facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου Γεώργιος Δ.Τριανταφυλλάκης Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ ΤΕΥΧΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2006 ΣΕΛ. 402

Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου Γεώργιος Δ.Τριανταφυλλάκης Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ ΤΕΥΧΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2006 ΣΕΛ. 402

Άρθρα& Απόψεις

Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγησης
υπό την επίδραση οινοπνεύματος.
Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου

Γεώργιος Δ.Τριανταφυλλάκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ 


Α. Το δικαιοπολιτικό πλαίσιο

Αλλάζει άρδην το ισχύον καθεστώς όσον αφορά την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος υπό την επήρεια αλκοόλ. Οδηγοί που έχουν καταναλώσει ακόμη και σχετικώς μικρή ποσότητα οινοπνεύματος με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η οδηγητική τους ικανότητα, κινδυνεύουν να στερηθούν του δικαιώματος της ασφαλιστικής καλύψεως, ανεξάρτητα μάλιστα από το εάν η κατανάλωση του οινοπνεύματος συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος. Τούτο προβλέπεται σε Σχ.Νόμου τροποποίησης του Ν. 489/76 για τις αποζημιώσεις από τροχαία ατυχήματα (άρθρο 6 παρ. 1γ, σύμφωνα με το οποίο:
«Εξαιρούνται από την ασφαλιστική κάλυψη ζημίες που προκαλούνται:
γ)Από οδηγό που κατά το ατύχημα βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, ως αυτές ορίζονται στον ΚΟΚ και ανεξαρτήτως εάν η παράβαση αυτή συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος» ).
Η διάταξη αυτή θα μπορούσε από μια πρώτη οπτική να θεωρηθεί ότι προσφέρει κοινωνική υπηρεσία στον αγώνα κατά της οδήγησης σε κατάσταση μέθης, ενός φαινομένου που αποτελεί χωρίς αμφιβολία κοινωνική μάστιγα και πρέπει να αντιμετωπισθεί δραστικά, μια και σχεδόν το 28 % των θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων στη χώρα μας οφείλονται σ αυτό (βλ. Καθημερινή της 31/3/2006). Από το σημείο όμως αυτό, μέχρι τη νομοθέτηση μιας τέτοιας διάταξης, η απόσταση είναι τεράστια. Η προσεκτική εξέτασή της καταδεικνύει ανεξάρτητα μάλιστα από τον τρόπο νομοθετικής «παραγωγής» της και τα πραγματικά κίνητρα υιοθέτησής της ότι είναι όχι μόνον απρόσφορη να συμβάλλει στην επιδίωξη του στόχου αυτού, αλλά ότι είναι και ασύμβατη με το νομικό μας σύστημα, ειδικά κατά τη διατύπωσή της εκείνη, που φαίνεται να επιτρέπει τη συναγωγή αμάχητου τεκμηρίου αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της κατανάλωσης οινοπνεύματος και της προκληθείσας ζημίας, αποκλείοντας έτσι εκ των προτέρων κάθε δυνατότητα απόδειξης του αντιθέτου.
Το βέβαιο είναι ότι το επιλεγόμενο μέσο νομοθετικής πολιτικής, μακράν του να προσφέρει οποιαδήποτε συνδρομή στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αυτού φαινομένου, επιτρέπει στις ασφαλιστικές εταιρίες να επικαλεστούν παράβαση του ασφαλιστικού βάρους εκ μέρους σημαντικού μέρους των πελατών τους και έτσι να μετακυλίσουν σ αυτούς τη ζημία οπό την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως, δηλ. την πρόκληση ατυχήματος, πλουτίζοντας έτσι αναίτια σε βάρος των ασφαλισμένων (ΕφΚρ.267/99 ΑρχΝ. 99, 212).
Η πολιτεία & αντί να ρίξει το βάρος στη λήψη μιας σειράς μέτρων, από τη διαπαιδαγώγηση μέχρι την επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, εντατικοποιώντας παράλληλα το διευρυμένο έλεγχο, έτσι ώστε όλοι οι οδηγοί να περάσουν εντός π.χ. μιας 3ετίας από αλκοτέστ, διαμορφώνοντας έτσι συνείδηση της κοινωνικής απαξίας και του εγκληματικώς ανεύθυνου χαρακτήρα της πράξης – επιλέγει να επέμβει λαμβάνοντας μέτρα σε ένα χώρο ιδιωτικού δικαίου, που αφορά στην αστική αποκατάσταση ζημιών. Είναι όμως προφανές ότι ο χώρος αυτός ήκιστα προσφέρεται για τη λήψη μέτρων γενικής πρόληψης. Άλλοι είναι οι προνομιακοί χώροι που προσφέρονται θεσμικά για την πρόληψη και καταστολή του φαινομένου. Άλλωστε, ποιος μπορεί σοβαρά να ισχυριστεί, ότι ο ασυνείδητος οδηγός που δεν αποτρέπεται από τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος και τις επαπειλούμενες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, θα συμμορφωθεί σταθμίζοντας τον κίνδυνο να εξαιρεθεί από την ασφαλιστική κάλυψη;
Ενόψει των ανωτέρω διερωτάται κανείς, ποιος ο λόγος της σπουδής για κανονιστική ρύθμιση ενός ασφαλιστικού βάρους που ούτως ή άλλως αποτελεί από χρόνια γενικό όρο ασφάλισης (γοασφ);



Β. Ο ρόλος των γοασφ

Είναι σαφές ότι οι γοασφ & παρά το συνήθως προβαλλόμενο ιδεολογικό περικάλυμμά τους ως δικαιοπρακτικών εργαλείων τυποποίησης και επομένως εξορθολογισμού των συναλλακτικών σχέσεων & λειτουργούν στην πραγματικότητα, ως μέσα υπαγόρευσης στους ασφαλισμένους των όρων της σύμβασης (lex contractus) που επιθυμεί η ασφαλιστική εταιρία, παραμερίζοντας έτσι συχνά τις ενδοτικού δικαίου ρυθμίσεις του ΑΚ, του οποίου η σημασία μειώνεται, υπέρ ενός (αναδειχθέντος) αυτόνομου κλάδου δικαίου. 
Ο κλάδος αυτός, που τείνει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εταιριών, άρχισε να σχηματίζεται στο πρώτο στάδιο της δημιουργίας του ως ένα συμπίλημα της προσπάθειας αυτορρύθμισης του ασφαλιστικού κλάδου. Το ότι στα πλαίσια της αυτορρύθμισης αυτής εναρμονίστηκε η ανταγωνιστική συμπεριφορά των ασφαλιστικών εταιριών σε μια κρίσιμη παράμετρό της, της επιδίωξης δηλ. προσέλκυσης πελατών με την προσφορά ελκυστικότερων συναλλακτικών όρων, φαίνεται ότι διέφυγε της προσοχής των ιθυνόντων. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι περισσότεροι κρίσιμοι όροι συναλλαγών είναι απολύτως εναρμονισμένοι έως ταυτόσημοι ακόμη και στη γενική διατύπωσή τους, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένας αυτόνομος κλάδος δικαίου που συμπυκνώνει και την εμπειρία (νομολογιακή κλπ) από την εφαρμογή των συναλλακτικών όρων, και επιχειρεί την περαιτέρω τυποποίηση και παγίωσή τους. Το τελευταίο επιτυγχάνεται και με την κανονιστική de lege lata κατοχύρωσή τους έτσι ώστε να καταστούν απρόσβλητοι, αρχικά από την επίκληση των γενικών ρητρών 200, 288, 281 ΑΚ, στη συνέχεια από το νόμο για την προστασία του καταναλωτή (Ν. 2251/94). 
Οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν αρκέστηκαν στην θεσμική τους υπεροπλία με τη θέση γενικών όρων συναλλαγών των συμβαλλόμενων μαζί τους, αλλά προχώρησαν στην περαιτέρω θωράκισή των συμφερόντων τους, ωθώντας την Πολιτεία να περιβάλλει το lex contractus τους με κανονιστική ισχύ. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο όμως σ έναν κατ εξοχήν χώρο του ιδιωτικού δικαίου εισέβαλλε άκρατος «κρατικισμός» προστασίας του ενός μέρους (κατά σύμπτωση του ισχυρότερου), σε βάρος όχι μόνο του αδύνατου μέρους, αλλά και της ίδιας της βασικής αρχής του δικαίου των συμβάσεών μας, που είναι η αρχή της αυτονομίας και της ελεύθερης διαπραγμάτευσης. Η αρχή αυτή ετέθη πλήρως εκποδών, τόσο λόγω της «καρτελλικού» χαρακτήρα ομοιομορφίας των ασφαλιστικών όρων, όσο και λόγω της κανονιστικής εν τέλει επιβολής τους.
Έτσι λοιπόν συναντά κανείς ευρύτατα όρους σε ασφαλιστικές συμβάσεις με τους οποίους εξαιρούνται π.χ. από την ασφαλιστική κάλυψη ζημίες που προξενούνται καθ&ον χρόνο ο οδηγός του αυτοκινήτου ετέλει υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο για άλλο σκοπό από αυτόν που καθορίζετο στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Όροι τέτοιας μορφής υφίστανται στα ασφαλιστήρια ήδη προ πολλού, η δε νομολογία, παρά την ενίοτε κυμαινόμενη στάση της, δεν έχει κατορθώσει να υπερβεί την τυπολογική προδιάθεσή της, να θεωρεί ότι όλοι οι περιεχόμενοι στο ασφαλιστήριο γενικοί και ειδικοί όροι δεσμεύουν τους ασφαλισμένους, ως έχοντες συμβατικό υπόβαθρο , και όταν ακόμη δεν τους επισημάνθηκαν (τα περίφημα μικρά γράμματα στην οπίσθια σελίδα της σύμβασης) ή ακόμη και αν δεν υπέγραψαν το ασφαλιστήριο. Αρκεί ότι προκύπτει ότι «τους αποδέχθηκαν», πράγμα που «τεκμηριώνεται», κατά τη νομολογιακή αυτή άποψη από το γεγονός της παραλαβής του ασφαλιστηρίου και της επίκλησής του γενικώς, οπότε θεωρείται ότι αποδέχθηκαν σιωπηρώς όλους τους όρους, και αυτούς ακόμη της εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη (βλ. ΑΠ 826/2005 ΧρΙΔ 2005, 1001 επ.).
Εν όψει όμως των ανωτέρω τίθεται σοβαρό ζήτημα τόσο νόμιμης ένταξης των ρητρών εξαίρεσης στην ασφαλιστική σύμβαση (άρθρο 2 §1 και 5 Ν. 2251/1994), κυρίως για τους ασφαλισμένους εκείνους που δεν είναι επαγγελματίες, όσο και καταχρηστικότητας, ενόψει της ανατροπής της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων σε βάρος του ασφαλισμένου – καταναλωτή (παρ. 6 και 7 άρθρου 2 Ν. 215/94). Η δικαιοπολιτική αυτή παράμετρος δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει το ανώτατο δικαστήριό μας, σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα (βλ. όμως ήδη την ΑΠ 11/2006 που περιορίζει την ευχέρεια των ασφαλιστικών εταιριών να επιβάλλουν καταχρηστικούς όρους στα ασφαλιστήρια συμβόλαια, απλώνοντας έτσι δίχτυ προστασίας στους ασφαλισμένους που πληρώνουν σημαντικά ποσά για την κάλυψη κινδύνων. Η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε ασφάλιση κινδύνου πυρκαγιάς, Καθημερινή της 17.8.2006).
Επισημαίνεται ότι ο Ν. 2251/1994, τόσο ως ειδικός νόμος που αφορά τον καταναλωτή , όσο και ως μεταφορά της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ επικρατεί κάθε αντίθετης εθνικής διάταξης (εν προκειμένω είτε του Ν. 489/76, είτε του ΑσφΝ 2496/77). 
Πιο συγκεκριμένα κατά το άρθρο 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας θεωρείται καταχρηστικός όρος σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης , όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος των καταναλωτών σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά δε την §2 του ίδιου άρθρου θεωρείται πάντοτε ότι μία ρήτρα δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και ο καταναλωτής εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της (τούτο συμβαίνει ιδίως στα πλαίσια μιας συμβάσεως προσχώρησης, όπως είναι η σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης. Το να γίνεται λόγος περί δυνατότητας διαπραγμάτευσης σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κωμικό, μια και ο ασφαλισμένος ούτε το περιεχόμενο τεχνικών όρων κατανοεί, που μπορεί να κρύβουν παγίδες ούτε από την άλλη πλευρά έχει καμιά δυνατότητα να επέμβει στο περιεχόμενό τους, μια και επικρατεί η αρχή take it or leave it. Το όλο περιβάλλον συσκότισης επιτείνεται μάλιστα από την παρέμβαση ασφαλιστικών πρακτόρων κλπ, οι οποίοι προκειμένου να πετύχουν τη σύναψη μεγάλου αριθμού συμβολαίων, εξωραϊζουν την κατάσταση, αποσιωπώντας κρίσιμους όρους με επικίνδυνα για τα δικαιώματα των πελατών τους χαρακτήρα, προκειμένου έτσι να κάμψουν ενδεχομένως τις αναστολές των τελευταίων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την νομολογιακή στάση, αν εγένετο τεκμηριωμένη επίκλησή των ανωτέρω διατάξεων.
Σε κάθε όμως περίπτωση επισημαίνεται ότι πρέπει να μπει φραγμός στην τάση των ασφαλιστικών εταιριών να «βαπτίζουν» παραβάσεις του ΚΟΚ, που έχουν καθαρό ποινικό ή διοικητικό χαρακτήρα, σε όρους εξαίρεσης και απαλλαγής από την ασφαλιστική κάλυψη. Με την τακτική αυτή, όχι μόνο η οδήγηση υπό την επίδραση αλκοόλ, αλλά και η χρήση κινητού (που κατά τα τελευταία στοιχεία ευθύνεται κατά 50% στην πρόκληση ατυχημάτων, βλ. Καθημερινή της 17.8.2006), η υπέρβαση ταχύτητας, δεύτερη βασική αιτία πρόκλησης θανατηφόρων ατυχημάτων, η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη, ή του STOP, θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο εξαίρεσης. Λίγο πολύ ό,τι είναι παράνομο κατά τον ΚΟΚ, θα μπορούσε να αποτελεί λόγο απαλλαγής. 
Έτσι όμως τι θα απέμενε τελικώς από την ασφαλιστική κάλυψη; Δεν θα ματαιούτο ο σκοπός της ασφάλισης;


Γ. Ο εξοβελισμός του αιτιώδους συνδέσμου

Ως γνωστόν προϋπόθεση (τρίτη κατά σειρά) για τη γένεση αστικής ευθύνης στο σύστημα δικαίου μας είναι η αιτιώδης συνάφεια (ή σύνδεσμος) μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης (εν προκειμένω παραβίασης ΚΟΚ κλπ) και της επελθούσης ζημίας. Η αιτιώδης συνάφεια έχει την έννοια της σχέσης αιτίου και αιτιατού μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και του αποτελέσματος (ζημίας). Η αναγκαιότητα ύπαρξης αυτής της προϋπόθεσης είναι αυτονόητη, αποτελεί Δε ένα από τα θεμέλια του αστικού μας δικαίου.
Η σχεδιαζόμενη εισαγωγή της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1γ, με την οποία αποσυνδέεται το ζήτημα της υπαιτιότητας από τον καταλογισμό της ζημίας, και δεν εξετάζεται («ανεξαρτήτως») η συνδρομή ή μη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του ασφαλισμένου και της επέλευσης της ζημίας, είναι σαφές ότι ανατρέπει όλη τη λογική της αστικής ευθύνης και καταφέρει καίριο πλήγμα στη δομή του αστικού δόγματός μας.
Και τούτο διότι, η συναγωγή ενός τεκμηρίου στο δίκαιό μας είναι ζήτημα οντολογικής φύσης. Η υπαγωγή ενός οντολογικού γεγονότος (οδήγηση σε κατάσταση μέθης) σε μια αξιολογική έννοια, δηλ. το αν και κατά πόσο το γεγονός αυτό συνετέλεσε στο ατύχημα, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συναγωγής τεκμηρίου, αλλά μόνο υπαγωγικής συλλογιστικής, δηλ. αξιολόγησης πραγματικών γεγονότων σε σχέση με την προσφορότητά τους να συμβάλλουν αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα. 
Αντίθετα λοιπόν προς την επιδίωξή του νομοσχεδίου, το δόγμα του δικαίου μας δεν επιτρέπει τη συναγωγή τέτοιων αμάχητων τεκμηρίων. 


Η νομολογία κράτησε στο συγκεκριμένο ζήτημα επαμφοτερίζουσα στάση. Ενώ μέχρι το 2000 περίπου φαίνεται να απέδιδε σημασία στο ποσοστό του ανιχνευόμενου αλκοόλ στο αίμα του οδηγού, και αναζητούσε τη συνδρομή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επίδρασης της αλκόολης, έκτοτε φαίνεται να έχει αποκρυσταλλώσει τη θέση ότι για τον αποκλεισμό της ευθύνης του ασφαλιστή δεν απαιτείται η συνδρομή αιτιώδους συνάφειας με το αποτέλεσμα (ακόμη και αν το ευρεθέν ποσοστό είναι λίγο πάνω από το όριο που ορίζει ο ΚΟΚ, βλ. άρθρο 42).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΑΠ (1234/2005, ΝοΒ 2006, σ. 211 επ., προς την κατεύθυνση αυτή, και 354/2005) αποφάνθηκε ότι «η ανίχνευση στον οργανισμό του οδηγού οινοπνεύματος σε ποσοστό που υπερβαίνει τα 0,5ν γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν 0,59) αποτελεί …….πλήρη απόδειξη, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, ότι ο οδηγός αυτός βρίσκεται σε κατάσταση μέθης και είναι απολύτως ανίκανος προς οδήγηση» και επομένως η κατάστασή του αυτή τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα (βλ. όμως εξέταση του αιτιώδους συνδέσμου και άρνηση της στοιχειοθέτησης του στις αποφάσεις ανωτέρων δικαστηρίων ουσίας. Ενδεικτικά ΕφΘεσ 824/2006). Σημειώνεται ότι στη Γερμανία (βλ. κατωτέρω) το όριο είναι 1,1 ο/οο. 
Η αυστηροποίηση αυτή είναι αποτέλεσμα αφενός μεν του διάχυτου φόβου ότι η εξέταση της συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου θα οδηγούσε σε ατέρμονες δικαστικούς αγώνες και ανασφάλεια δικαίου, αφετέρου δε της πεποίθησης ότι η οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος περικλείει από τη φύση του τον κίνδυνο πρόκλησης ατυχήματος.
Στη διαμόρφωση της νομολογιακής αυτής γραμμής συνέτεινε και η ισχυρή νομική επιχειρηματολογία επιφανούς εκπροσώπου της τρίτης εξουσίας, ο οποίος ερμηνεύοντας τις περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών που περιλαμβάνονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις δυνάμει του άρθρου 25 Υπ.Αποφ Κ4, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι μόνο σε μία περίπτωση (αυτής της περίπτωσης 11 του άρθρου 25 της ΥΑ Κ4, της μεταφοράς δηλ. φορτίων ή επιβατών πέρα από το επιτρεπόμενο ανώτατο όριο), εξάρτησε ο νομοθέτης ρητά τον αποκλεισμό ευθύνης του ασφαλιστή από τη συνδρομή ή μη της αιτιώδους συνάφειας. Το γεγονός δε ότι, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών (συμπεριλαμβανομένου και αυτής της μέθης), δεν περιέχει ο νόμος αναφορά στην αιτιώδη συνάφεια, αποτελεί στοιχείο για την αναγωγή επιχειρήματος a contrario, ότι σ αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να ερευνάται ο αιτιώδης σύνδεσμος, γιατί ενέχουν τον τυπικό κίνδυνο προκλήσεως ατυχήματος σε τρίτο πρόσωπο (Κρητικός, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, 1998, σ. 1835, βλ. ακόμη αναλυτικά με κριτική της θέσης αυτής Μ.Καράση, ΧρΙΔ 2004, σ. 851 επ.).
Η άποψη αυτή έχει ως αφετηρία ένα καθαρώς γραμματικής ερμηνείας επιχείρημα και επιπλέον ένα επιχείρημα λογικής τάξης, ειδικά για την περίπτωση της μέθης, ότι η εμπλοκή σε τροχαίο ατύχημα υπό την επήρεια οινοπνεύματος δημιουργεί την κατ αρχήν εντύπωση της λίγο ως πολύ υπαιτιότητας. Όμως τόσο το εμπειρικό αυτό επιχείρημα, όσο και το άλλο καθαρώς γραμματικής ερμηνείας (επιχείρημα εξ αντιδιαστολής προς την περίπ11 άρθρου 25 της ΥΑ Κ4), δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν στην κατάλυση ενός εκ των πυλώνων της αστικής ευθύνης στο δίκαιό μας. 
Εξάλλου δεν είναι καθόλου δύσκολο να σκεφθεί κανείς περιπτώσεις στις οποίες για το ατύχημα δεν είναι υπεύθυνη η κατανάλωση αλκοόλ, αλλά άλλοι παράγοντες, κατά κύριο δε λόγο είτε η αμελής οδήγηση (εν μέρει ή πλήρως) του(ων) άλλου(ων) εμπλεκόμενων οδηγών, ή εξωγενείς προς τους οδηγούς παράγοντες (π.χ. κατάσταση οδοστρώματος, μηχανικής βλάβης). Σ αυτές τις περιπτώσεις, που δεν είναι δυνητικά λίγες ούτε οριακές (αρκεί να σκεφθεί κανείς την πληθώρα ατυχημάτων που οφείλονται στην υπερβολική ταχύτητα, ή της λόγω χρήσης κινητού τηλεφώνου εκ μέρους του «νηφάλιου» οδηγού, ή που συμβαίνουν σε διασταυρώσεις, με παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη κλπ) αποτελεί αφόρητη διακριτική μεταχείριση για τον οδηγό που επέδειξε επιμελέστερη (ή την ίδια) συμπεριφορά σε σχέση με τους άλλους εμπλεκόμενους στο ατύχημα να αντιμετωπίζει την αναγωγική αξίωση του ασφαλιστή του, επειδή διαπιστώθηκε π.χ. ότι είχε υπερβεί το όριο του 0,50 ο/οο, παρότι μάλιστα η υπ αυτού χρήση οινοπνεύματος δεν αποδείχτηκε ότι επέδρασε στην οδηγητική του ικανότητα και άρα ούτε στην πρόκληση του ατυχήματος. 
Η μετακύλιση της ζημίας σ αυτήν είναι όχι μόνο δογματικά & λόγω του εξοβελισμού της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην παράβαση του ασφαλιστηρίου βάρους της μη χρήσης οινοπνεύματος και της ζημίας & αλλά και δικαιοπολιτικά απαράδεκτη.
Η εμμονή στην ισχύ του απαλλακτικού αυτού όρου στις ασφαλιστικές συμβάσεις, τον καθιστά χωρίς άλλο καταχρηστικό κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 Ν. 2251/94 και επομένως ανίσχυρο , δεδομένου ότι επιρρίπτει τη ζημία αδικαιολόγητα στον καταναλωτή-ασφαλισμένο, διαταράσσοντας έτσι υπερμέτρως την επιβαλλόμενη από το νόμο ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων. 
Αντίθετα, θα υφίσταται αποχρών λόγος εξαίρεσης μόνο αν η επίδραση του οινοπνεύματος στον οργανισμό του οδηγού, ήταν τέτοια, που να επηρέασε πράγματι την οδηγητική του ικανότητα. Για το πότε συμβαίνει αυτό, έχουν αναπτυχθεί τυπολογικά κριτήρια σε άλλες έννομες τάξεις (βλ. κατωτέρω) που συνδράμουν αποτελεσματικά και με σχετική ευχέρεια στην κρίση αυτή. Σε κάθε όμως περίπτωση δεν αποτελεί η δυσχέρεια απόδειξης δικαιοπολιτικά παραδεκτή δικαιολογία, προκειμένου να απεμποληθεί η αρχή της αιτιώδους συνάφειας και να επιβληθούν οι ενίοτε εξαντλητικές οικονομικές συνέπειες σε βάρος του οδηγού, που προέβη σε ήπια χρήση οινοπνευματωδών ποτών χωρίς όμως να απολέσει την οδηγητική του ικανότητα, και ενεπλάκη στη συνέχεια σε ατύχημα οφειλόμενο σε άλλους παράγοντες (και όχι αναγκαία στη χρήση οινοπνεύματος).
Από τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο παραμερισμός ουσιωδών δικαιωμάτων του καταναλωτή-ασφαλισμένου που είναι συνυφασμένα με τη φύση της συγκεκριμένης σύμβασης, θέτει σε κίνδυνο την πραγμάτωση του σκοπού της ίδιας της ασφαλιστικής σύμβασης, της οποίας ο σκοπός τελικά ματαιούται, όταν εισάγονται ρυθμίσεις που διευρύνουν την ευθύνη του καταναλωτή-ασφαλισμένου κατά τρόπο που αποκλίνει από τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου (άρθρο 2§6 Ν. 2251/94).
Η προφανής επομένως καταχρηστικότητα ενός τέτοιου όρου στην ασφάλιση, είναι βέβαιο ότι δεν θα αφήνει αλώβητη και την νομοθετική διάταξη που επιχειρεί να επικυρώσει κανονιστικά την συναγωγή αμάχητου τεκμηρίου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της χρήσης οινοπνεύματος και της ζημίας, αποκλείοντας έτσι κάθε δυνατότητα απόδειξης του αντιθέτου.
Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή θα αντιβαίνει όχι μόνο προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 §1 Σ), αλλά και προς τις αρχές και τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (βλ. ανωτέρω) που αποτελεί κοινοτικό κανόνα υπερισχύοντα οποιασδήποτε εθνικής διάταξης. Εξάλλου είναι χαρακτηριστικό ότι η χρήση ενός τέτοιου είδους αμάχητου ή μη τεκμηρίου δεν προβλέπεται ούτε στις Οδηγίες 72/166/ΕΟΚ, 72/430/ΕΟΚ και 84/15/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σε σχέση με την ασφάλιση αστικής ευθύνης, που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων. Ειδικώς μάλιστα στην τελευταία Οδηγία (84/115/ΕΟΚ), δεν αναφέρεται καν η χρήση οινοπνεύματος ως όρος αποκλεισμού ασφάλισης για τις μεταξύ των μερών σχέσεις (περιεχόμενος, είτε σε σύμβαση είτε σε διάταξη νόμου).


Δ. Η εμπειρία από μια συγγενή έννομη τάξη

Η γνωστή για την εμβρίθεια και δογματική της αρτιότητα γερμανική έννομη τάξη, η οποία αποτέλεσε τη «μήτρα» του αστικού μας δικαίου, μπορεί να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια, από την άποψη συγκριτικών παρατηρήσεων, σε σχέση με την ακολουθητέα de lege ferenda νομοθετική πολιτική, αλλά και την εφαρμοστέα de lege lata ερμηνεία των υφιστάμενων ρυθμίσεων.
Κατ’ αρχήν αποτελεί βασικό αξίωμα του ασφαλιστικού δικαίου της χώρας αυτής, ότι η παράβαση εκ μέρους του ασφαλισμένου ενός ασφαλιστικού «βάρους» – που έχει τεθεί από την ασφαλιστική προς το σκοπό της μείωσης του ασφαλιστικού κινδύνου ή της προφύλαξης από την αύξησή του – δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο επικλήσεως από τον ασφαλιστή προκειμένου αυτός να απαλλαγεί, αν η παράβαση αυτή δεν άσκησε επιρροή στην επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως ή στην έκταση της οφειλόμενης απ’ αυτόν παροχής (βλ. §6 του VVG ekd. 2.12.2004 «Ist eine Obliegenheit verletzt, die von dem Versicherungsnehmer zum Zwec der Verminderung der Gefahr oder der Verhuetung einer Gefahrerhoehung dem Versicherer gegenueber zu erfuellen ist, so kann sich der Versicherer auf die vereinbarte Leistungsfreiheit nicht berufen, wenn die Verletzung keinen Einfluss auf den Eintritt des Versicherungsfalls oder den Umfang der ihm obliegenden Leistung gehabt hat»).
Η ανωτέρω θεμελιώδης αρχή βρίσκει πεδίο εφαρμογής κυρίως στις περιπτώσεις οδήγησης σε κατάσταση μέθης, συμπεριφορά που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως βαριά αμελής (ρήτρα μέθης – (Trunkenheitsklausel) και να οδηγήσει σε απαλλαγή του ασφαλιστή (§12 AKB, ΓΟΣ δηλ. για την ασφάλιση αυτοκινήτων).
Αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της ρήτρας μέθης, είναι η απόδειξη της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επίδρασης του οινοπνεύματος και της ασφαλούς οδήγησης. Τούτο μάλιστα προβλέπεται ρητά, « συνεπεία κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών ή άλλων ναρκωτικών μέσων δεν είναι σε θέση να οδηγήσει με ασφάλεια το αυτοκίνητο» («infolge Genusses alkoholischer Getraenke oder anderer berauscheuder Mittel nicht in der Lage ist, das Fahrzeug sicher zu fahren», §5Abs1 Nr 5 KfzPflW).
Ο οδηγός θεωρείται ότι δεν είναι σε θέση να οδηγήσει με ασφάλεια όταν παρατηρείται έκπτωση της ψυχικής και σωματικής ικανότητας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει με ασφάλεια σε περίπτωση αιφνίδιας εμφάνισης δυσχερών καταστάσεων (bei ploetzlichen Auftreten schwieriger Verkehrslagen, βλ. StGB §316 και τις νομολογιακές παραπομπές στην Jagusch/Hentschel, Strassenverkehrsrecht).
Το κρίσιμο ερώτημα για το πώς διαπιστώνεται η επίδραση του οινοπνεύματος στην επικίνδυνη οδήγηση η γερμανική νομολογία έχει επεξεργαστεί κριτήρια (ιδίως κατά την εφαρμογή της ποινικής διατάξεως §316 StGB) τα οποία εφαρμόζονται στο ασφαλιστικό δίκαιο της χώρας αυτής με μεγάλη επιτυχία.
Έτσι λοιπόν διακρίνεται (βλ. σχετικά τις εξαιρετικά σημαντικές αποφάσεις BGH της 28.6.1990, NJW 1990, σ. 2393 επ., της 9.10.1991 VersR 1991, σ. 1367 επ. και της 7.4.1994, 4 Str 130/94) :
1. Η σχετική ανικανότητα προς οδήγηση , η οποία υφίσταται όταν το ποσοστό του οινοπνεύματος είναι κάτω από 1,1%ο. Για την απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας επικίνδυνης οδήγησης και λήψης οινοπνεύματος απαιτείται η συνδρομή περαιτέρω ενδείξεων (όπως ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας σε συνθήκες σκότους και κακών καιρικών συνθηκών, βλ. LG Kiel VersR 1983, σ. 123), εκτροπή αυτοκινήτου σε γνωστή στον οδηγό στροφή (OLG Celle VersR 1989, σ. 179), πρόσκρουση επί σταθμευμένων αυτοκινήτων ή επί αυτοκινήτων σταθμευμένων στο φανάρι, ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας σε διαδρομή γεμάτη στροφές, παράτολμα και επικίνδυνα προσπεράσματα, αναστροφή επί της οδού, παραβίαση προτεραιότητας κλπ. Είναι σαφές λοιπόν ότι για την κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου απαιτείται στην κατηγορία αυτή η συνδρομή και άλλων ενδείξεων που να πείθουν ότι η αλκοόλη είχε επίδραση στην οδηγητική ικανότητα του ασφαλισμένου οδηγού και επομένως περαιτέρω στην πρόκληση του ατυχήματος (βλ. χαρακτηριστικά την παγιωμένη πλέον κρίση των δικαστηρίων, ενδεικτικά OLG Koblenz της 20.4.2001, «Bei einem Alkoholgehalt von weniger als 1,1 promille entfaellt der Versicherungsschutz nur dann, wenn weiter Anzeichen fuer eine alkoholbedingte Fahruntuechtigkeit vorliegen. Ergeben sich diese nicht aus sonstigen Ausfallerscheinungen, muessen Fahrfehler festgestellt werden, die typischerweise auf Alkoholgenuss zurueckzufahren sind. Ein typisch alkoholbedingter Fahrfehler kann angenommen werden, wenn der Fahrer in einer einfachen Verkehrssituation von der Fahrbahn abkommt, ohne dass eine Behinderung durch Gegenverkehr oder sonstige Umstaende ernsthaft in Frage kommt»).


2. Η απόλυτη ανικανότητα προς οδήγηση , που υφίσταται όταν ο οδηγός έχει υπερβεί το ανώτατο όριο του 1,1 %ο (βλ. ανωτέρω από 28.6.1990 απόφαση του BGH). Η γερμανική νομολογία, κάνοντας χρήση των πορισμάτων της ιατρικής επιστήμης, αποφαίνεται ότι άνω του ορίου αυτού οι επιπτώσεις της αλκοόλης στον οργανισμό κάθε οδηγού, είναι τόσο σοβαρές (σύγχυση, διαταραχές στην ομιλία και το βάδισμα), ώστε δεν υπάρχει χρεία άλλων ενδείξεων. Ο οδηγός δεν θα μπορεί να επικαλεστεί ούτε τη αυξημένη αντοχή του στο ποτό, ούτε τη δεξιοτεχνία του στην οδήγηση, προκειμένου να αποφύγει τη λειτουργία του τεκμηρίου σε βάρος του.
Με βάση την ανωτέρω διάκριση ο ασφαλιστής, όταν στρέφεται κατά του ασφαλισμένου του επικαλούμενος παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της μέθης, είναι σε θέση να αποδείξει με ευχέρεια την ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου, όταν το ποσοστό της ανιχνευθείσας αλκοόλης υπερβαίνει το όριο του 1,1 ο/οο που έχει καθορισθεί όπως προαναφέρθηκε νομολογιακά. Κάτω του ορίου αυτού (σχετική ανικανότητα), σημαντική βοήθεια προσφέρει η περιπτωσιολογική τυποποίηση (βλ. ανωτέρω) που έχει και αυτή διαπλασθεί νομολογιακά.


Ε. Συμπέρασμα

Είναι ευκταίο παρόμοια διαβάθμιση παρόμοια με αυτή που έχει αποκρυσταλλωθεί στο γερμανικό δίκαιο, να ισχύσει και στη δική μας έννομη τάξη (διαπλαθόμενη κατά προτίμηση νομολογιακά) στα όρια που ήδη κινείται η νομολογία 0-50 ο/οο, 0,50-0,80, και 0,80 και άνω, έτσι ώστε να μην καταλυθεί η θεμελιώδης αρχή του Δικαίου μας περί αιτιώδους συνάφειας, ως προσδιοριστικού παράγοντα ευθύνης, και ταυτόχρονα να ικανοποιηθεί η ανάγκη απόδοσης ουσιαστικής δικαιοσύνης, σ έναν τομέα όπου από τη μια στιγμή στην άλλη επαπειλείται η οικονομική καταστροφή των εμπλεκόμενων οδηγών.
Είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο ότι προς την κατεύθυνση αυτή, έστω και όχι κατ& απολύτως ευθύγραμμο τρόπο ως προς κάποιες επιμέρους παραδοχές της, φαίνεται να κινείται εκ νέου η νομολογία μας (βλ. ΑΠ 567/2006, Πρόεδρος Αθ.Κρητικός, ΕπΣυγκΔ 2006, σ. 332 επ.) κρίνοντας γενικά ότι «μόνη η παραβίαση των διατάξεων τούτου (ενν. ΚΟΚ) από τους οδηγούς δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικών ατυχημάτων. Αποτελεί απλώς στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παράβασης και του επελθόντος αποτελέσματος» (με παραπομπή και στην ΑΠ 464/2003).
Ειδικώς ως προς την απαλλακτική ρήτρα της μέθης, η ανωτέρω απόφαση κρίνει μεν ότι θεωρείται ως επαρκής η παραπομπή και απλή αναφορά του ΦΕΚ, από το οποίο μπορεί να γνωρίσει το περιεχόμενό της ο ασφαλισμένος…., ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να έχει υπογράψει το ασφαλιστήριο…., στη συνέχεια όμως δέχεται η ανωτέρω απόφαση ότι η τοξικολογική έκθεση για τη διαπίστωση μέθης εκτιμάται στην αστική δίκη ως δικαστικό τεκμήριο και ακολούθως επικυρώνει την αναιρεσιβαλλόμενη εφετειακή απόφαση η οποία με παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 5 ΚΟΚ, (όπως τροποποιήθηκε με την 1330φ 705.11/4ξθ της 15-2/1-4-1985), δέχτηκε ότι «η μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα πέραν της οποίας το άτομο υπέχει ευθύνη, είναι το 0,50 ο/οο και ότι μέχρι 0,80 ο/οο απαγγέλλεται κατηγορία, εφόσον και από άλλες συμπτώσεις (κατάστασης και τρόπος οδήγησης κλπ), εξάγονται συμπεράσματα υπάρξεως πλήρους μέθης, από δε του 0,80 ο/οο, και άνω υφίσταται πλήρης απόδειξη».