«Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΣΤΑ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ»
Αναστασίου Στ. Τριανταφύλλου
Επ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
(Το παρών άρθρο αποτέλεσε Εισήγηση στο Πανελλήνιο Συνέδριο της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου «ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ – ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΛΚΟΜΕΝΩΝ», υπό την αιγίδα και συνδιοργάνωση της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης 20-21 Σεπτεμβρίου 2019).
- Εισαγωγικές επισημάνσεις
Τα τροχαία ατυχήματα αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία θανάτου για τους νέους παγκοσμίως. Σύμφωνα με μελέτες που πρόσφατα ήρθαν στη δημοσιότητα το ένα τρίτο των θυμάτων από τροχαία παγκοσμίως είναι ηλικίας από 15 έως 29 ετών.
Το παραπάνω ποσοστό αντιστοιχεί σε περισσότερες από 400.000 ανθρώπινες ζωές, οι οποίες χάνονται ετησίως και κατ’ επέκταση πρόκειται για περισσότερους θανάτους από εκείνους που αποδίδονται σε ασθένειες, χρήση ναρκωτικών ουσιών, αυτοκτονίες, περιστατικά βίας, ακόμη και γεγονότα που σχετίζονται με πόλεμο. Κάθε χρόνο σχεδόν 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν εξαιτίας τροχαίων ατυχημάτων και περισσότερα από 50.000.000 τραυματίζονται.
Σε παγκόσμιο επίπεδο τα υψηλότερα ποσοστά σημειώνονται στη Δομινικανή Δημοκρατία (41,7%), την Ταϋλάνδη και τη Βενεζουέλα (37,2%). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει το υψηλότερο ποσοστό θανάτων από τροχαία ατυχήματα και η Σουηδία το χαμηλότερο.
Η ανάγκη αντιμετώπισης της κατάστασης αυτής οδηγεί τον εθνικό νομοθέτη αρκετά συχνά στην τροποποίηση των διατάξεων του Κ.Ο.Κ. και σε ορισμένες περιπτώσεις στην πρόβλεψη αυστηρότερων κυρώσεων. Έτσι στον νέο Ποινικό Κώδικα προστέθηκε το α. 290Α ΠΚ, στο οποίο τυποποιείται αυτοτελώς η επικίνδυνη οδήγηση ως ποινικό αδίκημα, η οποία υπό προϋποθέσεις τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος. Επίσης στο α. 314 παρ. 2 ΠΚ ορίζεται ότι η ποινική δίωξη για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια κινείται κατ’ εξαίρεση αυτεπάγγελτα, όταν τελείται από οδηγό που υποχρεούται λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή.
- Η ακολουθούμενη ποινική διαδικασία σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος
Μετά από ένα τροχαίο ατύχημα διενεργείται αυτεπαγγέλτως η επονομαζόμενη αστυνομική προανάκριση, κατ’ άρθρο 245 παρ. 2 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία οι ανακριτικοί υπάλληλοι (α. 31 ΚΠΔ), προβαίνουν σε όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για τη βεβαίωση της πράξης και την ανακάλυψη του δράστη, χωρίς να απαιτείται προς τούτο προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα[1].
Η έκτακτη αυτή διαδικασία δεν συνιστά τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης, αλλά μία sui generis περίπτωση προεισαγωγικής διερεύνησης της υπόθεσης, η οποία αποσκοπεί στην άμεση καταγραφή και συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, το οποίο ενδέχεται να αλλοιωθεί, αν δεν συγκεντρωθεί και εξεταστεί αμέσως μετά το τροχαίο συμβάν[2]. Στο πλαίσιο της επονομαζόμενης αυτεπάγγελτης προανάκρισης, η δικογραφία θα επιστρέψει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 245 ΚΠΔ θα ενεργήσει με βάση το άρθρο 43 ΚΠΔ που ρυθμίζει την κίνηση της ποινικής δίωξης. Επειδή σε ένα τροχαίο ατύχημα η συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων απαιτεί συνήθως μεγάλο χρονικό διάστημα και με δεδομένο ότι η προανάκριση δεν αποτελεί πλέον τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης, ο αρμόδιος εισαγγελέας συνήθως θα διατάξει την διενέργεια συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης προκειμένου να συλλεχθούν όλα τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία.
Μετά τη διενέργεια της ανακριτικής αυτής διαδικασίας και την συμπλήρωση του φακέλου, ο αρμόδιος εισαγγελέας θα αξιολογήσει το υλικό που συγκεντρώθηκε και θα κρίνει αν θα κινηθεί ή όχι ποινική δίωξη. Αν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, θα κινηθεί η ποινική δίωξη είτε με παραγγελία για διενέργεια κυρίας ανάκρισης είτε (συνήθως) με εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου.
Τέλος, αναφέρεται ότι τα αδικήματα που τελούνται στο πλαίσιο ενός τροχαίου ατυχήματος έχουν συνήθως χαρακτήρα αυτόφωρου αδικήματος. Ωστόσο, δύσκολα θα ακολουθηθεί η προβλεπόμενη στον ΚΠΔ αυτόφωρη διαδικασία λόγω ακριβώς της προαναφερόμενης ανάγκης συμπλήρωσης του αποδεικτικού υλικού.
- Τα βασικά αποδεικτικά μέσα που εξετάζονται στις υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων :
- Μάρτυρες
- Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης
- Έκθεση Αυτοψίας
- Έγγραφα (α. Αποτελέσματα ελέγχου για αλκοόλ/ουσίες/φάρμακα και β. Βίντεο από ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης του Κράτους και των Ιδιωτών)
Στο στάδιο της προδικασίας (προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση, ανάκριση) και σε εκείνο της κυρίας διαδικασίας εκδίδονται δικαιοδοτικές κρίσεις που βασίζονται στη διεξαγωγή, την έρευνα και τη στάθμιση των αποδείξεων. Στην έννοια της διεξαγωγής αποδείξεων εντάσσονται οι διαδικαστικές εκείνες πράξεις[3], με τις οποίες η εκάστοτε αρμόδια δικαστική αρχή, εξετάζοντας νόμιμα αποδεικτικά μέσα, πληροφορείται πραγματικά περιστατικά και γεγονότα.
Στο α. 178 ΚΔΠ προβλέπονται ενδεικτικά τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική δίκη. Και τούτο διότι λόγω της αρχής της ηθικής απόδειξης και της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας[4], ο ποινικός δικαστής αναζητά και εκτιμά ελεύθερα οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, εφόσον αυτό είναι λογικά πρόσφορο για την ανακάλυψη της αλήθειας και τη βεβαίωση του εγκλήματος[5].
3.1. Ένα βασικό αποδεικτικό μέσο είναι οι μάρτυρες και ιδίως εκείνοι που ήταν παρόντες τη στιγμή που έλαβε χώρα το τροχαίο[6]. Το καθήκον μαρτυρίας περιλαμβάνει, ως γνωστόν, τρία επιμέρους καθήκοντα[7]: α) το καθήκον εμφάνισης[8], β) το καθήκον όρκισης και γ) το καθήκον κατάθεσης της αλήθειας.
Ο μάρτυρας καταθέτει τα πραγματικά περιστατικά που γνωρίζει. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων. Για τον λόγο αυτόν είναι σημαντική η άμεση καταγραφή των στοιχείων των εν λόγω μαρτύρων και στη συνέχεια η προδικαστική τους εξέταση. Για την εξέταση των μαρτύρων στο πλαίσιο ενός τροχαίου ατυχήματος ισχύουν οι διατάξεις του ΚΠΔ που ρυθμίζουν την εμμάρτυρη απόδειξη στην ποινική δίκη, όπως για παράδειγμα το άρθρο 221 ΚΠΔ για την εξέταση χωρίς όρκο[9], το άρθρο 222 ΚΠΔ για τους μάρτυρες που είναι συγγενείς του κατηγορούμενου και το άρθρο 223 ΚΠΔ που ρυθμίζει τον τρόπο εξέτασης των μαρτύρων, αλλά και το δικαίωμά τους για μη αυτοενοχοποίηση[10]. Κατά το στάδιο της προδικασίας απαγορεύεται η παράσταση των διαδίκων κατά την εξέταση των μαρτύρων, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 ΚΠΔ, εκτός εάν in concreto συντρέχει περίπτωση προκαταβολικής εξέτασης μάρτυρα σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 2 ΚΠΔ
Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 241 ΚΠΔ είναι σαφής. Η ανάκριση ενεργείται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα (ουχί δημοσίως). Ο μυστικός λοιπόν χαρακτήρας της ανάκρισης[11] έχει την έννοια ότι κατά τη διενέργειά της δεν δύνανται να παρίστανται παρά μόνο τα υπό του νόμου οριζόμενα πρόσωπα, καθώς το περιεχόμενό της δεν επιτρέπεται να ανακοινώνεται σε τρίτους. Η εν λόγω, όμως, αρχή έχει και εξαιρέσεις. Ο δικονομικός νομοθέτης επέλεξε για το στάδιο της προδικασίας τη δυνατότητα παράστασης των διαδίκων κατά την ενέργεια ανακριτικών πράξεων, όταν αυτές δεν δύναται να επαναληφθούν κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Αυτό αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 92 ΚΠΔ. Κατά την ενέργεια λοιπόν αυτοψίας, σωματικής ή κατ’ οίκον έρευνας, η έγκαιρη πρόσκληση των διαδίκων είναι υποχρεωτική προκειμένου να παραβρεθούν είτε αυτοπροσώπως είτε διά των συνηγόρων τους.
Συγχρόνως, η διάταξη του άρθρου 92 ΚΠΔ εισάγει μία ρητή εξαίρεση ορίζοντας ότι απαγορεύεται η παράσταση των διαδίκων κατά την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων. Συνεπώς, η κατ’ αντιδικία εξέταση των μαρτύρων στο στάδιο της προδικασίας θεωρείται από τον νομοθέτη μη αναγκαία, αφού η εν λόγω διαδικαστική πράξη θα επαναληφθεί ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, όταν ο κατηγορούμενος (όπως και ο υποστηρίζων την κατηγορία) θα έχει τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί με τον μάρτυρα, να αξιολογήσει την αξιοπιστία της κατάθεσης και να ασκήσει εν γένει όλα τα παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, βασικότερο των οποίων αποτελεί το δικαίωμα εξέτασης μέσω υποβολής ερωτήσεων. Η ούτως λαμβανομένη ανέλεγκτη μαρτυρική κατάθεση αποτελεί έγγραφο της σχηματιζόμενης δικογραφίας και αξιολογείται κατά το στάδιο της προδικασίας μαζί το λοιπό αποδεικτικό υλικό από τα αρμόδια διαδικαστικά όργανα, την κρίση των οποίων πιθανόν να επηρεάσει αποφασιστικά είτε υπέρ είτε σε βάρος του κατηγορούμενου.
Η τυχόν παραπομπή του κατηγορούμενου θεωρείται και είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με την τελική επί της ενοχής του κρίση, εκείνος, όμως, διατηρεί την ιδιότητα αυτή μέχρι την αμετάκλητη επί της κατηγορίας απόφαση, αναμένοντας ορισμένες φορές την εκδίκαση της υπόθεσης προκειμένου να αντιπαρατεθεί με έναν ή περισσότερους μάρτυρες, η ανέλεγκτη κατάθεση των οποίων τον οδήγησε –γι αυτόν αδίκως- στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Παρά ταύτα και σε αντίθεση με άλλες ανακριτικές πράξεις εκείνος δεν έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την εξέταση των ουσιωδών για την υπόθεση και την σε βάρος του κατηγορία μαρτύρων. Για το ισχύον δικονομικό σύστημα, φυσικός χώρος για την άσκηση του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων θεωρείται το ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, εκεί όπου πρωταγωνιστεί το στοιχείο της αντιδικίας, συνεπώς η μεταγενέστερη κλήτευση[12], εμφάνιση και εξέταση των μαρτύρων κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας καθιστά κατά κανόνα μη αναγκαία οιαδήποτε προηγούμενη αντιδικία.
Εξαίρεση, όμως, και σε αυτόν τον κανόνα προέβλεψε ο νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 220 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία αναμφίβολα διασφαλίζει την άσκηση των προβλεπομένων για την εξέταση μαρτύρων δικαιωμάτων, αφού μεταθέτει την αντιδικία σε ένα προηγούμενο διαδικαστικό στάδιο, έχοντας ως κριτήριο την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα στο δικαστήριο. Στο πλαίσιο εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης, οι διάδικοι υποβάλλουν ερωτήσεις και παρατηρήσεις, συμμετέχοντας ενεργά στη συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη, ενώ και ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να εκφράσει αργότερα παράπονο για αξιοποίηση ανέλεγκτης μαρτυρικής κατάθεσης. Οι ίδιες θετικές παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν και για τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 328 και 354 ΚΠΔ, οι οποίες επίσης προωθούν ή μάλλον εξασφαλίζουν την κατ’ αντιδικία και εκτός του χώρου του δικαστηρίου εξέταση των μαρτύρων. Το πρόβλημα, βέβαια, με τις εν λόγω δικονομικά ορθές διατάξεις είναι η περιορισμένη στη πράξη εφαρμογή τους ή μάλλον η μη εφαρμογή τους.
3.2. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην πραγματογνωμοσύνη[13]. Η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί διαδικαστική πράξη, ενώ ο πραγματογνώμονας είναι αποδεικτικό μέσο. Στο πλαίσιο ενός τροχαίου ατυχήματος δύσκολα θα συναντήσουμε τη διενέργεια της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης (α. 187 ΚΠΔ)[14], η οποία διατάσσεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις, όπως για παράδειγμα όταν κρίνεται αναγκαία η άμεση εξέταση του τραυματισθέντα ενόσω ακόμη βρίσκεται στον τόπο του ατυχήματος.
Αντίθετα, περισσότερο συνήθης είναι ο διορισμός τακτικού πραγματογνώμονα, στην έννοια του οποίου δεν υπάγονται οι διοριζόμενοι από τις ασφαλιστικές εταιρίες για την εκτίμηση της ζημίας και τον καθορισμό αποζημίωσης (άρθρο 259 Ν. 4364/2016), αν και υπέχουν ποινική ευθύνη (άρθρο 258 Ν. 4364/2016). Η έγγραφη γνωστοποίηση των στοιχείων του διορισθέντα πραγματογνώμονα στους διαδίκους είναι υποχρεωτική, προκειμένου να διορίσουν με δική τους δαπάνη τεχνικό σύμβουλο ή και να ζητήσουν την εξαίρεση του διορισθέντα πραγματογνώμονα. Η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου στον ύποπτο τέλεσης τροχαίου ατυχήματος ήτοι πριν την κίνηση σε βάρος του ποινικής δίωξης προβλέπεται ρητά στο άρθρο 244 παρ.1 ΚΠΔ
Η τυχόν παράλειψη της γνωστοποίησης του διορισμού και των στοιχείων του πραγματογνώμονα στον κατηγορούμενο ή στο πρόσωπο, στο οποίο αποδίδεται η πράξη στην προκαταρκτική εξέταση, θεμελιώνει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο ή εάν συντρέχει περίπτωση προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης του α. 187 ΚΠΔ[15].
Η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, που διακρίνεται από τα έγγραφα. Συνεπώς είναι αναγκαίο να αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης ότι αναγνώσθηκε και συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, διαφορετικά προκαλείται έλλειψη αιτιολογίας. Σύμφωνα δε με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση που δεν υιοθετηθούν τα συμπεράσματά της πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία για την διαφοροποίηση της απόφασης από το περιεχόμενό της[16].
Όταν υπάρχουν περισσότερες από μια πραγματογνωμοσύνες με διαφορετικό περιεχόμενο, ο δικαστής οφείλει να αιτιολογήσει τη γνώμη του αναφορικά με την αποδοχή μίας από αυτές και την απόρριψη της άλλης, προκειμένου το συμπέρασμά του να μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά.
3.3. Στη συνέχεια, η έκθεση αυτοψίας της τροχαίας είναι ένα ακόμη αποδεικτικό μέσο που με μεγάλη συχνότητα εξετάζεται στα τροχαία ατυχήματα. Η αυτοψία μπορεί να διενεργηθεί σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας[17]. Το πλέον σύνηθες στα τροχαία ατυχήματα είναι να διενεργείται κατά την αστυνομική προανάκριση, προκειμένου να διερευνηθούν τα αίτια του ατυχήματος, οι βλάβες που προκλήθηκαν στα άτομα και στα οχήματα, καθώς και οι τυχόν παραβάσεις του Κ.Ο.Κ.
Στην πράξη ακολουθείται η εξής διαδικασία: Μόλις ενημερωθεί η τροχαία για το ατύχημα, μεταβαίνουν τα αρμόδια όργανα στον τόπο που αυτό έλαβε χώρα και διενεργούν αυτοψία κατ’ άρθρο 180 επ. ΚΠΔ συντάσσοντας σχετική έκθεση, η οποία ενσωματώνεται στο φάκελο της δικογραφίας[18]. Η έκθεση αυτοψίας αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά αποδεικτικά μέσα σε ένα τροχαίο ατύχημα, καθότι σε αυτή αναφέρονται σημαντικά στοιχεία και οι ακριβείς συνθήκες τέλεσής του
Παράλληλα με την έκθεση αυτοψίας, συντάσσεται και σχεδιάγραμμα, στο οποίο επίσης αποτυπώνονται όλες οι απαραίτητες λεπτομέρειες σχετικά με το προηγηθέν τροχαίο ατύχημα, όπως μεταξύ άλλων η οδός που έγινε το ατύχημα, τυχόν διασταυρώσεις, η ημερομηνία, η ώρα, οι καιρικές συνθήκες, τα σταθερά αντικείμενα επί των οδών, (όπως περίπτερα, πινακίδες, φωτεινοί σηματοδότες, στάσεις λεωφορείων), η θέση και η κατεύθυνση ενός εκάστου οχήματος και τα σημεία πρόσκρουσης, ίχνη πλάγιας ολίσθησης, κηλίδες αίματος, και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο/πειστήριο.
Η διενεργούμενη κατά το άρθρο 180 ΚΠΔ αυτοψία αποτελεί ιδιαίτερο αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, το οποίο επίσης όπως και η έκθεση πραγματογνωμοσύνης διακρίνεται από τα έγγραφα. Για το λόγο αυτό πρέπει να αναφέρεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που αξιολογήθηκαν και ελήφθησαν υπόψη[19].
Θα πρέπει, όμως να επισημανθεί, ότι σύμφωνα με τμήμα της νομολογίας, εάν η αυτοψία διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια αστυνομικής προανάκρισης και συγκεκριμένα κατά τον χρόνο της αστυνομικής διερεύνησης της υπόθεσης, χωρίς να έχει διαταχθεί από το δικαστήριο, τότε δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και δεν απαιτείται η ξεχωριστή και αυτοτελής αναφορά της στο αιτιολογικό της απόφασης[20].
3.4. Τα έγγραφα πιστοποίησης ύπαρξης ή μη οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων στον οργανισμού των εμπλεκόμενων προσώπων, συνιστούν ένα ακόμη αποδεικτικό μέσο που εξετάζεται στα τροχαία. Στο α. 42 παρ. 2 του Ν. 2696/1999, όπως ισχύει σήμερα, προβλέπεται ότι «τα αρμόδια αστυνομικά (και λιμενικά) όργανα μπορούν κατά περίπτωση να ασκούν έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης, στον οργανισμό των οδηγών, οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων …, οι δε οδηγοί υποχρεούνται να δέχονται τον έλεγχο αυτόν». Ο προαναφερόμενος έλεγχος διαμορφώνεται ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης. Οι βασικοί τρόποι ελέγχου είναι η λήψη αίματος, η λήψη ούρων και η χρήση ηλεκτρονικής αλκοολομετρικής συσκευής πιστοποιημένης από αρμόδιο φορέα χώρας της Ε.Ε. (ειδικά για την διαπίστωση χρήσης οινοπνεύματος από τον υπαίτιο οδηγό).
Έτσι, εάν πρόκειται για θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα (α. 42 παρ. 3 Κ.Ο.Κ.) ο έλεγχος περί ύπαρξης οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή φαρμάκων γίνεται υποχρεωτικά με αιμοληψία, εκτός εάν υπάρχουν ειδικοί παθολογικοί λόγοι που δεν το επιτρέπουν, η ύπαρξη των οποίων θα πρέπει να πιστοποιείται από Δημόσιο Νοσοκομείο. Στην τελευταία περίπτωση η ύπαρξη οινοπνεύματος εξετάζεται με έλεγχο στον εκπνεόμενο αέρα με χρήση ηλεκτρονικής συσκευής αλκοολομέτρου, ενώ οι τοξικές ουσίες/φάρμακα με τη λήψη ούρων ή με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο.
Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, από το οποίο προκλήθηκαν σωματικές βλάβες, ο έλεγχος για την ύπαρξη στον οργανισμό οινοπνεύματος γίνεται είτε με ηλεκτρονική συσκευή αλκοολομέτρου, είτε με αιμοληψία. Αν από το τροχαίο δεν προκλήθηκαν σωματικές βλάβες, ο έλεγχος για ύπαρξη οινοπνεύματος γίνεται με συσκευή αλκοολόμετρου στον εκπνεόμενο αέρα και για την ύπαρξη τοξικών ουσιών ή φαρμάκων με τη χρήση κάθε κατάλληλου επιστημονικού μέσου (α. 42 παρ. 4 και 5 Κ.Ο.Κ).
Όποιος αρνείται αναιτιολόγητα να υποβληθεί σε έλεγχο (α. 42 παρ. 6 Κ.Ο.Κ.) για να διαπιστωθεί αν έκανε χρήση οινοπνεύματος, τεκμαίρεται ότι η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 1,10 gr/l σύμφωνα με τη μέθοδο της αιμοληψίας. Αντίστοιχα, όποιος αρνείται να υποβληθεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης τοξικών ουσιών ή φαρμάκων στον οργανισμό του, τεκμαίρεται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που ενδέχεται να επηρέασαν την ικανότητα οδήγησης, οπότε και σε αυτήν την περίπτωση θεμελιώνεται αξιόποινο «κατά τεκμήριο»[21].
Η ακριβής διαδικασία που ακολουθείται για να διαπιστωθεί αν έγινε χρήση οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών ή/και φαρμάκων περιγράφεται αναλυτικά στην Υ.Α. 2500/2011 (ΦΕΚ Β΄ 2077/19.9.2011) των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης – Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων – Προστασίας του πολίτη. Πιο συγκεκριμένα :
1ος Τρόπος ελέγχου (μόνο για ανίχνευση οινοπνεύματος) :
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας