facebook
  1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ (Ν.2496/1997)  ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΑΠΟ ΔΟΛΟ           ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΗΠΤΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

      2. ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

      3. ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΟΙ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

          

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, 3 παρ. 6 του ιδίου νόμου, κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ του ασφαλιστή και του λήπτη της ασφάλισης, ο τελευταίος υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να θέσει στο λήπτη της ασφάλισης συγκεκριμένες γραπτές ερωτήσεις, τις οποίες αυτός οφείλει να απαντήσει.

Τα ζητήματα δε που ο ασφαλιστής έθεσε ως αντικείμενο των ερωτήσεών του τεκμαίρεται (νόμιμο τεκμήριο) ότι είναι τα μόνα που επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου. Δηλαδή αυτά και μόνον θεωρούνται εκ του νόμου ότι είναι στον κύκλο των ζητημάτων και οι επ’ αυτών απαντήσεις-πληροφορίες του λήπτη μπορεί να συνιστούν -κατά περίπτωση- αντικειμενικά ουσιώδη στοιχεία για την εκτίμηση του κινδύνου.

 

ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΑΠΟ ΔΟΛΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΗΠΤΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Σε περίπτωση παράβασης από το λήπτη της ως άνω υποχρεώσεώς του από δόλο, ο ασφαλιστής, λαμβάνοντας γνώση της παράβασης και σταθμίζοντας τα συμφέροντά του,

έχει δικαίωμα είτε:

Α. να εμμείνει στη σύμβαση, δηλώνοντας ενδεχομένως τούτο ρητά στο λήπτη, είτε

Β.  να καταγγείλει τη σύμβαση προκαλώντας τη λύση της και έτσι να απαλλαγεί, αμέσως μετά τη συντέλεση της καταγγελίας, από την υποχρέωσή του για την καταβολή του ασφαλίσματος.

 

Τα δικαιώματα αυτά παρέχονται στον ασφαλιστή ανεξαρτήτως αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της από δόλο μη δήλωσης και της επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, δηλαδή δεν έχει σημασία αν η από δόλο μη ανακοίνωση ή καταφανώς ελλιπής απάντηση σε γραπτές ερωτήσεις του ασφαλιστή συνέχονται με τον ασφαλισμένο κίνδυνο, αφού η σύνδεση της ασφαλιστικής περίπτωσης με το συγκεκριμένο ασφαλιστικό βάρος δεν ανάγεται σε προϋπόθεση για την απαλλαγή τού ασφαλιστή (ΑΠ 720/2007).

Σε περίπτωση που η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν την εκ μέρους του ασφαλιστή γνώση της παράβασης, πρέπει κατ” αναλογική εφαρμογή των άνω διατάξεων να γίνει δεκτό, ότι ο τελευταίος απαλλάσσεται, μάλιστα δε αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, από την υποχρέωση του προς καταβολή του ασφαλίσματος (ΑΠ 1982/2017, ΑΠ 627/2016, ΑΠ 170/2015). Βασική όμως προϋπόθεση είναι ότι το αποκρυβέν περιστατικό ή στοιχείο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου από τον ασφαλιστή, ασχέτως του αν επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης ή στην έκταση της ζημίας που προκλήθηκε. Επομένως, δεν δίνει στον ασφαλιστή το δικαίωμα καταγγελίας οποιαδήποτε απόκρυψη, αλλά μόνο εκείνου του γεγονότος που θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε μη κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης ή στην κατάρτισή της με διαφορετικούς όρους (ΑΠ 70/2015, ΑΠ 1093/2010).

 Το ουσιώδες δεν κρίνεται υποκειμενικά κατά τις αντιλήψεις του συγκεκριμένου ασφαλιστή, αλλά αντικειμενικά σύμφωνα με τις αρχές της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής τεχνικής. Είναι δε ουσιώδες το περιστατικό αυτό, όταν συμβάλλει στην ορθή εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή της δυνατότητας να επέλθει η οικονομική ανάγκη που καλύπτει η ασφάλιση, πράγμα το οποίο στη συνέχεια είναι αναγκαίο για τον καθορισμό ενός δίκαιου ασφαλίστρου ή για τον περιορισμό της ζημίας (ΑΠ 1047/2019, ΑΠ 529/2018, ΑΠ 1759/2017, ΑΠ 627/2016).

 

 

ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

 

Ωστόσο, το εν λόγω δικαίωμα για καταγγελία υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία, αφού ο ασφαλιστής δικαιούται να προβεί στην καταγγελία μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Ευνόητο είναι ότι μετά την άπρακτη πάροδο αυτής της προθεσμίας ο ασφαλιστής τεκμαίρεται αμάχητα ότι εμμένει στη σύμβαση.

 

ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΟΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΣ  ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

(559 αριθμ. 1 & 19 του ΚΠολΔ)

 

Εν προκειμένω ο αποβιώσας ασφαλισμένος κατά την υποβολή της αίτησης για σύναψη του ασφαλιστικού συμβολαίου και συμπλήρωσης του ερωτηματολογίου υγείας, απέκρυψε δολίως στα ερωτήματα με αριθμ. 1 την πραγματική κατάσταση της υγείας του. Ο δε θάνατος του συνδέεται αιτιωδώς με τις ως άνω καρδιολογικής φύσης παθήσεις του, όπως αποδεικνύεται από την με αριθμ. πρωτ. ….02.2013 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Π. Μ., παρά τα όσα αναληθώς ισχυρίζεται ο μάρτυρας, Ι. Α., ο οποίος κατέθεσε ενόρκως, ενώπιον της- συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Κ., ότι ο αποβιώσας μετά τη θεραπεία για την αρτηριακή υπέρταση δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα. Επομένως, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι όταν ο ασφαλισμένος, Λ. Π., υπέβαλε στην εναγομένη τις προρρηθείσες αιτήσεις του (προτάσεις) για την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων ασφάλισης, γνώριζε όλα τα σχετικά με το ιατρικό του ιστορικό στοιχεία, τα οποία αντικειμενικά ερευνώμενα και εκτιμώμενα ως σύνολο τυγχάνουν ουσιώδη, υπό την έννοια ότι ήταν ικανά να επηρεάσουν την κατάρτιση των συγκεκριμένων συμβάσεων ασφάλισης ή το περιεχόμενο των όρων τους, δοθέντος του ότι εάν η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία τα γνώριζε, είτε δεν θα κατήρτιζε καθόλου τη σύμβαση, είτε ενδεχομένως θα είχε συμφωνήσει διαφορετικούς όρους, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο του με αριθμ. … ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι: “Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος έχει απαντήσει θετικά σε ερώτηση του ιατρικού ερωτηματολογίου που περιλαμβάνεται στην αίτηση ασφάλισης … τότε η ασφάλιση περιορίζεται στην κάλυψη θανάτου ή μόνιμης ολικής ανικανότητας για εργασία από ατύχημα”. Η ως άνω δε κρίση επιβεβαιώνεται εμμέσως και από το περιεχόμενο των αιτήσεών του, στις οποίες αναγράφεται ότι “σε περίπτωση που απαντήσετε “ναι” (σ.σ. στο ιατρικό ερωτηματολόγιο) παρακαλούμε να δώσετε περισσότερες λεπτομέρειες, όπως ημερομηνίες διάρκεια – σημερινή κατάσταση υγείας, καθώς και ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις ιατρών και νοσοκομείων ή κλινικών”. Επομένως, δεδομένου ότι η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε πριν από την εκ μέρους της εναγομένης γνώση της παράβασης από τον ασφαλισμένο της του προαναφερόμενου ασφαλιστικού βάρους, αναλογικά εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. β’ του ν. 2496/1997, αυτή απαλλάσσεται και μάλιστα αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις προσκομιζόμενες πρώτη φορά ενώπιων του παρόντος Δικαστηρίου ιατρικές γνωματεύσεις των ιατρών καρδιολόγων Δ. Τ. και Γ. Μ.. Ως. Η περιεχόμενη (πλεοναστικώς) στην προσβαλλόμενη απόφαση κρίση ότι ο θάνατος του ασφαλισμένου συνδέεται αιτιωδώς με τις προϋπάρχουσες παθήσεις είναι αδιάφορη για την εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. 6 του Ν. 2496/1997 και δεν επέδρασε στη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο στηρίχθηκε αποκλειστικά στη σκόπιμη αποσιώπηση των κρίσιμων για την εκτίμηση του ασφαλιζόμενου κινδύνου στοιχείων, δηλαδή των παθήσεων από τις οποίες έπασχε ο ασφαλισμένος, οπότε η ειδικότερη αιτίαση περί εσφαλμένης συσχέτισης της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης αλυσιτελώς προβάλλεται. Οι λοιπές αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε ορθά τα προσκομισθέντα έγγραφα και μαρτυρικές καταθέσεις, τα οποία αποδείκνυαν ότι ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο κατάρτισης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ήταν απόλυτα υγιής, είναι απαράδεκτες καθόσον υπό το πρόσχημα της από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων στοιχείων για τη θεμελίωση του άνω λόγου απαλλαγής της αναιρεσίβλητης από την καταβολή του ασφαλίσματος στη δανείστρια τράπεζα. Κατ’ ακολουθίαν αυτών οι λόγοι αναίρεσης πρώτος, δεύτερος και τρίτος, με τους οποίους υπό την επίκληση των παραπάνω αιτιάσεων αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΟΣ Ο ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

(559 αριθμ. 11 περ. γ΄ του ΚΠολΔ)

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν στη δευτεροβάθμια δίκη προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι ο ασφαλισμένος ήταν απόλυτα υγιής κατά το χρόνο κατάρτισης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων α) το υπ’ αριθ. … συνταγολόγιο β) το υπό στοιχείο …/11-12-20-13 έγγραφο του ΕΟΠΠΥ γ) τις από 15/7/2011 και από 15/11/2011 βιοχημικές εξετάσεις δ) την υπ’ αριθ. …27-5- 2015ένορκη κατάθεση του Ε. Π. ε) την υπ’ αριθ. …-5- 2015 ένορκη κατάθεση του Ι. Α. στ) την από 25-4-2018 γνωμοδότηση του καρδιολόγου Γ. Μ. και ζ) την από 30-4-2018 ιατρική γνωμάτευση του επεμβατικού καρδιολόγου Δ. Τ.. Ο λόγος αυτός από το άρθρο 559 αριθ. 11γ’ ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, διότι από τη ρητή αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις των παραπάνω μαρτύρων, αλλά και από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, όπου ορισμένα μάλιστα από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αναλύονται και σχολιάζονται ιδιαιτέρως, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και τα προαναφερόμενα.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΟΣ Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

(559 αριθμ. 20 του ΚΠολΔ)

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο έβδομος λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι το Εφετείο ανέγνωσε εσφαλμένα την από 11-3-2013 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Π. Σ., στην οποία αναφέρεται ότι ” ο αποβιώσας Λ. Π. έπασχε από το έτος 2006 περίπου από αρτηριακή υπέρταση και δυσλιπιδαιμία και εξ αυτού του λόγου ακολουθούσε συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή…” είναι αβάσιμος διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το να δεχθεί ότι ο άνω ασφαλισμένος είχε διαγνωσμένες νόσους από το έτος 2006 απέδωσε το αληθές περιεχόμενο στο άνω έγγραφο, το οποίο συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από αυτό που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΟΣ Ο ΟΓΔΟΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

(559 αριθμ. 1 περ. β΄ του ΚΠολΔ)

 

Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι κατά την εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. 6 Ν. 2496/1997 παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας διότι δέχεται ότι ο ασφαλισμένος είχε διαγνωσμένες νόσους ενώ αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε συνταγογράφηση φαρμάκων στο βιβλιάριο του ασφαλισμένου έως το 2011 και τα παραπεμπτικά σημειώματα για ιατρικές εξετάσεις το έτος 2006 αφορούσαν έλεγχο προς διερεύνηση κάποιας πάθησης. Ο λόγος αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος διότι τα ανωτέρω δεν αποτελούν διδάγματα της κοινής πείρας που χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, αλλά ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ).

 

Απόφ. ΑΠ….

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ Ο ΣΟΛΩΝBANNER-LINKEDIN

Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας