντας τον νομικό μας πολιτισμό. Άλλωστε εν προκειμένω η 72ετης ηλικία της θανούσης δεν φαίνεται να συνάδει με μια περιστασιακή εφήμερη νεανική σχέση με τον σύντροφό της.

Κείμενο Απόφ. ΑΠ 775/2011

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου “οικογένεια του θύματος”, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ’ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή όμως έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος που δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά. Με την έννοια αυτή οι μεν αγχιστείς πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός, νύφη), περιλαμβάνονται στην οικογένεια του θύματος, ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού, όπως είναι ο από αδελφή γαμπρός και ανηψιός του, δεν περιλαμβάνονται. Το πόρισμα αυτό ενισχύεται από τις διατάξεις των άρθρων 57 εδ. 2 και 59 ΑΚ, που εγγύτερα προσεγγίζουν το ζήτημα και με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας προσώπου που πέθανε και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Είναι δε τα πρόσωπα αυτά ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη. Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα αυτά πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, είτε κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ (Ολ) 21/2000). Παρέπεται από αυτά, ότι στην οικογένεια του θύματος, δεν περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα εκείνα τα οποία συζούσαν με αυτό σε κατάσταση ελεύθερης συμβίωσης, χωρίς καμία πρόθεση για μελλοντική σύναψη γάμου. Άρα δυνατότητα χορήγησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που προκλήθηκε στον επιζώντα από το θάνατο του συντρόφου του δεν προβλέπεται από το νόμο. Ούτε όμως με ανάλογη εφαρμογή εδώ της ως άνω διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 Ακ, μπορεί να επιδικαστεί τέτοια χρηματική ικανοποίηση για την εξισορρόπηση των δημιουργούμενων από την απώλεια του θύματος δυσμενών καταστάσεων και συνεπειών. Αντίθετη άποψη θα ήταν contra legem, αλλά και ανατρεπτική του και συνταγματικά κατοχυρωμένου θεσμού του γάμου. Επί πλέον γιατί δεν υπάρχει κάποιο κενό δικαίου, σε σχέση με τη ρύθμιση της παράστασης αυτής και προσώπων που τελούν σε ελεύθερη ένωση. Για πρώτη φορά, μετά την αναμόρφωση των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου με το Ν. 1329/1983, η “ελεύθερη ένωση”, δηλαδή η εξώγαμη συμβίωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, αναφέρεται ως όρος στο άρθρο 1444 παρ. 2 εδ. α ΑΚ και μάλιστα σαν λόγος παύσης του δικαιώματος διατροφής του διαζευγμένου συζύγου, δηλαδή σαν ένα είδος οιονεί ποινής κατά δικαιούχου διατροφής διαζευγμένου συζύγου, ο οποίος συζεί με κάποιον άλλον σε ελεύθερη ένωση. Παρά ταύτα στη συνέχεια ο Αστικός Κώδικας δεν ρυθμίζει ευθέως τα αποτελέσματά της . Έτσι, η “ελεύθερη ένωση” εντάσσεται στις “de facto οικογενειακές σχέσεις”, δηλαδή στις παράτυπες ή αντικανονικές από νομική άποψη καταστάσεις που βρίσκονται στο περιθώριο της νομικής ζωής. Περαιτέρω, όπως συνάγεται και από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 1444 εδ. β, 1456, 1457, 1471, 1479, 1350 επ και 1386 επ ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 21 παρ.1 του Συντάγματος, πρόκειται για συνειδητή επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος, αν και γνώριζε τον όρο “ελεύθερη ένωση” πριν από το 1983, δεν θέλησε να ρυθμίσει τα θέματα και νομικά ζητήματα που απορρέουν από αυτή την ίδια την ελεύθερη ένωση. Ο Έλληνας νομοθέτης ενσυνείδητα απέφυγε μέχρι σήμερα να ρυθμίσει τα θέματα αυτά, εισάγοντας και στην Ελλάδα το θεσμό “των ληξιαρχικώς καταχωρισμένων σχέσεων” που ισχύει σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα περιορίστηκε απλά σε ρύθμιση θεμάτων που συνδέονται έμμεσα με αυτή, εν όψει της ρύθμισης της τεχνικής γονιμοποίησης και των συνεπειών της στο χώρο της συγγένειας, με βασικό γνώμονα την προστασία του παιδιού που γεννιέται σε μία τέτοια ελεύθερη ένωση. Ο θεσμός του γάμου ρυθμίζεται και προστατεύεται από τις πιο πάνω διατάξεις και γενικά την Ελληνική έννομη τάξη και δεν γνωρίζεται αντίστοιχη και μάλιστα ανάλογη προστασία της εξώγαμης συμβίωσης. Η τελευταία, έστω και αν ήταν η ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί με το θεσμό του γάμου. Οι δύο θεσμοί, δηλαδή αυτός της “ληξιαρχικώς καταχωρισμένης σχέσης” συμβίωσης μεταξύ ετεροφυλοφίλων και ομοφυλοφίλων και εκείνος του γάμου, διαφέρουν όχι μόνο κατ’ όνομα αλλά και στην ουσία τους, καθώς δημιουργήθηκαν για να καλύψουν διαφορετικής φύσεως κοινωνικές ανάγκες. Η ελεύθερη συμβίωση χωρίς τέκνα δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας, αφού αυτό δεν αναγνωρίζει έννομα αποτελέσματα στη συγκεκριμένη μορφή εμφάνισής της, έτσι δεν μπορεί κατά συνέπεια να υπαχθεί στην έννοια της οικογένειας, ούτε προστατεύεται, γιατί στην πραγματικότητα όσοι την επιλέγουν δεν επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές ρυθμίσεις και άρα δεσμεύσεις, επομένως θα ήταν αντιφατικό να τύχουν μόνο προστασίας. Με όλα αυτά, δεν υφίσταται η απαραίτητη για την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 ΑΚ ομοιότητα της τυχόν αρρύθμιστης περίπτωσης προς την ρυθμιζόμενη.

  Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Στις 5-2-2006 και περί ώρα 03.00 ο Ψ1 οδηγώντας το υπ’ αριθ. κυκλ. … αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του Ψ2 και το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην ασφαλιστική εταιρεία “ΕΓΝΑΤΙΑ ΑΑΕ” στη θέση της οποίας υπεισήλθε το αναιρεσείον Επικουρικό Κεφάλαιο (ΕΚ), συνεπεία ανάκλησης της αδείας της, εκινείτο επί της Λεωφόρου Ελευθερίας με κατεύθυνση από Λεωφόρο Ποσειδώνος προς τη Λεωφόρο Συγγρού. Όταν έφθασε στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 5 της ως άνω Λεωφόρου, όπου η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρά, ο τεχνικός φωτισμός επαρκής και η κίνηση των οχημάτων κανονική, συνεπεία έλλειψης της προσήκουσας προσοχής και της αυξημένης ταχύτητας που εκινείτο, εξετράπη της πορείας του προς τα αριστερά, πέρασε τη διαχωριστική νησίδα των δύο αντίθετων ρευμάτων κυκλοφορίας, εισήλθε στο αντίθετο προς την κατεύθυνσή του ρεύμα κυκλοφορίας, και επέπεσε στο υπ’ αριθ. κυκλ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε, κανονικά στην πορεία του, η Χ1 με συνεπιβάτη τον Χ2 και ήδη αναιρεσίβλητο. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής ήταν να τραυματιστεί θανάσιμα η ως άνω δεύτερη οδηγός και να τραυματιστεί ο ανωτέρω αναιρεσίβλητος. Επίσης, ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ως άνω σύγκρουσης ήταν ο ανωτέρω οδηγός του υπ’ αριθ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου Ψ1. Περαιτέρω ότι ο ανωτέρω συνεπιβάτης και ήδη αναιρεσίβλητος ήταν σύντροφος της ως άνω αποβιωσάσης και με τον οποίο συζούσε. Ότι μεταξύ τους υπήρχε ισχυρός δεσμός αγάπης και ο θάνατός της προκάλεσε σε αυτόν μεγάλο ψυχικό άλγος. Ότι λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του ατυχήματος, της αποκλειστικής υπαιτιότητος του οδηγού του υπ’ αριθ. κυκλ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου, της ηλικίας της θανούσης (72 ετών), της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον ανωτέρω αναιρεσίβλητο χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο επεδίκασε στον ανωτέρω αναιρεσίβλητο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 932 εδ. 3 ΑΚ, το εύλογο ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από τον θάνατο της συντρόφου του Χ1. Κρίνοντας όμως έτσι το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ως άνω διάταξη του άρθρου 932 εδ. 3 ΑΚ και υπέπεσε στην αποδιδομένη πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε η έρευνα του δευτέρου και τρίτου λόγου αναίρεσης από τους αριθ. 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, δεδομένου ότι η αναιρετική εμβέλεια του ως άνω πρώτου λόγου εκτείνεται και στους ανωτέρω δύο, αφού αναφέρονται στο ίδιο ως άνω ζήτημα της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.

  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο καθ’ όσον αφορά τον αναιρεσίβλητο και μόνο ως προς τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓIA TOYΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Αναιρεί την υπ’ αριθ. 7397/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά ένα μέρος και ειδικότερα εις ότι αφορά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στον αναιρεσίβλητο συνεπεία θανάτου της Κ. Θ..

 Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και

 Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.

 Κρίθηκε

—————————————–