Απαγόρευση Μετατροπής Συμβάσεων Εξαρτημένης Εργασίας Ορισμένου Χρόνου σε Αορίστου Χρόνου
Εφαρμογή αρθρ. 8 Ν. 2112/1920 σε διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν πριν την έναρξη ισχύος
του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος
1. Απαγόρευση Μετατροπής των Συμβάσεων Εξαρτημένης Εργασίας Ορισμένου Χρόνου
σε Αορίστου Χρόνου
2.Εφαρμογή του αρ. 8 Ν. 2112/1920 σε διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν πριν την έναρξη ισχύος
του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος υπό την προϋπόθεση ότι εμφανίζουν συνοχή και χρονική ενότητα
3. Δανεισμός Μισθωτού
Δεν μεταβάλλεται η Εργασιακή Σχέση
Η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του αρ. 6 ν. 3198/1955 ΔΕΝ εφαρμόζεται επί αγωγών με τις οποίες δεν ασκείται αξίωση από άκυρη καταγγελία σύμβασης
4.ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
1)Βάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως των αριθ. 1 και 19 αρ. 559 ΚΠολΔ – εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 8 παρ.3 του Ν.2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος – Αντιφατική αιτιολογία
Η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πριν από την έναρξη της ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος και της 1999/70 ΕΚ Οδηγίας. Τούτο διότι οι συμβάσεις αυτές, παρά την απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), είχαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων προσλάβει το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (Ολ. ΑΠ 7/2011 και 8/2011). Η δε από το νόμο (Ν. 2190/1994 απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου δεν επάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης από το δικαστήριο του πραγματικού χαρακτήρα της συγκεκριμένης έννομης σχέσης, η οποία δεν συνιστά “μετατροπή”, αλλά ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής κατά τη δικαστική διαδικασία (Ολ. ΑΠ 18/2006). Στην περίπτωση αυτή, η μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων (18-4-2001) και της 1999/70 Οδηγίας (10-7-2001) συνέχιση της εξακολούθησης της κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που είχαν όμως αρχίσει να συνάπτονται πριν την ανωτέρω συνταγματική αναθεώρηση, είναι νομικώς αδιάφορη, διότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είχε ήδη προσλάβει το χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο και διατήρησε στη συνέχεια κατά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων (Ολ.ΑΠ 7/2011) Προϋπόθεση όμως για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν.2112/1920 είναι οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου και υπό τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους να διακρίνονται από συνοχή και χρονική ενότητα μεταξύ τους, δηλαδή να μην μεσολαβούν πολύμηνα συνήθως χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μίας και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (ΑΠ 788/2017, ΑΠ 1425/2015, ΑΠ 244/2015, ΑΠ 696/2013). Τοιαύτη περίπτωση συνοχής και χρονικής ενότητας δεν συντρέχει κατά νόμο όταν μεταξύ των εν λόγω συμβάσεων μεσολαβεί χρονικό διάστημα ενός ή δύο και πλέον ετών. Ως εργοδότης δε στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 648 ΑΚ, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφετέρου υποχρεούται να του καταβάλλει τον συμφωνημένο ή νόμιμο μισθό. Συνήθως εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας. Ειδικότερα στις περιπτώσεις δανεισμού εργαζομένου, ο οποίος, κατά τα άρθρα 648, 651 και 361 ΑΚ, προϋποθέτει παροχή των υπηρεσιών του εργαζομένου για ορισμένο ή αόριστο χρόνο σε άλλο πρόσωπο (τρίτο) με την συναίνεση ή συμφωνία του εργαζομένου και μάλιστα αδιαφόρως της βραχυχρόνιας ή μακροχρόνιας παραχώρησης του εργαζομένου από τον αρχικό εργοδότη του, δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και αρχικός (άμεσος) εργοδότης δεν αποβάλλει την ιδιότητά του αυτή αλλά είναι υποχρεωμένος, ως αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση εργασίας, να καταβάλλει τις αποδοχές στο μισθωτό, εκτός τυχόν αντίθετης συμφωνίας (ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 800/2014, ΑΠ 1580/2012), ενώ ο τρίτος (έμμεσος εργοδότης), που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, ασκεί κατά τη διάρκεια της παραχώρησης το διευθυντικό δικαίωμα κατά την παροχή των υπηρεσιών του μισθωτού προς αυτόν και αποκτά και αυτός, ως εκ τούτου, την ιδιότητα του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικών αρμοδιοτήτων (ΑΠ 17/2012). Για την έννοια του δανεισμού δεν έχει σημασία η βραχυχρόνια ή μακροχρόνια παραχώρηση του εργαζομένου από τον αρχικό εργοδότη του, με τον οποίο δεν αποκόπτεται ο ενοχικός δεσμός και ο οποίος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας.
Εν προκειμένω, το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε ότι οι συμβάσεις της ενάγουσας με το Υπουργείο Πολιτισμού, οι οποίες καταρτίσθηκαν πριν την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος δηλαδή πριν τις 17-4-2001 και του ΠΔ 164/2004, και συνεχίστηκαν, όντας ενεργές κατά τα χρονικά αυτά σημεία, και μετά ταύτα, δεν συνιστούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, αλλά κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ενώ ο καθορισμός αυτών ως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ενάγουσας. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ.3 του Ν.2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ενώ περαιτέρω διέλαβε ελλιπείς αιτιoλογίες, στερώντας την απόφαση από νόμιμη βάση και καθιστώντας με τον τρόπο αυτό ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, δεδομένου, κατά το Εφετείο, ότι καθ’ υπόδειξη της Ε’ ΕΠΚΑ Σπάρτης η ενάγουσα παραχωρήθηκε, με τη συναίνεσή της, το έτος 1995 έως το τέλος του έτους 1998 από το εναγόμενο στη Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Σπάρτης, προκειμένου να εργασθεί ως αρχαιολόγος υπό την εποπτεία της ως άνω Υπηρεσίας, με τη συμφωνία μεταξύ του εναγομένου και της ΔΕΥΑ Σπάρτης να καταβάλλει η τελευταία τον μισθό της, με τη δε σύμβαση δανεισμού, η οποία συνυπολογίζεται ως μέρος ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, δεν επήλθε μεταβολή της εργασιακής σχέσης μεταξύ του εναγομένου ως εργοδότη και της ενάγουσας ως μισθωτού, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει με σαφήνεια ουσιώδη για την έκβαση της δίκης, αναφορικά με την απαιτούμενη κατά νόμο συνοχή και χρονική ενότητα μεταξύ των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου της ενάγουσας με το εναγόμενο, προκειμένου οι συμβάσεις αυτές να χαρακτηρισθούν διαδοχικές, ήτοι δεν αναφέρει τις επί μέρους διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνήψε η ενάγουσα με το εναγόμενο κατά τα έτη 1995, 1996, 1997 και 1998, καθώς και τη χρονική διάρκεια καθεμίας από αυτές, γεγονός κρίσιμο για την ύπαρξη της απαιτούμενης από το νόμο συνοχής και χρονικής ενότητας μεταξύ των εν λόγω συμβάσεων, και περαιτέρω δεν αναφέρει η απόφαση αν κατά τα μεσολαβήσαντα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα των διαδοχικών αυτών συμβάσεων ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, η ενάγουσα συνέχιζε να απασχολείται στο εναγόμενο, έστω και με άκυρη σύμβαση εργασίας, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, στην περίπτωση δανεισμού μισθωτού δεν επέρχεται μεταβολή της εργασιακής σχέσης μεταξύ του άμεσου εργοδότη και του μισθωτού. Βάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως.
2) Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως του αριθ. 1 αρ. 559 ΚΠολΔ – η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του αρ. 6 ν. 3198/1955 ΔΕΝ εφαρμόζεται επί αγωγών με τις οποίες δεν ασκείται αξίωση από άκυρη καταγγελία σύμβασης
Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 435/1976, κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών μηνών από τη λύση της σχέσης εργασίας. Από τη διάταξη αυτή, στην οποία γίνεται λόγος για αξίωση από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας και σχετική αγωγή, προκύπτει ότι η αγωγή με την οποία ασκείται αξίωση από άκυρη καταγγελία της σύμβασης ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ με την αγωγή με την οποία ζητείται η κήρυξη της καταγγελίας ως άκυρης. Η ακυρότητα της καταγγελίας επέρχεται αυτοδικαίως και υπάρχει πριν απαγγελθεί με δικαστική απόφαση, η οποία, όταν εκδοθεί, αναγνωρίζει απλώς την υφιστάμενη κατάσταση. Για το λόγο αυτό, η αγωγή, με την οποία διώκεται μόνο αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, χωρίς να ασκείται αξίωση, δεν υπόκειται καθεαυτή, ως αναγνωριστική, στην πιο πάνω αποκλειστική προθεσμία, όταν όμως, κατά το χρόνο άσκησής της, έχει παρέλθει η άνω προθεσμία για τις αξιώσεις που πρόκειται να προπαρασκευάσει, απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 80/2009, ΑΠ 1435/2002). Η προαναφερόμενη διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα.
Εν προκειμένω, ορθώς το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, με την οποία η αναιρεσίβλητη ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι συνδέεται με το αναιρεσείον με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου χωρίς να αιτείται οποιαδήποτε αξίωση που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης δεν υπόκειται στην αποσβεστική τρίμηνη προθεσμία του άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955.