Αποδεικτικά Μέσα Συμπεριλαμβάνονται και τα ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα
Στην ειδική διαδικασία παραδεκτώς προσάγονται κατ΄άρθρ. 671 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ όλα τα έγγραφα καθώς και από όλα τα έγγραφα που νομοτύπως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα μη νομίμως χαρτοσημασμένα ή επικυρωμένα αντίγραφα εγγράφων ή τα ανυπόγραφα ή αχρονολόγητα έγγραφα .
Στην ειδική διαδικασία παραδεκτώς προσάγονται κατ΄άρθρ. 671 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ όλα τα έγγραφα καθώς και από όλα τα έγγραφα που νομοτύπως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα μη νομίμως χαρτοσημασμένα ή επικυρωμένα αντίγραφα εγγράφων ή τα ανυπόγραφα ή αχρονολόγητα έγγραφα .
Απόφ. Μον.Πρ.Θεσ. 20967/2009
Πρόεδρος: Αφροδίτη Ταρασίδου
Δικηγόροι: Σταυρούλα Καπετάνου – Ορέστης Τσάμης
Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Θεσ 20967/2009
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 322, 324, 325 και 331 Κ.Πολ.Δ. αφενός, και 914, 297 και 298 Α.Κ. αφετέρου, προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής αποζημίωσης λόγω θανάτωσης ή βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, αποτελεί δεδικασμένο για τη νέα δίκη αποζημίωσης με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου και τη ζημία που έπαθε ο ενάγων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην πρώτη αγωγή όχι όμως και για το μεταγενέστερο χρόνο, κατά τον οποίο η αδικοπραξία είναι δυνατό να εξακολουθήσει να έχει επιζήμιες συνέπειες, γιατί αυτές δεν είχαν προβληθεί ούτε καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη αγωγή αποζημίωσης (βλ. (βλ.ενδ..ΑΠ867/1988 ΕλλΔΛ/η 31.325, ΑΠ 615/1983 ΝοΒ 32.74, ΑΠ 455/1983ΕλλΔ/νη 24.973, ΑΠ 211/1983 ΝοΒ 31.1553, ΑΠ 1266/1977 ΝοΒ 26.1043, ΑΠ 631/1977 ΝοΒ 26.342, ΕΑ 6780/1995 ΕΣΔ 27.450, ΕΑ 1770/1994 ΕΣΔ 23.18, ΕΑ 10933/1990 ΕΣΔ 20.517 και εκεί παραπομπές, ΕΑ 8216/1986-ΕΣΔ 17.36). Το Δικαστήριο εξετάζοντας τη δεύτερη αγωγή οφείλει να θέσει ως βάση ότι υπάρχει η έννομη σχέση που καλύπτεται από το δεδικασμένο. Ενεργώντας έτσι, δέχεται δεδικασμένο για την έννομη σχέση της αδικοπραξίας ως προδικαστικό ζήτημα (βλ Κονδύλη Το Δεδικασμένο,-παρ.12, σελ.124, με παραπομπές στη νομολογία υποσημ. 32 και 33). Συνεπώς, όπως. προεκτέθηκε, το δικαίωμα που έχει κριθεί ήδη με τελεσίδικη απόφαση δεν επιτρέπεται να εξετασθεί εκ νέου σε άλλη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων είτε ως κύριο αντικείμενο είτε ως προϋπόθεση άλλου δικαιώματος, κατ’ άρθρο, δε, 330 Α.Κ, το δεδικασμένο, πού λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. άρ. 332 Κ.Πολ.Δ – βλ. ενδ. ΑΠ 20/1993 ΝοΒ 41.1075) εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, από δε τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες που ερείδονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κυρία αγωγή (βλ. ΑΠ 525/1996 ΕλλΔ/νη 38.80). Επομένως, εάν υπάρξει τελεσίδικη κρίση ως προς. την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 Κ.Πολ Δ.) και εμμέσως (άρθρο 331 Κ.Πολ.Δ.) μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση είτε με αναγνωριστική αγωγή είτε με καταψηφιστική, και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφόσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν.489/1976, όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, «το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή». Η ευθύνη αυτή του ασφαλιστή, προς αποζημίωση, του τρίτου καθιερώνεται από το νόμο και προϋποθέτει καταρτισμένη ασφαλιστική σύμβαση. Η ευθεία αυτή αξίωση κατά του ασφαλιστή θεμελιώνεται μόνον εφόσον υπάρχει απέναντι στο ζημιωθέντα τρίτο αντίστοιχη ευθύνη του ασφαλισμένου είτε κατά τον Α.Κ. (άρθρα 914 επ. Α.Κ.) είτε κατά το Ν.ΓπΝ/1911. Ο ασφαλιστής, βεβαίως, δεν είναι δράστης κάποιας αδικοπραξίας, που προκαλεί ζημία σε τρίτο, ούτε έχει κάποια ιδιότητα από τις προβλεπόμενες από το Ν.ΓπΝ/1911 (κύριος ή κάτοχος του ζημιογόνου οχήματος). Εξάλλου, κατά την παρ.2 του ιδίου ως άνω άρθρου, όπως ίσχυε κατά το χρόνο του επιδίκου ατυχήματος, «η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής» [πρβλ. Ν.3557/2007, που τέθηκε σε ισχύ τη 14η.5.2007 (δημοσίευση στο Φ.Ε.Κ. Α/100/14.5.2007), το άρθρο 7 του οποίου ορίστηκε ότι η ως άνω παραγραφή επέρχεται μετά πάροδο πέντε ετών από την ημέρα του ατυχήματος]. Επομένως, η αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή, η οποία θεμελιώνεται στην παρ.1 του ιδίου άρθρου, υπόκειται στην πιο πάνω βραχυπρόθεσμη παραγραφή των δύο (2) ετών και όχι σε εκείνη των πέντε (5) ετών του άρθρου 937 Α.Κ., στην οποία υπόκειται η αξίωση κατά του ασφαλισμένου ζημιώσαντος δράστη αδικοπραξίας, αφού η διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986) ως ειδική υπερισχύει της τελευταίας αυτής διάταξης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 10 του Ν.2496/1997, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επέλευσης του ατυχήματος, κατά την οποία «αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν», αφορά στις αξιώσεις των ασφαλισμένων κατά του ασφαλιστή και όχι των ζημιωθέντων τρίτων κατ’ αυτού, για τις οποίες εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986), η οποία, άλλωστε, δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις του Νόμου αυτού (Ν.489/1976) που τροποποιήθηκαν ή καταργήθηκαν με το άρθρο 37 του Ν.2496/1997. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 Α.Κ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός με οποιαδήποτε μορφή ζημίας, θετικής ή αποθετικής, γεννιέται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα και μέλλουσα, εάν αυτή είναι: προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι, κατά τα ήδη εκτεθέντα ανωτέρω, πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημιές ενιαίος (βλ., ενδ. ΑΠ 1408/2004, ΑΠ 1012/2004 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ») από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση, διετής δε, από την επομένη της ημέρας του ατυχήματος, ως προς την υποχρέωση αποζημίωσης της ασφαλιστικής εταιρείας κατ’ άρθρο 10 παρ.2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 – βλ. και άρ. 241 παρ.1 Α.Κ.), χωρίς να έχει σημασία πότε ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου (βλ. ενδ ΕΑ 583/1986 ΕλλΔ/νη 27.147 – βλ. επίσης Κρητικού, Αποζημίωση. από. Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 1992, παρ.358). Ο χρόνος της παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος; δηλαδή εκείνες που: έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευση τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (βλ. ενδ. ΟλΑΠ. 38/1996, 40/1996 και 23/1994 σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1581/2008 και 1567/2004 ΑΠ σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ») Πράγματι, εάν μεταγενέστερα (μετά την επέλευση της αδικοπραξίας και το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας, γενικώς) γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες; οι οποίες, προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών, νέα αυτοτελής παραγραφή αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειας τους με την αδικοπραξία (βλ. ενδ. ΑΠ 1100/2005 ΝοΒ 54.191, ΕλλΔ/νη 48.845, ΕΑ 10476/1998 ΕλλΔ/νη 40.1620).
Ειδικότερα, κατά την παγία σχετική νομολογία, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 10 παρ.2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986) προς τη διάταξη του άρθρου 241 παρ, 1 Α.Κ προκύπτει μεν ότι η διετής παραγραφή αρχίζει οπό την επομένη ημέρα του ατυχήματος και μέσα στη διετία πρέπει να ολοκληρωθεί η κατά το άρθρο 251 Α.Κ. άσκηση της αγωγής, χωρίς να έχει σημασία εάν και πότε έλαβε γνώση της ζημίας ο ζημιωθείς πλην όμως, στην περίπτωση που απρόβλεπτη από την αρχή ζημία του παθόντος, συνδεόμενη αιτιωδώς με το ατύχημα, εμφανίζεται, μεταγενέστερα η ακόμη μετά την πάροδο διετίας από την ημέρα, του ατυχήματος εάν ως ατύχημα, από την επέλευση του οποίου αρχίζει η παραγραφή, θεωρηθεί η εξωτερική και αιφνίδια επέμβαση στον οργανισμό του παθόντος εκ μέρους τρίτου, η διετής παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που αντικειμενικά καθίσταται δυνατή η πρόβλεψη, της νέας δυσμενούς κατάστασης του παθόντος, διότι από τότε γεννιέται η αξίωση και δύναται να επιδιωχθεί δικαστικά κατά το άρθρο 251 Α. Κ. (βλ. Κρητικού Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, παρ.2127 βλ. επίσης ΕΠατρ 834/2006 ΑχΝομολ 2007.104). Εξάλλου, ο εναγόμενος που προτείνει την ένσταση παραγραφής της πιο πάνω αξίωσης πρέπει να επικαλεσθεί, και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει τα περιστατικά που τη συγκροτούν. ΣυγκεκριμένωςΓ ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει πότε ο ενάγων-παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε· αποζημίωση. Ειδικότερα, στην περίπτωση πού από τη ζημιογόνο πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια που είναι απρόβλεπτη και, συνεπώς, για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή, ο σχετικός, ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ένστασης παραγραφής. Έτσι, ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ένστασης του. Συνεπώς, η παραπάνω διετής, παραγραφή ως προς την αφετηρία της καλύπτει την περίπτωση της προβλεπτής από την αρχή ζημίας του παθόντος. Δεν εφαρμόζεται εάν η ζημία είναι από από την αρχή απρόβλεπτη, όπως τούτο δύναται να συμβεί επί απρόβλεπτης, κατά τα ιατρικά δεδομένα, σημαντικής επιδείνωσης της υγείας του παθόντος (βλ. ενδ. ΑΠ 1581/2008 σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).
Εξάλλου, από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 261 εδ. α Α.Κ. και 221 παρ. 1 Κ. Πολ.Δ., προκύπτει ότι, σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως; εκκρεμοδικία (βλ., ενδ. ΑΠ 1921/1988 ΝοΒ 37.1035/ ΑΠ 1764/1983 ΝοΒ 37.1220), ενώ από τη διάταξη του άρθρου.·268 εδ. α Α.Κ προκύπτει ότι εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική και αποθετική ζημιά από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ. ή στη διετή παραγραφή του άρθρου 10 παρ.2 του Ν489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ 237/1986), από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή κακώς προς το μέρος της όλης αξίωσης για αποκατάσταση της (προβλέψιμης πάντως) ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε, αποζημίωση (βλ. αντί άλλων ΟλΑΠ 24/2003 σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 5320/1998 ΕΣΔ 16.344). Και αυτό γιατί, και το μέρος αυτό της αξίωσης, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) με δύναμη δεδικασμένου (άρ.331 Κ.Πολ.Δ.) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του, παθόντος γενικώς για κάθε (προβλέψιμη) ζημία του από την αδικοπραξία (βλ. ένδ. ΟλΑΠ 44/1996 ΝοΒ 45.451, ΑΠ 997/2003 σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).
Στην προκειμένη περίπτωση, με δηλώσεις του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία προτείνει την ένσταση της παραγραφής της αγωγικής αξίωσης σε βάρος της με το επιχείρημα ότι το ατύχημα συνέβη την 1η Σεπτεμβρίου 2003, ενώ η υπό κρίση αγωγή της επιδόθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2008, δηλαδή μετά την πάροδο τεσσάρων (4) ετών και έξι (6) μηνών, και, συνεπώς η αγωγή αυτή έχει υποκύψει στη διετή παραγραφή, η οποία είναι νόμιμη ως ερειδομένη στο άρθρο 10 παρ.2 του Ν.489/1976, όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 και όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επέλευσης του ατυχήματος, πρέπει, δε, να ερευνηθεί περαιτέρω η βασιμότητα της από ουσιαστική, άποψη μαζί με την αγωγή, ενόψει και της προβληθείσας με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, αλλά και με τη νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσα προσθήκη επί των προτάσεων του, άρνησης της από τον ενάγοντα, που ισχυρίζεται ότι οι περιγραφόμενες στο υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο δυσμενείς συνέπειες της σε βάρος του αδικοπραξίας του πρώτου εναγομένου δεν μπορούσαν αντικειμενικά να προβλεφθούν κατά το χρόνο άσκησης της προγενέστερης αγωγής του, από δε την ημερομηνία απόλυσης του από το στρατό ως 15, την 28η.4.2006, που κατέστη πλέον δυνατό να προβλεφθεί η νέα δυσμενής κατάσταση της υγείας του, άρχισε νέα διετής παραγραφή όσον αφορά στις επίδικες αξιώσεις του σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, που δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής. Εξάλλου, πέραν της άρνησης αυτής και εντελώς επικουρικώς, εφόσον ήθελε κριθεί ότι η επίδικη ζημία του ήταν προβλέψιμη κατά το χρόνο άσκησης της: προγενέστερης αγωγής του, ο ενάγων προτείνει αντένσταση περί επιμήκυνσης του ως άνω χρόνου παραγραφής σε είκοσι έτη κατ’ άρθρο 268 εδ. α΄ Α.Κ., η οποία είναι νόμιμη κατά τα προεκτεθέντα.
Ένσταση Συντρέχοντος Πταίσματος – ΑΚ 300 για μη αλλαγή επαγγέλματος
Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, προτείνει τον ισχυρισμό ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων θα μπορούσε να περιορίσει την αποθετική του ζημία όσον αφορά στην απώλεια των εισοδημάτων του για το επίδικο χρονικό διάστημα εάν απασχολείτο σε κάποια άλλη θέση εργασίας, στην οποία δε θα ενοχλείτο από τον επελθόντα τραυματισμό του, προκειμένου να προβάλει την ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων 300, 330 Α. Κ. ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ως άνω παθόντος στην επίταση της ζημίας του, κατά παραβίαση του καθήκοντος του για περιορισμό της τελευταίας, ο οποίος είναι, όμως απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας κατ’ άρθρο 262 Κ,Πολ.Δ., δεδομένου ότι δεν εκτίθεται κατ’ ουδέναν τρόπο ποια εργασία θα μπορούσε να επιδιώξει να αναλάβει ο ενάγων χωρίς να εμποδίζεται από τον προπεριγραφέντα τραυματισμό του και έναντι ποιας αμοιβής, ούτε ακόμη προσδιορίζεται το ποσό, κατά το οποίο αυτός θα μπορούσε να περιορίσει τη σχετική ζημία του.
Επίσης, η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία αρνείται την υπό κρίση αγωγή και όσον αφορά στα κονδύλια που αιτείται ο ενάγων για την απώλεια εισοδημάτων του και για τη χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης του, ζητά, δε, να απορριφθούν αυτά ως αβάσιμα από ουσιαστική άποψη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προαναφερθείσες προτάσεις της, ενώ ειδικώς όσον αφορά στο αγωγικό κονδύλι περί απώλειας εισοδημάτων, του ενάγοντος ζητά να απορριφθεί αυτό ως. αόριστο, λόγω του ότι ο ενάγων «δεν επικαλείται κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει είτε το γεγονός της απασχόλησης του, είτε το ύψος της αμοιβής του (αριθμό φορολογικού μητρώου, βιβλιάριο ενσήμων του I.Κ.Α, βεβαίωση προσλήψεως του, αποδείξεις πληρωμών», προτείνοντας σχετικώς την ερειδομένη στο άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ. ένσταση αοριστίας του υπό κρίση δικογράφου, η οποία πρέπει να απορριφθεί ενόψει της κατά τα ποεκτεθέντα, κρίσης του Δικαστηρίου αυτού περί του παραδεκτού της υπό κρίση αγωγής, κατόπιν της προηγηθείσας αυτεπάγγελτης κατά το άρθρο 111 Κ.Πολ.Δ. περί τούτου έρευνας του, καθώς με επάρκεια προσδιορίζονται στο αγωγικό δικόγραφο τα στοιχεία βάσει των οποίων ο ενάγων υπολογίζει την απώλεια των εισοδημάτων του δεδομένης και της φύσης των αναφερομένων από τη δεύτερη εναγομένη, κατά τα ανωτέρω, παραμέτρων
ως περιγραφικών και αποδεικτικών της ζημίας που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη ο ενάγων, μη απαιτουμένων, για τη θεμελίωση με ορισμένο τρόπο της υπό κρίση αγωγής, τα οποία και θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία.
Τέλος, η δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, προτείνει τον ισχυρισμό ότι, σε κάθε περίπτωση, τα εκτιθέμενα στην αγωγή σχετικώς με την κακομεταχείριση του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας γεγονότα, αφορούν στην υπαιτιότητα τρίτου, και συγκεκριμένως του Ελληνικού Δημοσίου, πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του οποίου έβλαψαν, συμφώνως με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, την ψυχική του υγεία, ισχυρισμό που συνιστά άρνηση της αγωγής όσον αφορά στην ερειδομένη στις περί αδικοπραξίας διατάξεις βάση της (αρ. 914επ. Α. Κ.) και ένσταση όσον αφορά στην ερειδομένη στις διατάξεις περί αντικειμενικής αστικής ευθύνης από διακινδύνευση του Ν.ΓπΝ/1911 βάση της (βλ. άρ. 5 του Ν. ΓπΝ/1911) ως προς την πρόκληση της επίδικης ζημίας, του ενάγοντος, και θα εξετασθεί. περαιτέρω από ουσιαστική άποψη μαζί με αυτήν.
Συνθήκες ατυχήματος – Υπαιτιότητα
Από την ένορκη κατάθεση: της μάρτυρος απόδειξης Χ2, μητέρας του ενάγοντος, που εξετάσθηκε νομίμως στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, της οποίας το περιεχόμενο διαλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του, καθώς και από όλα τα έγγραφα που νομοτύπως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία καθίστανται μετά την προσκομιδή τους κοινά για αμφότερες τις πλευρές (βλ. αρ 346, 591 παρ. 1, 681Α Κ.Πολ.Δ.), συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα μη νομίμως χαρτοσημασμένα ή επικυρωμένα αντίγραφα εγγράφων ή τα ανυπόγραφα ή αχρονολόγητα έγγραφα (όχι όμως και τα πλαστά ή μη γνήσια – βλ. και άρ. 449, 453 και 591 παρ. 1, 681Α Κ.Πολ.Δ. – βλ. ενδ. και ΑΠ 665/1980 ΝοΒ 28.208 για τα μη χαρτοσημασμένα ή ανεπικύρωτα φωτοτυπικά αντίγραφα – βλ. ΑΠ 318/1982 ΕΕργΔ 41.654, ΑΠ 269/1973 ΝοΒ 21.1096 για τα ανυπόγραφα ή αχρονολόγητα έγγραφα), λαμβάνονται, όμως, παραδεκτώς υπ’ όψιν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671 παρ.1 εδ. α. Κ.Πολ.Δ. από το Δικαστήριο προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. άρ. 339 σε συνδ. προς άρ. 395 και 591 παρ. 1, 681Α Κ.Πολ.Δ.), σε συνδυασμό και προς τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται, από τις έγγραφες προτάσεις τους και το σύνολο των ισχυρισμών τους (βλ. αρ. 261, 352, 591 παρ.1, 681Α Κ.Πολ.Δ), στις οποίες θα γίνει ειδική και περιοριστική μνεία κατωτέρω, και γενικότερα από όλη τη διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την 1η.9.2003 και περί ώρα 18.00 το απόγευμα, ο ενάγων επέβαινε στη με αριθμό κυκλοφορίας …. δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο Χ1, ιδιοκτησίας του πατέρα του τελευταίου και εργοδότη του ενάγοντος, Χ1, επί της οδού Αλ.Παπαναστασίου στη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση προς την περιοχή Χαριλάου, ενώ την ίδια ώρα ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας …. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του οποίου είχε ασφαλίσει η δεύτερη εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, εκινείτο επίσης επί της ιδίας ως άνω οδού Αλ. Παπαναστασίου, αλλά στο αντίθετο ρεύμα πορείας, με κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης. Στη συμβολή της ως άνω οδού με τις οδούς Κατσιμίδη και Παρασκευοπούλου, ο προαναφερθείς οδηγός της μοτοσικλέτας Χ1 εισήλθε κανονικώς στη διασταύρωση ενόψει του ότι ο ευρισκόμενος στην πορεία του φωτεινός σηματοδότης είχε πράσινη ένδειξη γι’ αυτόν, πλην όμως κατά τον ίδιο χρόνο ο πρώτος εναγόμενος, ενεργώντας αιφνιδιαστικά και απρόβλεπτα, πραγματοποίησε στροφή προς τα αριστερά με πρόθεση να εισέλθει στην οδό Παρασκευοπούλου, ενέργεια παράνομη, δεδομένου ότι στην πορεία, του υπήρχαν δύο απαγορευτικές αυτής πινακίδες και συγκεκριμένως, οι Ρ-51δ (υποχρεωτική πορεία εμπρός ή δεξιά) και Ρ-27 (απαγόρευση της αριστερής στροφής), τις οποίες και παραβίασε, με αποτέλεσμα το όχημά του να παρεμβληθεί αιφνιδίως στην κανονική πορεία του δικύκλου και η εμπρόσθια αριστερή γωνία του αυτοκινήτου να προσκρούσει στην αριστερή πλευρά του τελευταίου. Η ως άνω σύγκρουση προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, ο οποίος, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του ασκώντας συνεχώς τον έλεγχο του οχήματός του έτσι ώστε να είναι σε θέση να πραγματοποιεί τους απαιτούμενους κάθε φορά ελιγμούς, και, ακολούθως, προσέκρουσε με το αυτοκίνητό του στη μοτοσικλέτα, στην οποία συνεπέβαινε ο ενάγων, αφού προηγουμένως κινήθηκε παρανόμως παραβιάζοντας τις προαναφερθείσες απαγορευτικές πινακίδες κυκλοφορίας.
Σωματικές Βλάβες
Εξαιτίας της σύγκρουσης ο ενάγων τραυματίσθηκε και, συγκεκριμένως, υπέστη εκδορές δεξιού αγκώνα και βαθύ θλαστικό τραύμα αριστερής κνήμης, διακομίσθηκε, δε, στο Β΄ Νοσοκομείο Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης «ΠΑΝΑΓΙΑ», όπου του έγινε χειρουργικός καθαρισμός στο ανοιχτό του τραύμα και συρραφή και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 4η.9.2003, οπότε και εξήλθε με σύσταση για συχνές αλλαγές του τραύματος, που συνεχίσθηκαν μέχρι τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2003. Εξαιτίας του βάθους του τραύματος ο ενάγων, πέραν της μεγάλης ουλής, που του προκλήθηκε, υπέστη μετρίου βαθμού ανεπάρκεια του φλεβικού δικτύου του αριστερού κάτω άκρου του, με συνέπεια να εμφανίζει σε αυτό οίδημα και πόνο, που επιδεινωνόταν σε περίπτωση καταπόνησης, λόγω, δε, των συνεχιζόμενων προβλημάτων του επισκέφθηκε κατ’ επανάληψη ειδικούς ιατρούς, έκανε ειδικές ιατρικές εξετάσεις και έλαβε διάφορα φάρμακα. Όλα τα ανωτέρω κρίθηκαν τελεσιδίκως με τη με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που εκδόθηκε επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34787/19.10.2004 προηγουμένης αγωγής του ενάγοντος σε βάρος των και εν προκειμένω εναγομένων, το δε σχετικό δεδικασμένο λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 332 Κ.Πολ.Δ., αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με επίκληση ανωτέρω απόφαση και δεσμεύει το Δικαστήριο αυτό για όλα τα παραπάνω ζητήματα, που αποτελούν τη βάση και της προκειμένης δίκης και δε θα ερευνηθούν εκ νέου (βλ. και ανωτέρω). Με την ίδια, εξάλλου, ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι ο ενάγων, λόγω του τραυματισμού του, κατέστη ανίκανος προς εργασία, σύμφωνα με τις προσκομισθείσες κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34787/19.10.2004 αγωγής του ιατρικές βεβαιώσεις, από την επομένη του τραυματισμού του ημέρα 2α.9.2003 έως την 26η. 11. 2005, ημερομηνία μέχρι την οποία αποζημιώθηκε για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε λόγω του επιδίκου ατυχήματος, αλλά και για την απώλεια του εισοδήματός του από την αποχή του από οποιαδήποτε εργασία ασκούσε μέχρι τότε. Ειδικότερα, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως δυνάμει της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, ο ενάγων, ηλικίας 19 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, είχε λάβει πτυχίο Τ.Ε.Ε. στην ειδικότητα των θερμικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων, ήδη, δε, από τα μέσα Ιουλίου του έτους 2003 απασχολείτο ως μαθητευόμενος κοντά στον υδραυλικό ___, ο οποίος, κατά τη συμφωνία τους, του κατέβαλλε 30 ευρώ ημερησίως και 600 ευρώ μηνιαίως για 20 ημέρες εργασίας κατά μέσο όρο κάθε μήνα, και ακολούθως, επιδικάσθηκε στον ως άνω παθόντα αποζημίωση για την απώλεια των εισοδημάτων, που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκέρδαινε αυτός από την εργασία του για το χρονικό διάστημα τριών μηνών (2.9.2003 μέχρι 25.11.2003) πριν από την κατάταξή του στο στρατό προκειμένου να υπηρετήσει την υποχρεωτική του θητεία, που θα ελάμβανε κανονικά χώρα την 26η.11.2003, και για το χρονικό διάστημα ενός έτους (27.11.2004 μέχρι 26.11.2005) μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, που θα ελάμβανε κανονικά χώρα την 26η.11.2004, οπότε και θα επανερχόταν ο ενάγων στην εργασία του όπου και θα παρέμενε τουλάχιστον για ένα έτος, κάτι που κρίθηκε πως δε θα μπορούσε πλέον να πράξει δεδομένου ότι η προπεριγραφείσα εργασία του ήταν κοπιώδης, με πολύωρη ορθοστασία και μεταφορά βαρέων αντικειμένων, όπως, άλλωστε προέκυπτε και από το γεγονός ότι αυτός δε βρέθηκε ικανός να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ούτε ως βοηθητικός (και για το λόγο αυτό κατόπιν ιατρικών εξετάσεων, ανεστάλη αρχικώς η κατάταξή του μέχρι την 26η.2.2004, κατόπιν, δε, νέων εξετάσεων τη 16η.3.2004 και την 27η.1.2005, του χορηγήθηκε αναβολή κατάταξης), κατάσταση που προβλέφθηκε ότι θα διαρκούσε μέχρι την 26η.11.2005. Έτσι, με την ως άνω καταστάσα ήδη, συμφώνως με τα προεκτεθέντα, τελεσίδικη με αριθμό, 7927/21.3.2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, επιδικάσθηκε στον ενάγοντα το ποσό των 1.800 ευρώ ως αποζημίωσή του για την απώλεια των εισοδημάτων του κατά το χρονικό διάστημα των τριών μηνών μεταξύ 2.9.2003 και 25.11.2003, καθώς και το ποσό των 7.200 ευρώ για την απώλεια των εισοδημάτων του κατά το χρονικό, διάστημα του ενός έτους μεταξύ 27.11.2004 και 26.11.2005 πλέον του: ποσού των 600 ευρώ για τα επιδόματα Πάσχα και αδείας για το έτος αυτό, ενώ, περαιτέρω, κρίθηκε ότι, εξαιτίας του τραυματισμού του και των μετέπειτα συνεπειών του, ο ενάγων ταλαιπωρήθηκε μέχρι τότε πολύ, ένιωσε μεγάλη στενοχώρια και υπέστη, συνεπώς ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας, ενόψει των συνθηκών του ατυχήματος, που περιγράφηκαν ανωτέρω, της βλάβης που επήλθε, της αποκλειστικής υπαιτιότητας του. πρώτου εναγομένου και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, πλην της και εν προκειμένω δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, του επιδικάσθηκε το ποσό των 7.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση.
Ακολούθως, όπως αποδείχθηκε, από το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού αποδεικτικής, διαδικασίας κατά την εκδίκαση της υπό κρίση, αγωγής, η κατάσταση του τραυματισθέντος αριστερού ποδιού του ενάγοντος παρέμεινε προβληματική και μετά τη συζήτηση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34787/19.10.2004 προγενέστερης αγωγής του τη 14η.2.2005, αλλά και μετά την έκδοση της, ως άνω με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφασης, παρουσιάζοντας λειτουργικά ενοχλήματα στη βάδιση, αλλά και οίδημα με την ελάχιστη καταπόνηση ή ορθοστασία, την ύπαρξη των οποίων επιβεβαίωσε με τη σαφή περί αυτού κατάθεσή της στο ακροατήριο και η μάρτυρας απόδειξης μητέρα του, η οποία, ως συνοικούσα μαζί του είναι σε θέση να τα γνωρίζει (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου). Ειδικότερα, κατά την εξέτασή του στο Τακτικό Εξωτερικό Ιατρείο του Αγγειοχειρουργικού Τμήματος της Β΄ Χειρουργικής Κλινικής Α.Π.Θ. του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» τη 17η.2.2005 ο ενάγων βρέθηκε να φέρει ευμεγέθη ουλή της έσω επιφανείας και της προσθίας επιφανείας του άνω τριτημορίου της αριστερής του κνήμης, παραπονούμενος για καυσαλγία και δυσαισθησία της πρόσθιας επιφανείας αυτής (αριστερής κνήμης) και για οίδημα μετά από κόπωση, ενώ διαπιστώθηκε διαφορά στις περιμέτρους των κνημών του και του συστήθηκε η αποφυγή κοπιώδους και ορθοστατικής εργασίας και εκτίμηση της κατάστασης του από νευρολόγο / νευροχειρουργό. Επίσης, κατά την εξέτασή του στο Τακτικό Εξωτερικό Ιατρείο της Αγγειοχειρουργικής Κλινικής του Παν/κού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ» τη 15η.3.2005 βρέθηκε να πάσχει από κάκωση φλεβών και νεύρων της αριστερής του κνήμης και να φέρει οίδημα σε αυτήν, και του συνεστήθη εκ νέου η αποφυγή βαριάς εργασίας και ορθοστασίας (βλ. προσκομιζόμενες με επίκληση – σε ακριβή φωτοτυπικά αντίγραφα – από 17.2.2005 ιατρική γνωμάτευση του αγγειοχειρουργού ιατρού Γ. Π, του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ» και από 15.3.2005 ιατρική γνωμάτευση του αγγειοχειρουργού ιατρού Α. Χ, του Παν/κού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ»). Όπως, εξάλλου, προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση φύλλο μητρώου στράτευσής του, που φέρει τις υπογραφές του Ανθυπασπιστή Πυροβολικού Α.Β, και του Ταγματάρχη Πυροβολικού Κ.Α, αξιωματικού και επόπτη στρατολογίας (της 104 Α/Κ ΜΜΠ του Γενικού Επιτελείου Στρατού), αντιστοίχως, αφού αρχικώς ανεστάλη, σύμφωνα με όσά ανωτέρω εκτέθηκαν και διαλαμβάνονται και στη με αριθμό 7927/21.3.2005 προηγουμένη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η κατάταξή του την 26η.11.2003, οπότε και κλήθηκε να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο στρατολογικό γραφείο (δυνάμει της με αριθμό 104/2003 απόφασης ΕΔΥΕΘΑ/ΓΕΣ/ΔΣΛ), για την 26η.2.2004, ο ενάγων κατά την ημερομηνία αυτή (26η.2.2004) έτυχε πρώτης αναβολής υπηρεσίας, καθώς βρέθηκε να πάσχει από) δυσκαμψία γόνατος, μετά από βαθύ θλαστικό τραύμα (γνωμάτευση, ΕΑ/Γ΄ ΣΣ 1108/12.3.2004), την 31η.1.2005 έτυχε δεύτερης αναβολής υπηρεσίας καθώς βρέθηκε να πάσχει από μετεγχειρητικό λεμφοίδημα της αριστερής του κνήμης με λειτουργικές και αισθητικές διαταραχές (γνωμάτευση ΕΑ/3η ΤΑΞΥΠ 916/25.2.2005), κατατάχθηκε, δε, τελικώς την 11.2005 στο Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού στη Θήβα (δυνάμει τής με αριθμό 110/2005 απόφασης ΕΔΥΕΘΑ/ΓΈΣ/ΔΣΛ), ενώ τη 2α, 11.2005 κρίθηκε ικανός τετάρτης κατηγορίας (Ι4) να υπηρετήσει ως πάσχων από αγγειοκινητικές διαταραχές και λεμφοίδημα της αριστερής κνήμης της ποδοκνημικής με αισθητικές διαταραχές (γνωμάτευση 1686/2.11.2005). Για το. λόγο αυτό δόθηκαν, οδηγίες από τον αγγειοχειρουργό ιατρό τού 401 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αθηνών Β.Τ. (βλ. σχετικώς προσκομιζόμενο, με επίκληση σημείωμα του με τίτλο «συνολικές κινήσεις περιστατικού») για συνεχή, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αποφυγή έκθεσής, του στο ήλιο και σε θερμό περιβάλλον, ανάρροπη θέση σκελών στην κατάκλιση, αποφυγή ορθοστασίας, εφαρμογή ελαστικών καλτσών κατά την ορθοστασία και μη χρήση αρβύλων. Πρέπει, δε, να επισημανθεί ότι στο ως άνω Νοσοκομείο παραπέμφθηκε να εξετασθεί δυνάμει του από 2.11.2005 παραπεμπτικού σημειώματος της ιατρού Ε.Κ., η οποία, όπως προκύπτει από τη σχετική προσκομιζόμενη με επίκληση ιατρική της γνωμάτευση διαπίστωσε ότι ο ενάγων έπασχε από λεμφοίδημα της αριστερής του κνήμης συνεπεία του προαναφερθέντος τροχαίου ατυχήματος, κατά το οποίο υπέστη τρώση – κάκωση των αγγείων και νεύρων της περιοχής, καθώς και ότι κατά την εξέταση ο ενάγων παρουσίασε έντονη δυσκινησία και δυσαισθησία της περιοχής (παραισθησίες, άλγος) και συνέστησε παρακολούθησή του, ελάφρυνση, του (κατά την υπηρεσία) και, σε περίπτωση εμμονής των συμπτωμάτων, παραπομπή του στην οικεία Επιτροπή Απαλλαγών, με τη σημείωση, μάλιστα, ότι παρ’ ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε εκ νέου αναβολή, η κατάστασή του δεν του επέτρεπε να υπηρετήσει. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το επίσης προσκομιζόμενο με επίκληση από 17.11.2005 παραπεμπτικό σημείωμα του ιατρού Ν.Τ. προς τα εξωτερικά ιατρεία της νευρολογικής κλινικής του 401 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αθηνών, ο ενάγων παραπέμφθηκε για εξέτασή του με συμπτώματα παραισθησιών και άλγους της αριστερής του κνήμης και με την παράκληση να περάσει από κρίση για απαλλαγή του από τη στρατιωτική του θητεία ως ανίκανος να υπηρετήσει (15). Ωστόσο, δεν απηλλάγη, και την 8η.12.2005 του απονεμήθηκε η ειδικότητα του ΔΒ δυνάμει της με αριθμό _____ απόφασης, ενώ τη 19η.12.2005 μετατέθηκε στο Πολύκαστρο του Νομού Κιλκίς, όπου και ενεγράφη την 20η.12.2005 στη δύναμη των οπλιτών της 104 Α/Κ ΜΜΠ (δυνάμει της ως άνω με αριθμό ____ απόφασης). Παρά τις συστάσεις των στρατιωτικών ιατρών, ωστόσο, για ελάφρυνση του λόγω της προπεριγραφείσας κατάστασης του (βλ. ανωτέρω), ο ενάγων υποχρεώθηκε σε κοπιαστικές υπηρεσίες ως θαλαμοφύλακας με συνεχείς βάρδιες και ορθοστασία, χωρίς ξεκούραση, με αποτέλεσμα να χρειασθεί να νοσηλευθεί δύο φορές στην Αγγειοχειρουργική Κλινική του 424 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης (βλ. κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης μητέρας του στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης, του Δικαστηρίου αυτού). Ειδικότερα, τη 17η.1.2006 εισήχθη στο 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα, στην Αγγειοχειρουργική Κλινική, ως πάσχων από «μετεγχειρητικό λεμφοίδημα» της αριστερής του κνήμης με λειτουργικές και αισθητικές διαταραχές, και τη 15η.2.2006 εξήλθε του ως άνω Νοσοκομείου με τη διάγνωση «νευροαισθητηριακές διαταραχές επί παλαιού θλαστικού τραύματος αριστερής κνήμης», δυνάμει, δε, της με αριθμό 632/15.2.2006 απόφασης της Επιτροπής Αναρρωτικών Αδειών/424ΓΣΝΕ έλαβε αναρρωτική άδεια 15 ημερών (βλ. το από 15.2.2006 εξιτήριο από το ως άνω Νοσοκομείο που φέρει τις υπογραφές του αγγειοχειρουργού ιατρού Π.Π. και του υποδιευθυντή Θ.Κ.). Ακολούθως, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από 13.3.2006 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού της Φρουράς Πολυκάστρου Κ.Β., που διέγνωσε οίδημα της αριστερής κνήμης του ενάγοντος και νευροαισθητηριακές διαταραχές (σε έδαφος παλαιού τραύματος) και συνέστησε την παραπομπή του για περαιτέρω εξετάσεις στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, αλλά και τα από 14.3.2006 και 15.3.2006 παραπεμπτικά σημειώματα του ιδίου ως άνω ιατρού προς τα εξωτερικά ιατρεία, της Αγγειοχειρουργικής Κλινικής του ως άνω Νοσοκομείου και του ιατρού Ν.Λ. προς τα εξωτερικά ιατρεία της Ορθοπεδικής Κλινικής και τα εξωτερικά ιατρεία αρμοδιότητας Δερματολόγου του ως άνω Νοσοκομείου, αντιστοίχως, ο ενάγων εξετάσθηκε και στα τρία ως άνω εξωτερικά ιατρεία κατά σειρά από τον αγγειοχειρουργό ιατρό Π.Π., που διέγνωσε νευροαισθητηριακές διαταραχές της αριστερής κνήμης, από τον ορθοπεδικό χειρουργό ιατρό Η.Μ., που διέγνωσε επίσης υπεραισθησία νεύρου του αριστερού κάτω άκρου, και από το δερματολόγο – αφροδισιολόγο ιατρό Φ.Κ., που διέγνωσε λεμφοίδημα. Έτσι, τη 16η.3.2006 εισήχθη εκ νέου στο 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, και συγκεκριμένα στην Αγγειοχειρουργική Κλινική και την 29η.3.2006 εξήλθε του ως άνω Νοσοκομείου με τη διάγνωση «νευροαισθητικό άλγος αριστερής κνήμης επί εδάφους παλαιού θλαστικού τραύματος αμεταβλήτου», δυνάμει, δε, της με αριθμό 1329/29.3.2006 απόφασης της Επιτροπής Αναρρωτικών Αδειών/424ΓΣΝΕ έλαβε νέα αναρρωτική άδεια 15 ημερών (βλ. το προσκομιζόμενο με επίκληση από 29.3.2006 εξιτήριο από τα ως άνω Νοσοκομείο που φέρει τις υπογραφές του αγγειοχειρουργού ιατρού Π.Π. και του υποδιευθυντή Ε.Μ.), με την υπόδειξη επιπλέον, μετά τη λήξη της αδείας του να παραπεμφθεί με πληροφοριακό σημείωμα διοικητού – ιατρού της μονάδας του στα εξωτερικά ιατρεία της Ψυχιατρικής Κλινικής του ως άνω Νοσοκομείου. Στη συνέχεια, μόλις λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του στη μονάδα του στο Πολύκαστρο, χρειάστηκε να εισαχθεί εκ νέου στο 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, και συγκεκριμένα στην Ψυχιατρική Κλινική – στην οποία νοσηλεύθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 18ης.4.2006 και της 28ης.4.2006 ως πάσχων από ψυχωτικές κρίσεις και νευρωσικές διαταραχές. Ακολούθως, δυνάμει, της προσκομιζόμενης με επίκληση – σε ακριβές φωτοτυπικό, αντίγραφο- με αριθμό 2433/28.4.2006 γνωμάτευσης της Επιτροπής Απαλλαγών III ΤΑΞΥΠ, διαγνώσθηκε ότι ο ενάγων έπασχε από βαριά νευρωσική διαταραχή (μετατροπή) με ομόλογες κρίσεις στα πλαίσια της προσωπικότητας του (F45) και κρίθηκε ακατάλληλος (κατηγορίας Ι5) να υπηρετήσει ως πάσχων από νόσο δυσίατο που είναι δυνατό να βελτιωθεί μακροπρόθεσμα, για το λόγο, δε, αυτό, του δόθηκε το επίσης προσκομιζόμενο, με επίκληση από 28.4.2006 (ΣΤΓ 1005) προσωρινό απολυτήριο, ως ακαταλλήλου για στράτευση από τη Μονάδα 104 Α/Κ ΜΜΠ του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Ιατρική Πραγματογνωμοσύνη – Απορριπτέα
Μετά την από 28.4.2006 απόλυσή του από το στρατό ο ενάγων δεν χρειάσθηκε πλέον να λάβει ιατρική βοήθεια ψυχολογικής ή ψυχιατρικής φύσης πλην όμως εξακολούθησε να υποφέρει από την κατάσταση του αριστερού ποδιού του και, για το λόγο αυτό, παρακολουθείται έκτοτε συστηματικώς στο Ιατρείο Πόνου του Παν/κού Γενικού Νοσοσκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ» (βλ. κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης μητέρας του στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού). Πράγματι, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση – σε ακριβή φωτοτυπικά αντίγραφα – με αριθμό πρωτ. 6861 από 22.2.2007 και με αριθμό πρωτ. 13555 από 19.4.2007 ιατρικές γνωματεύσεις της ιατρού Α.Ζ. ο ενάγων εξετάσθηκε κατά τις ως άνω ημερομηνίες στα Εξωτερικά Ιατρεία, και ειδικότερα στο Ιατρείο Πόνου της Μονάδας Πόνου της Κλινικής Αναισθησιολογίας του Παν/κού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ», και βρέθηκε να πάσχει από αλγοδυστροφία στο αριστερό κάτω άκρο του (οίδημα, αισθητικές και λειτουργικές διαταραχές και έντονο άλγος ιδιαίτερα μετά από κόπωση), μετά από βαθύ θλαστικό τραύμα και συρραφή στην αριστερή του κνήμη λόγω του προπεριγραφέντος ατυχήματος, ενώ, όπως σημειώνεται ο ασθενής παρακολουθείται στο ως άνω Ιατρείο Πόνου από την 9η.1.2006 για την αντιμετώπιση του πόνου και των συνοδών διαταραχών, υποβαλλόμενος σε; φαρμακευτική αγωγή. Εξάλλου, η ως άνω κατάσταση της υγείας του ενάγοντος δεν έχει μέχρι και τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής παρουσιάσει βελτίωση, όπως προκύπτει από τη σαφή περί αυτού κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης μητέρας του ενάγοντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης), αλλά και από την προσκομιζόμενη με επίκληση με την προσθήκη επί των προτάσεων του ενάγοντος, σε αντίκρουση των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με αριθμό πρωτ.: 10056 από 4.3.2008 ιατρική γνωμάτευση της ιατρού-Α.Ζ. των Εξωτερικών Ιατρείων Πόνου της Μονάδας Πόνου της Κλινικής Αναισθησιολογίας του Παν/κού Γενικού Νοσοκομείου «ΑΧΕΠΑ» με ταυτόσημο με τις προαναφερθείσες γνωματεύσεις της ιδίας ιατρού – περιεχόμενο. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι από τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση αποδεικτικά μέσα όπως είναι οι ως άνω ιατρικές γνωματεύσεις, των οποίων το περιεχόμενο επιβεβαιώνεται και από τη σαφή κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, και γενικότερα από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας, το Δικαστήριο είναι σε θέση να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικώς με την προκληθείσα από το επίδικο ατύχημα ως άνω σωματική βλάβη και κατάσταση της υγείας του ενάγοντος, και ειδικότερα του τραυματισθέντος αριστερού κάτω άκρου του, απορριπτόμενου, για το λόγο αυτό, του προβληθέντος με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του, αλλά και με τις νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθείσες, προτάσεις της, αιτήματος της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας περί διαταγής διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, απόφαση που σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, που είναι ανέλεγκτη (βλ. άρ. 368 – 392 Κ.Πολ.Δ – βλ. ενδ. ΑΠ 499/1997 ΕλλΔ/νη 39.125, ΑΠ 1548/1995 ΕλλΔ/νη 38.1541: η κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 Κ.Πολ.Δ. συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς να απαιτείται καν αιτιολογία για την απόρριψη αίτησης προς διενέργεια πραγματογνωμοσύνης – βλ. επίσης ΑΠ 418/1990 ΕλλΔ/νη 31.1026, ΑΠ 63/1990 ΕλλΔ/νη 31.813, ΑΠ 1618/1987 ΕλλΔ/νη 29.1375, ΑΠ 88/1985 ΕλλΔ/νη 26.450, ΑΠ 858/1975 ΝοΒ 24.169, ΕΑ 3696/1989 ΑρχΝ 41.453 βλ. και Βαθρακοκοίλη, Κώδικας – Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 368, αριθ. 18, και εκεί παραπομπές σε ΑΠ 1187/1982, ΑΠ 1186/1982, ΑΠ 1789/1981 αδημ. κ.ά).
Απρόβλεπτη Επιδείνωση Νόσου
Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, και παρά την προσδοκία του ενάγοντος για μελλοντική ίασή του κατά το χρόνο άσκησης της προγενέστερης με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34787/19.10.2004 αγωγής του, μετά την εκδίκαση αυτής και τη δημοσίευση της με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού σημειώθηκε απρόβλεπτη δυσμενής εξέλιξη της υγείας του, καθώς, αντί να εξαλειφθούν, αντιθέτως αυξήθηκαν οι δυσμενείς συνέπειες της αδικοπραξίας του και εν προκειμένω πρώτου εναγομένου σημαντικά, το δε Δικαστήριο αυτό κατά την προγενέστερη ως άνω κρίση του δεν είχε λάβει υπ’ όψιν του μία τέτοια εξέλιξη (πρβλ. ενδ. και ΕΑ 5320/1998 ΕΣΔ 31.344, ΕΑ 8582/1993 αδημ). Πράγματι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής αλλά και τους γενικώς αποδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης, θα ήταν αναμενόμενο το θλαστικό τραύμα που υπέστη στην αριστερή του κνήμης ο ενάγων κατά το προπεριγραφέν τροχαίο ατύχημα, μετά τη συρραφή του και υπό την ιατρική παρακολούθηση στην οποία αυτός υποβλήθηκε στη συνέχεια, αλλά και μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος να επουλωθεί χωρίς να αφήσει λειτουργικά προβλήματα στη βάδισή του, κάτι που δεν έγινε και κρίνεται ως μεταγενέστερη δυσμενής εξέλιξη της υγείας του ενάγοντος, που ήταν απρόβλεπτη.
Ειδικότερα, αν και δεν αποδείχθηκε από κανένα από τα προσκομιζόμενα με επίκληση ιατρικά έγγραφα η βασιμότητα του ισχυρισμού του ενάγοντος περί εξέλιξης του τραυματισμού του σταδιακώς σε παροδική αναπηρία, από τα ως άνω ιατρικά έγγραφα προέκυψε πάντως μία απρόβλεπτη εξ αρχής εξέλιξη, διότι ενώ φάνηκε αρχικώς ότι επρόκειτο για ένα βαθύ θλαστικό τραύμα που θα έπρεπε κανονικώς και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να «κλείσει», διαπιστώθηκε στη συνέχεια διατομή αισθητικών νεύρων και ανεπάρκεια του φλεβικού δικτύου στην αριστερή του κνήμη, εξωτερικά, δε, μια τοξοειδής ουλή μήκους 20 εκατοστών περίπου και, πλάτους 2-3 εκατοστών, και ήδη, μετά την απόλυσή του από το στρατό, αλγοδυστροφία στο αριστερό κάτω άκρο του (οίδημα, αισθητικές και λειτουργικές διαταραχές και έντονο άλγος ιδιαίτερα μετά από κόπωση), λόγος για τον οποίο ο ενάγων υποβάλλεται σε συνεχή ιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτικές αγωγές σε διαφόρους ιατρούς και Νοσοκομεία, ειδικώς, δε, από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2006 στο Ιατρείο Πόνου του Παν/κού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ», το οποίο επισκέπτεται τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Για το λόγο αυτό ο ενάγων διατηρεί και μετά την έκδοση της προαναφερθείσας με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, σε βάρος των εναγομένων, εις ολόκληρο ευθυνόμενων κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αξίωση για αποζημίωσή του για επιπλέον απώλεια των εισοδημάτων του, καθώς και για συμπληρωματική εύλογη χρηματική ικανοποίησή του λόγω της περαιτέρω ηθικής βλάβης που προκλήθηκε σε αυτόν από την προπεριγραφείσα εκ των υστέρων αναφανείσα δυσμενή εξέλιξη της κατάστασης του τραυματισθέντος άκρου του. Η ως άνω αξίωσή του δεν έχει υποκύψει στη διετή παραγραφή έναντι της δεύτερης εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας, απορριπτόμενης ως ουσιαστικώς αβάσιμης της σχετικής ένστασης αυτής, δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση με αριθμό 1280Β΄/1.2.2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Σ. Ι. Χ) εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 10. παρ. 2 του Ν.489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 και όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επέλευσης του ατυχήματος) διετίας από την 28η.4.2006, ημερομηνία κατά την οποία απολύθηκε ο ενάγων από το στρατό και από την οποία ήταν πλέον δυνατό για πρώτη φορά, κατ’ αντικειμενική κρίση, να γίνει αντιληπτό, δεδομένης και της ανάγκης για επανειλημμένη νοσηλεία του κατά τη διάρκεια της θητείας του, ότι η ως άνω δυσμενής κατάσταση του αριστερού κάτω άκρου του δεν επρόκειτο να βελτιωθεί, χωρίς να προταθεί ή αποδειχθεί το αντίθετο, ότι, δηλαδή, η ως άνω εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος ήταν εξ αρχής προβλέψιμη, από τη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, που είχε το δικονομικό βάρος προς τούτο, εφόσον πρότεινε την ένσταση περί διετούς παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων (βλ. ανωτέρω στη σχετική μείζονα σκέψη της παρούσας). Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι, και στην περίπτωση ακόμη που ήθελε θεωρηθεί ότι η προπεριγραφείσα εξέλιξη της κατάστασης της αριστερής κνήμης του ενάγοντος ήταν εξ αρχής προβλέψιμη, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, κατ’ άρθρο 268 παρ. 1 Α.Κ., αξίωση που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη απόφαση (ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό) παραγράφεται μετά πάροδο 20 ετών από το επίδικο τροχαίο ατύχημα και εάν ακόμη η αξίωση, αυτή καθ’ εαυτή, υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή, εν προκειμένω, δε, οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος και το δικαίωμα εκ των οποίων αυτές απορρέουν, έχουν βεβαιωθεί δικαστικώς με την καταστάσα, κατά ανωτέρω, και σύμφωνα με όσα αμφότερες οι διάδικες πλευρές συνομολογούν, τελεσίδικη με αριθμό 7927/21.3.2005 προγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, και, επομένως, εφόσον ο δικαιούχος ενάγων είχε ζητήσει με την προηγουμένη αγωγή του (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34787/19.10.2004) αποζημίωσή του για απώλεια εισοδημάτων και χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης για τις επιπτώσεις στην υγεία του για ορισμένο χρονικό διάστημα, βεβαιώθηκε, δε, τελεσιδίκως από το Δικαστήριο αυτό η ύπαρξη του εν γένει δικαιώματός του προς αποζημίωση, δημιουργούμενου, κατά τον τρόπο αυτόν, ιδιαιτέρου δεδικασμένου από την αναγνώριση του εν λόγω δικαιώματος και της έννομης, σχέσης, από την οποία αυτό παρήχθη, διακεκριμένου του δεδικασμένου, που αφορά στα ήδη καταψηφισθέντα ποσά για την αρχικώς προκληθείσα ζημία και ηθική βλάβη του, δικαιούται αυτός να εγείρει μεταγενεστέρως και άλλη αγωγή όπως την υπό κρίση, απαιτώντας αποζημίωσή του για περαιτέρω απώλεια των εισοδημάτων του και
χρηματική του ικανοποίηση για περαιτέρω ηθική του βλάβη, που
προκλήθηκαν από την εκ των υστέρων διαπιστωθείσα δυσμενή εξέλιξη της
κατάστασης του τραύματός του και της υγείας του εν γένει, έστω και εάν
κατά την έγερση της νεότερης αγωγής έχει παρέλθει η κατ’ άρθρο 10 παρ. 2
του Ν. 489/1976 (όπως κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986 και όπως
ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επέλευσης του ατυχήματος), διετία όσον
αφορά στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, αφού το επί του εν γένει
δικαιώματός του δεδικασμένο στηρίζει από την τελεσιδικία τις κατ’ ιδίαν
αξιώσεις καταβολής αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής
βλάβης, από μελλοντικές ζημίες, για τις οποίες, μάλιστα, ήταν και ανέφικτος
ο εξ αρχής ποσοτικός προσδιορισμός (βλ. ανωτέρω μείζονα σκέψη της
παρούσας και εκεί νομολογιακές παραπομπές, καθώς και ενδ. ΕΘεσ
1936/2001 και 2886/1996 σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
«ΝΟΜΟΣ»).
Πράγματι όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων μετά την απόλυσή του από το στρατό δεν μπόρεσε να επανέλθει στην προπεριγραφείσα εργασία του ως θερμουδραυλικού, που είναι κοπιώδης, απαιτεί πολύωρη ορθοστασία και μεταφορά βαρέων αντικειμένων, λόγω της προπεριγραφείσας κατάστασης της υγείας του όπως, άλλωστε, προκύπτει και από το προεκτεθέν ιστορικό της στρατιωτικής του θητείας, κατά τη διάρκεια της οποίας χρειάσθηκε επανειλημμένως, να δεχθεί ιατρική βοήθεια λόγω της εξαιτίας του τραυματισμού του ποδιού του αδυναμίας του να αντεπεξέλθει στην εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, αλλά και να εξετασθεί και να νοσηλευθεί επανειλημμένως στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, και στο 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί, ότι όπως αποδείχθηκε, η προαναφερθείσα ανικανότητα του ενάγοντος, οφείλεται στα προβλήματα λειτουργικότητας του αριστερού κάτω άκρου του, ως άμεσο επακόλουθο του τραυματισμού του κατ’ αντικειμενική αιτιώδη συνάφεια, ανεξαρτήτως του ότι η επιπρόσθετη φόρτισή του κατά τη διάρκεια της θητείας του οδήγησε τελικώς και σε νευρωσική διαταραχή, λόγω της οποίας κρίθηκε προσωρινώς ακατάλληλος να συνεχίσει τη στρατιωτική του θητεία, και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας περί του ότι πράξεις ή παραλείψεις του Ελληνικού Δημοσίου κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του ενάγοντος έβλαψαν την υγεία του. Περαιτέρω κατά τα ήδη ανωτέρω εκτεθέντα και όπως ήδη κρίθηκε τελεσιδίκως με τη με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, λόγω του τραυματισμού του και των προβλημάτων που στη συνέχεια παρουσίασε το πόδι του από τη φλεβική ανεπάρκεια ο ενάγων έλαβε συνεχείς αναβολές κατάταξής του στο στρατό, διαφορετικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εάν δεν επεσυνέβαινε το επίδικο ατύχημα θα υπηρετούσε και θα ολοκλήρωνε την ενός έτους θητεία του (χωρίς να έχει εισοδήματα για το διάστημα αυτό) την 26η.11.2004, πολύ νωρίτερα από ό,τι τελικώς έπραξε, και θα είχε επανέλθει στην εργασία του ήδη από την 27η.11.2004. Αποδείχθηκε δε, ότι αυτός κατέστη αδύνατο να επανέλθει στην εργασία του και μετά την 26η.11.2005, ημερομηνία μέχρι την οποία του επιδικάσθηκε με την προαναφερθείσα με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού αποζημίωση για απώλεια των εισοδημάτων του, δεδομένου και ότι κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2005 κατετάγη τελικώς στο στρατό, παρουσιάζοντας ακολούθως, συνεχή προβλήματα υγείας λόγω της κατάστασης του αριστερού κάτω άκρου του, σύμφωνα με όσα ήδη ανωτέρω εκτέθηκαν. Πράγματι, εάν δεν επεσυνέβαινε η προπεριγραφείσα δυσμενής και απροσδόκητη εξέλιξη της κατάστασης του τραύματος του ενάγοντος, αυτός, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, και λογικής, θα εξακολουθούσε να εργάζεται ως τεχνίτης θερμικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων για το χρονικό διάστημα τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μηνών μετά την απόλυσή του από το στρατό (28η.4.2006), από την 29η.4.2006 μέχρι την 29η.10.2007, αποκερδαίνοντας από την εργασία του αυτή τουλάχιστον το ποσό των 30 ευρώ ημερησίως επί 20 κατά μέσο όρο εργάσιμες ημέρες μηνιαίως (βλ. τη με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού σε συνδυασμό με τα ταυτάριθμα με αυτήν πρακτικά συνεδρίασης κατά την εκδίκαση της προγενέστερης με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34787/19.10.2004 αγωγής του και εν προκειμένω ενάγοντος, και τις εκεί καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, ιδίως, δε, του Ψ1, υιού του εργοδότη του ενάγοντος προ του ατυχήματος, κατά τον οποίο, μάλιστα, μετά από δύο έτη εργασίας ο ενάγων θα προαγόταν σε τεχνίτη Α΄), δηλαδή το ποσό των (20 Χ 30 ευρώ =) 600 ευρώ μηνιαίως και (18 Χ 600 ευρώ =) 10.800 ευρώ για το ως άνω χρονικό διάστημα, επιπλέον, δε, θα ελάμβανε επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας συνολικού ύψους [400.- ευρώ (επίδομα Χριστουγέννων αναλογούν στο χρονικό διάστημα εργασίας από την 29η.4.2006 μέχρι την 31η.12.2006) + 500.- ευρώ (επίδομα Χριστουγέννων αναλογούν στο υπόλοιπο διάστημα εργασίας) + 300. – ευρώ (επίδομα Πάσχα αναλογούν στο χρονικό διάστημα εργασίας από την 29η.4.2006 μέχρι την 29η.4.2007) + 150. – ευρώ (επίδομα Πάσχα αναλογούν στο υπόλοιπο διάστημα εργασίας) + 300. – ευρώ (επίδομα αδείας αναλογούν στο χρονικό διάστημα εργασίας από την 29η.4.2006 μέχρι την 29η.4.2007) + 150. – ευρώ (επίδομα αδείας αναλογούν στο υπόλοιπο διάστημα εργασίας) =] 1.800. – ευρώ για το ίδιο διάστημα και, συνεπώς, για το χρονικό διάστημα των 18 μηνών ο ενάγων απώλεσε το συνολικό ποσό των (10.800.- ευρώ + 1.800. – ευρώ =) 12.600. – ευρώ. Εξάλλου, δεν πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, 24 ήδη ετών κατά την άσκηση και συζήτηση της υπό κρίση αγωγής του, αποζημίωση για απώλεια των εισοδημάτων του κατά το μεταγενέστερο του ως άνω χρονικό διάστημα, καθώς, ενόψει του νεαρού της ηλικίας του και της ανάγκης να προσαρμοσθεί αυτός στα νέα δεδομένα και να εξεύρει εργασία, ανάλογη προς την ηλικία αυτή, τις δυνατότητες και τις ικανότητες του, ξεκίνησε να φοιτά κατά το σχολικό έτος 2007 – 2008 στο 15° Τ.Ε.Ε. Θεσσαλονίκης προκειμένου να εκπαιδευτεί ως ηλεκτρονικός ώστε να απασχοληθεί στο μέλλον σε εργασία, που απαιτεί λιγότερη καταπόνηση (βλ. την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης μητέρας του στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό και με το προσκομιζόμενο με επίκληση με την προσθήκη επί των προτάσεων του ενάγοντος, από 4.3.2008 υπηρεσιακό σημείωμα του Διευθυντή του 15ου Τ.Ε.Ε. Θεσσαλονίκης, Μ.Κ, σε αντίκρουση των ισχυρισμών της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας περί ολιγωρίας του να ανεύρει εργασία).
Τέλος, από το σύνολο των ως άνω αποδεικτικών μέσων προέκυψε ότι με τη με αριθμό 7927/21.3.2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού επιδικάστηκε στον ενάγοντα το ποσό των 7.000. ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από το εν λόγω ατύχημα, αφού ελήφθη υπ’ όψιν η μέχρι τότε έκταση της βλάβης της υγείας του, σύμφωνα, δε, με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, ενόψει της απρόβλεπτης μη ίασής του και της δυσμενούς εξέλιξης της υγείας του, που το Δικαστήριο κατά την προγενέστερη ως άνω κρίση του δεν είχε λάβει υπ’ όψιν του ο ενάγων διατηρεί σε βάρος των εναγομένων, εις ολόκληρο ευθυνόμενων κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αξίωση και για συμπληρωματική εύλογη, χρηματική ικανοποίηση, λόγω της περαιτέρω ηθικής βλάβης που προκλήθηκε σε αυτόν από την προπεριγραφείσα εκ των υστέρων αναφανείσα δυσμενή εξέλιξη της κατάστασης του τραυματισθέντος άκρου του. Ακολούθως, προς εξισορρόπηση της δυσμενούς αυτής κατάστασης που δημιουργήθηκε στον ενάγοντα πρέπει να του επιδικασθεί περαιτέρω χρηματική ικανοποίηση, η οποία αποσκοπεί στην ανακούφισή του από τον πόνο και τη στενοχώρια του, καθώς και στην παροχή προς αυτόν των απαραιτήτων εκείνων οικονομικών μέσων που, σε κάποιο βαθμό, είναι ικανά να συντελέσουν στην άρση των ηθικών συνεπειών της προσβολής που δέχθηκε προκειμένου να καταστεί (κατά το δυνατόν) δυνατή η ηθική του παρηγοριά και η ψυχική του ανακούφιση. Πράγματι, από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εξαιτίας των ως άνω σοβαρών δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία του, οι οποίες ήταν επακόλουθο του τραυματισμού, του κατά το προκληθέν την 1η.9.2003 από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου προπεριγραφέν τροχαίο ατύχημα, πλην όμως δεν μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί κατά το χρόνο άσκησης της προηγουμένης με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 34787/19.10.2004 αγωγής του, δεδομένου ότι η κακή και εντελώς ασυνήθης εξέλιξη του τραύματος του ενάγοντος και η αδυναμία φυσιολογικής επούλωσής του ανεφάνησαν μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, υπέστη, λόγω της ταλαιπωρίας, της ταραχής, της ανησυχίας και της στενοχώριας που δοκίμασε, επιπλέον ηθική βλάβη, βλάβη δηλαδή που επήλθε ουσιαστικώς κατά λογική ακολουθία από την προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη του πρώτου εναγομένου, για την οποία πρέπει να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση που εκτιμάται στην προκειμένη περίπτωση από το Δικαστήριο, στην ανέλεγκτη κρίση του οποίου εναπόκειται, λαμβανομένων υπ’ όψιν των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη επ’ αυτής απόδειξη (βλ. ενδ. ΑΠ 208/1995, ΑΠ 206/1996 ΕλλΔ/νη 1996.320 και 1544 αντιστοίχως), συμφώνως με τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης, στο ποσό των 15.000. – ευρώ. Το ποσό αυτό, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, κρίνεται εύλογο ενόψει της απρόβλεπτης κακής εξέλιξης του τραύματος του ενάγοντος, του πόνου που δοκίμασε από την απροσδόκητη αυτή βλάβη, της ταλαιπωρίας που υπέστη από τη συνεχή και μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, παρακολούθησή του από ιατρούς σε συνδυασμό με τη συνακόλουθη κατάπτωση και σωματική του εξάντληση αλλά και του νεαρού της ηλικίας του, της διάρκειας και της έντασης της ταραχής, της θλίψης και του ψυχικού άλγους που δοκίμασε, της απαιτουμένης για την καταπολέμηση του προβλήματός του προσπάθειας ενόψει των δυσχερειών που αντιμετωπίζει στη βάδιση, ορθοστασία και, αναγκαίως, σε όλες τις υπόλοιπες καθημερινές δραστηριότητές του, των στερήσεων που υπέστη λόγω της ανικανότητάς του να εργασθεί κατά το διαδραμόν μετά την απόλυσή του από το στρατό (28.4.2006) χρονικό διάστημα στον επαγγελματικό τομέα της επιλογής του και της ανάγκης να επαναπροσδιορίσει το επαγγελματικό του μέλλον εκπαιδευόμενος εκ νέου ώστε να αποκτήσει καινούριες γνώσεις και δεξιότητες, σε συνδυασμό με την πολύ κακή οικονομική κατάσταση του ιδίου και της οικογενείας του (βλ. μεταξύ των λοιπών, προσκομιζομένων με επίκληση εγγράφων, και τη με αριθμό 19079/21.5.2007 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού περί παροχής νομικής βοηθείας στον ενάγοντα ως πολίτη μη έχοντα εισοδήματα, ευρισκόμενο σε οικονομική αδυναμία), δεδομένων και των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του βαθμού της υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου, καθώς και της κοινωνικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων (χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η περιουσιακή κατάσταση της δεύτερης εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική – βλ. ΕΑ 1291/1993 ΕΣΔ 21.255, ΕΑ 2119/1970 ΝοΒ 19.186 – ωστόσο για την αντίθετη άποψη, ότι δηλ. λαμβάνεται υπ’ όψιν η οικονομική κατάσταση της καλύπτουσας την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την οδήγηση του ζημιογόνου αυτοκινήτου ασφαλιστικής εταιρίας ως στοιχείο που επαυξάνει την οικονομική δυνατότητα των υπόχρεων βλ. ΕΑ 6858/1990 ΕΣΔ 21.103, ΕΑ 14234/1987 ΕλλΔ/νη 30.119).
Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, κατά την κριθείσα ως άνω νόμιμη βάση της, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρο ο καθένας, να καταβάλουν συνολικώς, για τους προεκτεθέντες λόγους, στον ενάγοντα το ποσό των (12.600.- ευρώ + 15.000.- ευρώ =) 27.600.- ευρώ (είκοσι επτά χιλιάδων και εξακοσίων ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής σε καθέναν από τους εναγομένους και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, όσον αφορά στο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα, κατά το διατακτικό, για το ήμισυ του κεφαλαίου που πρέπει, κατά τα προαναφερθέντα, να καταβληθεί στον ενάγοντα, λόγω της φύσης των αξιώσεών του ως ερειδομένων σε άδικη πράξη, της σημαντικής ζημίας που η καθυστέρηση στην εκτέλεση, κατά το μέρος αυτό, μπορεί να του προκαλέσει, καθώς και της μη πιθανολόγησης ότι η εκτέλεση αυτή θα προκαλέσει στους εναγομένους στην υπό κρίση αγωγή ανεπανόρθωτη βλάβη (βλ. αρ. 907 και 908 παρ.1 περ. δ και παρ.2 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, όσον αφορά στο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του πρώτου εναγομένου στην υπό κρίση αγωγή ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας, πρέπει αυτό να απορριφθεί, ενόψει του ότι δεν προέκυψε κατά την κρίση του Δικαστηρίου ανάγκη προς τούτο δεδομένου και ότι δεν αποδείχθηκε, ούτε, εξάλλου, προτάθηκε από τον ενάγοντα σε αυτήν κάποιος συγκεκριμένος λόγος πού να καθιστά απαραίτητη την επιβολή της, όπως τυχόν αφερεγγυότητα του συγκεκριμένου εναγομένου ή κακοπιστία του στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πέραν και του ότι υφίσταται κατά νόμο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και με όσα συνομολογούν άπαντες οι διάδικοι, πλήρης κάλυψη της ευθύνης του από την οδήγηση του ζημιογόνου οχήματος εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης στην ως άνω αγωγή ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας επίσης δεν αμφισβητήθηκε η φερεγγυότητα (βλ. και ΕΘεσ 44/1994 Αρμέν. 48.797, ΕΑ 5959/1990 ΕΣυγκΔ 18.472). Τέλος, πρέπει οι εναγόμενοι να καταδικασθούν, λόγω της μερικής ήττας τους, στήν πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της προκειμένης δίκης, ενόψει του σχετικώς υποβληθέντος αγωγικού αιτήματος, πλην όμως τα έξοδα αυτά πρέπει να επιδικασθούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, δεδομένης της δυνάμει της προαναφερθείσας με αριθμό 19079/21.5.2007 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Ν. 3226/2004, παροχής νομικής βοήθειας προς τον ενάγοντα με την απαλλαγή του από την καταβολή τους και με το διορισμό της πληρεξουσίας του δικηγόρου (βλ. αρ. 106, 176, 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με αρ. 1 επ., 9 παρ. 1, 2, 3, 6, 12 του Ν. 3226/2004).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του πρώτου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών
διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό της παρούσας ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 32/3.1.2008 αγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους σε αυτήν εναγομένους, για την αναφερομένη στο
σκεπτικό της παρούσας αιτία, να καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας,
στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων και εξακοσίων ευρώ
(27.600. – ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής σε καθέναν από
τους εναγομένους και μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινώς εκτελεστή ως προς την αμέσως
προηγουμένη διάταξή της για το ήμισυ, του επιδικασθέντος στον ενάγοντα
κεφαλαίου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ως άνω εναγομένους, εις ολόκληρο τον καθένα,
στην πληρωμή προς το Ελληνικό Δημόσιο μέρους των δικαστικών εξόδων
της προκειμένης δίκης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ
(1.200. -ευρώ).
ΚΡΙΘΗΚΕ
———————————–
…