facebook
Αρχική Νομολογία Τροχαίο και Ασφαλιστικό - Ιδιωτική Ασφάλιση - Αστική ευθύνη επί τροχαίων ατυχημάτων Ασφάλεια Ζωής Ένσταση Ασφαλιστού κατ΄Ασφαλισμένου Για δολία απόκρυψη προϋπάρχουσας Νόσου (σε ηλικία 12 ετών) Απορριπτέα (1) Απόφ. Μον.Πρ.Αθ.110.757/2004 Πρόεδρος: Γεωργία Γκίκα Δικηγόροι: Μ. Μουζουράκης

Ασφάλεια Ζωής Ένσταση Ασφαλιστού κατ΄Ασφαλισμένου Για δολία απόκρυψη προϋπάρχουσας Νόσου (σε ηλικία 12 ετών) Απορριπτέα (1) Απόφ. Μον.Πρ.Αθ.110.757/2004 Πρόεδρος: Γεωργία Γκίκα Δικηγόροι: Μ. Μουζουράκης

Ασφάλεια Ζωής
Ένσταση Ασφαλιστού κατ΄Ασφαλισμένου
Για δολία απόκρυψη προϋπάρχουσας Νόσου 
(σε ηλικία 12 ετών)
Απορριπτέα (1)

Η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, επικαλείται απόκρυψη εκ μέρους του ασφαλισμένου της, προηγούμενης πάθησής του και δη ρευματικού πυρετού, που προϋπήρχε της κατάρτισης της ένδικης σύμβασης ασφαλίσεως, θεωρώντας ότι ο ενάγων είχε παραβιάσει εκ προθέσεως την από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν.2496/1997 σχετική υποχρέωσή του για μη απόκρυψη στοιχείων σχετικά με προϋπάρχουσα ασθένειά του. Για το λόγο σε αυτό προέβη στην καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης και συνεπώς δεν έχει υποχρέωση καταβολής του σχετικού ασφαλίσματος, λόγω επέλευσης της επίδικης ασφαλιστικής περίπτωσης. 
Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι στο ιατρικό ιστορικό του ενάγοντος, που συντάχθηκε από το νοσοκομείο στο οποίο εισήχθη λόγω καρδιακού εμφράγματος, ο ενάγων δήλωσε ότι είχε παρουσιάσει ρευματικό πυρετό σε ηλικία 12 ετών. Κατά δε τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου, που περιλαμβανόταν στην υπογραφείσα από τον ενάγοντα αίτηση προς κατάρτιση της συμβάσεως ασφαλίσεως, ο τελευταίος στην ερώτηση «αν υποφέρατε από κάποια ασθένεια που χρειάσθηκε νοσηλεία ή ιατρική παρακολούθηση» έδωσε αρνητική απάντηση.
Ωστόσο το Δικαστήριο με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων δεν ενήργησε με πρόθεση να αποκρύψει ότι σε ηλικία 12 ετών είχε παρουσιάσει ρευματικό πυρετό. Και τούτο διότι είναι λογικό να μη θυμάται, αλλά και ακόμη να αγνοεί, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ότι στην παιδική του ηλικία είχε εκδηλωθεί η εν λόγω ασθένειά του.
Σε κάθε δε περίπτωση είναι εύλογο να μην κρίνεται αναγκαίο να δηλωθεί μία ασθένεια που είχε εμφανισθεί σε ηλικία 12 ετών, λαμβανομένου υπόψη αφενός ότι με τον τρόπο που ήταν διατυπωμένη η ερώτηση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας αυτή ήταν γενική, με την έννοια ότι εύλογα θεωρείται ότι δεν αφορά ασθένειες που είχαν εκδηλωθεί κατά την παιδική ηλικία, όταν ο ασφαλισμένος είναι 42 ετών (όπως ο ενάγων) και αφετέρου μέχρι τουλάχιστον το χρόνο της κατάρτισης της ένδικης σύμβασης, αν και ο ενάγων ήταν ηλικίας 42 ετών, δεν του είχε παρουσιασθεί κανένα πρόβλημα υγείας. 
Πρέπει δε να επισημανθεί ότι το αν η εν λόγω ασθένεια επέδρασε ή όχι στην εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου του ενάγοντος δεν ερευνάται, διότι κατά την εξέταση αν παραβιάστηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 και 6 του ν.2496/1997, τούτο δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή.



Ένσταση Ασφαλιστή περί καταχρηστικής ασκήσεως
του δικαιώματος του ασφαλισμένου (άρθρ. 281 ΑΚ)
Απορριπτέα

Η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία όλως επικουρικά ισχυρίζεται ότι δεν υποχρεούται σε καταβολή του επιδίκου ασφαλίσματος, καθόσον ο ενάγων παρέβη δολίως το επιβαλλόμενο ως άνω ασφαλιστικό του βάρος από τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλαγματικών ηθών, διότι αυτός όφειλε να της γνωστοποιήσει τα αντικειμενικά ουσιώδη στοιχεία για την εκτίμηση του κινδύνου.
Κρίθηκε απορριπτέα η σχετική ένσταση καθότι η εκ του άρθρ. 281 ΑΚ διάταξη έχει εφαρμογή όταν η άσκηση του δικαιώματος του δικαιούχου υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του και όχι όταν ο διάδικος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα να δεχτεί την ύπαρξη ή την άσκηση του δικαιώματος του αντιδίκου του.
Συνακόλουθα, ενόψει των προαναφερόμενων, η ως άνω καταγγελία της ένδικης σύμβασης είναι ανίσχυρη και δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα και επομένως απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη είναι η ένσταση της εναγομένης περί απαλλαγής της από την καταβολή του επιδίκου ασφαλίσματος.


Λύση Ασφαλιστικής Σύμβασης
δεν αρκεί η συνδρομή λόγων ακυρότητάς της
Απαιτείται καταγγελία εντός μηνός
από γνώσεως παράβασης του ασφαλισμένου (άρθρ.3 Ν.2496/2007)

Εάν παρέλθει, άπρακτη η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία ή εάν περιέλθει στο λήπτη της ασφάλισης η εν λόγω καταγγελία, μετά την παρέλευσή της, παύει (αποδυναμώνεται) το δικαίωμα του ασφαλιστή για την καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης και αυτός ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται πλέον από την υποχρέωσή του, για την καταβολή του ασφαλίσματος ακόμη και στις περιπτώσεις που ο ασφαλισμένος, παραβίασε τις υποχρεώσεις του (και από δόλο και από πρόθεση ακόμα εξαπάτησης), οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του νόμου αυτού.


Απόφ. Μον.Πρ.Αθ.110.757/2004
Πρόεδρος: Γεωργία Γκίκα
Δικηγόροι: Μ. Μουζουράκης


Σχόλια – Παρατηρήσεις

Η γνώσις του πράκτορος εξομοιούται με γνώση του ασφαλιστή ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΖΩΗΣ – (Ε.Ν 202) Η από τον επί των διαπραγματεύσεων προς σύναψη συμβάσεως αντιπρόσωπο (πράκτορα), γνώση πραγματικού περιστατικού μέλλοντος να επιδράσει στη σύμβαση και βλαπτικού των συμφερόντων του αντιπροσωπευομένου (ασφαλιστή), αποτελεί, κατά πλάσμα του νόμου, ταυτόχρονη όμοια γνώση και του αντιπροσωπευομένου (ασφαλιστή), που ακολούθως τυχαίνει να συνάπτει αυτοπροσώπως τη σύμβαση. 
ΕΝΤΑΥΤΑ ο ασφαλιστικός ΠΡΑΚΤΩΡ, ΑΠΕΚΡΥΨΕ από τον ασφαλιστή κατά την συναφθείσα σύμβαση, την προϋπάρχουσαν ΑΣΘΕΝΕΙΑ του ασφαλισθέντος μέσου αυτού. 
Αναιρείται η απόφαση του Εφετείου που απέρριψε τον ισχυρισμό του ασφαλισμένου – ενάγοντος, ότι η γνώση του ασφαλιστικού πράκτορα της εναγομένης (ασφαλιστικής εταιρίας) για το είδος της ασθένειας εκείνου του διαδίκου, ισοδυναμούσε με αντίστοιχη γνώση της εναγομένης, έκανε δε δεκτό τον ισχυρισμό της εναγομένης (ασφαλστικής εταιρίας), ότι η ασφαλιστική σύμβαση ή” άκυρη” ως προιόν απάτης εξαιτίας των προς την εναγομένη δόλιων και ψευδών δηλώσεων του ενάγοντος και του ασφαλιστικού πράκτορα σχετικά με τη στο παρελασθένεια και νοσηλεία εκείνου του διαδίκου. ΑΠ 134/2004 ΣΕΣυγκΔ 2004/328


Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Αθ.110.757/2004

Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν.2469/1997, κατά τη σύναψη της σύμβασης, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου. Εάν ο ασφαλιστής συνάψει τη σύμβαση, με βάση γραπτές ερωτήσεις δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι: α) συγκεκριμένες ερωτήσεις έμειναν αναπάντητες, β) δεν ανακοινώθηκαν περιστάσεις που δεν αποτελούσαν αντικείμενο απόδειξης, γ) δόθηκε καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γενική ερώτηση, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος ενήργησε κατά τον τρόπο αυτό με πρόθεση να εξαπατήσει τον ασφαλιστή. Ακόμη ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ατέλειες ή πλημμέλειες των απαντήσεων του ερωτηματολογίου, εκτός αν έγιναν από πρόθεση. Στην παράγραφο 6 εδ. α του άρθρου 3 του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Κατά δε την παράγραφο 7 εδ. β του ίδιου νόμου η καταγγελία στην ως άνω περίπτωση επιφέρει άμεσα αποτελέσματα. Ενόψει των παραπάνω, το άρθρο 202 του ΕμπΝ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 2496/2007, υπό την ισχύ δε του Νόμου αυτού, για τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης δεν αρκεί μόνο η συνδρομή λόγων ακυρότητάς της, όπως όριζε το προαναφερόμενο άρθρο 22 του ΕμπΝ, αλλά απαιτείται επιπλέον καταγγελία αυτής από τον ασφαλιστή, εντός μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης του ασφαλισμένου. Με τη συνδρομή της πιο πάνω τυπικής προϋπόθεσης η καταγγελία του ασφαλιστή παράγει άμεσα αποτελέσματα και απαλλάσσεται της υποχρέωσης του για την καταβολή του ασφαλίσματος, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης, παρέβη από δόλο την υποχρέωσή του να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει και το οποίο είναι αντικειμενικώς ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου. Επομένως από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι εάν παρέλθει, άπρακτη η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία ή εάν περιέλθει στο λήπτη της ασφάλισης η εν λόγω καταγγελία, μετά την παρέλευσή της, παύει (αποδυναμώνεται) το δικαίωμα του ασφαλιστή για την καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης και αυτός ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται πλέον από την υποχρέωσή του, για την καταβολή του ασφαλίσματος και στις περιπτώσεις ακόμη που ο ασφαλισμένος, παραβίασε τις υποχρεώσεις του (και από δόλο και από πρόθεση ακόμα εξαπάτησης), οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του νόμου αυτού. (βλ. ΑΠ 846/2003 ΕΕμπΔ 2003, 839, ΕΑ 5980/2004 αδημ., ΕΑ 7462/2002 ΕλλΔ 44,815, ΕΑ 7755/2002 ΕΕμπΔ 2003, 846, ΕΑ 7391/2000 ΕΕμπΔ 2001, 295). Περαιτέρω, από την παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου συνάγεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 3 έως 5 του άρθρου αυτού, που προβλέπουν για την περίπτωση που η παράβαση του πιο πάνω ασφαλιστικού βάρους έγινε από τον ασφαλιζόμενο, χωρίς υπαιτιότητα ή αμέλεια αυτού, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλίσεις ζωής και στις ασφαλίσεις ασθενειών.

Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία αρνείται την κρινόμενη αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο ενάγων κατά την υποβολή της με ημερομηνία 30-9-1997 αίτησής του, με βάση την οποία συνήφθη η επίδικη ασφαλιστική σύμβαση, αν και του τέθηκαν από την εναγομένη σαφείς ερωτήσεις, κατά τη συμπλήρωση του σχετικού ερωτηματολογίου, απέκρυψε δολίως την πάθησή του, ήτοι το ρευματικό πυρετό που προϋπήρχε της αίτησης ασφάλισης και η οποία ασθένειά του ήταν αντικειμενικά ουσιώδης για την εκτίμηση του κινδύνου και οπωσδήποτε ικανή να επηρεάσει τη σύναψη της σύμβασης ασφαλίσεώς του και τους όρους της σύναψής της και ότι για το λόγο αυτό προέβη στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης και ότι συνεπώς δεν έχει υποχρέωση καταβολής του σχετικού ασφαλίσματος στον ενάγοντα λόγω επέλευσης της επίδικης ασφαλιστικής περίπτωσης. Ο εν λόγω ισχυρισμός της εναγομένης είναι νόμιμος, στηριζόμενος, στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1, 6 εδ. 1 και 7 εδ. β του ν.2496/1997 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Ακολούθως, επικουρικά η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ένδικη σύμβαση είναι άκυρη λόγω ουσιώδους πλάνης της, καθόσον αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση της υγείας του ενάγοντος δεν θα κατήρτιζε την ένδικη σύμβαση ή δεν θα την κατήρτιζε με τους ίδιους όρους. Ο εν λόγω ισχυρισμός στην προκειμένη περίπτωση είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον την εφαρμογή της γενικής αυτής διάταξης αποκλείει η ειδική διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου 3 παρ. 1, 6 εδ. 1 και 7εδ. β του ν. 2496/1997 (βλ. Ρόκα σελ. 85). Περαιτέρω, όλως επικουρικά η εναγομένη ισχυρίζεται ότι δεν υποχρεούται σε καταβολή του επιδίκου ασφαλίσματος, καθόσον ο ενάγων παρέβη δολίως το επιβαλλόμενο ως άνω ασφαλιστικό του βάρος από τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλαγματικών ηθών, διότι αυτός όφειλε να της γνωστοποιήσει τα αντικειμενικά ουσιώδη στοιχεία για την εκτίμηση του κινδύνου. Όμως με τα ανωτέρω αναφερόμενα η εναγομένη αρνείται την ύπαρξη του αγωγικού δικαιώματος του ενάγοντος και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη η εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, αφού η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή όταν η άσκηση του δικαιώματος του δικαιούχου υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του και όχι όταν ο διάδικος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα να δεχτεί την ύπαρξη ή την άσκηση του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 950/1989 ΕλλΔνη 32.77, ΑΠ 84/1984 ΝοΒ 33.239).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, οι οποίες εκτιμώνται μόνες και σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αποδείξεις κατά το λόγο της γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας εκάστου και του συνόλου των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 
Με σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, το Σεπτέμβριο του έτους 1997, η τελευταία ασφάλισε τον πρώτο έναντι των κινδύνων της ζωής και της υγείας του, έναντι ασφαλίστρου. Για το λόγο τούτο εκδόθηκε, στις 30-9-1997, το υπ’ αριθμ. ____ ασφαλιστήριο συμβόλαιο της εναγομένης, το οποίο τροποποιήθηκε αρχικά με την υπ’ αριθμ. _____ πρόσθετη πράξη, που εκδόθηκε στις 14-5-2002 και ακολούθως με την υπ’ αριθμ. ____ πρόσθετη πράξη, που εκδόθηκε στις 19-9-2003, όπως η τελευταία προκύπτει από το ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο που προσκομίζει η εναγομένη. Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. _____ ασφαλιστήριο συμβόλαιο (όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις προαναφερόμενες πρόσθετες πράξεις), η εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη εκ μέρους της εναγομένης περιελάμβανε και την ισόβια ασφάλεια περιορισμένων πληρωμών με συμμετοχή στα κέρδη, με ασφάλιστρα πληρωτέα έως τα 65 έτη, την ασφάλιση απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων, την ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων, ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, την ασφάλιση εξόδων επείγουσας αερομεταφοράς και την ασφάλιση υπερκάτρας υγείας Hospital plus θέση Β, έναντι τριμηνιαίου ετήσιου ασφαλίστρου ποσού 232,33 ευρώ. Η διάρκεια δε της τελευταίας ασφάλισης ήταν ισόβια. Περαιτέρω στο άρθρο 2 του προσαρτήματος XXVI, όσον αφορά την ασφάλιση υπερκάτρας υγείας Hospital plus, προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εναγομένη καλύπτει το ποσό που κατέβαλε ο ασφαλισμένος για έξοδα κλίνης και τροφής υπό την προϋπόθεση ότι ο ασφαλιζόμενος νοσηλευτεί στη θέση νοσηλείας που αναγράφεται στον πίνακα καλυπτομένων περιπτώσεων και παροχών. Στο άρθρο δε 4 του ίδιου προσαρτήματος ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι αν ο ασφαλισμένος εισαχθεί σε νοσοκομείο ως εσωτερικός ασθενής, εξαιτίας ασθένειας, η εναγομένη συμφωνεί να καταβάλει το σύνολο των αναγνωρισμένων εξόδων των πραγματοποιούμενων κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του. Περαιτέρω στον πίνακα καλυπτόμενων περιπτώσεων και παροχών καθορίστηκε το ποσό των 2.536,93 ευρώ για αμοιβή χειρούργου για εξαιρετικώς βαριά επέμβαση και το ποσό των 731,37 ευρώ για αμοιβή αναισθησιολόγου σε εξαιρετικώς βαριά επέμβαση. 

Περαιτέρω, ο ενάγων, στις 15-10-2003, εισήχθη στο Νοσοκομείο «ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ» με οξύ άλγος στο επιγάστριο με επέκταση στο στέρνο και στην αριστερή ωμοπλάτη, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Την επομένη ημέρα υποβλήθηκε σε στεφανιογραφία από την οποία διαγνώσθηκε στεφανιαία νόσος τριών αγγείων και κρίθηκε αναγκαίο να υποβληθεί σε επέμβαση επαναιμάτωσης του μυοκαρδίου (by pass). Από το εν λόγω νοσοκομείο ο ενάγων εξήλθε στις 24-10-2003. Περαιτέρω, ο ενάγων εισήλθε εκ νέου στο νοσοκομείο αυτό στις 24-11-2003, όπου υποβλήθηκε σε επέμβαση επαναιμάτωσης του μυοκαρδίου (by pass) από τον καρδιοχειρουργό ____ και εξήλθε στις 3-12-2003. Ο ενάγων, μετά την πρώτη έξοδό του από το εν λόγω νοσοκομείο, στις 29-10-2003, καθώς και μετά τη δεύτερη έξοδό του από το νοσοκομείο αυτό, στις 8-12-2003, παρέδωσε στην ασφαλιστική σύμβουλο της εναγομένης, τα σχετικά με τη νοσηλεία του τιμολόγια και τις σχετικές αποδείξεις, ενώ στις 5-11-2003 στην ίδια ασφαλιστική σύμβουλο είχε παραδώσει το φάκελο με το ιατρικό του ιστορικό, που είχε συνταχθεί από το εν λόγω νοσοκομείο, προκειμένου να του καταβληθεί και το ανάλογο ασφάλισμα. Όμως, η εναγομένη, επικαλούμενη απόκρυψη εκ μέρους του προηγούμενης πάθησής του και δη ρευματικού πυρετού, που προϋπήρχε της κατάρτισης της ένδικης σύμβασης ασφαλίσεως, θεωρώντας ότι ο ενάγων είχε παραβιάσει εκ προθέσεως την από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν.2496/1997 σχετική υποχρέωσή του για μη απόκρυψη στοιχείων σχετικά με προϋπάρχουσα ασθένειά του. Πραγματικά, σύμφωνα με το ιατρικό ιστορικό του ενάγοντος, που συντάχθηκε από το ανωτέρω νοσοκομείο, ο ενάγων παρουσίασε ρευματικό πυρετό σε ηλικία 12 ετών. Κατά δε τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου, που περιλαμβανόταν στην υπογραφείσα από τον ενάγοντα από 30-9-1997 αίτηση προς κατάρτιση της συμβάσεως ασφαλίσεως, ο τελευταίος στην ερώτηση «αν υποφέρατε από κάποια ασθένεια που χρειάσθηκε νοσηλεία ή ιατρική παρακολούθηση» έδωσε αρνητική απάντηση. Ωστόσο το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δεν ενήργησε με πρόθεση να αποκρύψει ότι σε ηλικία 12 ετών είχε παρουσιάσει ρευματικό πυρετό. Και τούτο διότι είναι λογικό να μη θυμάται, αλλά και ακόμη να αγνοεί, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ότι στην παιδική του ηλικία είχε εκδηλωθεί η εν λόγω ασθένειά του, η οποία, σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρός του – συζύγου του, αντιμετωπίστηκε με θεραπευτική αγωγή κατ’ οίκον, όπως την πληροφόρησαν οι γονείς του ενάγοντος σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί τους, κατά την πρώτη είσοδό του στο νοσοκομείο, όταν ρωτήθηκαν για το ιατρικό του ιστορικό. Σε κάθε δε περίπτωση είναι εύλογο να μην κρίνεται αναγκαίο να δηλωθεί μία ασθένεια που είχε εμφανισθεί σε ηλικία 12 ετών, λαμβανομένου υπόψη αφενός ότι με τον τρόπο που ήταν διατυπωμένη η ερώτηση της εναγομένης ήταν γενική, με την έννοια ότι εύλογα θεωρείται ότι δεν αφορά ασθένειες που είχαν εκδηλωθεί κατά την παιδική ηλικία, όταν ο ασφαλισμένος είναι 42 ετών (όπως ο ενάγων) και αφετέρου μέχρι τουλάχιστον το χρόνο της κατάρτισης της ένδικης σύμβασης, αν και ο ενάγων ήταν ηλικίας 42 ετών, δεν του είχε παρουσιασθεί κανένα πρόβλημα υγείας. Κατά συνέπεια, 
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι η μη δήλωση της ωα άνω ασθενείας δεν 
οφείλεται σε πρόθεση του ενάγοντος να αποκρύψει το στοιχείο αυτό, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, δεδομένου και ότι πρόκειται για μία ασθένεια που είχε εκδηλωθεί στην παιδική ηλικία. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι το αν η εν λόγω ασθένεια επέδρασε ή όχι στην εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου του ενάγοντος δεν ερευνάται, διότι κατά την εξέταση αν παραβιάστηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 και 6 του ν.2496/1997, τούτο δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή. 

Επιπρόσθετα, όμως, η εναγομένη κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση μετά την παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας του ενός μήνα από τότε που έλαβε γνώση της ως άνω ασθένειας του ενάγοντος. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε και όπως προκύπτει από την απόδειξη παραλαβής εγγράφων, ο ενάγων παρέδωσε το φάκελο του ιατρικού του ιστορικού, στην ασφαλιστική σύμβουλο της εναγομένης, ___, στις 5-11-2003. Ο δε ισχυρισμός της εναγομένης ότι έλαβε γνώση του ιατρικού φακέλου του ενάγοντος στις 14-11-2003 από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε. Κατά συνέπεια, εφόσον από τις 5-11-2003 είχε περιέλθει σε γνώση της η ως άνω ασθένεια του ενάγοντος, η καταγγελία της ένδικης σύμβασης, που έγινε στις 11-12-2003, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν απαλλάσσει την εναγομένη από την καταβολή του σχετικού ασφαλίσματος, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Ο ισχυρισμός δε αυτός της τελευταίας, που συνιστά αντένσταση στην ένσταση της εναγομένης περί απαλλαγής της από την καταβολή του επιδίκου ασφαλίσματος, παραδεκτώς προβάλλεται, το πρώτον, από την ενάγουσα, στην παρούσα τακτική διαδικασία, με τις έγγραφες προτάσεις της, που κατατέθηκαν στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, πέραν του ότι η τήρηση της προθεσμίας του ενός μήνα για την καταγγελία της σύμβασης ασφαλίσεως, που τάσσεται με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 του ως άνω νόμου, ως αποσβεστική προθεσμία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από την εναγομένη είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Συνακόλουθα, ενόψει των προαναφερόμενων, η ως άνω καταγγελία της ένδικης σύμβασης είναι ανίσχυρη και δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα και επομένως απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη είναι η ένσταση της εναγομένης περί απαλλαγής της από την καταβολή του επιδίκου ασφαλίσματος. 

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το συνολικό κόστος παραμονής και νοσηλείας του ενάγοντος στο ως άνω Ιατρικό Κέντρο Αθηνών στη θέση Β΄(όπως προβλεπόταν από την ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως), λόγω επέλευσης της ένδικης ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά το χρονικό διάστημα από 15-10-2003 έως 24-10-2003 ανήλθε στο ποσό των 12.640,26 ευρώ. Ειδικότερα οι εν λόγω δαπάνες έχουν ως εξής, όπως αυτές αναλύονται στις υπ’ αριθμ. 638784/24-10-2003, 638785/24-10-2003, 638786/24-10-2003, 638787/24-10-2003, 638788/24-10-2003 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του Ιατρικού Αθηνών Ε.Α.Ε. και στο υπ’ αριθμ. 066435 ειδικό σημείωμα χορηγήσεως φαρμάκων σε ασφαλισμένους μέσω κλινών: το ως άνω ποσό ο ενάγων το κατέβαλε στο εν λόγω νοσοκομείο, στις 24-10-2003, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 0203177 απόδειξη είσπραξης του Ιατρικού Αθηνών Ε.Α.Ε. Επίσης, το συνολικό κόστος παραμονής και νοσηλείας του ενάγοντος στο ως άνω Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, στη θέση Β΄ κατά το χρονικό διάστημα από 24-11-2003 έως 3-12-2003 ανήλθε στο ποσό των 11.491,66 ευρώ. Ειδικότερα οι εν λόγω δαπάνες έχουν ως εξής, όπως αυτές αναλύονται στις υπ’ αριθμ. 643034/2003, 643035/2003, 643036/2003 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του Ιατρικού Αθηνών Ε.Α.Ε. Το ως άνω ποσό ο ενάγων το κατέβαλε στο εν λόγω νοσοκομείο, στις 3-12-2003, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 0204805 απόδειξη είσπραξης του Ιατρικού Αθηνών Ε.Α.Ε. Ακολούθως ο ενάγων για την αμοιβή του καρδιοχειρουργού, Μ.Κ. κατέβαλε το ποσό των 7.300 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 587/8-12-2003 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ίδιου ιατρού και για την αμοιβή της αναισθησιολόγου, Μ.Θ.Μ.Κ., το ποσό των 1.500 ευρώ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 136/8-12-2003 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ίδιας ιατρού. Όλα δε τα προαναφερόμενα ποσά ουδόλως αμφισβητούνται ειδικότερα από την εναγομένη (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Ωστόσο, σύμφωνα με την ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως και ειδικότερα με βάση τον προαναφερόμενο πίνακα καλυπτόμενων περιπτώσεων και παροχών ο ενάγων δικαιούται, για την εν λόγω επέμβαση, που εντάσσεται στις εξαιρετικώς βαριές επεμβάσεις, από την ως άνω αμοιβή του καρδιοχειρουργού, να απαιτήσει την καταβολή του ποσού των 2.536,93 ευρώ, ενώ από την ως άνω αμοιβή της αναισθησιολόγου το ποσό των 731,37 ευρώ. Όμως πρέπει να του επιδικασθούν μόνο τα ποσά των 2.200 ευρώ και των 640 ευρώ αντίστοιχα, για τα οποία υποβάλλει σχετικό αίτημα, δεδομένου ότι το Δικαστήριο ενεργεί με βάση τις υποβαλλόμενες αιτήσεις των διαδίκων (άρθρο 106 ΚΠολΔ, αρχή της διάθεσης).

Κατά συνέπεια, ενόψει των παραπάνω αποδειχθέντων, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη, να αναγνωρισθεί ότι είναι ανίσχυρη η εκ μέρους της εναγομένης από 10-12-2003 καταγγελία της επίδικης σύμβασης ασφαλίσεως, η οποία επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 11-12-2003 και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 26.971,92 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης δεν είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα και γι’ αυτό το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, πρέπει να απορριφθεί. Τέλος η εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, λόγω της ήττας της [άρθρο 176 ΚΠολΔ], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι είναι ανίσχυρη η γενομένη εκ μέρους της εναγομένης από 10-12-2003 καταγγελία της καταρτισθείσας, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 0622195/1997 ασφαλιστηρίου συμβολαίου και των πρόσθετων πράξεων, σύμβασης ασφάλισης.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (26.971,92), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία καθορίζει σε επτακόσια πενήντα ευρώ (750).
Κρίθηκε
———————————-