ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αθήνα, 18/2/2012
ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ
ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ
1 Με τη διάταξη του άρθρου 70 ν.3994/2011 τροποποιήθηκε το άρθρο 7 παρ.3 ν.δ. 1544/1942, και με τον τρόπο αυτό επεκτάθηκε η υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στην πολιτική δίκη και επί απλώς αναγνωριστικών αγωγών που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητές. Μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 3994/2011, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου συνδεόταν με την δικαστική προσπάθεια απόκτησης εκτελεστού τίτλου, καθώς προβλεπόταν μόνο για τις καταψηφιστικές αγωγές με περιουσιακό αντικείμενο ή χρηματικά αποτιμητές, δηλαδή για τις αγωγές που επιδιώκουν να εφοδιάσουν τον ενάγοντα με εκτελεστό τίτλο.
2 Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές, ακόμη και στις αναγνωριστικές, σημαίνει ότι το δικαστικό ένσημο καθίσταται προϋπόθεση για την προσφυγή στη δικαιοσύνη. Με τον τρόπο αυτό η παροχή έννομης προστασίας στον πολίτη εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητά του για καταβολή του δικαστικού ενσήμου και δεν προστατεύεται πλέον ικανοποιητικά το ατομικό δικαίωμα περί παροχής εννόμου προστασίας (ΑΠ 675/2010). Το γεγονός αυτό θίγει ευθέως τα δικονομικά και συνταγματικά δικαιώματα (άρθρο20 παρ.1 του Συντάγματος και άρθρο 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, το οποίο έχει κατ’άρθρον 28 Συντάγματος αυξημένη ισχύ σε σχέση με τον τυπικό νόμο) των πολιτών που προσφεύγουν αγωγικά στη δικαιοσύνη, αλλά και αυτών που ασκούν παρεμπίπτουσες αγωγές (αγωγές αναγωγής) είτε είναι φυσικά είτε είναι νομικά πρόσωπα (ασφαλιστικές ή άλλες εταιρίες και Επικουρικό Κεφάλαιο).
3 Το δικαστικό ένσημο είναι αναλογικό τέλος επί του αντικειμένου της αγωγής χωρίς να προβλέπεται ανώτατο όριο. Η αδυναμία προσφυγής στην δικαιοσύνη χωρίς την καταβολή του αναλογικού αυτού τέλους, γεννά ζητήματα αντισυνταγματικότητας, καθώς όπως έχει κρίνει η Ολομέλεια του ΣτΕ σε περιπτώσεις αναλογικού τέλους ή παραβόλου χωρίς να καθορίζεται ανώτατο όριο (οροφή), η σχετική υποχρέωση ιδιαίτερα σε υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, καθίσταται δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Για το λόγο αυτό, το σχετικό αναλογικό τέλος έχει κριθεί αντισυνταγματικό ως αντίθετο με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος και η διάταξη που το προβλέπει κρίθηκε ότι δεν είναι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως του ύψους του τέλους, το οποίο θα προέκυπτε από την εφαρμογή των διατάξεων στη συγκεκριμένη διαφορά. (ΟλΣτΕ 3470/2007,ΟλΣτΕ 647/2004)
4 Τα νομικά και κοινωνικά προβλήματα που προκαλούνται από την επιβολή δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές δεν αντιμετωπίζονται με αποσπασματική ανάκληση της ρύθμισης αυτής σε ορισμένες και μόνο διαδικασίες. Προφανώς, στις εργατικές και αυτοκινητικές διαφορές και στις διαφορές που αφορούν διατροφή, αυτός που κατά τεκμήριο ζητά έννομη προστασία βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση. Ο απολυμένος εργαζόμενος που διεκδικεί τους δεδουλευμένους μισθούς, ο τραυματισμένος σε ατύχημα που διεκδικεί τη νόμιμη αποζημίωσή του, η χωρισμένη μητέρα που διεκδικεί διατροφή για τα παιδιά της, ασφαλώς και δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το δικαστικό ένσημο, γεγονός που έχει ως συνέπεια είτε να μην ασκήσουν καθόλου τα δικαιώματά τους, είτε να παραιτηθούν μερικώς από αυτά και να διεκδικήσουν μόνο μέρος αυτών.
5 Ωστόσο, τα νομικά και κοινωνικά προβλήματα που προκαλούνται από την επιβολή δικαστικού ενσήμου εμφανίζονται σε όλες τις δικονομικές διαδικασίες είτε πρόκειται για την τακτική είτε για τις ειδικές διαδικασίες. Σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, η οποία έχει επεκταθεί σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, δεν θα πρέπει να τίθενται φραγμοί οικονομικής φύσεως, τέτοιοι που να ακυρώνουν στην πράξη το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας των πολιτών. Τέτοιου είδους οικονομικοί φραγμοί πολλαπλασιάζουν τις ανισότητες στην ελληνική κοινωνία και συμβάλλουν στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, καθώς μόνο οι οικονομικά δυνατοί θα μπορούν να ασκήσουν το συνταγματικό δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη αντίθετα με τους οικονομικά ασθενείς, οι οποίοι για λόγους οικονομικούς θα στερούνται της δυνατότητας προστασίας των εννόμων δικαιωμάτων τους. Ο ζημιωθείς σε μία ενοχική διαφορά που ζητά να αναγνωρισθεί η αξίωσή του, ο πολίτης που ζητά να αναγνωρισθεί η κυριότητά του σε ένα καταπατημένο ακίνητο, ο εκμισθωτής που ζητά να αναγνωρισθούν οι αξιώσεις του έναντι του μισθωτή που εκμεταλλεύεται το ακίνητό του χωρίς να του καταβάλει μισθώματα, δεν θα πρέπει να εμποδίζονται στην άσκηση των αξιώσεών τους επειδή αδυνατούν να καταβάλουν το ανάλογο δικαστικό ένσημο. Είναι αναγκαίο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής αναστάτωσης, να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη σε όλες τις υποθέσεις και διαφορές που τυχόν ανακύπτουν, ώστε, αφενός, να αντιμετωπίζονται με θεσμικό τρόπο από τη συντεταγμένη πολιτεία τα προβλήματα που γεννώνται μεταξύ των πολιτών της και, αφετέρου, να μην εκτρέπεται ο αδικημένος και ζημιωμένος πολίτης σε δράσεις αντικοινωνικές και εξωθεσμικές.
6 Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη τα σοβαρά προβλήματα αντισυνταγματικότητας και παραβίασης της ΕΣΔΑ που γεννά η ρύθμιση του άρθρου 70 του ν. 3994/2011, το γεγονός ότι οι ταμειακές και μόνο ανάγκες του Δημοσίου δεν δικαιολογούν τη θέσπιση μέτρων που παραβιάζουν τα δικαιώματα των πολιτών (ΟλΣτΕ 1663/2009 απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 25.6.2009, προσφυγή 36963/2006, υπόθεση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας υπ’ αριθμ. 2) και, επίσης, λαμβάνοντας υπόψη την βαθιά οικονομική κρίση που βιώνει η ελληνική κοινωνία, θα πρέπει να καταργηθεί για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες η επέκταση του δικαστικού ενσήμου στις απλώς αναγνωριστικές αγωγές και να επαναφερθεί το καθεστώς του δικαστικού ενσήμου που υπήρχε πριν από το ν. 3994/2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ