Ασφάλιση Ιδίων Ζημιών
( Μικτή Ασφάλιση)
(Δημοσιεύεται στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
τεύχος Απρίλιος 2011)
Με τον Ν.489/1976, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3557/2007, ρυθμίζεται η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης έναντι τρίτου για ατυχήματα από αυτοκίνητα και όχι η ασφάλιση ιδίων ζημιών του λήπτη της ασφάλισης. Δεν αποκλείεται όμως μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης, (στα πλαίσια της κατά το άρθρο 361 ΑΚ ελευθερίας των συμβάσεων), να συμφωνηθεί η κάλυψη και ιδίων ζημιών του αυτοκινήτου του λήπτη της ασφάλισης, όπως βλάβη, κλοπή ή απώλεια του αυτοκινήτου, είναι δε σύνηθες να συνδυάζεται η υποχρεωτική ασφάλιση κατά το ν. 489/1976 με την προαιρετική ασφάλιση για την κάλυψη ιδίων ζημιών – μικτή ασφάλιση που διέπεται από τις ρυθμίσεις του το ν. 2496/97.
Δικαίωμα Εναντίωσης
του λήπτη της ασφάλισης
Παράλειψη ενημέρωσης του – εκ μέρους του ασφαλιστή
για κατά παρέκκλιση της αίτησης τεθέντες όρους
δεν δεσμεύουν τον λήπτη της ασφάλισης (1)
(Βλ. κατωτέρω Σχόλια & Παρατηρήσεις)
Αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι παρεκκλίσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενημερώσει για την παρέκκλιση και το δικαίωμα εναντίωσης γραπτά ή με σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετημένη με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σ’ αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης (άρθρο 2 παρ.5 Ν. 2496/97).
Στην περίπτωση που παραδεί το ασφαλιστήριο χωρίς τους ασφαλιστικούς όρους, το δικαίωμα εναντίωσης αποσβέννυται μετά πάροδο δέκα μηνών από την πληρωμή του πρώτου ασφαλίστρου (άρθρο 2 παρ.6 Ν. 2496/97).
Αν ο ασφαλιστής που εξέδωσε το ασφαλιστήριο παρέλειψε να ενημερώσει τον λήπτη, (και να χορηγήσει στο λήπτη έντυπη δήλωση εναντίωσης), τότε οι κατά παρέκκλιση της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι δεν δεσμεύουν τον λήπτη και η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί υπό τους όρους της αίτησης προς κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης.
Οι ρυθμίσεις αυτές, υπαγορεύτηκαν με σκοπό να παρασχεθεί στο λήπτη της ασφάλισης και κατ’ επέκταση στον ασφαλισμένο προστασία έναντι της οργανωμένης και ευρισκομένης σε πλεονεκτικότερη θέση ασφαλιστικής επιχείρησης, από τον αιφνιδιασμό του λήπτη, με την θέση ειδικών όρων και ρυθμίσεων στο ασφαλιστήριο, που εκδίδεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, συνήθως μετά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης.
Οδήγηση ΑΝΕΥ της κατά νόμο άδειας ικανότητας
Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης
σύμφωνα με σχετικό Γενικό Όρο
της καταρτισθείσας σύμβασης Μικτής Ασφάλισης
Η ισχύς των αδειών οδήγησης των κατηγοριών Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Δ, Δ+Ε ορίζεται η πενταετία, κατά τη διάρκεια δε της ισχύος των ισχύουν και ως άδειες οδήγησης των προηγουμένων κατηγοριών.
Με τη λήξη όμως του χρόνου ισχύος τους λήγει συγχρόνως και ισχύς αυτών ως αδειών οδήγησης των προηγουμένων κατηγοριών, που είναι ενσωματωμένες στο έντυπο αυτών, όπως τούτο ρητώς ορίζεται με το άρθρο 95 παρ. εδ. β του ΚΟΚ και ο οδηγός θεωρείται ως στερούμενος άδειας ικανότητας οδήγησης.
Εν προκειμένω, με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η απόρριψης των αντιστοίχων λόγων έφεσης του αναιρεσείοντος, κατά το κεφάλαιό της που έκρινε ότι, εγκύρως καταρτίστηκε η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση και ο ειδικός απαλλακτικός όρος της ευθύνης της αναιρεσίβλητης (ασφ. εταιρίας), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 361 του ΑΚ και 1 και 2 του ν. 2496/1997 και όχι αυτές του Ν.489/1976 και της ΥΑ Κ4/585/1978, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων
Επομένως απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός εκ του αρ. 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης.
Αναιρετική Διαδικασία
Κατ΄άρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ειδικότερα οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ παραβιάζονται ευθέως μεν όταν το δικαστήριο, μολονότι, έστω και εμμέσως διαπιστώνει κενό ή αμφιβολία σχετικά με τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, δεν προσφεύγει σ’ αυτούς για την εξεύρεση της αληθινής βούλησης, είτε προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους. Εκ πλαγίου παραβιάζονται οι κανόνες αυτοί όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους.
Καταχρηστική Άσκηση δικαιώματος Ασφαλιστικής Εταιρίας
(ένστασης αποκλεισμού της ευθύνης της)
Προβληθείσα το πρώτον κατ΄έφεση & Απορριπτέα
Το Εφετείο με την κρίση του ότι δεν συνέτρεξε καμία εξαιρετική περίπτωση που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή της ανωτέρω ένστασης και ούτε υπάρχει δικαστική ομολογία της βάσεως της από την εναγόμενη ούτε με έγγραφα αποδεικνύεται ευθέως, απορρίπτοντας τον αντίστοιχο πρόσθετο λόγο της έφεσης ως απαράδεκτο, δεν εκήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο ούτε παρέλειψε να ερευνήσει τον αντίστοιχο ισχυρισμό με την έννοια του “πράγματος” με αιτιολογίες ασαφείς ή ανεπαρκείς, και επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης κατά τα τρία μέρη του υπό την επίκληση πλημμέλειας από τους αριθμούς 14, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κρίνεται αβάσιμος.
Αναίρεση
Κατ΄άρθρ. 559 αρ. 20 ΚΠολΔ
ως Έγγραφα κατ΄άρθρ. 339 και 432 ΚΠολΔ
δεν θεωρούνται τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Από τη διατύπωση της η διάταξη αυτή αφορά μόνο έγγραφο, ενώ ως έγγραφο νοούνται μόνο όσα προβλέπονται από τα άρθρα 339 και 432 επ του ΚΠολΔ, και όχι τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης.
Ως παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου που ιδρύει τον ίδιο λόγο αναίρεσης, και η οποία πρέπει να είναι προφανής, υπάρχει όταν το Δικαστήριο από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενο του κάτι το διαφορετικό από το πραγματικό. Για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη αποδεικτικού γεγονότος.
Συνεπώς δεν περιλαμβάνει ο λόγος αυτός αναίρεσης και την περίπτωση, κατά την οποία, από την αποδεικτική αξιολόγηση του περιεχομένου του εγγράφου κατέληξε το δικαστήριο με την συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του εγγράφου, παρά μόνο με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμήθηκαν με αυτό, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.
Συνεπώς απορριπτέος ως απαράδεκτος ο σχετικός αναιρετικός λόγος.
Απόφ. ΑΠ. 242/2011
Πρόεδρος : Χαράλαμπος Ζώης
Εισηγητής : Δημητρούλα Υφαντή
Μέλη : Γεωργία Λαλούση – Βασιλική Θάνου & Χριστοφίλου – Ιωάννα Λούκα
Δικηγόροι : Ευθύμιος Καραΐσκος – Δημήτριος Παπαδόπουλος
Σχόλια & Παρατηρήσεις
Όπως επισημαίνεται και στην παραπάνω απόφαση, «η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή», βλ. άρθρο 2, παρ. 1 ΑσφΝ. Δηλαδή το ασφαλιστήριο (συμβόλαιο) αποτελεί αποδεικτικό και όχι συστατικό τύπο της σύμβασης ασφάλισης. Ανάλογα βέβαια ρύθμιζε το ζήτημα και ο ν. 489/76 με το άρθρο 5 § 2 αυτού: «Η ύπαρξη της ασφαλιστικής κάλυψης αποδεικνύεται με έγγραφη βεβαίωση που εκδίδεται από τον ασφαλιστή ». Παρά δε τη διατύπωση του άρθρου 2, παρ. 1 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ ότι «Η ασφαλιστική σύμβασις καταρτίζεται εγγράφως», είχε γίνει παγίως δεκτό ότι το ασφαλιστήριο έχει αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα, βλ. ΑΠ 843/98, ΕΕΔ 1999, 99 & ΕφΑθ 9190/98 ΕλλΔ 2000,463 & σύμφωνος και ο Βασ. Κιάντος, Ασφαλιστικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2003, 78, με σχόλια.
Το δεύτερο σημείο που θα πρέπει να επισημανθεί, είναι το διαφορετικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των παρ. 5 και 6 του άρθρου 2 του ΑσφΝ.
Η παρ. 5 ρυθμίζει τις συνέπειες, σε περίπτωση που υφίσταται παρέκκλιση μεταξύ του περιεχομένου της αίτησης και αυτού της ασφάλισης: Τότε ο ασφαλιστής οφείλει:
1. να ενημερώσει τον λήπτη της ασφάλισης για την παρέκκλιση αυτή με εντονότερα στοιχεία και στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου (ή με άλλο ξεχωριστό έγγραφο),
2. να τον ενημερώσει για το δικαίωμά του να εναντιωθεί στην παρέκκλιση & εξαίρεση αυτή με τον προαναφερθέντα τρόπο και
3. να του χορηγήσει το ειδικό έντυπο εναντίωσης.
Σε περίπτωση που ο ασφαλιστής παραλείψει να προβεί σωρευτικά και στις τρεις προαναφερόμενες υποχρεώσεις του, τότε θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί ως περιεχόμενο της σύμβασης «το περιεχόμενο της αίτησης για ασφάλιση». Ο δε λήπτης της ασφάλισης δικαιούται να εναντιωθεί εντός ενός μήνα από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου & εναντίωση που επιφέρει αναδρομικά τη ματαίωση της σύναψης της σύμβασης, βλ. Ράνια Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Ασφαλιστική σύμβαση – Η προστασία του ασφαλισμένου ως καταναλωτή, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2000, σ. 242 επ..
Η παρ. 6 ρυθμίζει τις συνέπειες, σε περίπτωση που ο ασφαλιστής παραλείπει να παραδώσει στο λήπτη της ασφάλισης τους ασφαλιστικούς όρους (και πληροφορίες), που διέπουν τη σύμβαση ασφάλισης. Τότε «η σύμβαση θεωρείται ότι έχει συναφθεί με βάση το ασφαλιστήριο, τους ασφαλιστικούς όρους, καθώς και τις τυχόν επιπλέον πληροφορίες που προσδιορίζουν γενικά τη συγκεκριμένη σύμβαση». Και εδώ προβλέπεται το δικαίωμα εναντίωσης εντός 14 ημερών από την παράδοση του ασφαλιστηρίου, προθεσμία που δεν αρχίζει, εάν δεν έχει μεσολαβήσει ενημέρωση του λήπτη και χορήγηση εντύπου εναντίωσης. Το δικαίωμα εναντίωσης αποσβέννυται μετά πάροδο 10 μηνών από την πληρωμή του πρώτου ασφαλίστρου, επιφέρει δε και πάλι αναδρομικά τη ματαίωση της σύναψης της σύμβασης, βλ. Ράνια Χατζηνικολάου – Αγγελίδου ό.π..
Στο σημείο αυτό θα πρέπει με έμφαση να τονισθεί ότι ο νομοθέτης οριοθετεί το διαφορετικό πεδίο εφαρμογής των δύο παραγράφων, δηλαδή της παρ. 5 & παρ. 6, ορίζοντας επιπλέον ότι «οι διατάξεις της παρ. 5 του ΑσφΝ δεν θίγονται (από τις διατάξεις της παρ. 6)», όπως προκύπτει από το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 2 ΑσφΝ.
Τέλος εξαιρετικής σημασίας διάταξη αποτελεί το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 2 ΑσφΝ, που ορίζει ότι «το βάρος της απόδειξης της παράδοσης των εγγράφων φέρει ο ασφαλιστής».
Στην κριθείσα περίπτωση έγινε δεκτό ότι ο δικαιούχος του ασφαλίσματος είχε παραλάβει το ασφαλιστήριο, το οποίο προσκόμισε κατά τη συζήτηση και στο οποίο γινόταν ρητή αναφορά σε γενικούς όρους, όρους που προσκόμισε ο ασφαλιστής, και κατά συνέπεια η παραπάνω απόφαση του ΑΠ εύλογα δέχθηκε ότι ο λήπτης της ασφάλισης είχε ενημερωθεί για το περιεχόμενο της ασφάλισης αφενός και είχε λάβει γνώση των δικαιωμάτων του (εναντίωσης) αφετέρου.
Βέβαια ο δικαιούχος του ασφαλίσματος μπορεί να αξιώσει την είσπραξη του ασφαλίσματος επικαλούμενος τη σύμβαση ασφάλισης και αποδεικνύοντας αυτήν με άλλον, πλην του ασφαλιστηρίου, τρόπο (μάρτυρες, απόδειξη πληρωμής ασφαλίστρων κ.λπ.). Τότε ο ασφαλιστής, πέραν της αυτονόητης υποχρέωσής του να αποδείξει τον όρο εξαίρεσης, επιπρόσθετα θα πρέπει να αποδείξει την παράδοση των εγγράφων, δηλαδή του ασφαλιστηρίου, των γενικών και ειδικών όρων αυτού και του εντύπου εναντίωσης. Στην περίπτωση αυτήν η επίκληση και προσκομιδή του ασφαλιστηρίου δεν επιλύει παρά μόνο ένα μικρό μέρος του αποδεικτικού προβλήματος: αυτό της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία ούτως ή άλλως συνομολογείται από τα διάδικα μέρη. Το αμφισβητούμενο και καίριο ζήτημα, που είναι η συμφωνία του όρου εξαίρεσης, θα κριθεί πλέον σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 5 (και όχι παρ. 6) ΑσφΝ. Δηλαδή θα πρέπει να αποδειχθούν η αναγραφή στο ασφαλιστήριο της εξαίρεσης, η σχετική ενημέρωση του λήπτη ασφάλισης και η χορήγηση του εντύπου εναντίωσης κατά τον προεκτεθέντα τρόπο & το δε βάρος απόδειξης όλων αυτών φέρει ο ασφαλιστής.
Χρήστος Σαχπατζίδης
Δικηγόρος Γιαννιτσών
Κείμενο Απόφ. ΑΠ 242/2011
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί μολονότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ειδικότερα οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ παραβιάζονται ευθέως μεν όταν το δικαστήριο, μολονότι, έστω και εμμέσως διαπιστώνει κενό ή αμφιβολία σχετικά με τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, δεν προσφεύγει σ’ αυτούς για την εξεύρεση της αληθινής βούλησης, είτε προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, εκ πλαγίου δε παραβιάζονται οι κανόνες αυτοί όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους. Εξ άλλου ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της (ελάσσονα πρόταση) τα αναγκαία στην συγκεκριμένη περίπτωση πραγματικά περιστατικά, ως προς την κρίση της για τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων που εφαρμόστηκαν ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή τους, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλείπεις ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Περαιτέρω ο νόμος 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3557/2007, ρυθμίζει την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης έναντι τρίτου για ατυχήματα από αυτοκίνητα και όχι την ασφάλιση ιδίων ζημιών του λήπτη της ασφάλισης. Δεν αποκλείεται όμως μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης, στα πλαίσια της κατά το άρθρο 361 ΑΚ ελευθερίας των συμβάσεων, να συμφωνηθεί η κάλυψη και ιδίων ζημιών του αυτοκινήτου του λήπτη της ασφάλισης, όπως βλάβη, κλοπή ή απώλεια του αυτοκινήτου, είναι δε σύνηθες να συνδυάζεται η υποχρεωτική ασφάλιση κατά το ν. 489/1976 με την προαιρετική ασφάλιση για την κάλυψη ιδίων ζημιών (μικτή ασφάλιση). Η τελευταία διέπεται ήδη από τις ρυθμίσεις του το ν. 2496/97. Με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1, 2, και άρθρων 5 και 8 παρ.1 του ν. 2496/97 “Ασφαλιστική σύμβαση κλπ” ορίζονται και τα εξής α) Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα), σε χρήμα, ή εφόσον υπάρχει σχετική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση) (άρθρο 1 παρ.1) β) η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή … (άρθρο 2 παρ.1) γ) ο ασφαλιστής υποχρεούται να παραδώσει στο λήπτη της ασφάλισης ασφαλιστήριο … (άρθρο 2 παρ.2) δ) αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι παρεκκλίσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενημερώσει για την παρέκκλιση και το δικαίωμα εναντίωσης γραπτά ή με σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετημένη με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σ’ αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης (άρθρο 2 παρ.5) ε) το δικαίωμα εναντίωσης αποσβέννυται μετά πάροδο δέκα μηνών από την πληρωμή του πρώτου ασφαλίστρου (άρθρο 2 παρ.6) στ) η ασφαλιστική σύμβαση εφ’ όσον συμφωνήθηκε για ορισμένο χρόνο λύεται με την πάροδο του χρόνου αυτού, εκτός αν έχει συμφωνηθεί σιωπηρή παράταση. Η σιωπηρή παράταση δεν μπορεί να συμφωνηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους (άρθρο 8 παρ.1) .
Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 361, 185, 192 και 193 ΑΚ συνάγεται, ότι η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή αυτής από τον ασφαλιστή. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Η πρόταση όμως είναι ισχυρή και όταν ακόμη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη) εφόσον ο προσδιορισμός αυτών επαφίεται στο λήπτη ή μπορεί να συναχθεί με αναφορές στις δηλώσεις των μερών που προηγήθηκαν. Ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης είναι τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι πρόσωπο διαφορετικό του συμβαλλομένου, η διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο που σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), οι τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό. Πέραν των ουσιωδών αυτών στοιχείων, είναι δυνατό, στο πλαίσιο της συμβατικής ελευθερίας των συμβαλλομένων, να συμφωνηθούν και πρόσθετοι όροι εφόσον και αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και έγιναν εκατέρωθεν αποδεκτοί. Στην πρακτική συνήθως η πρόταση προς κατάρτιση ασφαλιστικής σύμβασης γίνεται με έγγραφη προς τούτο αίτηση προς τον ασφαλιστή, που περιέχει τους όρους της υπό κατάρτιση σύμβασης, (η οποία μπορεί να περιέχει και την κάλυψη περισσοτέρων του ενός ασφαλιστικών κινδύνων), η αποδοχή της δε από τον ασφαλιστή μπορεί να εκδηλωθεί και σιωπηρώς, όπως με την αποστολή του ασφαλιστηρίου εγγράφου, με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο ειδοποίηση του προτείνοντος, την είσπραξη ασφαλίστρου κλπ.
Από το νόμο (άρθρο 2 ν. 2496/97) καθιερώνεται ως αποδεικτικός τύπος της ασφαλιστικής σύμβασης και των τυχόν προσθέτων όρων αυτής, το έγγραφο (ασφαλιστήριο), το οποίο εκδίδεται και υπογράφεται από τον ασφαλιστή, χωρίς να απαιτείται και η υπογραφή από τον λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος δεσμεύεται και από τους τυχόν προσθέτους όρους που τέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου, κατά παρέκκλιση της αίτησης και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, με την προϋπόθεση όμως, ότι οι κατά παρέκκλιση της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι, αναγράφονται στα εξατομικευμένα στοιχεία του ασφαλιστηρίου, γίνεται μνεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου με εντονότερα στοιχεία ότι ο λήπτης έχει δικαίωμα εναντίωσης και χορηγείται στο λήπτη μαζί με το ασφαλιστήριο υπόδειγμα έντυπης δήλωσης εναντίωσης, ο δε λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώθηκε γραπτώς στους κατά παρέκκλιση της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όρους, εντός μηνός από της παραλαβής του ασφαλιστηρίου. Αν ο ασφαλιστής που εξέδωσε το ασφαλιστήριο παρέλειψε να ενημερώσει τον λήπτη, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο (με εντονότερα στοιχεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου) και να χορηγήσει στο λήπτη έντυπη δήλωση εναντίωσης, τότε οι κατά παρέκκλιση της αίτησης τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι δεν δεσμεύουν τον λήπτη και η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί υπό τους όρους της αίτησης προς κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης. Οι ρυθμίσεις αυτές, υπαγορεύτηκαν με σκοπό να παρασχεθεί στο λήπτη της ασφάλισης και κατ’ επέκταση στον ασφαλισμένο προστασία έναντι της οργανωμένης και ευρισκομένης σε πλεονεκτικότερη θέση ασφαλιστικής επιχείρησης, από τον αιφνιδιασμό του λήπτη, με την θέση ειδικών όρων και ρυθμίσεων στο ασφαλιστήριο, που εκδίδεται από την ασφαλιστική επιχείρηση, συνήθως μετά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης. Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 94 και 95 του ΚΟΚ (ν. 2696/99, όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 3534 και 3542/2007) προκύπτει ότι, εκτός των αναφερομένων στο πρώτο εξ αυτών εξαιρέσεων, απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών, από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας. Για την οδήγηση επιβατικού αυτοκινήτου με μέγιστο αριθμό θέσεων καθήμενων επιβατών οκτώ, απαιτείται άδεια κατηγορίας Β η οποία ισχύει, κατά κανόνα, μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του κατόχου αυτής, νια την οδήγηση δε φορτηγού αυτοκινήτου το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος του οποίου υπερβαίνει τα 3.500 χλγ, απαιτείται άδεια κατηγορίας Γ, για την οδήγηση δε φορτηγού αυτοκινήτου μεγίστου επιτρεπομένου βάρους άνω των 3.500 χλγ, που έλκει ρυμουλκούμενο όχημα, μεγίστου επιτρεπομένου βάρους άνω των 750 χλγ απαιτείται άδεια κατηγορίας Γ+Ε. Οι άδειες των κατηγοριών Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Δ, Δ+Ε ισχύουν για πέντε χρόνια από της εκδόσεως τους, κατά τη διάρκεια δε της ισχύος των ισχύουν και ως άδειες οδήγησης των προηγουμένων κατηγοριών. Με τη λήξη όμως του χρόνου ισχύος τους (πενταετία) λήγει συγχρόνως και ισχύς αυτών ως αδειών οδήγησης των προηγουμένων κατηγοριών, που είναι ενσωματωμένες στο έντυπο αυτών, όπως τούτο ρητώς ορίζεται με το άρθρο 95 παρ.1 εδ. β του ΚΟΚ. Επομένως με την παρέλευση της πενταετίας ο κάτοχος αδείας οδήγησης των άνω κατηγοριών στερείται αδείας ικανότητας οδηγού και για τις προηγούμενες κατηγορίες.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 153/2009 απόφαση του Εφετείου Λαμίας έγιναν δεκτά τ’ ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων:
“Δυνάμει του υπ’ αριθ. …/519495034/1.8.2007 (ανανεωτηρίου) ασφαλιστηρίου συμβολαίου συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος, κυρίου του υπ’ αριθ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου, και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας σύμβαση μικτής ασφαλίσεως, με την οποία η τελευταία ασφάλισε το ανωτέρω όχημα για τον κίνδυνο τόσο των ζημιών που θα προκαλούσε σε τρίτους, όσο και των ζημιών που το ίδιο θα υφίστατο (μέχρι το ποσό των 40.000 ευρώ) για το διάστημα από 8.8.2007 έως 8.2.2008. Δικαιούχος της αποζημιώσεως ορίσθηκε ο ενάγων. Το ασφαλιστήριο αυτό δεν φέρει μεν την υπογραφή του ασφαλισμένου ενάγοντος, αλλά κατά τα προαναφερόμενα οι περιεχόμενοι σ’ αυτό γενικοί ή ειδικοί όροι, από τους οποίους οι ειδικοί επικρατούν των γενικών, τον δεσμεύουν, εφόσον στηρίζει σ’ αυτό τις αξιώσεις του, το επικαλείται και το προσκομίζει στο δικαστήριο. Στο παραπάνω κύριο συμβόλαιο υπήρχαν συνημμένοι και “Γενικοί όροι ασφάλισης αστικής ευθύνης ατυχημάτων από αυτοκίνητα”, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο κίνδυνος των ιδίων ζημιών του αυτοκινήτου, οι οποίοι όροι μνημονεύονταν και στην πρώτη σελίδα του κύριου ασφαλιστηρίου, που αναγράφονται τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης. Στο τέλος της πρώτης σελίδας του ανωτέρω συμβολαίου, υπό την ένδειξη “Προσοχή”, γίνεται ρητή μνεία ότι “Αναφορικά με το δικαίωμα εναντίωσης ο ασφαλισμένος μπορεί να κάνει χρήση του σχετικού εντύπου που επισυνάπτεται”, ενώ στον έκτο όρο αυτού με τον τίτλο “Εξαιρέσεις” γίνεται ρητή αναφορά στους όρους του αρχικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου και συγκεκριμένα αναφέρεται ότι “Για τις προαιρετικές καλύψεις βλ. γενικούς όρους προαιρετικών καλύψεων αυτοκινήτου άρθρο 27 Γενικές Εξαιρέσεις”. Στο άρθρο αυτό και στην 6η παράγραφο ρητά ορίζεται ότι “Δεν καλύπτονται με το ασφαλιστήριο κι αποκλείονται από την ασφάλιση ζημίες που προξενήθηκαν: … 6. από οδηγό που δεν έχει την άδεια οδήγησης, που προβλέπει ο νόμος για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί, ή έχει άδεια της οποίας η ισχύς έχει λήξει κατά το χρόνο του ατυχήματος …”. Κατά το σαφή τούτο όρο, ο οποίος δεν έχει καμία ανάγκη ερμηνείας με προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία δεν ευθύνεται για την καταβολή του ασφαλίσματος σε περίπτωση που η ζημία στο ασφαλισμένο αυτοκίνητο επέλθει αν ο οδηγός του δεν έχει άδεια οδήγησης ή έχει μεν άδεια, αλλά η ισχύς της έχει λήξει κατά το χρόνο του ατυχήματος. Οι ανωτέρω Γενικοί Όροι του ασφαλιστηρίου δεσμεύουν κατά τα προαναφερόμενα τον ασφαλισμένο, εφόσον τους γνώριζε ή του παραδόθηκαν μαζί με το ασφαλιστήριο, ακόμη και αν δε φέρουν την υπογραφή του (ΑΠ 657/2001 ο.π.), σε κάθε δε περίπτωση (αν δεν του παραδόθηκαν μαζί με το ασφαλιστήριο) εφόσον δεν εναντιώθηκε γραπτά μέσα σε προθεσμία δέκα μηνών από την καταβολή του πρώτου ασφαλίσματος. Αποδείχθηκε ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι μαζί με το προαναφερόμενο (κύριο) συμβόλαιο παραδόθηκαν και οι συνημμένοι σ’ αυτό πιο πάνω Γενικοί Όροι στον ασφαλισμένο ενάγοντα, ο οποίος γνώριζε ως εκ τούτου ότι, αν η άδεια οδήγησης του έχει λήξει και το ασφαλισμένο αυτοκίνητο υποστεί ζημιά, η ζημιά αυτή δεν καλύπτεται από την ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως. Το γεγονός ότι οι προαναφερόμενοι Γενικοί Όροι παραδόθηκαν στον ενάγοντα μαζί με το κύριο συμβόλαιο συνάγεται από την περί αυτού αναφορά στον 3° όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, όπου γίνεται μνεία για “συνημμένους έντυπους όρους”. Αυτός βέβαια παραλείπει να τους προσκομίσει στο δικαστήριο, αλλά τους επικαλείται και τους προσκομίζει η εναγομένη. Ο ίδιος με τα δικόγραφα του, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε του παραδόθηκαν οι Γενικοί Όροι, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, ο ενάγων αν δεν του είχαν παραδοθεί οι Γενικοί Όροι, είχε δικαίωμα κατά την παρ. 6 του άρθρου 2 ν. 2496/1997, μέσα στην προθεσμία δέκα μηνών από την πληρωμή του πρώτου ασφαλίστρου να εναντιωθεί γραπτά (διαφορετικά η σύμβαση θεωρείται ότι συνήφθη σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν γενικά στο συγκεκριμένο είδος ασφάλισης), πράγμα που δεν έπραξε. Αυτό, επιπρόσθετα μαρτυρεί ότι είχε λάβει το έντυπο των Γενικών όρων. Τελικά ο ενάγων υπέστη υλικές ζημιές στο όχημα του, το οποίο την 17.10.2007 εξετράπη της πορείας του και προσέκρουσε σε κολώνα της ΔΕΗ, στη λεωφόρο Καλυβιών Λαμίας. Κατά τη στιγμή του ατυχήματος το ασφαλισμένο αυτοκίνητο οδηγούσε ο ενάγων. Είναι μεν κάτοχος της υπ’ αριθ. … άδειας ικανότητας οδήγηση (για τις κατηγορίες Α, Β, Γ’, Δ’ και Ε’), πλην όμως η ισχύς της άδειας του είχε λήξει την 30-9-2007. Ανανεώθηκε μετά το ατύχημα για το χρονικό διάστημα από 29-10-2007 έως 29-12-2012. Επομένως, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το ατύχημα, δηλαδή την 17-10-2007, ο ενάγων δε διέθετε άδεια ικανότητας οδήγησης σε ισχύ. Σύμφωνα λοιπόν με τον ανωτέρω Γενικό Όρο προβλέπεται ρητά ότι αποκλείονται από την προαιρετική ασφάλιση οι περιπτώσεις που ο οδηγός, του οποίου η άδεια ικανότητας οδήγησης έχει λήξει, προκαλεί ατύχημα. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η σχετική ένσταση περί αποκλεισμού της ευθύνης της που προέβαλε η εναγομένη”.
Το Εφετείο με το να απορρίψει με τις ανωτέρω σκέψεις τους αντίστοιχους λόγους της έφεσης του αναιρεσείοντος, κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων, και ειδικά κατά το κεφάλαιο της που έκρινε ότι εγκύρως καταρτίστηκε η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση και ο ειδικός απαλλακτικός όρος της ευθύνης της αναιρεσίβλητης ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 361 του ΑΚ και 1 και 2 του ν. 2496/1997 καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά όπως αναλυτικά προαναφέρθηκαν και έχουν σχέση με την έγκυρη κατάρτιση της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης και του πρόσθετου ειδικού απαλλακτικού όρου πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της έγκυρης κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης με την υποβολή πρότασης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας και την αποδοχή της εκ μέρους του αναιρεσείοντος ασφαλισμένου και τη μη διατύπωση εκ μέρους του τελευταίου ρητής άρνησης σε σχέση με τη συνομολόγηση του ειδικού απαλλακτικού όρου που είχε σχέση με την ισχύ της κατεχόμενης από τον αναιρεσείοντα άδειας ικανότητας οδηγήσεως.
Εξάλλου από τη επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η κρίση του Εφετείου στηρίζεται στον ασφαλιστικό νόμο 2496/1997 και στις σχετικές διατάξεις του Εμπορικού Νόμου περί ασφαλίσεως και ζημιών και όχι στις διατάξεις του Ν. 489/1976 και στην Υ.Α. Κ4/585/1978, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων.
Επομένως τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδονται στην προβαλλόμενη απόφαση αντίστοιχες πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του αρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης.
Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και από την απαιτούμενη αιτιολογία γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 361 του ΑΚ και 1 και 2 του ν. 2496/1997 τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία και η παράθεση άλλων για να αιτιολογηθεί η δεσμευτικότητα της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ των μερών και ειδικά δε και του προαναφερθέντος ειδικού όρου και έχουν σχέση με την έγκαιρη ενημέρωση του αναιρεσείοντος.
Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του αρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης.
Εξ’ άλλου ο ίδιος δεύτερος λόγος της αναίρεσης κατά την σ’ αυτόν κατά το άλλο μέρος του περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθμ. 19 και 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα της έγκυρης δηλαδή κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων ασφαλιστικής σύμβασης και του πρόσθετου ειδικού όρου για την κατεχόμενη ειδικά άδεια ικανότητας οδηγήσεως του αναιρεσείοντος και τα αντίστοιχα επιχειρήματα της αναιρεσίβλητης, και τα αντίστοιχα επιχειρήματα της αναιρεσίβλητης, και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα του αναιρεσείοντος που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται κατά της αναιρεσείας τα σε αντίθεση α) με το ότι δεν ενημερώθηκε έγκαιρα για τη συνομολόγηση του απαλλακτικού όρου είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στη προσβαλλόμενη απόφαση, με τον ίδιο δε λόγο κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου του οποίου δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του αρθ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω, από τις ίδιες επί της ουσίας παραδοχές, της προσβαλλόμενης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχεται ότι στο άρθρο 27 του μεταξύ των διαδίκων ασφαλιστηρίων με τον τίτλο γενικές εξαιρέσεις και στην παρ. 6 αυτού ρητά ορίζεται ότι “δεν καλύπτονται με το ασφαλιστήριο και αποκλείονται από την ασφάλιση ζημιές που προξενήθηκαν από οδηγό που δεν έχει την άδεια οδήγησης που προβλέπει ο νόμος για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί ή έχει άδεια της οποίας η ισχύς έχει λήξει κατά το χρόνο του ατυχήματος”. Επί του απαλλακτικού αυτού όρου της ευθύνης της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας ο αναιρεσείων προέβαλε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφερε και στο Εφετείο τον ισχυρισμό ότι η ένδικη περίπτωση δεν υπάγεται στον προαναφερθέντα απαλλακτικό όρο γιατί κατά τον χρόνο πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος στις 17/10/2007 ήταν κάτοχος της υπ’ αριθμ. … άδειας ικανότητας οδήγησης για τις κατηγορίες, Α’, Β’, Γ’, Δ’ και Ε’ η ισχύς της οποίας είχε λήξει σε προγενέστερο χρόνο δηλαδή την 30/9/2007, πλην όμως κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος οδηγούσε το ΙΧΕ επιβατικό αυτοκίνητο του, για το οποίο αρκούσε η κατοχή ερασιτεχνικής άδειας ικανότητας οδηγήσεως Β’ κατηγορίας και για την οποία δεν προβλέπεται ανανέωση πριν από τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του οδηγού ενώ ο ίδιος κατά το χρόνο του ατυχήματος διήγε το 49° έτος της ηλικίας του. Το Εφετείο απέκρουσε το λόγο αυτό της έφεσης του αναιρεσείοντος και τον αντίστοιχο επαναφερόμενο ισχυρισμό του με την παραδοχή ότι το περιεχόμενο του αντίστοιχου γενικού όρου είναι σαφές γιατί ρητά προβλέπεται ότι αποκλείονται από την προαιρετική ασφάλιση οι περιπτώσεις που ο οδηγός δεν έχει την άδεια οδήγησης που προβλέπει ο νόμος για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί ή έχει άδεια, την οποία η ισχύς έχει λήξει κατά το χρόνο του ατυχήματος. Με ειδική δε σκέψη το Εφετείο που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη έκρινε ότι δεν υφίσταται καμία ανάγκη ερμηνείας του προαναφερθέντος όρου με προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, για να κριθεί ποιες περιπτώσεις καλύπτονται από τον προαναφερθέντα απαλλακτικό όρο, αφού γίνεται παραπομπή ρητή στις αντίστοιχες διατάξεις του νόμου που ορίζουν την ισχύ και την λήξη της άδειας ικανότητας οδηγήσεως που κατέχει ο ασφαλισμένος.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ που έχει σχέση με την παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων του άρθρου 173 και 200 του ΑΚ, από το γεγονός ότι το Εφετείο καίτοι διεπίστωσε αμέσως ή εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας σε σχέση με το περιεχόμενο του ερευνόμενου εδώ απαλλακτικού όρου δεν προσέφυγε στην εφαρμογή των αρχών των προαναφερθεισών διατάξεων για να κρίνει το περιεχόμενο του όρου αυτού, ειδικά δε σαν αυτός καλύπτει και την ένδικη περίπτωση, στην οποία έλειπαν μόνον τυπικά και όχι ουσιαστικά στοιχεία, που είχαν σχέση με την ισχύ της άδειας ικανότητας οδηγήσεως που κατείχε ο αναιρεσείων οδηγός. Ο λόγος αυτός αναίρεσης κατά το αντίστοιχο μέρος του είναι αβάσιμος γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο διαπίστωσε έστω και έμμεσα κενό ή αμφιβολία, που το υποχρέωνε να προσφύγει στους αναφερθέντες κανόνες, καίτοι κατά τις προαναφερθείσες, ουσιαστικές παραδοχές, που είναι και αναιρετικά ανέλεγκτες ως προς την αντίστοιχη διαπίστωση τους για το σαφές και αναμφίβολο περιεχόμενο του επίμαχου συμβατικού όρου αυτό είναι απόλυτα σαφές και δεν έχει καμία ανάγκη ερμηνείας κατά τις ίδιες διατάξεις. Εξ άλλου, ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το τρίτο μέρος του, όσο στηρίζεται στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που έχει σχέση με την εσφαλμένη εφαρμογή των ίδιων διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, από το γεγονός ότι το Εφετείο κατέληξε σε εσφαλμένο ερμηνευτικό πόρισμα σε σχέση με το περιεχόμενο του ίδιου επίμαχου συμβατικού όρου, παραβιάζοντας έτσι τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, κρίνεται αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, γιατί το Εφετείο οδηγήθηκε στην απόρριψη του αντίστοιχου λόγου της έφεσης του αναιρεσείοντος όχι ύστερα από ερμηνεία του επίμαχου συμβατικού απαλλακτικού όρου αλλά γατί έκρινε ότι το κείμενο του ασφαλιστηρίου για τον όρο αυτό είναι απόλυτα σαφές και υπάγεται στην εφαρμογή του και η ένδικη περίπτωση, όπου ο αναιρεσείων ασφαλισμένος κατείχε άδεια οδηγήσεως η ισχύς της οποίας κατά τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (άρθρ. 95§4) είχε λήξει, και δεν είχε ανανεωθεί κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος. Εξ’ άλλου, ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του κρίνεται αβάσιμος γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση της.
II. Κατά το άρθρο 559 αρ. 14 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Υπό τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή που δημιουργείται από την αθέτηση -παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα ώστε η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Α.Π. 1735/2008.) Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 παρ. 2.527 παρ. 3, 529, 339 και 392 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι στη δευτεροβάθμια δίκη είναι, κατ’ εξαίρεση, παραδεκτή η προβολή για πρώτη φορά πραγματικών ισχυρισμών, που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, αν κατά την κρίση του Δικαστηρίου (δεν προτάθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία ή προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του; αντιδίκου ή από έγγραφα τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά στο Εφετείο, δηλαδή κατά την ανέλεγκτη και κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου, με τη συνδρομή της άγνοιας του διαδίκου και της αδυναμίας πληροφόρησης του εγκαίρως για την ύπαρξη των εγγράφων.
Συνεπώς, για το παραδεκτό του προβαλλομένου ισχυρισμού ο διάδικος, με την επίκληση και προσκομιδή των εγγράφων, πρέπει να επικαλείται και τα περιστατικά της έλλειψης γνώσης και την αδυναμία πληροφόρησης του εγκαίρως, για την ύπαρξη των εγγράφων και το γεγονός ότι ο προβαλλόμενος όψιμα ισχυρισμός στο Εφετείο αποδεικνύεται από έγγραφα ή δικαστική ομολογία του αντιδίκου.
Εν προκειμένω από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τις από 09/02/2009 προτάσεις του, ενώπιον του Εφετείου Λαμίας ο αναιρεσείων προς απόκρουση της ενστάσεως της αναιρεσίβλητης περί εξαιρέσεως της ασφαλιστικής καλύψεως, προέβαλε για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου, κατ’ άρθρα 527 παρ.3, 529 του Κ.Πολ.Δ., την αντένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος από την εναγόμενη – εφεσίβλητο, κατ’ άρθρο 281 του Α.Κ., βασιζόμενη στους ίδιους άνω λόγους (που αναφέρονται και στον πρώτο πρόσθετο λόγο, που είχε προταθεί όμως παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ήτοι ισχυρίστηκε ότι η ως άνω εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία η οποία προέβη σε ανανέωση της ασφαλιστικής περιόδου από 08/08/2007 μέχρι 08/02/2008 ενώ γνώριζε ότι η άδεια οδηγήσεως αυτή θα έληγε στις 30/09/2007 [είχα καταθέσει την από 30/09/2002 άδεια οδηγήσεως] και έκτοτε και μετά την 30/09/2007 λάμβανε το ποσό των ασφαλίστρων, δημιούργησε με την παραπάνω συμπεριφορά της, σε αυτόν την πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να επικαλεσθεί την τυπική έλλειψη της άδειας οδηγήσεως, λόγω της ελλείψεως αυτής ισχυρίστηκε δε τελικά ότι η επίκληση της πιο πάνω ελλείψεως στην απόκρουση της αγωγής και η άσκηση με αυτή του εν λόγω δικαιώματος της να αρνηθεί την καταβολή της αποζημίωσης, επικαλούμενη εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη και αποκλεισμό της ευθύνης της, υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (αρθρ. 281 ΑΚ). Για δε το παραδεκτό της προβολής της αντενστάσεως, ισχυρίστηκε ο αναιρεσείων ότι δεν προτάθηκε εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, κατά τα άνω και αποδεικνύεται α] με δικαστική ομολογία της αναιρεσίβλητης, ήτοι από τα όσα αναφέρει στις από 09/05/2008 προτάσεις της όπου αναφέρει ότι είχε αναλάβει την σύμβαση ασφαλίσεως για το επίδικο διάστημα από 08/08/2007 μέχρι 08/02/2008 με βάση το υπ. αριθ. …/519495034 ανανεωτήριο συμβόλαιο και ότι οι όροι της ασφαλιστικής αυτής συμβάσεως παραπέμπουν στις διατάξεις της Κ4/585/5.4.1978 Υ.Α., β] από έγγραφα, ήτοι : την νέα άδεια οδηγήσεως του εκδοθείσα την 29/10/2007 και την παλιά από 30/09/2002 άδεια οδηγήσεως εκδοθείσας την 30/09/2002 και λήγουσας την 30/09/2007, Ε’ Κατηγορίας και την υπ. αριθ. 6023/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία διαμόρφωσε την Νομολογία, σε σχέση με το άνω ζήτημα, την δε απόφαση αυτή αγνοούσε και ήταν αδύνατο να πληροφορηθεί στην συζήτηση σε πρώτο βαθμό, καθόσον εκδόθηκε στις 30/10/2008, ήτοι, μετά την έκδοση της πληττομένης αποφάσεως”.
Τον ισχυρισμό αυτό και τον αντίστοιχο λόγο (πρόσθετο) έφεσης τον απέρριψε η προσβαλλόμενη με τις ακόλουθες παραδοχές “Περαιτέρω η επί διαφορετικής της ανωτέρω δικαιολογητικής βάσης τείνουσα να θεμελιωθεί ιδία ως άνω αντένσταση του ενάγοντος περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εναγόμενης προς προβολή της ένστασης αποκλεισμού της ευθύνης της, η οποία το πρώτον προβάλλεται από αυτόν στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη με τις προτάσεις του και με τη μορφή δεύτερου λόγου, είναι απορριπτέα προέχοντως ως απαράδεκτη (άρθρο 527 ΚΠολΔ) και διότι δεν συντρέχει καμία εξαιρετική περίπτωση που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή της και ιδιαίτερα ούτε δικαστική ομολογία της βάσεως της υπάρχει από την εναγόμενη ούτε με έγγραφα αποδεικνύεται ευθέως, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών”. Το Εφετείο με τις πιο πάνω παραδοχές απορρίπτοντας τον αντίστοιχο πρόσθετο λόγο της έφεσης ως απαράδεκτο δεν εκήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο ούτε παρέλειψε να ερευνήσει τον αντίστοιχο ισχυρισμό με την έννοια του “πράγματος” με αιτιολογίες ασαφείς ή ανεπαρκείς, και επομένως ο τέταρτος λόγος αναίρεσης και κατά τα τρία μέρη του υπό την επίκληση πλημμέλειας από τους αριθμοούς 14, 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κρίνεται αβάσιμος.
III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Από τη διατύπωση της η διάταξη αυτή αφορά μόνο έγγραφο, ενώ ως έγγραφο νοούνται μόνο όσα προβλέπονται από τα άρθρα 339 και 432 επ του ΚΠολΔ, και όχι τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης. Για να δημιουργηθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να έχει γίνει επίκληση του εγγράφου στην κατ’ έφεση δίκη, διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, ως παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου που ιδρύει τον ίδιο λόγο αναίρεσης, και η οποία πρέπει να είναι προφανής, υπάρχει όταν το Δικαστήριο από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενο του κάτι το διαφορετικό από το πραγματικό (Ολ. ΑΠ 1/1999). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη αποδεικτικού γεγονότος (ΑΠ 442/1993). Από δε το συνδυασμό της πιο πάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν περιλαμβάνει ο λόγος αυτός αναίρεσης και την περίπτωση, κατά την οποία, από την αποδεικτική αξιολόγηση του περιεχομένου του εγγράφου, κατέληξε το δικαστήριο με την συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του εγγράφου, παρά μόνο με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμήθηκαν με αυτό, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, και ο αναιρετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 413/1993).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του, για να καταλήξει στην κρίση, ότι εγκύρως καταρτίστηκε στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 2496/1997 η μεταξύ των διαδίκων ένδικη ασφαλιστική σύμβαση ειδικά δε και ο ειδικός απαλλακτικός όρος για την κατεχόμενη άδεια οδηγήσεως και να απορρίψει τον σχετικό αρνητικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και την έφεση του στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στην ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος και σε όλα τα έγγραφα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι με τις έγγραφες προτάσεις τους, μεταξύ των οποίων και το ένδικο υπ’ αριθμ. …/519495034/1-8-2007 (ανανεωτήριο) ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όπως και το αρχικό κύριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο με τους συνημμένους σ’ αυτό γενικούς και ειδικούς όρους.
Προβάλλει ειδικά δε ως προς το πιο πάνω αποδεικτικό μέσα ο αναιρεσείων ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του πρώτον απ’ αυτά με το να δεχθεί ότι από μόνο από το υπ’ αριθμ. … ανανεωτήριο συμβόλαιο, που αποτελείται από δύο σελίδες, χωρίς να επισυνάπτονται σ’ αυτό οι λοιποί γενικοί και ειδικοί όροι του κύριου ασφαλιστηρίου, αποδεικνύεται η συνομολόγηση μεταξύ των διαδίκων και του πρόσθετου ειδικού απαλλακτικού όρου που έχει σχέση με την κατεχόμενη από τον αναιρεσείοντα άδεια ικανότητας. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι αξιολογήθηκε αποδεικτικά από το Εφετείο μόνο το δισέλιδο ανανεωτήριο, και τον από τις προαναφερθείσες παραδοχές του Εφετείου, όπως εκτίθεται σε προηγούμενη παράγραφο, αξιολογήθηκε αποδεικτικά και το περιεχόμενο του κύριου ασφαλιστηρίου και των γενικών και ειδικών όρων του, μετά τη ρητή παραπομπή από το ανανεωτήριο συμβόλαιο σε όλο το περιεχόμενό τους. Επομένως, εφ όσον όλοι οι λόγοι της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέοι, συνακόλουθα απορριπτέα είναι και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της. Τέλος, ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-9-2009 αίτηση του — για αναίρεση της υπ’ αριθ. 153/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λαμίας.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης την οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε
———————————-
…