Η κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση έδωσε απάντηση στον προβληματισμό του εάν ισχύει η εξαίρεση ασφαλιστικής κάλυψης σε περίπτωση ατυχήματος προκληθέντος από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που κατέχει διεθνή πιστοποιητικό πορείας (διεθνή άδεια), το οποίο έχει εκδοθεί από οποιοδήποτε Κράτος εκτός της Ελλάδος και δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα, Ομοίως και για τις περιπτώσει εμπλοκής σε τροχαίο ατύχημα οδηγών που κατέχουν ισχύουσα άδεια οδηγήσεως η οποία έχει εκδοθεί από κράτη εκτός της ΕΕ, με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει ειδική συμφωνία, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο, καθώς και οι κάτοχοι ισχύουσας άδειας οδηγήσεως κατά τα οριζόμενα σε διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες που έχουν κυρωθεί με νόμο και οι οποίοι δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα.
Κρίθηκε δε ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν συντρέχει δεν συντρέχει περίπτωση οδηγού στερούμενου αδείας ικανότητος οδηγού.
Και τούτο γιατί τα συμβαλλόμενα μέρη διαλαμβάνοντα στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο τον διαληφθέντα κρίσιμο όρο αποβλέπουν κυρίως στο γεγονός αν ο οδηγός είναι ή όχι ικανός προς οδήγηση αυτοκινήτου της κατηγορίας του ασφαλισμένου και όχι στο αν η υπάρχουσα έχει εκδοθεί από αρμόδια Ελληνική αρχή. Αρκεί ότι είναι ισχύουσα στο κράτος, αρμόδια υπηρεσία του οποίου την εξέδωσε.
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που από την Ελληνική νομοθεσία προβλέπεται διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπής άδειας, η οποία ακόμη δεν έχει τηρηθεί κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Ενισχυτικό της άποψης αυτής επιχείρημα αντλείται και από την ίδια τη ρύθμιση του άρθρου 94 παρ. 3 και 4 Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) η οποία ενώ κατ αρχήν απαγορεύει την οδήγηση αυτοκινήτου από τον μη εφοδιασμένο με ισχύουσα Ελληνική άδεια, εν τούτοις δεν υπάγει στην απαγόρευση αυτή τις περιπτώσεις α’, β’ και γ’ της παρ. 4 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ).
Εν προκειμένω κρίθηκε απορριπτέα η παρεμπίπτουσα αγωγή του ασφαλιστή λόγω εξαίρεσης ασφαλιστικής κάλυψης καθότι, ο ασφαλισμένος εμπλακείς οδηγός αποδείχθηκε ότι ήταν κάτοχος άδειας οδηγήσεως (International Driving Permit), που είχε εκδοθεί στο Ιράκ και στην οποία αναγράφεται ότι έχει ισχύ μεταξύ άλλων Κρατών και στην Ελλάδα.
Απόφ.Εφ.Αθ. 7217/2008
Πρόεδρος: Στυλιανή Γιαννούκου
Εισηγητής: Εμμανουήλ Καλεντάκης
Δικηγόροι: Παναγιώτης Πετρόπουλος – Δημήτριος Ραζέλος
Σχόλια & Παρατηρήσεις
1) Άδεια Ικανότητας οδηγού Ξένου Κράτους (Ιράκ) – Παρεμπίπτουσα αγωγή ασφαλιστού κατά ησφαλισμένου λόγω εξαίρεσης ασφαλιστικής κάλυψης – Απορριπτέα
Παθητικά υποκείμενα του δικαιώματος αναγωγής του ασφαλιστή, η οποία θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ.1 του Ν.489/1976, είναι εκτός από τον αντισυμβαλλόμενο, τον ασφαλισμένο και ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, που εστερείτο της αδείας οδηγήσεως, οι οποίοι ευθύνονται έναντι του ασφαλιστή σε ολόκληρο. Η αναγωγή αυτή ασκείται, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, που συνεκδικάζεται με την αγωγή αποζημιώσεως, είτε με αυτοτελή αγωγή. Ο ασφαλιστής δικαιούται να απαιτήσει από τον ασφαλισμένο και τους λοιπούς ως άνω υπόχρεους ολόκληρο το ποσό αποζημιώσεως που κατέβαλε ή θα καταβάλλει στον τρίτο, δηλαδή κεφάλαιο, δικονομικούς τόκους και δικαστική δαπάνη. Δικαιούται να ζητήσει επιπλέον τόκους επί όλων των άνω ποσών από την καταβολή τους.
Όμως ο συμβατικός όρος εξαίρεσης της ασφαλιστικής κάλυψης, λόγω της ασάφειάς του, αναφορικά προς το πότε ο οδηγός θεωρείται ότι δεν έχει την κατά νόμο άδεια οδηγήσεως, ερμηνευόμενος κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, όπως απαιτεί η καλή πίστη, και τα συναλλακτικά ήθη, δεν καταλαμβάνει και τη ζημία την οποία προκαλεί οδηγός, ο οποίος είναι κάτοχος αδείας οδηγήσεως αυτοκινήτου που έχει εκδοθεί από ξένο κράτος. Και αυτό διότι τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν κυρίως στο γεγονός αν ο οδηγός κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ικανός να οδηγεί αυτοκίνητο της ίδιας κατηγορίας με το ασφαλισμένο και όχι στο τυπικό στοιχείο της αναγνωρίσεως της αλλοδαπής αδείας από τις ημεδαπές αρχές και της εκδόσεως σχετικής ελληνικής αδείας, η οποία μπορούσε να χορηγηθεί χωρίς προηγούμενη θεωρητική ή πρακτική εξέταση του κατόχου αλλοδαπής αδείας οδηγήσεως. Μον.Πρ.Πατρ.570/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/503, ομοίως και Μον.Πρ.Κορ.50/2000 ΣΕΣυγκΔ 2000/612
Ο όρος εξαίρεσης της ασφαλιστικής κάλυψης υπό του άνευ αδείας ικανότητας οδηγού – ερμηνευόμενος ως απαιτεί η Καλή Πίστις και τα Συναλλακτικά ήθη, (ΑΚ 173 και 200), – δεν καταλαμβάνει και τη ζημία την οποία προκαλεί οδηγός, ο οποίος είναι κάτοχος άδειας οδηγήσεως αυτοκινήτου που έχει εκδοθεί σε ξένο κράτος, καθόσον τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν, κυρίως στο γεγονός, αν ο οδηγός κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ικανός να οδηγεί αυτοκίνητο ιδίας κατηγορίας με το ασφαλισμένο, και όχι στο τυπικό στοιχείο της ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ της αλλοδαπής άδειας από τις ημεδαπές αρχές και της εκδόσεως σχετικής ελληνικής άδειας, η οποία μπορεί να χορηγηθεί χωρίς προηγούμενη θεωρητική ή πρακτική εξέταση. Επομένως απορριπτέες οι εν λόγω Παρεμπίπτουσες Αγωγές του Ασφαλιστού. Εφ.Αθ. 6895/1998 ΣΕΣυγκΔ 1999/540
Κείμενο Απόφ.Εφ.Αθ.7217/2008
Από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 189, 192 του ΕμπΝ και 11 παρ. 1 του ν. 489/1976, προκύπτει ότι μεταξύ του ασφαλιστική και ασφαλισμένου μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται η κάλυψη από τον ασφαλιστή των ζημιών που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν η ζημία προξενείται κατά τον χρόνο που το ασφαλισμένο όχημα οδηγείται υπό οδηγού ο οποίος στερείται της υπό του νόμου και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί προβλεπομένης άδειας ικανότητος οδήγησης. Η συνομολόγηση του όρου αυτού η οποία δεν απαλλάσσει μεν τον ασφαλιστή από την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει όμως σε αυτόν το δικαίωμα να εναγάγει τον ασφαλισμένο και να ζητήσει από αυτόν ό,τι κατέβαλε στον ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας του, μπορεί να γίνει, είτε με την ενσωμάτωση του εν λόγω όρου στη σύμβαση ασφαλίσεως είτε με την παραπομπή της σύμβασης ασφάλισης στους όρους της υπ αριθμόν Κ-4/585/5.4.1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμόν 795/8.4.1978 ΦΕΚ Τ.ΑΕ και ΕΠΕ, στο άρθρο 25 περ. 6 της οποίας ορίζεται ότι «αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημίαι προξενούμεναι υπό οδηγού ο οποίος στερείται την υπό του νόμου και για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί προβλεπόμενη άδεια ικανότητας». Επαρκώς δε παραπομπή είναι και η παραπομπή μόνο στον αριθμό του ΦΕΚ, χωρίς πρόσθετη αναφορά και του αριθμ. της ΑΥΕ, αφού μέσω της αναφοράς αυτής είναι δυνατή και η γνώση του περιεχομένου της Κ-4/585/1978 ΑΥΕ (βλέπε ΑΠ 1 012/2001 αδημ. Και ΑΠ 751/2000 ΕλλΔνη 42,95).
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά που έχουν τον ίδιο αριθμό με την εκκαλούμενη απόφαση από όλα τα προσκομισθέντα στην πρωτοβάθμια δίκη έγγραφα που έχουν επαναπροσκομισθεί με επίκληση, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 4.1.2006 και περί ώρα 09:30 π.μ. ο ενάγων Χ1 οδηγώντας την υπ αριθμ. Κυκλοφορίας …… δίκυκλη μοτοσικλέτα του, εκινείτο επί της Λεωφόρου Κηφισού με κατεύθυνση από Λαμία προς Πειραιά, στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας από τις τρεις που διαθέτει η λεωφόρος. Κατά τον ίδιο χρόνο ο πρώτος εναγόμενος Ψ1, οδηγώντας το υπ αριθμ. κυκλοφορίας. ΙΧΕ αυτοκίνητο του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτου υλικές ζημίες και σωματικές βλάβες στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «GROUPAMA ΦΟΙΝΙΞ ΑΕΑΕ» εκινείτο επί της ίδιας Λεωφόρου και με την ίδια κατεύθυνση στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Στο ύψος δε της γέφυρας Πειραιώς ο πρώτος εναγόμενος Ψ1, με ανεπιτηδειότητα περί την οδήγηση, και χωρίς να καταβάλει την προσοχή και επιμέλεια του μεσαίου συνετού οδηγού, επιχείρησε ν αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας και να κινηθεί στην μεσαία, χωρίς να ελέγξει επαρκώς και χωρίς ν’ αντιληφθεί την κανονική κίνηση του ενάγοντος Χ1 και έτσι με την είσοδο του στην μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας απέκοψε την κίνηση του ενάγοντος και τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν με αποτέλεσμα φθορές και βλάβες στη δίκυκλη μοτοσικλέτα και τον ελαφρό τραυματισμό του ενάγοντος. Η σύγκρουση δε αυτή οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου ήτοι του Ψ1 οδηγού και ιδιοκτήτη του υπ αριθμ. ΙΧΕ αυτοκινήτου, όπως κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, της οποίας η κρίση και οι παραδοχές, ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας δεν πλήττονται με λόγο της εφέσεως.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος – εφεσίβλητος, κατά τον χρόνο του ατυχήματος είχε ασφαλίσει στην εκκαλούσα – ενάγουσα την αστική ευθύνη καθώς και την ευθύνη του οδηγού για ζημίες από τη λειτουργία του ως άνω αυτοκινήτου δυνάμει του υπαριθμ. _____ ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 των Γενικών Ρυθμίσεων του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αυτό διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 489/1976 της ΥΑ Κ-4/5 85/1978 ΦΕΚ 795, η οποία εκδόθηκε με εξουσιοδότηση της παρ. 7 του άρθρου 6 του ν. 489/1976 και του νόμου 2496/1997, όπως ισχύουν και καταρτίστηκε και ισχύει με βάσει την πρόταση ασφάλισης που έχει υποβάλει στη εταιρεία ο λήπτης της ασφάλισης. Εκτός από τους γενικούς και ειδικούς όρους που περιγράφονται στο ασφαλιστήριο, σημαντικοί όροι της ως άνω ασφάλισης είναι και α) οι ενιαίοι όροι συμβολαίων αυτοκινήτων που περιγράφονται στην απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795/8.4.1978) και β) το τιμολόγιο ασφαλίστρων της εταιρείας που ισχύει. Σύμφωνα με το άρθρο 14 των Γενικών Ρυθμίσεων του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με τον τίτλο «Γενικές και ειδικές εξαιρέσεις» και την περίπτωση 6 αυτού, ρητώς αναφέρεται ότι εξαιρούνται από την κάλυψη οι ζημίες που προήλθαν από οδηγό ο οποίος δεν έχει την από τον νόμο και για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί προβλεπόμενη άδεια οδήγησης. Οι ανωτέρω είναι οι όροι ασφάλισης αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, οι οποίοι αναφέρονται και περιέχονται στην υπ’ αριθμόν Κ-4/58575/471978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, αποτελούν περιεχόμενο και όρους της ασφαλιστικής σύμβασης της εκκαλούσας (παρεμπιπτόντως ενάγουσας) με τον εφεσίβλητο (παρεμπιπτόντως εναγόμενο) δυνάμει των άρθρων 1 και 14 των Γενικών Ρυθμίσεων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και έχουν τεθεί από τον ίδιο το νόμο και όχι μονομερώς ή επιλεκτικά από τον ασφαλιστή και δεν αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης ασφαλιστή και ασφαλιζομένου.
Ο ανωτέρω απαλλακτικός όρος ερμηνευόμενος σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 Α.Κ. αποβλέπει σε οδηγό ικανό προς οδήγηση οχήματος και όχι σε τυχόν έλλειψη τυπικών προσόντων.
Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος -εφεσίβλητος Ψ1 προσκομίζει και επικαλείται την υπ’ αριθμ. ____ άδεια οδηγήσεως (International Driving Permit)) που εξεδόθη στο Ιράκ στις 15.4.2000 με ισχύ μέχρι τις 14.4.2006 στην οποία αναγράφεται ότι έχει ισχύ μεταξύ άλλων Κρατών και στην Ελλάδα και ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν κάτοχος διεθνούς αδείας ικανότητος οδηγού, πού όπως έχει αναφερθεί εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή του Κράτους του Ιράκ στις 15.4.2000 και ίσχυε μέχρι 14.4.2006 και ζητεί την απόρριψη της παρεμπίπτουσας αγωγής καθόσον ο κάτοχος διεθνούς άδειας ικανότητας οδηγού πριν από την απόκτηση Ελληνικής άδειας δεν θεωρείται στερούμενος αδείας κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 6 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ ώστε ν αποκλείεται η ασφαλιστική κάλυψη (Εφ. Αθηνών 4804/1989 Επιθ. Συγκ. Δ. 1989, 430).
Σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό του παρεμπιπτόντως εναγομένου, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 4 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999) προβλέπεται ότι α) Απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών από πρόσωπα που δεν κατέχουν ισχύουσα Ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας, β) Δεν υπάγονται στην ανωτέρω απαγόρευση (μεταξύ άλλων) οι κάτοχοι ισχύοντος διεθνούς πιστοποιητικού πορείας (διεθνούς άδειας), το οποίο έχει εκδοθεί από οποιοδήποτε Κράτος εκτός της Ελλάδος και δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα, γ) οι κάτοχοι ισχύουσας άδειας οδηγήσεως η οποία έχει εκδοθεί από κράτη εκτός της ΕΕ, με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει ειδική συμφωνία, η οποία έχει κυρωθεί με νόμο, καθώς και οι κάτοχοι ισχύουσας άδειας οδηγήσεως κατά τα οριζόμενα σε διεθνείς συμβάσεις ή συμφωνίες που έχουν κυρωθεί με νόμο και οι οποίοι δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα. Πρόβλημα ανακύπτει κατά πόσο καλύπτεται ή όχι από τη ρύθμιση του άρθρου 6β’ παρ. 1, εδ. α’ του Ν. 1489/1976 όπως διαμορφώθηκε μετά το Ν. 3557/2007 η περίπτωση ατυχήματος προκληθέντος από αυτοκίνητο οδηγούμενο από πρόσωπο που κατέχει μία από τις άδειες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α, β και γ της παρ. 4 του άρθρου 94 Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ). Κατά την ορθή άποψη η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική, δηλαδή δεν συντρέχει περίπτωση οδηγού στερούμενου αδείας ικανότητος οδηγού. Τούτο γιατί τα συμβαλλόμενα μέρη διαλαμβάνοντα στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο τον διαληφθέντα κρίσιμο όρο αποβλέπουν κυρίως στο γεγονός αν ο οδηγός είναι ή όχι ικανός προς οδήγηση αυτοκινήτου της κατηγορίας του ασφαλισμένου και όχι στο αν η υπάρχουσα έχει εκδοθεί από αρμόδια Ελληνική αρχή. Αρκεί ότι είναι ισχύουσα στο κράτος, αρμόδια υπηρεσία του οποίου την εξέδωσε. Τούτο ισχύει και για την περίπτωση που από την Ελληνική νομοθεσία προβλέπεται διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπής άδειας η οποία ακόμη δεν έχει τηρηθεί κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Ενισχυτικό της άποψης αυτής επιχείρημα αντλείται και από την ίδια τη ρύθμιση του άρθρου 94 παρ. 3 και 4 Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) η οποία ενώ κατ αρχήν απαγορεύει την οδήγηση αυτοκινήτου από τον μη εφοδιασμένο με ισχύουσα Ελληνική άδεια, εν τούτοις δεν υπάγει στην απαγόρευση αυτή τις περιπτώσεις α’, β’ και γ’ της παρ. 4 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) (βλέπε Αθανάσιο Κρητικό: Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2008, παρ. 28, εδ. 30-34, Εφ. Πειραιώς 1253/1996, Επιθ. Συγκ. Δ. 1997, 96, Εφ. Αθηνών 10428/1996 (αδημοσίευτη) και Εφ. Αθηνών 4630/2002, ΕλλΔνη 2003, 992).
Στην κρινόμενη περίπτωση όπως αποδείχθηκε από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και ειδικότερα από την με αριθμ.____ άδεια διαμονής του παρεμπιπτόντως εναγομένου που εκδόθηκε την 7.7.2006 (δηλαδή μετά το ένδικο ατύχημα) και την με αριθμό πρωτ. ____ απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής ο ανωτέρω αναφερόμενος (παρεμπιπτόντως εναγόμενος) είναι αλλοδαπός, Ιρακινός υπήκοος με άδεια διαμονής στην Ελλάδα από 27.12.2005 έως 26.12.2006, η οποία επέχει θέση άδειας εργασίας. Κατά συνέπεια κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος η διεθνής άδεια οδήγησης, που προσκόμισε και την οποία κατείχε κατά τον χρόνο αυτόν ήταν έγκυρη και ισχυρή, αποδείκνυε δε την ικανότητα αυτού προς οδήγηση του εν λόγω ζημιογόνου οχήματος. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι α) η ως άνω απόφαση του Γενικού Γραμματέα της περιφέρειας Αττικής, φέρει όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της, χρονολογία 7.7.2006, ομοίως δε και η προαναφερθείσα άδεια διαμονής αυτού, ημερομηνία έκδοσης 7.7.2006, β) το ένδικο ατύχημα επεσυνέβη την 4.1.2006 ήτοι μόλις μετά πάροδο ελαχίστων εργασίμων ημερών από της αναφερομένης ενάρξεως (27.12.05) της άδειας διαμονής και γ) ότι ο εναγόμενος προέβη αμέσως στην ισχυροποίηση της ως άνω διεθνούς αδείας οδηγήσεως με έκδοση της από 4/7/2006 Ελληνικής άδειας οδηγήσεως η οποία ισχύει από 30.6.2006 έως 1.3.2041 και η οποία εκδόθηκε από την αρμόδια Νομαρχία Ανατολικής Αττικής, ο απαλλακτικός αυτός όρος του άρθρου 25 περίπτωση 6 της Κ4/585/5/4/1978 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου και του άρθρου 14 περ. 6 του υπ αριθμ. 600255139 ασφαλιστηρίου συμβολαίου ερμηνευόμενος σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 Α.Κ. δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού, σύμφωνα με τα λεπτομερώς προεκτεθέντα, με τη συνομολόγηση του σκοπείται η εξασφάλιση στο πρόσωπο του οδηγού ικανότητος προς οδήγηση οχήματος της κατηγορίας του ασφαλισμένου και όχι σε τυχόν έλλειψη τυπικών στοιχείων και ειδικότερα στο αν, η υπάρχουσα άδεια έχει εκδοθεί από αρμόδια Ελληνική αρχή. Αρκεί ότι είναι ισχύουσα στο Κράτος, αρμόδια υπηρεσία του οποίου την εξέδωσε. Τούτο ισχύει και για την περίπτωση που από την Ελληνική Νομοθεσία προβλέπεται διαδικασία αναγνωρίσεως της αλλοδαπής αδείας η οποία ακόμη δεν έχει τηρηθεί κατά τον χρόνο του ατυχήματος όπως συνέβη στην προκειμένη υπόθεση. Ενισχυτικό της απόψεως αυτής επιχείρημα σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη αντλείται και από την ίδια τη ρύθμιση του άρθρου 94 παρ. 3 και 4 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) (βλ. Σχετ. Κρητικό: Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 2008, παρ. 28, εδ. 30-39). Τα ανωτέρω πολύ περισσότερο ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την οποία, οριακά συνέτρεξαν η χορήγηση αδείας διαμονής του αλλοδαπού οδηγού του ζημιογόνου οχήματος και η εγκυροποίηση της καθ όλα: ισχυρής το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος διεθνούς αδείας οδηγήσεως αυτούς. Επομένως πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω ότι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος οδηγούσε έχοντας την κατά νόμο άδεια οδηγήσεως οχήματος και δεν πρέπει να ενεργοποιηθεί ο απαλλακτικός όρος της ασφαλιστικής σύμβασης υπέρ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας – εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας και πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια ορθά το Νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε, συμπληρωμένης της περιεχόμενης σ’ αυτήν αιτιολογίας, από τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα. Τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους σχετικούς και αλληλοσυμπληρούμενους λόγους της ένδικης εφέσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγο προς έρευνα πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολο της και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γιατί η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 ΚπολΔ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 2915/2001 και ισχύει από 1.1.2002 (άρθρο 15 Ν. 2943/2001 σε συνδυασμό και με το άρθρο 183 ΚοπλΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ αντιμωλίάν των διαδίδων. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 4269/2007 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε
…