facebook
Αρχική Νομολογία Δικονομικά φλέγοντα θέματα Έναρξη τοκοφορίας από της επιδόσεως εξώδικης οχλήσεως προς τον ασφαλιστή και όχι από της επιδόσεως της αγωγής Απόφ. ΑΠ. 874/2007 ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ ΣΕΛ.147

Έναρξη τοκοφορίας από της επιδόσεως εξώδικης οχλήσεως προς τον ασφαλιστή και όχι από της επιδόσεως της αγωγής Απόφ. ΑΠ. 874/2007 ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ ΣΕΛ.147

Αναιρείται Εφετειακή απόφαση που επιδίκασε τόκους υπερημερίας με βάση τον χρόνο της επιδόσεως της αγωγής αντί αυτού της εξώδικης οχλήσεως κατ΄άρθρ. 340, 345 ΑΚ.


Ενεργητική Νομιμοποίηση
του Ενηλικιωθέντος Διαδίκου
μετά την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης απόφασης

Ο ανήλικος διάδικος που ενηλικιώθηκε μετά την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης αποφάσεως μπορεί να ασκήσει αναίρεση στο δικό του όνομα και όχι δια του μέχρι τότε νόμιμου εκπροσώπου του. Αλλιώς η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.


Εσφαλμένη εκ παραδρομής αναγραφή
των στοιχείων της ταυτότητας του διαδίκου

Δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα των διαδίκων αφού εν προκειμένω :
α) ο παραστάς δικηγόρος με την δήλωση που κατέθεσε προκειμένου να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την παράστασή του (κατ΄άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ), επικαλείται την ορθή επωνυμία και 
β) ο εντεταλμένος υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρίας παρέλαβε το δικόγραφο χωρίς καμιά επιφύλαξη ως προς την ταυτότητά της.
Εν προκειμένω η αίτηση αναίρεσης εκ παραδρομής απευθύνεται κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “ΦΟΙΝΙΞ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ” αντί της πραγματικής επωνυμίας της “ΦΟΙΝΙΞ ΜΕΤΡΟΛΑΪΦ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” 
Επομένως ο ισχυρισμός (ένσταση) της αναιρεσίβλητης (ασφαλιστικής εταιρίας) ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως παθητικώς ανομιμοποίητη 
από τον πιο πάνω λόγο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 


Απόφ. ΑΠ. 874/2007
Πρόεδρος : Αθ. Κρητικός
Εισηγητής : ΠλασΑναστασάκης
Δικηγόροι : Γεώρ.Ζορμπάς & Δημ. Τζινάλας

Κείμενο Απόφ. ΑΠ. 874/2007

Ι. Ως προς τα νομιμοποιούμενα ενεργητικώς στην αναίρεση πρόσωπα ο ΚΠολΔ (άρθρ. 556) ορίζει ότι δικαίωμα αναιρέσεως έχουν οι διάδικοι της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. ΄Ετσι ο ανήλικος διάδικος που ενηλικιώθηκε μετά την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης αποφάσεως μπορεί να ασκήσει αναίρεση στο δικό του όνομα και όχι δια του μέχρι τότε νόμιμου εκπροσώπου του (ΑΠ 523/1968). Αλλιώς η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθ. 779/2005 απόφαση του Εφετείου Λάρισας δημοσιεύθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2005, όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή, κατ΄ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον ΄Αρειο Πάγο επισκόπηση του υπ΄ αριθ. πρω…. πιστοποιητικού του τμήματος Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου Λαρισαίων, η Ζ1, που ως ανήλικη είχε εκπροσωπηθεί στο Εφετείο από την ασκούσα τότε τη γονική μέριμνα επ΄ αυτής μητέρα της Χ1, ενηλικιώθηκε στις 31.8.2005 (ως γεννηθείσα την 31.8.1987) δηλαδή πριν από την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως (ημερομηνία κατάθεσης του δικογράφου της στο Εφετείο 19.6.2006). Δηλαδή κατά το χρόνο καταθέσεως (ασκήσεως) της αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία όπως από το δικόγραφό της προκύπτει, ασκήθηκε ρητά από την ως άνω αναφερόμενη μητέρα της Χ1 για τον εαυτό της και ως ασκούσα την επιμέλεια και τη γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων της : Ζ1 και Ζ2, η εν λόγω αναιρεσείουσα (Ζ1) είχε ήδη ενηλικιωθεί και καταστεί πλήρως ικανή προς δικαιοπραξία και είχε αποκτήσει ικανότητα δικαστικής παραστάσεως (ΚΠολΔ 63) και επομένως η εν λόγω αίτηση έπρεπε να ασκηθεί επ΄ ονόματί της. Μη ασκηθείσα δε επ΄ ονόματί της αλλά επ΄ ονόματος της μη νομιμοποιουμένης, ως μη ασκούσας πλέον τη γονική μέριμνα επ΄ αυτής μητέρα της, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, καθ΄ όσον αφορά τον αναιρεσείοντα Ζ2, ο οποίος επίσης εκπροσωπήθηκε στο Εφετείο από τη μητέρα του Χ1, από την επισκόπηση του ιδίου ως άνω πιστοποιητικού προκύπτει ότι αυτός ενηλικιώθηκε μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως (16.6.2006) και δη την 5.11.2006 (ως γεννηθείς την 5.1.1988) και επομένως παραδεκτώς ασκήθηκε ως προς αυτόν η αίτηση αναιρέσεως επ΄ ονόματι της ασκούσης την γονική μέριμνα επ΄ αυτού ως άνω μητέρας του Χ1, ενώ για την παράσταση, επ΄ ονόματί του, στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της αιτήσεως προσκομίζει και επικαλείται το υπ΄ αριθ. ….. πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Λάρισας ….. με το οποίο παρέχει ατομικά, εντολή και πληρεξουσιότητα στον παραστάντα πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ζορμπά για την εκπροσώπησή του αυτή. Εξάλλου ναι μεν η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “ΦΟΙΝΙΞ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ” αντί της πραγματικής επωνυμίας της “ΦΟΙΝΙΞ ΜΕΤΡΟΛΑΪΦ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (η οποία προέκυψε κατόπιν συγχωνεύσεως με απορρόφηση της “ΜΕΤΡΟΛΑΪΦ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ” από την “ΦΟΙΝΙΞ ΓΕΝΙΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ” ΦΕΚ 6351/1.7.2002 ΑΕ και ΕΠΕ), τούτο όμως οφείλεται σε προφανή παραδρομή και δεν δημιουργεί αμφιβολίες για την ταυτότητά της (ο πληρεξούσιος δικηγόρός της μάλιστα με τη δήλωση που κατέθεσε προκειμένου να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την παράστασή του, κατ΄ άρθρον 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, επικαλείται την ορθή, ως άνω, επωνυμία της ενώ όπως αποδεικνύεται από την υπ΄ αριθ. ….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του πρωτοδικείου Αθηνών …., η αίτηση αναιρέσεως με την κλήση προς συζήτησή της παραλήφθηκε από τον εντεταλμένο υπάλληλό της ….., χωρίς καμμία επιφύλαξη ως προς την ταυτότητά της). Επομένως ο ισχυρισμός (ένσταση) της αναιρεσίβλητης ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως παθητικώς ανομιμοποίητη από τον πιο πάνω λόγο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.


ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο αν προηγήθηκε δικαστικής ή εξώδικη όχληση του δανειστή δηλαδή πρόσκληση του τελευταίου προς τον οφειλέτη να εκπληρώσει την οφειλή του. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δεχόμενο εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη (ήδη αναιρεσίβλητη) ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει στους ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) τα επιδικαζόμενα με αυτήν ποσά “νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως” μολονότι αυτοί (ενάγοντες) με το δικόγραφο της αγωγής (που παραδεκτά κατ΄ άρθρο 561 παρ. 2 επισκοπείται από τον ΄Αρειο Πάγο) ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη αυτή να καταβάλει τα αιτούμενα με αυτήν ποσά “νομιμοτύπως από τις 27-11-2001, οπότε της επιδόθηκε σχετική εξώδικη όχλησή των, συνταχθείσης σχετικώς της υπ΄ αριθ. …… έκθεσης επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ….”, αίτημα το οποίο η προσβαλλομένη αντιπαρήλθε, εκδικάσασα νομίμως τόκους από της επιδόσεως της αγωγής. Κρίνοντας όμως, έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του σχετικά με το ζήτημα αυτό (του χρόνου δηλαδή ενάρξεως των τόκων υπερημερίας των εν λόγω απαιτήσεων) ασαφείς αιτιολογίες που καθιστούν ως προς αυτό ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Επομένως ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως με τον οποίο οι έξι (6) πρώτοι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι υπέπεσε ως προς το ζήτημα αυτό στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ (ως εκτιμάται), είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Ο ορισμός της έννοιας της οικογενείας δεν παρέχεται από καμμία διάταξη του ΑΚ.
Συνεπώς ο προσδιορισμός των προσώπων που υπάγονται στην οικογένεια της ΑΚ 932 ανήκει στη θεωρία και στη νομολογία. Στην οικογένεια κατά κανόνα περιλαμβάνονται τα πρόσωπα που συνδέονταν με το θύμα με δεσμούς στενής συγγένειας και αγάπης, έστω κι αν δεν συγκατοικούσαν μ’ αυτό. Πάντως σ’ αυτήν δεν συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι σύζυγοι των αδελφών του θανόντος όπως και οι κουνιάδοι (αδελφοί τoύ ή τής συζύγου του θανόντoς) ακόμη και όταν η θανάτωση του συγγενούς τους γίνεται ενώπιόν τους. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, σε σχέση με την αγωγική αξίωση του εβδόμου αναιρεσείοντος να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης την οπoία υπέστη από το θανάσιμο τραυματισμό, συνεπεία του ατυχήματος, του …., συζύγου της αδελφής του Χ1, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, το δικαστήριο έχει την ευχέρεια, εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, όπως και το βαθμό του πταίσματος του υποχρέου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του θύματος και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, να επιδικάσει, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του θύματος. Στην “οικογένεια” περιλαμβάνονται πρόσωπα τα οποία δεν εξειδικεύονται από το νόμο, πλην όμως έχει κριθεί ότι υπάγονται σ’ αυτήν όσα συνδέονται με το θύμα με δεσμούς στενής συγγένειας και αγάπης αδιαφόρως αν συζούσαν με αυτό ή διέμεναν χωριστά. Ουσιαστική όμως προϋπόθεση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης είναι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υπέστη πράγματι ψυχική οδύνη από την απώλεια προσφιλούς του προσώπου. Στην ανωτέρω διευρυμένη έννοια της οικογένειας, περιλαμβάνονται ο πενθερός και η πενθερά, ενώ δεν συμπεριλαμβάνονται θείοι και ανεψιοί του θανατωθέντος, τα πρώτα εξαδέλφια, οι σύζυγοι των αδελφών του θανόντος και οι κουνιάδοι του θανόντος (ΑΠ 21/2006).
Συνεπώς ο ισχυρισμός – λόγος εφέσεως. του τρίτου των εκκαλούντων ότι ως κουνιάδος (αδελφός της συζύγου) του θανατωθέντος δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφ’ όσον αυτός δεν συμπεριλαμβάνεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στην οικογένεια του θύματος και συνακόλουθα, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να τη ζητήσει. Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο δεν παρεβίασε τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ με βάση την οποία, υπό την επίκληση της ιδιότητός του και μόνον ως ανήκοντος εις την οικογένεια του θανατωθέντος (όπως από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει), ο έβδομος αναιρεσείων ζήτησε να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής 
οδύνης, για το λόγο ότι το θανατηφόρο ατύχημα έγινε μπροστά του και με το θανατωθέντα διατηρούσε αδελφικές σχέσεις, ο δε περί του αντιθέτου εκ του άρθρoυ 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ τρίτος λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος.
Κατ΄ ακολουθίαν των παραπάνω η αίτηση : α) κατά μέρος που ασκείται από τους πρώτη, τρίτο, τέταρτη, πέμπτο και έκτη από τους αναιρεσείοντες πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί ως προς αυτούς η προσβαλλόμενη απόφαση (μόνον) κατά το κεφάλαιό της που αφορά την έναρξη των τόκων υπερημερίας επί των επιδικαζόμενων σ΄ αυτούς απαιτήσεων, να παραπεμφθεί ως προς αυτούς η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασης το ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική τους δαπάνη β) κατά το μέρος που ασκείται από τους δεύτερη και έβδομο από τους αναιρεσείοντες πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης.