Με δικαστική βούλα δέχεται πλέον πυρά η διάταξη που ψηφίστηκε πριν απο λίγους μήνες ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων αλλά και παρατεταμένη αποχή των δικηγόρων απο αυτές τις δίκες, με βάση την οποία θα οδηγούνται στη φυλακή μετά την καταδίκη τους οι δράστες ακόμα και πλημμελημάτων όπως κλοπές, διαρρήξεις ή ακόμα και ζημιών περιουσιών όταν τα αδικήματα αυτά διαπράττονται από συμμορία.
Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ΄αριθμόν 2937/2022 απόφασή του αρνήθηκε να οδηγήσει στις φυλακές κατηγορούμενους που καταδικάστηκαν σε ποινές από 3- 5 χρόνια για τα αδικήματα της κλοπής (κακούργημα) και συμμορίας (πλημμέλημα- 187 παρ. 6 ΠΚ).
Υπενθυμίζεται πως η διάταξη του 187 ΠΚ παρ. 6 όπως τροποποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο αναφέρει πως:
-Οι ποινές δραστών εγκλημάτων (ακόμα και πλημμελημάτων ) κατά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας , αν διαπράττουν το έγκλημα ως συμμορία , δεν μετατρέπονται , ούτε αναστέλλονται.
-Στη φυλακή, ανεξαρτήτως ποινής, οδηγούνται όλα τα μέλη εγκληματικής οργάνωσης
Αποχή δικηγόρων: Η απόφαση
Το δικαστήριο και χορήγησε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση κατηγορουμένων για το αδίκημα της συμμορίας, παρά τη σχετική απαγόρευση της νέας διάταξης του άρθρου 187§6 ΠΚ, για την οποία η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων έχει αποφασίσει την αποχή μας από τις δίκες με αντικείμενο τα σχετικά αδικήματα από τον Απρίλιο. Τα σημεία αιχμής στην κριτική και την εναντίωση ήταν δυο:
-Πως υπάρχει κατάλυση του τεκμηρίου αθωότητας αφού μέσω ουσιαστικής επιβολής προ-ποινής και αντιμετώπιση των κατηγορουμένων, ως ενόχων, δίχως να έχει καν μεσολαβήσει η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό
-Πως η διάταξη αυτή έχει αναδρομική ισχύ σε ήδη εκκρεμείς υποθέσεις αφού το ζήτημα της χορήγησης ή όχι ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση ρυθμίζεται στο άρθρο 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και είχε αρχικά κριθεί ότι η συγκεκριμένη απαγόρευση αναπτύσσει άμεση ισχύ και αναφορικά με την εκδίκαση πράξεων που είχαν τελεστεί πριν την ψήφισή της.
Τι είπε το δικαστήριο
Με την απόφασή του, το Εφετείο Αθηνών ήρθε να ερμηνεύσει υπό το φως της ΕΣΔΑ τη νέα παράγραφο 6 του άρθρου 187 ΠΚ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε συνολικές ποινές φυλάκισης ύψους 3 έως 5 ετών φυλάκισης, οι οποίες μετετράπησαν σε χρηματική ποινή, για την πράξη των κακουργηματικών κλοπών και της συμμορίας.
Ο συνήγορος υπεράσπισης Χάρης Λαδής ζήτησε τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση που θα ασκούνταν εκ μέρους του εντολέα του, με το σκεπτικό ότι η νέα διάταξη του άρθρου 187§6 ΠΚ είναι εξόχως προβληματική, τόσο ως προς την κατάλυση του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται ρητά πλέον στο άρθρο 71 ΚΠΔ και στο άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ, όσο και ως αντιβαίνουσα στην αρχή της απαγόρευσης της αναδρομικότητας δυσμενέστερης διάταξης, καθώς φαίνεται να εισάγει με αναδρομική ισχύ την -οιονεί δικονομικού χαρακτήρα, στην πραγματικότητα όμως ουσιαστικού χαρακτήρα- πρόβλεψη απαγόρευσης χορήγησης ανασταλτικού χαρακτήρα στην τυχόν ασκηθείσα έφεση ακόμη και για εκκρεμείς δίκες. Παράλληλα, εξέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου ότι η νέα διάταξη ευθέως προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς αποκλείει τη δυνατότητα αναστολής ακόμη και σε πλημμεληματικές μορφές του άρθρου 187 ΠΚ, οι οποίες, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, προσομοιάζουν πολύ σε μορφές απλής συναυτουργίας, χωρίς η δυνατότητα αναστολής και ανασταλτικού χαρακτήρα στην έφεση να αποκλείεται για πολύ πιο ειδεχθή εγκλήματα.
Δεν έχει αναδρομική ισχύ
Με αυτό το σκεπτικό ο συνήγορος ζήτησε να μην εφαρμοστεί η νέα διάταξη ως προς το σκέλος της αναδρομικής απαγόρευσης χορήγησης ανασταλτικού στην έφεση, ως αντικείμενη σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος που καθιερώνουν την αρχή της απαγόρευσης αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου (retroactivity in mitius) και ειδικότερα:
-α) στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 και 7 Συντάγματος (αρχές της ισότητας και της νομιμότητας, βλ. ΟλΑΠ 1/2015),
β) στη διάταξη του άρθρου 15§1 εδ. γ’ του κυρωθέντος με το Ν. 2462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπου ο όρος “ελαφρύτερη ποινή” δεν καταλαμβάνει μόνο το πλαίσιο της ποινής, αλλά ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να εμπίπτει και ο τρόπος εκτίσεως αυτής και
γ) στο άρθρο 7§1 της ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο ερμηνείας του οποίου γίνεται δεκτή η υποχρέωση της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης {βλ. ΕΔΔΑ, Scoppola ν. Ιταλίας (No. 2) [Τμ. Ευρείας Σύνθεσης], απόφαση της 17.09.2009}.
(Πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν μια διάταξη που χαρακτηρίζεται ως δικονομική στο εθνικό δίκαιο επηρεάζει τη βαρύτητα της επιβαλλόμενης ποινής, το ΕΔΔΑ χαρακτηρίζει τη διάταξη αυτή ως «ουσιαστικό ποινικό δίκαιο», στο οποίο έχει εφαρμογή το άρθρο 7§1 ΕΣΔΑ (Scoppola κατά Ιταλίας (αριθ. 2) [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], §§ 110-113, σε σχέση με διάταξη του κώδικα του Ποινικής Δικονομίας σχετικά με την αυστηρότητα της ποινής που επιβάλλεται σε διαδικασίες που χρησιμοποιούν το απλουστευμένης διαδικασίας).
“Ουσιαστικού Δικαίου”
Το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την υπ’ αρ. 2937/2022 απόφασή του υιοθέτησε το σκεπτικό της υπεράσπισης και με σύμφωνη γνώμη της Εισαγγελέως θεώρησε ότι το ζήτημα της χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση αφορά πράγματι τη διάρκεια της ποινής και είναι στην πραγματικότητα ζήτημα ουσιαστικού δικαίου, οπότε στην περίπτωση αυτή ισχύει μεταξύ περισσοτέρων η ευμενέστερη διάταξη για τον κατηγορούμενο και δεν εφαρμόζεται αναδρομικά η νέα διάταξη.
Η απόφαση αυτή ουσιαστικά δείχνει πως το δικαστήριο ευθέως εναρμονίστηκε με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ τουλάχιστον αναφορικά με το ζήτημα της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου.
Όπως σχολίασε ο συνήγορος Χάρης Λαδής, “η δικαστική εξωστρέφεια και ο προσανατολισμός στο φάρο της ΕΣΔΑ έρχεται συχνά να διορθώσει προβληματικές νομοθετικές πρωτοβουλίες”.
ΠΗΓΗ: DIKASTIKO.GR