Αναίρεση Απόφασης Ποινικού Δικαστηρίου που μετά την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική έγινε δεκτή η μετατροπή της σε παροχή κοινωφελούς εργασίας
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση εντός προθεσμίας ενός μηνός (από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ), κατά αποφάσεως που απορρίπτει ή δέχεται αίτημα για την περαιτέρω μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, της επιβληθείσας ποινής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, μεταξύ των οποίων και εκείνος της έλλειψης αιτιολογίας (στοιχ.Δ’ ), της παραβίασης ουσιαστικού ποινικού νόμου (στοιχ. Ε’ ) και της υπέρβασης εξουσίας (στοιχ. Η’ ).
Αναιρετική διαδικασία κατ΄άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ.Δ ΚΠΔ
Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του το δικαστήριο, δέχθηκε την αίτηση του καταδικασθέντος αιτούντος και μετέτρεψε την μετατραπείσα (δοσοποίηση) εκτιτέα ποινή φυλάκισης των δέκα (10) ετών που του επιβλήθηκε με απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου , σε παροχή κοινωφελούς εργασίας σε Δήμο.
Κρίθηκε όμως ότι το Δικαστήριο της ουσίας, (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πατρών) δεν διέλαβε στην απόφαση του την επιβαλλόμενη (από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ. Διότι δεν αιτιολογείται, ούτε εξηγείται η κρίση του Δικαστηρίου για περαιτέρω μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας της ήδη μετατραπείσας σε χρηματική εκτιτέας ποινής φυλάκισης των δέκα ετών, που καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Απόφ.ΑΠ. 849/2017 (Ζ Τμήματος , Ποινική)
Πρόεδρος : Γεώργιος Σακκάς
Εισηγητής : Μαρία Γκανιάτσου
Μέλη : Βασίλειος Καπελούζος – Δημήτριος Γεώργας – Δημήτριος Τζιούβας
Εισαγγελέας : Ιωάννης Κωνσταντινόπουλος
Κείμενο Απόφ. ΑΠ. 849/2017 (Ζ Τμήματος – Ποινική)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
… Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Π.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή εντός ενός μηνός από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Π.Δ (όπως η παρ. 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 4 του ν. 2521/1997 και τα δύο τελευταία εδάφια της προστέθηκαν με το άρθρο 10 του ν. 4274/2014).
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά αποφάσεως, που απορρίπτει ή δέχεται αίτημα για την περαιτέρω μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, της επιβληθείσας ποινής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ (ΑΠ 345/2015), μεταξύ των οποίων και εκείνος της έλλειψης αιτιολογίας (στοιχ.Δ’ ), της παραβίασης ουσιαστικού ποινικού νόμου (στοιχ. Ε’ ) και της υπέρβασης εξουσίας (στοιχ. Η’ ).
Επομένως, η ασκηθείσα την 9-3-2016 υπ’ αριθμ. …2016 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1347/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών, που εκδόθηκε επί αιτήσεως του καταδίκου Π. Χ. του Χ. και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο οικείο βιβλίο την 19-2-2016, και με την οποία μετατράπηκε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας η καθορισθείσα με την υπ’ αριθμ. 342α, 607, 1110, 1183, 1184, 1262, 1263, 1264/2014 απόφαση του ως άνω Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών εκτιτέα υπ’ αυτού συνολική ποινή φυλακίσεως των δέκα (10) ετών, που με την ίδια απόφαση είχε μετατραπεί σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης αλλά και η καταβολή της είχε δοσοποιηθεί σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις από 1/1/2015, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και επομένως είναι παραδεκτή.
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Π.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήτευση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 Κ.Π.Δ και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο, όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν σ’ αυτή χωρίς νέα κλήτευση και αν ακόμη δεν ήταν παρόντες, όταν δημοσιεύθηκε η απόφαση για την αναβολή.
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. α’ του Κ.Π.Δ., κατά την οποία “εάν εμφανιστεί ο αναιρεσείων η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε”, σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου προχωρεί στη συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως παρά την ερημοδικία κάποιου διαδίκου, εκτός του αναιρεσείοντος, υπό τον όρο ότι ο μη εμφανισθείς ή οι μη εμφανισθέντες διάδικοι έχουν νόμιμα κλητευθεί προς τούτο, αλλιώς το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα α) από 15-4-2016 αποδεικτικό επιδόσεως, του Υπαρχιφύλακα Τ. του Α.Τ …, και β) από 6-4-2016 αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πατρών Α. Χ., ο κατηγορούμενος Π. Χ. του Χ., κάτοικος …, κλητεύθηκε από τον αναιρεσείοντα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να παραστεί δια ή μετά συνηγόρου κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 1347/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18-5-2016, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 9/3 /2016 αναίρεσης, με επίδοση της υπ’ αριθμ. …31-3-2016 κλήσεως σ’ αυτόν την οποία παρέλαβε ο ίδιος και στον αντίκλητο δικηγόρο Θ. Τ. ,ο οποίος εκπροσώπησε αυτόν, δυνάμει σχετικής εξουσιοδοτήσεως του, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών που εξέδωσε την ,άνω ,υπ’ αριθμ. 342α, 607, 1110, 1183, 1184, 1262, 1263, 1264/2014 καταδικαστική απόφαση του . Κατά τη δικάσιμο εκείνη (18-5-2016 ), πριν αρχίσει η συζήτηση, εμφανίσθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος κατηγορουμένου Π. Π. και υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζήτησης ,για το λόγο ότι απείχε των καθηκόντων της συμμετέχοντας στην απεργία που είχε κηρύξει ο δικηγορικός της σύλλογος. Η συζήτηση της αίτησης αναβλήθηκε, με την υπ’ αριθμ. 1071/2016 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, για τη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας . Ο προαναφερόμενος όμως κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Με τις διατάξεις των παρ. 1, 4, 5, 6, 8 και 9 του άρθρο 82 του ΠΚ, όπως ισχύουν μετά την εφαρμογή του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12.11.2012), ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: Παρ. 1. ” Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.”. Παρ.4 “Μετά τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής, το δικαστήριο εκτιμά αν εκείνος που καταδικάστηκε μπορεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο του ποσού της μετατροπής. Αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει αδυναμία άμεσης καταβολής ή ότι η καταβολή θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία, από δύο ως τρία έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλλει εκείνος που καταδικάστηκε το πιο πάνω ποσό σε δόσεις που ορίζει το ίδιο δικαστήριο.”. Παρ. 5 “Αν εκείνος που καταδικάστηκε δηλώσει ότι δεν θα μπορέσει να καταβάλει το ποσό της μετατροπής μέσα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, το δικαστήριο μετατρέπει περαιτέρω τη χρηματική ποινή ή το πρόστιμο, εν όλω ή εν μέρει, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εφόσον συμφωνεί ή το ζητά εκείνος που καταδικάστηκε. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο ορίζει και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας που κυμαίνονται από 100 έως 240 ώρες για ποινή ως ένα έτος, 241 έως 480 ώρες για ποινή από ένα έως δύο έτη, 481 έως 720 ώρες για ποινή από δύο έως τρία έτη, 721 έως 960 ώρες για ποινή από τρία έως τέσσερα έτη και 961 έως 1.200 ώρες για ποινή από τέσσερα έως πέντε έτη, ενώ προσδιορίζει και προθεσμία όχι μεγαλύτερη από πέντε έτη για την εκτέλεση τους “. Παρ. 6. ” Η κοινωφελής εργασία παρέχεται χωρίς αμοιβή σε υπηρεσίες του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα ή σε μη κερδοσκοπικά κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και άλλα, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τυχόν συναρμόδιων Υπουργών. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του. Την εκτέλεση της κοινωφελούς εργασίας επιβλέπει ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Με την ίδια υπουργική απόφαση ορίζονται επίσης η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια “. Παρ. 8 “Αν μετά την μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή πρόστιμο, επέρχεται ουσιώδης αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης εκείνου που καταδικάστηκε, αυτός μπορεί να ζητήσει από το ίδιο δικαστήριο προθεσμία ή διεύρυνση της προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη, ή τροποποίηση του ύψους της μετατροπής ή ακόμη μετατροπή της χρηματικής ποινής σε προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Στην ίδια απόφαση ορίζονται και οι συνέπειες της μη εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων “. Παρ. 9 “Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και μετά τη μερική ή ολική απότιση της ποινής στην οποία έχει μετατραπεί……”.
Εξάλλου με τις διατάξεις του άρθρου 2 της υπ’ αρ. 108842/3.12.1997 ΚΥΑ για την “Οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας. Διαδικασία επιλογής, ανάθεση και επίβλεψη της σχετικής εργασίας”, (όπως συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 119663/19.11.2007), καθορίστηκε ο ειδικότερος τρόπος εφαρμογής του θεσμού παροχής κοινωφελούς εργασίας, με βάση τους πίνακες με τις υπηρεσίες του κράτους, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα και των μη κερδοσκοπικών κοινωφελών νομικών προσώπων ιδιωτικών δικαίου που έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν άτομα για να παράσχουν κοινωφελή εργασία βάση των διατάξεων των άρθρων των παραγράφων 6, 7, 8 και 9 του άρθρου 82 του ΠΚ, την περ. γ της παραγράφου 3 του άρθρου 100Α του ΠΚ, την διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 100Α του παραπάνω Κώδικα καθώς και το άρθρο 61 του Κώδικα Βασικών Κανόνων για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων (ΚωδΜεΚ). Ειδικότερα στην απόφαση αυτή που εκδόθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 82 παρ. 6 του ΠΚ, ορίζονται τα εξής: ” 2.1. Επιλογή τόπου και είδους παροχής της κοινωφελούς εργασίας. Με βάση το συνημμένο Πίνακα ο Εισαγγελέας: α) του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μετατροπής της περιοριστικής ποινής της ελευθερίας σε κοινωφελή εργασία, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 82 του Π.Κ., ή του δικαστηρίου που ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής ιδίως σύμφωνα με τις περιπτώσεις β’ και γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 100 Α του Π.Κ., ή β) του συμβουλίου πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, το οποίο αποφασίζει σχετικά με τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης κρατουμένου σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 61 και 121 Κωδ.ΜεΚ, επιλέγει τον τόπο και το είδος της εργασίας, σε συνεννόηση με τον καταδικασμένο, ο οποίος ζητεί ή αποδέχεται την παροχή κοινωφελούς εργασίας. Για την επιλογή του τόπου παροχής της κοινωφελούς εργασίας λαμβάνεται υπόψη ο τόπος διαμονής του παρέχοντος την εργασία, εκτός αν υπάρχει ειδικός λόγος απομάκρυνσης του από την περιοχή της κατοικίας του. Για την επιλογή του είδους της παρεχόμενης κοινωφελούς εργασίας λαμβάνεται υπόψη ιδίως: i ) η φύση και οι συνθήκες τέλεσης της αξιόποινης πράξης, ii ) η ηλικία και η υγεία του καταδικασμένου, iii) το επάγγελμα ή οι δεξιότητες του, και ίν) η ύπαρξη στον φορέα παροχής εργασίας υποστηρικτικού συστήματος που θα πλαισιώνουν το άτομο, το οποίο θα παρέχει κοινωφελή εργασία…”.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι επί συνολικής ποινής φυλακίσεως, που υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, η οποία έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή, εφόσον ζητείται η περαιτέρω μετατροπή της σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, το αρμόδιο δικαστήριο, σε περίπτωση παραδοχής της σχετικής αιτήσεως του καταδίκου, οφείλει αφενός μεν να προβεί στον κατά τις ως άνω σχετικές διατάξεις καθορισμό του αριθμού των ωρών εργασίας που πρέπει να παρασχεθούν και αντιστοιχούν, όχι μόνον για το μέρος του χρονικού διαστήματος των πέντε (5) ετών αυτής (ποινής), αλλά και για το πέραν των πέντε (5) ετών μέρος του υπολοίπου (χρονικού διαστήματος) μέρους της. Και τούτο γιατί σε διαφορετική περίπτωση το πέραν των πέντε ετών μέρος της επιβληθείσας και μετατραπείσας σε χρηματική συνολικής ποινής φυλακίσεως, θα παρέμενε ανεπίτρεπτα ανεκτέλεστο (δίκην αμνηστεύσεως, απονομής χάριτος κλπ). Αφετέρου δε οφείλει να μη προσδιορίσει τον τόπο παροχής της τοιαύτης εργασίας (κοινωφελούς), καθόσον τούτο έχει από το νόμο ανατεθεί στον Εισαγγελέα. Οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβάλλουν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όλων των δικαστικών αποφάσεων, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, επομένως και της απόφασης που δέχεται την αίτηση του κατηγορουμένου για μετατροπή της επιβληθείσας σ’ αυτόν μετατρεπτέας ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Κατά την έννοια δε των ως άνω διατάξεων, η ποινική απόφαση, που μετατρέπει στερητική της ελευθερίας ποινή σε χρηματική ή/και τη χρηματική ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο , στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή/και της χρηματικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στη συγκεκριμένη ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη ειδικής αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως κατ’ αποφάσεων, υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το Δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια του ορισμού αυτού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι, για το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα, επισκοπούμενα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλομένης υπ’ αριθ. 1347/2015 αποφάσεως του το Δικαστήριο της ουσίας, Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πατρών, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, δέχθηκε τα εξής: “Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του αιτούντος και των εγγράφων τα οποία μετ’ επικλήσεως προσκόμισε και την εν γένει διαδικασία, προέκυψε ότι : Με την υπ’ αριθμ. 342α, 607, 1110, 1183, 1184, 1262, 1263, 1264/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, ο αιτών καταδικάστηκε σε εκτιτέα ποινή φυλακίσεως δέκα (10) ετών που μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως και στη συνέχεια έγινε δοσοποίηση για την καταβολή του ποσού της μετατροπής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε με τις ως άνω αποφάσεις. Σημειωτέον δε ότι ο αιτών έχει ήδη καταβάλει έξι (6) δόσεις των 1.091,03 ευρώ εκάστη εξ αυτών. Εξάλλου, από την παράγραφο 1 του άρθρου 82 ΠΚ, συνάγεται ότι η ποινή όταν φθάνει μέχρι πέντε (5) έτη και δεν τα υπερβαίνει μετατρέπεται σε χρηματική ποινή. Εκ της διατυπώσεως αυτής συνάγεται ότι κάθε επί μέρους ποινή που είναι μέχρι πέντε (5) έτη, επιδέχεται μετατροπή με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Συνακόλουθα στην περίπτωση συγχώνευσης ποινών πλημμελημάτων, αφού η ποινή βάσης δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 82 ΠΚ, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εφόσον προβλέπεται σε αυτή η μετατροπή σε χρηματική ποινή για κάθε συρρέουσα ποινή και δεν μπορεί να καταβληθεί άμεσα ή με δόσεις, κατά δε την παράγραφο 4 του ιδίου ως άνω άρθρου, η μετατραπείσα σε χρηματική ποινή. Σε αυτή την περίπτωση με αίτημα του καταδικασθέντος που, όπως εν προκειμένω, δηλώνει ότι, λόγω οικονομικής αδυναμίας, διότι η σύνταξη του δεν επαρκεί για τα έξοδα διαβίωσης του, δεν μπορεί να καταβάλλει το ποσό της μετατροπής μέσα στην προθεσμία της προηγουμένης παραγράφου, τότε κατά την παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου, το δικαστήριο μετατρέπει περαιτέρω την χρηματική ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Σημειωτέον δε, ότι, κατά τη ρητή διατύπωση της παραγράφου 5 του ιδίου ως άνω άρθρου : “το Δικαστήριο μετατρέπει περαιτέρω τη χρηματική ποινή ή το πρόστιμο, εν όλω ή εν μέρει, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εφόσον συμφωνεί ή το ζητά εκείνος που καταδικάσθηκε”, η μετατροπή αυτή είναι όχι δυνητική αλλά υποχρεωτική καθόσον στη διατύπωση του νόμου δεν υπάρχει η λέξη δύναται αλλά, αντιθέτως, οριστική διατύπωση. Εξάλλου, από την παράγραφο 10 του ιδίου ως άνω άρθρου, αποκλείεται η μετατροπή χρηματικής ποινής ή προστίμου σε κοινωφελή εργασία, όπως ορίζουν οι παράγραφοι 5 και 6 του ιδίου άρθρου, στις περιπτώσεις καταδίκης για κακούργημα εμπορίας ναρκωτικών και συνακόλουθα, εφόσον, ρητά, αποκλείεται για τη συγκεκριμένη περίπτωση κακουργημάτων εμπορίας ναρκωτικών ουσιών, μπορεί να γίνει μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας για άλλα κακουργήματα. Εφόσον λοιπόν, μπορεί η μετατροπή σε κοινωφελή εργασία να αφορά κακούργημα, εκτός εκείνων της παραγράφου 10 του ιδίου άρθρου, πολλώ μάλλον, ισχύει η μετατροπή εάν αφορά πλημμέλημα. Τούτο δε, καθότι, εφόσον επιτρέπεται μετατροπή ποινής σε κοινωφελή εργασία για κακούργημα, επιτρέπεται και για πλημμέλημα ακόμη και αν αφορά στερητική της ελευθερίας πέραν των πέντε (5) ετών. (βλ. εν προκειμένω την με αριθμ. Εισαγγελική Διάταξη 19/2008 του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά, η οποία έλαβε υπόψη την από 24-11-2008 αίτηση και δια της οποίας αιτείται (ο,η αιτούσα/ων) τη μετατροπή της συγχωνευτικής με αριθμό 16045/2008 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά με την οποία επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 113 μήνες Χ 4,40 ευρώ ημερησίως σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με την 16465/2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία, κατ’ αποδοχή της ως άνω αιτήσεως διατάσσεται η περαιτέρω μετατροπή της επιβληθείσας σε βάρος του/της, στερητική της ελευθερίας ποινή της με αριθμ. 16045/2008 συγχωνευτικής απόφασης Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά από χρηματική σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με καθορισμό 4 ωρών εργασίας για καθεμία ημέρα φυλάκισης, ήτοι 4 ώρες εργασίας Χ 3.150 ημέρες, αφαιρουμένου του χρόνου κράτησης, στο Δήμο … Αττικής). Στην προκειμένη περίπτωση προέκυψε ότι ο αιτών αδυνατεί να καταβάλλει το υπόλοιπο ποσό της μετατροπής, διότι ευρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, διότι η σύνταξη του δεν επαρκεί για τα έξοδα διαβίωσης του.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη και να μετατραπεί η ως άνω μετατραπείσα ποινή φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον αιτούντα στον ως άνω Δήμο, να καθοριστεί ο αριθμός των ωρών εργασίας σε 1.200 και να προσδιοριστεί προθεσμία τεσσάρων (4) ετών για την εκτέλεση τους.” .
Στη συνέχεια, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του το δικαστήριο, “δέχθηκε την αίτηση του καταδικασθέντος αιτούντος (Π. Χ. του Χ.) και μετέτρεψε την μετατραπείσα (δοσοποίηση) εκτιτέα ποινή φυλάκισης των δέκα (10) ετών που του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 342α, 607, 1110, 1183, 1184, 1262, 1263, 1264/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου , σε παροχή κοινωφελούς εργασίας στο Δήμο …, καθόρισε τον αριθμό των ωρών εργασίας σε χίλιες διακόσιες (1.200) και την προθεσμία εκτέλεσης τους σε τέσσερα (4) έτη, ενώ σε περίπτωση παραβίασης της παραπάνω μετατροπής, διέταξε την έκτιση της χρηματικής ποινής που του είχε επιβληθεί με την παραπάνω απόφαση.” Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πατρών) δεν διέλαβε στην απόφαση του την επιβαλλόμενη (από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ. Ειδικότερα, στην προσβαλλομένη απόφαση δεν αιτιολογείται, ούτε εξηγείται η κρίση του Δικαστηρίου για περαιτέρω μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας της ήδη μετατραπείσας σε χρηματική εκτιτέας ποινής φυλάκισης των δέκα ετών, που καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν μνημονεύονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, μετά τη μετατροπή της επίμαχης (στερητικής της ελευθερίας) ποινής σε χρηματική (την 11 Νοεμβρίου 2014), τα οποία δέχτηκε το δικαστήριο και συνιστούν ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του κατηγορουμένου, και πώς αυτή πλέον προσδιορίζεται με παράθεση της ακίνητης και κινητής περιουσίας του και των εσόδων του από κάθε πηγή, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκ μέρους του καταβολή των προσδιορισμένων δόσεων της μετατραπείσας από το Δικαστήριο ποινής και επί των οποίων στήριξε την περί αποδοχής της αιτήσεως κρίση του, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα ως άνω περιστατικά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κατέληξε στο θετικό πόρισμα του. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος (κατά σειρά διατύπωσης) λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση του το Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 5, 9, του ΠΚ, υπερέβη δε και την εξουσία του, καθόσον: 1) Ενώ η συνολική εκτιτέα ποινή φυλάκισης των δέκα (10) ετών, που επιβλήθηκε στον αιτούντα με την, ως άνω, υπ’ αριθμό 342α, 607, 1110, 1183, 1184, 1262, 1263, 1264/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, με την οποία και μετετράπη σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως και στη συνέχεια έγινε δοσοποίησή της, μετετράπη με την προσβαλλόμενη απόφαση του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εν τούτοις, καθορίσθηκε ο αριθμός των ωρών εργασίας αυτού σε χίλιες διακόσιες (1.200), κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της παρ 5 του άρθρου 82 του ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι οι εν λόγω ώρες εργασίας αντιστοιχούν σε ποινή από τέσσερα έως πέντε έτη, και παρέλειψε το δικαστήριο στην απόφαση του, να ορίσει τις ώρες κοινωφελούς εργασίας οι οποίες αντιστοιχούν, αναλογικά, από τον προσδιοριζόμενο στο άρθρο 82 παρ. 5 ΠΚ αριθμό των 961 έως 1.200 ωρών, στην ποινή των πέντε (5) ετών, που υπερβαίνει την ποινή των πέντε (5) ετών, από την μετατραπείσα σε κοινωφελή εργασία, εκτιτέα ποινή των δέκα (10) ετών κατά προαναφερθέντα. Και 2) Το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, καθ’ υπέρβαση (θετική) της εξουσίας του, προσδιόρισε ως τόπο παροχής της κοινωφελούς εργασίας τον Δήμο …, ενώ η επιλογή του τόπου παροχής αυτής ανήκει κατά νόμο στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου.
Κατ’ ακολουθίαν αυτών, ενόψει του ότι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ’ , Ε’ και Η’ του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, είναι βάσιμοι, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστή που δεν μετείχε στη σύνθεση που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 1347/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών.
Παραπέμπει την υπόθεση αυτή για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.
Κρίθηκε….
——————————————