Αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου και αρχή της διαφάνειας: Μία άρρηκτη σχέση – Με αφορμή το άρθρο 268 Ν. 4738/2020 για τις νοσοκομειακές ασφαλίσεις
Δημήτρη Σπυράκου*
Η νοσοκομειακή ασφάλιση είναι για το καταναλωτικό κοινό μία από τις σημαντικότερες υπηρεσίες που παρέχουν οι ασφαλιστικές εταιρίες. Έργο των τελευταίων είναι να οργανώσουν, και εν προκειμένω, την ασφαλιστική κάλυψη με αποτελεσματικότητα και με διαφάνεια. Η αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου αφορά θεμελιώδη πτυχή της διαφάνειας.
Ο ασφαλισμένος, στην περίπτωση της νοσοκομειακής ασφάλισης, αποβλέπει σε μία μακρόχρονη κάλυψη. Αυτό επιβεβαιώνεται και στις ετησίως ανανεούμενες ασφαλίσεις, οι οποίες συνδυάζονται με τη δέσμευση της εταιρίας για την ανανέωση της κάλυψης. Η νοσοκομειακή ασφάλιση δεν εξομοιώνεται με τη συνήθη κάλυψη ζημιών. Η παροχή, η έκταση ή το κόστος της συναρτώνται με την κατάσταση υγείας του ασφαλισμένου κατά την έναρξη της κάθε ασφάλισης. Γι’ αυτό και τον ασφαλισμένο ο ανταγωνισμός της αγοράς λειτουργεί κυρίως κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης, και όχι το ίδιο κατά τη διάρκειά της.
Η απαίτηση για διαφάνεια στην αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου είναι λοιπόν αναπόσπαστο στοιχείο της ασφαλιστικής υπηρεσίας. Δίχως αυτή η υπηρεσία που παρέχεται είναι ελλιπής και πλημμελής. Ο καταναλωτής έρχεται αντιμέτωπος με αιφνιδιασμούς που τον οδηγούν να μην έχει ή να αναγκάζεται να εγκαταλείπει την κάλυψη, την οποία κατά το χρόνο που σύναψε τη σύμβαση απέβλεπε να έχει και στο απώτερο μέλλον.
Η απαίτηση για διαφάνεια είναι όμως, σε τελική ανάλυση, και αυτή που αναδεικνύει και τον ασφαλιστικό χαρακτήρα της υπηρεσίας, καθώς οι ασφαλιστικές εταιρίες είναι οι μόνες που έχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία, την επιστημονική κατάρτιση και την επαγγελματική εξειδίκευση ώστε να διασφαλίζουν την οργάνωση της υπηρεσίας με διαφάνεια.
Αν επρόκειτο, άλλωστε, ο παρέχων την υπηρεσία να έχει την ελευθερία να αναπροσαρμόζει κατά το δοκούν το τίμημα, τότε δεν θα δικαιολογούνταν να μονοπωλούν την οργάνωσή της οι ασφαλιστικές.
Τον θεμελιώδη χαρακτήρα της αρχής της διαφάνειας έχει επιβεβαιώσει πλήθος δικαστικών αποφάσεων. Η νομολογία κηρύσσει καταχρηστικούς τους όρους που χρησιμοποιούν οι εταιρείες για τη μονομερή αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου, μειώνει τα αντίστοιχα ασφάλιστρα και αναγνωρίζει μόνο αντικειμενικά κριτήρια για την αναπροσαρμογή τους.
Όμως η κατάθεση σχετικών διατάξεων στο σχέδιο νόμου για το νέο πτωχευτικό κώδικα (Ν. 4738/2020) που αφορά ζητήματα αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου πυροδότησε, ήδη κατά τη συζήτηση στη Βουλή, μία σφοδρή και δικαιολογημένη καταρχήν κριτική για υπονόμευση της αρχής της διαφάνειας.
Οι διατάξεις του άρθρου εμφανίζονται να υποθάλπουν την αοριστία και την αυθαιρεσία στη διαμόρφωση του ασφαλίστρου, καλώντας εν πολλοίς τους καταναλωτές, αν δεν ανέχονται την αυθαιρεσία της εταιρείας, να εγκαταλείψουν την κάλυψη!
Η κριτική ενισχύθηκε και από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής η οποία γνωμοδότησε ότι οι διατάξεις αντίκεινται στην Οδηγία 93/13 για τους καταχρηστικούς όρους και επιδιώκουν, κατά τρόπο ασύμβατο με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, την ανατροπή υφιστάμενων συμβάσεων.
Πλέον όμως οι διατάξεις ισχύουν ως άρθρο 268 του Ν. 4738/2020 και καλούνται να λάβουν το ακριβές περιεχόμενό τους στο σύστημα κανόνων που ενσωματώνονται.
Αξίζει, λοιπόν, να γίνουν εν προκειμένω ορισμένες επισημάνσεις……
Η αρχή της διαφάνειας καθιερώνεται από την κοινοτική Οδηγία 93/13 και έχει ενσωματωθεί στο δίκαιό μας με το Ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών.
Η κοινοτική Οδηγία θέτει, όπως ορίζεται στο άρθρο 8, ελάχιστους κανόνες προστασίας των καταναλωτών, δηλαδή αποκλίσεις από τις διατάξεις της θα μπορούσαν να γίνουν μόνο για να θεσπισθεί μεγαλύτερη προστασία για τους καταναλωτές, όχι συνεπώς για να μειωθεί.
Ως εκ τούτου διατάξεις που περιορίζουν ή επεμβαίνουν στον έλεγχο των όρων αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, συρρικνώνοντας αυτόν, αντίκεινται στην Οδηγία.
Επομένως, περιορισμοί στη αρχή της διαφάνειας δεν είναι συμβατοί με το ενωσιακό δίκαιο.
Αντιθέτως,…….
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας