facebook
Αρχική Νομολογία Δικονομικά φλέγοντα θέματα Αίτημα προσκόμισης Φορολογικής Δήλωσης προς απόδειξη της Αποθετικής Ζημίας Απορριπτέο ως στοιχείο Απόρρητο ΤΕΥΧΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011

Αίτημα προσκόμισης Φορολογικής Δήλωσης προς απόδειξη της Αποθετικής Ζημίας Απορριπτέο ως στοιχείο Απόρρητο ΤΕΥΧΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011

Αίτημα προσκόμισης Φορολογικής Δήλωσης

προς απόδειξη της Αποθετικής Ζημίας

Απορριπτέο ως στοιχείο Απόρρητο (1)

 Η προσκόμιση της φορολογικής δήλωσης της παθούσας- ενάγουσας  δεν είναι απαραίτητη για την απόδειξη της αποθετικής της ζημίας, εφόσον αυτή προκύπτει από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Πέραν τούτου, η επίδειξη της φορολογικής δήλωσης προς απόδειξη της ανωτέρω ζημίας της, δεν ενδείκνυται καθόσον,αφορά στοιχεία απόρρητα που δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση τους σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από την εφορία και τον ίδιο τον φορολογούμενο (άρθρο 85 Ν. 2238/1994 ΚΦΕ).

Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας – ΑΚ 931

Άνευ σύνδεσής της με περιουσιακή ζημία (2)

   Η δυσμενής επίδραση της αναπηρίας – παραμόρφωσης του προσώπου είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικοοικονομικό μέλλον του παθόντος.

Έτσι κρίνεται ορθότερη η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ που την καθιστά εφαρμόσιμη σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα, ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατ’ άρθρο 931 ΑΚ εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται καταρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου.

 Η αξίωση αυτή είναι αυτοτελής και είναι δυνατόν να ασκηθεί είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα με αυτές εξ ΑΚ 929 και 932, η  θεμελίωση  δε κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη μιας των λοιπών.

 Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση επιδικάσθηκε πόσο 15.000 ευρώ στην κριθείσα μερικώς ανάπηρη 50ετή παθούσα, εξαιτίας του τραυματισμού της στο χέρι, λόγω της αδυναμίας εξάσκησης του επαγγέλματος της κομμώτριας ή άλλου κοινωνικά ισοδύναμου με αυτό, αφού η εν λόγω δραστηριότητα αυτή απαιτεί δύναμη και λεπτές κινήσεις και από τους δύο καρπούς.

Ηθική Βλάβη

Εξαιτίας του τραυματισμού της (θλάση του αυχένα και συντριπτικό κάταγμα του πέρατος της αριστεράς κερκίδας και ωλένης) στην παθούσα επιδικάσθηκε ποσό 20.000 ευρώ

Αποκλειστική Νοσοκόμος

Η θυγατέρα της παθούσας

 Τις αναγκαίες υπηρεσίες της αποκλειστικής νοσοκόμου προσέφερε άνευ ανταλλάγματος η θυγατέρα της παθούσας με υπερένταση των προσπαθειών, για 13 μήνες και αποτιμώνται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των 6.500 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα θα κατέβαλε αν προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο. Το παραπάνω ποσό δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ να ζητήσει η ενάγουσα έστω και αν δεν υποβλήθηκε σε σχετική δαπάνη, δεδομένου ότι οι προαναφερθείσες υπηρεσίες της θυγατέρας σαν αποκλειστική νοσοκόμα και οικιακή βοηθός είναι πέραν της συνήθους υποχρεώσεως. Το γεγονός δε ότι τις εν λόγω υπηρεσίες κάλυψε η θυγατέρα της δεν μπορεί να καταλήξει σε ωφέλεια των υπόχρεων και δεν απαλλάσσονται από την καταβολή αποζημιώσεως.

Απόφ.Εφ.Αθ. 3937/2008

Πρόεδρος: Δημητρούλα Υφαντή

Εισηγητής: Ζωή Δημοπούλου – Αποστολίδου

Δικηγόροι: Μιχαήλ Νικολιδάκης, Λαμπρινή Κουσιώρη

Σχόλια – Παρατηρήσεις

 1) Φορολογική Δήλωση προς απόδειξη της Αποθετικής Ζημίας

Αίτημα – Απορριπτέο

 Αίτημα ΕΠΙΔΕΙΞΕΩΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΗΛΩΣΕΩΣ είναι απορριπτέον καθόσοναπαγορεύεται η γνωστοποίηση των φορολογικών δηλώσεων που απευθύνονται προς την Οικονομική Εφορία και προς τη Δικαστική Αρχή, εφόσον δεν υπάρχει ρητή για το αντίθετο, νομοθετική ρύθμιση, (βλέπε ΣΤΕ 245/1984 Ελλ.Δικ.1984σελ. 1640). Μον.Πρ.Αθ. 810/1990, Ειρ.Αθ. 1421/1995 ΣΕΣυγκΔ 1997/183, Μον.Πρ.Χαν. 52/1994 ΣΕΣυγκΔ 1996/447

 ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ που ζητούν οι εναγόμενοι – το Δικαστήριο, στην ίδια κρίση θα κατέληγε και άνευ αυτής. Ε.φ.Πειρ. 939/1995 ΣΕΣυγκΔ 1997/182

 Δεν είναι απαραίτητη η προσκόμιση της φορολογικής δήλωσης για την απόδειξη της αποθετικής ζημίας – αποδεικνύεται και εξ άλλων στοιχείων  Μον.Πρ.Αθ. 5017/2000 ΣΕΣυγκΔ 2002/284, Εφ.Αθ. 186/1993, ΕΣυγκΔ 1994/377

 Εν όψει των αποδειχθέντων δεν συντρέχει περίπτωση να διαταχτεί η προσκόμιση αντιγράφου της φορολογικής δήλωσης του ενάγοντος, του αντίστοιχου εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος που του είχε κοινοποιηθεί, για να ελεγχθεί το καθαρό κέρδος που αναφέρετο στο αγωγικό κονδύλιο απωλείας εσόδων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εφ.Αθ.4850/1993 ΕΣυγκΔ 1994/360

 2) Αποζημίωση επί Μονίμου Αναπηρίας – ΑΚ 931 – Επιδικάζεται ΑΝΕΥ συνδέσεως με περιουσιακή ζημία

 ΣΣ Η κρατούσα άποψη του αντωτάτου Ακυρωτικού μας δικαστηρίου δέχεται πλέον ότι δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως της μονίμου αναπηρίας  και των εξ αυτής συνεπειών στο κοινωνικό, οικονομικό μέλλον του παθόντος.  Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία, προβλέπεται η επιδίκαση στον παθόντα ενός εύλογου χρηματικού ποσού λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. ΑΠ 1174/2009 ΣΕΣυγκΔ 2009/429. ΑΠ 1874/2006 ΣΕΣυγκΔ 2007/20, ΑΠ 634/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/472, ΑΠ 514/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/481 ΑΠ 1909/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/540, ΑΠ 583/2010 ΕΣυγκΔ 2010/112, ΑΠ 1545/2010 ΕΣυγκΔ 2011/182

Κείμενο Απόφ. Εφ.Αθ. 3937/2008

 Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ «η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του». Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως «παραμόρφωση» νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαία κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως «μέλλον» νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η Α.Κ. 931 προβλέπει επιδίκαση από το Δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπάρχει χωρίς αυτό. Εξάλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία  ή  παραμόρφωση θα  προκαλέσει  στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με τον βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιοριστεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικοοικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι  το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς η προστασία αυτή να συνδέεται αναγκαία με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ που την καθιστά εφαρμόσιμη σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατ’ άρθρο 931 ΑΚ εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται καταρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά το άρθρο 931 ΑΚ αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά το άρθρο 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις μπορούν να ασκηθούν είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 381/2007 ΝΟΜΟΣ).

  Στην προκειμένη υπόθεση από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα απόδειξης που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 1333/2006 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού καθώς και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν (οι υπ’ αριθμ. 512, 513 και 5 14/15-1-2008 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε και έναντι του διαδίκου που κλητεύθηκε, ήτοι της ενάγουσας, εφόσον κλητεύθηκε μόνο ο ένας από τους αντιδίκους βλ. ΕΑ 5648/01 αδημ., Αθ. Κρητικός αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα εκδ. 1998 παρ. 2675, Ιων. Κατράς 3η έκδοση σελ. 200 παρ. 49), την υπ’ αριθμ. 261/2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορθοπεδικού – χειρουργού Δ. Α, και την ιατρική έκθεση του τεχνικού συμβούλου ορθοπεδικού – χειρουργού Κ. Δ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

  Συνεπεία του κατά την 25-9-2002 λαβόντος χώρα στη Λεωφόρο Αθηνών αυτοκινητικού ατυχήματος, συγκρούσεως του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …… ΙΧΕ αυτοκινήτου της πρώτης ενάγουσας με το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …….. ΙΧΕ αυτοκίνητο της πρώτης των εναγομένων, που οδηγούσε η ίδια και ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, του εν λόγω ατυχήματος οφειλόμενου στην αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης των εναγομένων, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 1333/2006 πρωτόδικη απόφαση, χωρίς να πλήττεται ως προς την υπαιτιότητα με λόγο εφέσεως από τους  εκκαλούντες-εναγόμενους,     η     πρώτη     ενάγουσα τραυματίσθηκε και διακομίσθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιώς «ΤΖΑΝΕΙΟ». Κατά τον εκεί γενόμενο ακτινολογικό και κλινικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάκωση της κεφαλής (με συνοδό τάση για έμετο), θλάση του αυχένα και συντριπτικό κάταγμα του πέρατος της αριστεράς κερκίδας και ωλένης. Έγινε ανάταξη και ακινητοποίηση με γύψινο επίδεσμο βραχιονοπηχεοκαρπικό, τον  οποίο  η  ενάγουσα  έφερε για χρονικό  διάστημα 50 ημερών (25-9-2002 έως 18-11-2002) και της τοποθετήθηκε αυχενικό κολλάρο για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών. Εξήλθε του ως άνω νοσοκομείου αυθημερόν με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή, της χορηγήθηκε άδεια αναρρωτική δύο μηνών με σύσταση για επανεξέταση για την εκτίμηση της καταστάσεως της υγείας της. Επανεξετάσθηκε επανειλημμένως στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο και στο ΚΑΤ λαμβάνοντας διαδοχικά άδειες μέχρι 23-10-2003 Ειδικότερα, την 15-10-2002 επανεξετάσθηκε στο ως άνω νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κατά το ένδικο ατύχημα συντριπτικό κάταγμα colles δεξιά σε γύψινο επίδεσμο πηχεοκαρπικό και κάταγμα, έφερε δε αυχενικό περιλαίμιο του σπονδυλικού τόξου Α3 και της δόθηκε φαρμακευτική αγωγή. Την 18-11-2002 επανεξετάσθηκε στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από θλάση  αυχένα  και  συντριπτικό  κάταγμα  ενδαρθρικό  της αριστεράς πηχεοκαρπικής. Αφαιρέθηκε ο βραχιοπηχεοκαρπικός γύψινος επίδεσμος του αριστερού χεριού της και συστήθηκε η έναρξη φυσιοθεραπείας, της χορηγήθηκε δε και άδεια αναρρωτική, οκτώ εβδομάδων. Την 31-12-2002 εισήχθη στη Κλινική Χεριού και Μικροχειρουργικής του Π.Γ.Ν. ΚΑΤ Κηφισιάς, όπου νοσηλεύθηκε    μέχρι   3-1-2003    και   αφού    διαπιστώθηκε παρεκτόπιση του κατάγματος του κάτω πέρατος  αριστεράς κερκίδας, υποβλήθηκε σε χειρουργική αποκατάσταση με διορθωτική οστεοτομία. Κατά την έξοδό της από το ανωτέρω νοσοκομείο, της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και αναρρωτική άδεια δύο μηνών. Την 21-2-2003 επανεξετάσθηκε στο ανωτέρω Τμήμα Μικροχειρουργικής του ΚΑΤ και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από κάταγμα κάτω επίφυσης της αριστεράς κερκίδας. Συστήθηκε φυσιοθεραπευτική αγωγή και συγκεκριμένα η υποβολή της σε 20 συνεδρίες υπερήχων, 20 συνεδρίες δινόλουτρων, 20 συνεδρίες ασκήσεων καρπού και 20 συνεδρίες του δακτύλου του αριστερού χεριού (ως εκ του ανωτέρω κατάγματος), τις οποίες και πραγματοποίησε. Ακολούθως, την 4-6-2003 επανεξετάσθηκε στο ίδιο ως άνω τμήμα μικροχειρουργικής και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από κάταγμα του κάτω πετάλου της αριστεράς κερκίδας με πάρεση του κερκιδικού νεύρου. Της συστήθηκε επανάληψη των φυσιοθεραπειών στον αυτό αριθμό, και της χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια ενός μηνός. Την 4-7-2003 επανεξετάσθηκε στο ανωτέρω τμήμα, όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από κάτω επίφυση αριστερά και από στενωτική τενοντοελυτρίτιδα του αριστερού χεριού. Της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και αναρρωτική άδεια ενός μηνός. Στη συνέχεια εισήχθη στην ανωτέρω κλινική του ΚΑΤ την 22-9-2003 με διάγνωση «τραύμα ραχιαίας επιφανείας» και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση κατά την οποία έγινε συρραφή των τραυμάτων της και διερεύνηση των νεύρων και εξήλθε την 23-9-2003 με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή και χορήγηση αναρρωτικής άδειας ενός μηνός.

Αποκλειστική Νοσοκόμος

   Προς αποκατάσταση της υγείας της η ενάγουσα δαπάνησε το συνολικό ποσό των 989,38 ευρώ για νοσήλεια, αγορά φαρμάκων, νοσηλευτικού υλικού, φυσιοθεραπείες κατά τα αντίστοιχα αγωγικά κονδύλια και επιδικασθέντα πρωτοδίκως, τα οποία δεν προσβάλλονται με λόγο αντέφεσης. Κατά τη διάρκεια της αναρρώσεως στο σπίτι της, η ενάγουσα λόγω της ανικανότητάς της να αυτοεξυπηρετηθεί και δη να χρησιμοποιήσει το αριστερό της χέρι για την εξυπηρέτηση των βιοτικών αναγκών της, είχε ανάγκη από την πρόσληψη τρίτου προσώπου να την φροντίζει και να την περιποιείται. Τις υπηρεσίες αυτές προσέφερε άνευ ανταλλάγματος η θυγατέρα της με υπερένταση των προσπαθειών της για χρονικό διάστημα 13 μηνών και αποτιμώνται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των 6.500 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα θα κατέβαλε αν προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο. Το επιπλέον αιτούμενο ποσό για την αιτία αυτή κρίνεται υπερβολικό και απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Το παραπάνω ποσό δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ να ζητήσει η ενάγουσα έστω και αν δεν υποβλήθηκε σε σχετική δαπάνη, δεδομένου ότι ναι μεν η θυγατέρα έχει ηθική υποχρέωση στα πλαίσια της οικογενειακής συμβίωσης και του δεσμού της με την μητέρα της να της παρέχει φροντίδα και βοήθεια σε ανάλογη περίπτωση, όμως οι προαναφερθείσες υπηρεσίες της θυγατέρας της ενάγουσας σαν αποκλειστική νοσοκόμα και οικιακή βοηθός με εντατικοποίηση των δυνάμεων της είναι πέραν της συνήθους υποχρεώσεως, εάν δε δεν είχε προσφέρει τις υπηρεσίες της η θυγατέρα της η ενάγουσα θα ήταν αναγκασμένη να προσλάβει τρίτο πρόσωπο με αμοιβή. Το γεγονός δε ότι τις εν λόγω υπηρεσίες κάλυψε η θυγατέρα της δεν μπορεί να καταλήξει σε ωφέλεια των υπόχρεων και δεν απαλλάσσονται από την καταβολή αποζημιώσεως (ΑΠ 371/01 ΕΣΔ 2001/493, ΕΑ 1788/02 ΕΣΔ 2002/146, ΕΑ 6858/2001 ΕΣΔ 2002/485, ΕΘ 215/2000 ΕΣΔ 2000/411).

Αποθετική Ζημία

  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, η ενάγουσα διατηρούσε κομμωτήριο στο Αιγάλεω (……..) και εργαζόταν σ’ αυτό 6 ημέρες την εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως Σάββατο και κατά  τις  ώρες  λειτουργίας  των  κομμωτηρίων.  Από  την εκμετάλλευση του ανωτέρω κομμωτηρίου της εισέπραττε μηνιαίως το ποσό των 1.100 ευρώ και μετά την αφαίρεση των εξόδων εκμετάλλευσης 300 ευρώ, αποκέρδαινε μηνιαίως το ποσό των 800 ευρώ. Κατά το χρόνο της ανικανότητάς της προς εργασία, ήτοι κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των 13 μηνών που ελάμβανε αναρρωτική άδεια, απώλεσε το ποσό των 10.400 ευρώ (13 μήνες Χ 800), μη δυνάμενη   να   υποκατασταθεί   από   τρίτο   πρόσωπο   στην ανωτέρω εργασία της ως εκ της πείρας που διέθετε επί σειρά ετών ως κομμώτρια και τη γνωριμία που είχε η ίδια με τις πελάτισσες της αλλά και της οικονομικής αδυναμίας της να αντεπεξέλθει σε έξοδα για την πρόσληψη τρίτου προσώπου ικανού και με την ίδια πείρα με εκείνη στην κομμωτική τέχνη, στοιχεία σημαντικά για την διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας του καταστήματός της. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η σχετική ένσταση των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην έκταση της ζημίας της ως προς την απώλεια εισοδημάτων της διότι δεν ελαχιστοποίησε τη ζημία της με την πρόσληψη υποκατάστατης δύναμης.

Φορολογική Δήλωση προς απόδειξη Αποθετικής Ζημίας

  Πλέον των ανωτέρω σημειώνεται ότι η προσκόμιση της φορολογικής δήλωσης της πρώτης εναγόμενης – παθούσας δεν είναι απαραίτητη για την απόδειξη της ζημίας της, εφόσον αυτή προκύπτει από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. κατάθεση μάρτυρα ____) (ΕΑ 331/93 ΕΣΔ 1994/386, ΕΑ 186/93 ΕΣΔ 1994/378). Πέραν τούτου, η επίδειξη της φορολογικής δήλωσης της πρώτης ενάγουσας προς απόδειξη της ανωτέρω ζημίας της, δεν ενδείκνυται καθόσον αφορά στοιχεία απόρρητα που δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση τους σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από την εφορία και τον ίδιο τον φορολογούμενο (άρθρο 85 Ν. 2238/1994 ΚΦΕ). Περαιτέρω, το αίτημα της πρώτης ενάγουσας για αποζημίωσή της από απώλεια μισθωμάτων του ως άνω καταστήματός της για 13 μήνες, απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως μη νόμιμο και στην  κατ’ έφεση δίκη δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως ή πρόσθετο λόγο από την ενάγουσα -εκκαλούσα.

Ολοσχερής Καταστροφή Οχήματος

   Προσέτι αποδείχθηκε ότι το ως άνω αυτοκίνητο της πρώτης ενάγουσας, εξαιτίας της ένδικης σύγκρουσης καταστράφηκε ολοσχερώς. Ειδικότερα το εν λόγω αυτοκίνητο μάρκας …….., μοντέλο 1985, 1272 κ.ε. 9 ΗΡ, είχε αξία κατά το χρόνο αμέσως πριν το ατύχημα 1.200 ευρώ. Ως εκ της ολοσχερούς καταστροφής του όμως, η πρώτη ενάγουσα ζημιώθηκε κατά την ως άνω πριν το ατύχημα αγοραστική αξία του μείον 200 ευρώ για τα υπολείμματα (σώστρα) ήτοι κατά το ποσό των 1.000 ευρώ.

Αποζημιώση επί Μονίμου Αναπηρίας

  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ηλικίας 50 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, ασχολείτο επαγγελματικά με την περιποίηση (κοπή, χτένισμα και γενικά καλλωπισμό) μαλλιών ως κομμώτρια, διατηρώντας προς τούτο κατάστημα κομμωτικής επί της οδού …….. στο Αιγάλεω. Εξαιτίας όμως του προαναφερόμενου τραυματισμού της στο ένδικο τροχαίο ατύχημα, ταλαιπωρήθηκε για την αποκατάσταση των τραυμάτων της και ειδικά ως προς το κάταγμα του κάτω πέρατος της αριστεράς κερκίδος και ωλένης, ενώ στην αρχή αντιμετωπίσθηκε με συντηρητικές μεθόδους, στη συνέχεια μετά πάροδο τριών περίπου μηνών από του ατυχήματος υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση – διορθωτική οστεοτομία, λόγω πορώσεως αυτού σε πλημμελή θέση. Η περίοδος αναρρώσεώς της ήταν μακρά, υπεβλήθη σε φαρμακευτική αγωγή και φυσιοθεραπείες και ένα περίπου χρόνο από του ατυχήματος υπεβλήθη σε νέα χειρουργική επέμβαση προς αποσυμπίεση των τενόντων των εκτεινόντων μυών του αριστερού αντίχειρα καθώς και του κερκιδικού νεύρου, το οποίο παρουσίαζε πάρεση. Κατά την εξέτασή της από τον πραγματογνώμονα ορθοπεδικό – χειρουργό ___, δεν προέκυψε κάτι παθολογικό ως προς τον αυχένα της. Αντιθέτως κατά την κλινική εξέταση του αριστερού καρπού της διαπιστώθηκε μικρού βαθμού ατροφία των μυών της ραχιαίας επιφάνειας του καρπού και της άκρας χειρός λόγω της προηγηθείσας πάρεσης του κερκιδικού νεύρου, ευαισθησία σε όλες τις ακραίες κινήσεις του αριστερού καρπού και περιορισμός κατά 20° της ραχιαίας έκτασης της αριστερής πηχεοκαρπικής. Επίσης διαπιστώθηκε μετά από ακτινολογικό έλεγχο που υπέδειξε ο ίδιος ως άνω πραγματογνώμων, ότι υφίσταται μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα πρώτου βαθμού της αριστερής πηχεοκαρπικής άρθρωσης εξελικτική, χωρίς να δύναται να προσδιορισθεί ο χρόνος επιδείνωσης, με εμφανή την παλαμιαία παρεκτόπιση του κάτω πέρατος της κερκίδος. Ότι η ενάγουσα εμφανίζει μόνιμη μερική ανικανότητα 30% προς άσκηση του επαγγέλματος της (κομμώτριας) ή άλλου κοινωνικά ισοδύναμου με αυτό, δεδομένου ότι η εν λόγω δραστηριότητα απαιτεί δύναμη και λεπτές κινήσεις και από τους δύο καρπούς. Ο τεχνικός σύμβουλος ιατρός ορθοπεδικός -χειρουργός ___, προσδιορίζει το ανωτέρω ποσοστό αναπηρίας ως προς την κινητικότητα του αριστερού καρπού (με στοιχεία μετατραυματικής αρθρίτιδος) σε ποσοστό 5% και το ποσοστό μερικής αναπηρίας για την άσκηση του επαγγέλματος της κομμώτριας 15%. Η ως άνω αναπηρία της ενάγουσας, σε σχέση και με την ηλικία της, εμφανής σε κάθε τρίτο, επηρεάζει την οικονομική και κοινωνική της εξέλιξη. Εν όψει αυτών και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η ενάγουσα δικαιούταν και πρέπει να της επιδικασθεί αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, ποσού 15.000 ευρώ.

Ηθική Βλάβη

  Τέλος, ενόψει των συνθηκών που έλαβε χώρα το ένδικο τροχαίο ατύχημα, του βαθμού πταίσματος της εναγόμενης οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, του είδους και της εκτάσεως του τραυματισμού της ενάγουσας, του σωματικού και ψυχικού πόνου αυτής, της μερικής μόνιμης αναπηρίας της εκ του ως άνω τραυματισμού της και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο. Με βάση τα ανωτέρω, η αγωγή ως προς την πρώτη ενάγουσα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες σε  ολόκληρον   να καταβάλουν   σ’ αυτήν   το συνολικό ποσό των 53.889,38 ευρώ (και όχι 53.886,45 ευρώ, που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε, προφανώς από λάθος κατά την άθροιση των επιδικασθέντων κονδυλίων). Το αγωγικό αίτημα του δεύτερου ενάγοντος, περί καταβολής σε αυτόν ποσού 6.500 ευρώ για στέρηση των υπηρεσιών της ενάγουσας συζύγου του λόγω της σωματικής της βλάβης συνεπεία του ένδικου τροχαίου ατυχήματος απορριπτέο κρίνεται καθόσον φορέας της σχετικής αξίωσης αποζημιώσεως είναι μόνον η σύζυγος – παθούσα και όχι ο αντανακλαστικά θιγόμενος σύζυγος (βλ. Αθ. Κρητικός αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα εκδ. 1998, παρ. 427). Συνεπώς, η αγωγή ως προς τον δεύτερο ενάγοντα πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με τις εκκαλούμενες ως άνω εν μέρει οριστικές αποφάσεις του έκρινε τα αυτά δεν έσφαλε αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όσα δε αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες και αντεκκαλούντες , απορριπτέα κρίνονται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα ως και η έφεση και η ασκηθείσα δια των προτάσεων αντέφεση στο σύνολό τους. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων η δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 Κ. Πολ. Δικ. ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων έφεση και ασκηθείσα δια των προτάσεων αντέφεση.

 Δέχεται τυπικά έφεση και αντέφεση και απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.

 Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των 460 ευρώ.

 Κρίθηκε

————————————–