facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Γνωμοδότηση Χ. Π. Παμπούκη & Γ.Σ. Νικολαϊδη Σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης των μελών της «οικογένειας» θανόντος αλλοδαπού υπηκόου σε εργατικό ατύχημα στην Ελλάδα ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2008 ΣΕΛ.11

Γνωμοδότηση Χ. Π. Παμπούκη & Γ.Σ. Νικολαϊδη Σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης των μελών της «οικογένειας» θανόντος αλλοδαπού υπηκόου σε εργατικό ατύχημα στην Ελλάδα ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2008 ΣΕΛ.11

Διάγραμμα
Ι. Ιστορικό & Ερωτήματα
ΙΙ. Απαντήσεις
1. Στο πρώτο ερώτημα: Η οφειλή χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη ρυθμίζεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, οι δικαιούχοι δε αυτής από το αλβανικό
2. Στο δεύτερο ερώτημα: Μέσω της διαδικασίας της προσαρμογής στην οικογένεια του θανόντος κατά το αλβανικό δίκαιο, τα μέλη της οποίας δικαιούνται κατά τις προϋποθέσεις του ελληνικού δικαίου χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης τους (την οποία δεν προβλέπει το αλβανικό δίκαιο), οπωσδήποτε ανήκουν η σύζυγος και το ανήλικο τέκνο του και οπωσδήποτε δεν ανήκουν τα αδέλφια, ο πεθερός και η πεθερά του, ενώ η μητέρα του θανόντος μάλλον πρέπει να θεωρηθεί μέλος της οικογένειάς του
3. Στο τρίτο ερώτημα: Η συμβίωση με τον θανόντα ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κρίση της οφειλής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, σύμφωνα με το εφαρμοστέο αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο σχετικά με πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη της στενής τουλάχιστον οικογένειας του θανόντος
III. Σύνοψη των απαντήσεων

Ι. Ιστορικό & Ερωτήματα
1. Τέθηκαν υπόψη μας τα ακόλουθα:
α) Σύντομο ιστορικό της δικηγόρου Μ. Δ.
β) Η υπ&αριθμ. 1888/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. 
γ) Η νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου της 25/05/07 με αρ. πρωτ. 347 και θέμα «Δικαιούχοι αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης κατά το Αλβανικό δίκαιο».
δ) Η απάντηση της 01/06/07 του Αλβανού καθηγητή Κ.Γ. της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Τιράνων επί ερωτήματος για τη ρύθμιση του αλβανικού δικαίου στο ζήτημα της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου προσώπου.
2. Από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής: 
α) Εργάτης αλβανικής ιθαγένειας πέθανε σε εργατικό ατύχημα στην Ελλάδα κατά την εκπλήρωση σύμβασης εργασίας που εκτελείτο στην Ελλάδα. 
β) Η χήρα του θανόντος (που διέμενε στην Ελλάδα, προφανώς μαζί με τον θανόντα) για λογαριασμό της και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνο τους, η φερόμενη ως μητέρα του θανόντος (που διέμενε στην Αλβανία), ο πεθερός και η πεθερά του (που διέμεναν στην Αλβανία), καθώς και έξι άτομα (που επίσης διέμεναν στην Αλβανία) φερόμενα ως αδελφοί του (όλοι οι παραπάνω αλβανικής ιθαγένειας) άσκησαν αγωγή στα ελληνικά δικαστήρια, ζητώντας μεταξύ άλλων χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω αυτού του θανάτου.
γ) Η ΕφΑθ 1888/2007 στη συγκεκριμένη υπόθεση έκρινε ότι, για να προσδιοριστεί ποια από τα παραπάνω πρόσωπα δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης εξαιτίας του θανάτου αυτού, εφαρμοστέο είναι το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο. Κρίθηκε χαρακτηριστικά από το δικαστήριο ότι (φύλλο 7/σελ I, II, φύλλο 8/ σελ I, έμφαση δική μας): 
«Με την προαναφερθείσα διάταξη (άρθρο 26 ΑΚ), δεν λύνονται όλα τα θέματα διότι υπάρχουν προκριματικές έννομες σχέσεις, που επιβάλλουν την ένταξή τους σε άλλον κανόνα δικαίου. Τα προκρίματα ρυθμίζονται συνήθως από τον οικείο κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που τα καλύπτει, και όχι από το άρθρο 26 ΑΚ, όπως είναι το θέμα, ποια πρόσωπα ανήκουν στην οικογένεια του θανόντος (άρθρο 932 ΑΚ), για να δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, το ζήτημα, αν οι γονείς, ο αδελφός ο πενθερός και η πενθερά του θανατωθέντος, ανήκουν στην οικογένεια του, θα κριθεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο, που υποδεικνύεται από τη διάταξη του άρθρου 18 του ΑΚ, δηλαδή αν τόσο ο θανατωθείς, όσο και τα πρόσωπα που έχουν αλβανική ιθαγένεια, ανήκουν στην οικογένεια του τελευταίου (πρβλ. ΑΠ 356/2002 Δνη 44, 169 ΕφΑθ 4067/2002, Δνη 2003, 219, ΕφΑθ 824/2000, Δνη 20042,479)&το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο, ρυθμίζει το θέμα των προσώπων που δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, για ψυχική οδύνη, από το θάνατο προσώπου» 
δ) Ενόψει της παραπάνω κρίσης της η ΕφΑθ 1888/2007 και δεδομένου πως το δικαστήριο τόνισε πως δεν γνωρίζει τις σχετικές ρυθμίσεις του αλβανικού δικαίου για την έννοια της «οικογένειας», τα μέλη της οποίας δικαιούνται καταρχήν χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης, διετάχθη η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να (φύλλο 8/σελ II και φύλλο 9/ σελ I):
«προσκομιστεί, με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, από την οποία προκύπτει και σύμφωνα με το αλβανικό δίκαιο, του οποίου να προσκομιστούν και οι σχετικές διατάξεις, ποια πρόσωπα ανήκουν στην οικογένεια του θανόντος από αδικοπραξία και δικαιούνται να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, από το θάνατο προσώπου, και ειδικότερα, αν στους δικαιούμενους εκ της ανωτέρω αιτίας περιλαμβάνονται, η σύζυγος, τα τέκνα, οι γονείς και οι αδελφοί του θανόντος, καθώς και οι εξ αγχιστείας συγγενείς αυτού, πενθερός και πενθερά» 
ε) Κατά το αλβανικό δίκαιο, σε περίπτωση θανάτου δικαίωμα ψυχικής οδύνης των συγγενών του θανόντος δεν αναγνωρίζεται από τον νόμο.
στ) Η σχετική διάταξη του αλβανικού αστικού κώδικα προβλέπει μόνο δικαίωμα αποζημίωσης περιουσιακής ζημίας λόγω του θανάτου προσώπου. Συγκεκριμένα το άρθρο 643 παρ. 1 του αλβανικού αστικού κώδικα ορίζει (έμφαση δική μας):
«Στην περίπτωση προκλήσεως θανάτου προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει: α) τα έξοδα διατροφής και διαβιώσεως των ανήλικων τέκνων του, της συζύγου του και των ανίκανων για εργασία γονέων που βάρυναν εν όλω ή εν μέρει τον θανόντα, καθώς και των προσώπων που συμβιώνουν με την οικογένεια του θανόντος και που έχουν έναντι αυτού δικαίωμα διατροφής β) τα απαραίτητα έξοδα για την κηδεία του θανόντος στο μέτρο που ανταποκρίνονται στην προσωπική και οικογενειακή του θέση… »

3. Ενόψει των ανωτέρω ζητήθηκε η γνώμη μας στα ακόλουθα ερωτήματα:
1. Τίθεται ζήτημα χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης κάποιων ή όλων από τα παραπάνω πρόσωπα (σύζυγος, τέκνα, γονείς και αδελφοί του θανόντος, καθώς και εξ αγχιστείας συγγενείς αυτού, πενθερός και πενθερά) στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο; Ειδικότερα, με βάση ποιο ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί εάν οι ενάγοντες στην παραπάνω αγωγή δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του εργάτη αλβανικής ιθαγένειας; Περαιτέρω, με βάση ποιο ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί ποιοι έχουν τέτοιο δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης;
2. Ανάλογα με την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, εφόσον κρίσιμη για τον προσδιορισμό των προσώπων που δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης για την ψυχική οδύνη είναι η έννοια της «οικογένειας» κατά το αλβανικό δίκαιο, ποια πρόσωπα την απαρτίζουν βάσει του αλβανικού δικαίου για τις ανάγκες εφαρμογής του δικαίου της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης, λαμβάνοντας υπόψη την απουσία ρύθμισης από το αλβανικό δίκαιο περί αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης των συγγενών γενικά του θανόντος, αλλά και τις διατάξεις του για τους δικαιούχους αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία σε περίπτωση θανάτου προσώπου; 
3. Ανάλογα με τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, ασκεί επίδραση στην κρίση αν κάποιο πρόσωπο αποτελεί μέλος της οικογένειας του θανόντος ή, σε κάθε περίπτωση, δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης κατά το εφαρμοστέο δίκαιο το γεγονός της συμβίωσής του ή μη με τον θανόντα; 

ΙΙ. Απαντήσεις
1. Στο πρώτο ερώτημα: Η οφειλή χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη ρυθμίζεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, οι δικαιούχοι δε αυτής από το αλβανικό

4. Σύμφωνα με την ΑΚ 26 στις ενοχές από αδίκημα (όπως και στις περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης, βλ. ΑΠ 3/2007, ΕφΑθ 1152/1986, ΕΕμπΔ 1986, 654, ΠολΠρωτΑθ 705/1974, ΝοΒ 1975, 527, Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2001, σελ. 248, Τενεκίδου & Φραγκοπούλου, Η αδικοπραξία κατά το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 1956, 93 – 132, Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, β έκδ, 1998, σελ 293 επ, άρα κατά μια γνώμη και στο εργατικό ατύχημα, ενώ κατά άλλη μάλλον κρατούσα γνώμη το εργατικό ατύχημα ρυθμίζεται από το δίκαιο της σύμβασης εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας συνέβη – lex laboris, βλ. σχετικά ΑΠ 6/1998, ΝοΒ 1999, 389 – 390, ΑΠ 1149/1994, ΔΕΕ 1995, 535, ΑΠ 57/1961, ΕΕμπΔ 1962, 100 & 101, Βρέλλη οπ, σελ. 224 και σημ. 38 ) εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του τόπου τέλεσής τους (βλ. Ολ. ΑΠ 14/1997, ΝοΒ 1998, 43, ΑΠ 1066/1999, ΕλλΔνη 1999, 1571, Ολ. ΑΠ 9/1995, ΝοΒ 1996, 487, Βρέλλη οπ, σελ. 244 επ, Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη οπ, ιδίως σελ 303). 
5. Ως τόπος τέλεσης του αδικήματος θεωρείται ο τόπος, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (βλ. Ολ. ΑΠ 14/1997, ΝοΒ 1998, 43, ΑΠ 1066/1999, ΕλλΔνη 1999, 1571, Ολ. ΑΠ 9/1995, ΝοΒ 1996, 487, Βρέλλη οπ, σελ. 245 – 246), όπως και ο τόπος όπου επήλθαν τα αποτελέσματά του (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 245 – 246, ιδίως για τη μικτή θεωρία και τη θεωρία του βαρύνοντος τόπου που επιλέγεται με βάση την αρχή της εγγύτητας, δηλαδή με βάση την ένταση των δεσμών που εμφανίζει μια αδικοπραξία με κάποιον από τους τόπους, Τενεκίδου & Φραγκοπούλου οπ, σελ. 64, ιδίως βλ. την ΠολΠρωτΑθ 11096/1982, ΕλλΔνη1983, 1252). Εάν κατά τα παραπάνω περισσότερα δίκαια διεκδικούν εφαρμογή (λόγω της πολλαπλότητας των τόπων τέλεσης του αδικήματος), το δικαίωμα επιλογής ανήκει στον αδικηθέντα (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 245 & 246, με περαιτέρω παραπομπές, ιδίως ΠολΠρωτΑθ 11096/1982 οπ). 
6. Κατά το δίκαιο του τόπου τέλεσης του αδικήματος κρίνεται μεταξύ άλλων και το ζήτημα του «ποιο είναι το είδος και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης (άρθρα 914, 297, 298 για την περιουσιακή ζημία και 932 για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου λόγω ψυχικής οδύνης)» (βλ. ΑΠ 3/2007, Ολ. ΑΠ 14/1997, ΝοΒ 1998, 43, ΑΠ 1066/1999, ΕλλΔνη 1999, 1571, Ολ. ΑΠ 9/1995, ΝοΒ 1996, 487, Βρέλλη οπ, σελ. 248, Κρητικό, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, γεκδ, 1998, παρ.1009, σελ 355). Κατά το ίδιο δίκαιο κρίνεται και «εάν, σε περίπτωση θανάτωσης του προσώπου τα μέλη της οικογενείας του έχουν ή όχι εξ ιδίου δικαίου προσωπική αξίωση κατά των υπόχρεων» (ΑΠ 3/2007, ΕφΑθ 322/2005, ΕλλΔνη 2006, 576, ΕφΑθ 4067/2002, ΕλλΔνη 2003, 219, ΕφΑθ 6824/2000, ΕλλΔνη 2001, 479, ΕφΠειρ 120/2004, ΕλλΔνη 2004, 877, ΜονΠρωτΛαρ 80/2000, ΕφΡόδου 190/2003, Κρητικό οπ, παρ.1008 επ, σελ 354 επ). 
7. Ταυτόχρονα βέβαια έκρινε ο Άρειος Πάγος για το ίδιο ακριβώς ζήτημα (ΑΠ 3/2007, έμφαση δική μας): 
«Δεν είναι όμως (η ΑΚ 26) η μόνη εφαρμοστέα διάταξη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Μπορεί να καταστεί αναγκαία η προσφυγή και σε άλλες διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Έτσι για την κρίση του θέματος εάν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 ΑΚ (ανάλογα δηλαδή εάν πρόκειται για σύζυγο ή τέκνα)». 
8. Προκειμένου να γίνει απόλυτα κατανοητή η παραπάνω ορθή κρίση του Αρείου Πάγου και να εξηγηθεί η παραπάνω υπό αρ. 2 γ κρίση της ΕφΑθ 1888/2007, απαιτείται η παράθεση ορισμένων βασικών στοιχείων της γενικής θεωρίας του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου: Όταν επιδιώκεται η ανεύρεση του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου για τη ρύθμιση μιας έννομης σχέσης με βάση τους κανόνες σύγκρουσης του forum, συχνά ανακύπτουν προδικαστικά ζητήματα ή προκρίματα. Πρόκριμα είναι μια σχέση, από την ύπαρξη ή ανυπαρξία της οποίας, από το κύρος ή την ελαττωματικότητά της, εξαρτάται η ύπαρξη ή ανυπαρξία, το κύρος ή η ελαττωματικότητα μιας άλλης σχέσης, της κύριας σχέσης, για τη ρύθμιση της οποίας ενδιαφερόμαστε (βλ. Μαριδάκη, Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, Γενικαί Αρχαί, β εκδ, 1967,§ 20, σελ. 289 επ Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2001, σελ. 103, Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικό Μέρος, § 25, σελ. 153 & 154). 
9. Από τη στιγμή που με βάση τους κανόνες σύγκρουσης του forum έχει βρεθεί το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο (lex causae) που θα ρυθμίσει μια σχέση, είναι δυνατόν στο ίδιο το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο να εμφανισθεί κάποιο πρόκριμα, δηλαδή κατά τα παραπάνω μια (έννομη) σχέση από την ύπαρξη της οποίας εξαρτάται η έννομη συνέπεια που απαγγέλει ο κανόνας της lex causae της κύριας σχέσης (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 104, Κρίσπη οπ, σελ. 154 επ.). Οπότε τίθεται το ζήτημα ποιο δίκαιο διέπει την έννομη σχέση του προκρίματος (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 104, Κρίσπη οπ, σελ. 155). 
10. Κατά τις πλέον κρατούσες θεωρίες (για τον σεβασμό κεκτημένων δικαιωμάτων, βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 105, Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη οπ, σελ 94 επ) το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του forum θα προσδιορίσει το ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο θα απαντήσει εάν υπάρχει ή όχι η συνιστώσα το πρόκριμα έννομη σχέση (θεωρία της lex fori, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το αίτημα της εσωτερικής αρμονίας & μια σχέση υφίσταται ή δεν υφίσταται στο forum είτε αντιμετωπίζεται ως κύρια σχέση είτε ως πρόκριμα, βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 105, Κρίσπη οπ, σελ. 172 επ), ενώ κατά τη θεωρία της lex causae το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει το πρόκριμα υποδεικνύεται από τους κανόνες σύγκρουσης του κράτους της lex causae της έννομης σχέσης, δηλαδή από το (ενδεχομένως και αλλοδαπό) ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους της lex causae (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 104, Κρίσπη οπ, σελ. 156 επ, προκειμένου να ικανοποιηθεί το αίτημα της διεθνούς αρμονίας, με την έννοια ότι η σχέση που συνιστά το πρόκριμα υφίσταται ή μη έναντι του forum ανάλογα με το εάν υφίσταται ή μη έναντι του κράτους του εφαρμοστέου δικαίου, βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 106), χωρίς αυτό να προσκρούει ειδικά στον χώρο των προκριμάτων στην απαγόρευση της αναπαραπομπής (renvoi) κατά την ΑΚ 32 (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 102, 104). 
11. Ενόψει των ανωτέρω πορισμάτων της γενικής θεωρίας του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για τα προκρίματα και σε σχέση με την παραπάνω κρίση της ΑΠ 3/2007 σημειώνουμε τα εξής: Σε ενοχές από αδίκημα εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του τόπου τέλεσης του αδικήματος. Το δίκαιο αυτό θα κρίνει εάν και ποιοί έχουν δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Εάν τόπος τέλεσης του αδικήματος είναι η Ελλάδα, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο της αδικοπραξίας και της αποζημίωσης.
12. Η λύση δεν διαφέρει εάν στο εργατικό ατύχημα εφαρμοσθεί το δίκαιο που υποδεικνύει η ΑΚ 25 ή οι διατάξεις του άρθρου 6 της σύμβασης της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, δηλαδή το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση εργασίας, το οποίο κατά κανόνα τόσο με βάση τη ΣυμβΡώμης όσο και την ΑΚ 25 είναι το δίκαιο του τόπου, όπου παρέχεται η εργασία (βλ. σχετικά Βρέλλη οπ, σελ. 219 & 226, Παπασιώπη-Πασιά, Το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο ελλείψει συμφωνίας των μερών κατά την Κοινοτική Σύμβαση του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές & Καταναλωτικές και εργατικές συμβάσεις, ΝοΒ 1992, σελ. 1344 επ, πρβλ Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη οπ, σελ 304-306 σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στη συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, όπου παρατηρείται πως, ακόμη και όταν εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της σύμβασης σε περίπτωση που συρρέει συμβατική με εξωσυμβατική ευθύνη, οι ιδιαιτερότητες της τελευταίας, όπως η χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης που δεν απαντάται στη συμβατική ευθύνη, θα κριθούν με βάση τους κανόνες σύγκρουσης του αδικήματος). Άρα, όταν η σύμβαση εργασίας εκτελείται στην Ελλάδα, εφαρμοστέο θα είναι πάλι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης. 
13. Επομένως, στα εργατικά ατυχήματα που τελούνται στην Ελλάδα βάσει συμβάσεων εργασίας που εκτελούνται στην Ελλάδα (είτε ως εφαρμοστέο κριθεί το δίκαιο του τόπου τέλεσης του αδικήματος είτε το δίκαιο της σύμβασης εργασίας και τελικά το δίκαιο του τόπου παροχής της εργασίας) το ποιοι έχουν δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης λόγω θανάτου ρυθμίζεται από το άρθρο 932 ΑΚ, που απονέμει τέτοιο δικαίωμα στα μέλη της «οικογένειας» του θανόντος. 
14. Η έννοια όμως της οικογένειας του θανόντος συνιστά πρόκριμα στην εφαρμοστέα lex causae, δηλαδή στον συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο οδηγούν οι κανόνες σύγκρουσης του forum. Η έννοια αυτή, άρα και ο προσδιορισμός των προσώπων που ανήκουν στην «οικογένεια» του θανόντος, αποτελεί νομική έννοια και όχι καθαρά πραγματικό γεγονός (βλ. Πατεράκη, Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, β εκδ, 2001, σελ. 297, Γεωργιάδη σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου άρθρο 932, αρ. 14-17, Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σελ. 837, Κρητικό οπ, παρ.953 επ, σελ 333 επ, βλ. και Ολ ΑΠ 762/1992, ΠοινΧρ ΜΒ, 665, Ολ. ΑΠ 21/2000, ΑΠ 319/2006, ΑΠ 731/2005, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ με αρ. 375008, όπου κρίθηκε: «Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διατάξεως, που απορρέει από το σκοπό της θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και, προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών, στοχεύει η διάταξη αυτή…»). Συνεπώς, η εξειδίκευσή της αόριστης κατά τα παραπάνω νομικής έννοιας θα γίνει, με βάση τη θεωρία της lex fori, σύμφωνα με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του forum, ενώ, με βάση τη θεωρία της lex causae, σύμφωνα με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους του εφαρμοστέου δικαίου στην κύρια σχέση. 
15. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τόπος τέλεσης του αδικήματος, ως τόπος όπου συνέβη το εργατικό ατύχημα που οδήγησε στο θάνατο του Αλβανού υπηκόου ή τόπος εκτέλεσης της σύμβασης εργασίας, ήταν η Ελλάδα (ως τόπος τέλεσης του αδικήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεχομένως και η Αλβανία, ως τόπος όπου έγινε αισθητή η ζημία από κάποιους ενάγοντες που διέμεναν εκεί). Εφόσον τα μέρη έχουν επιχειρηματολογήσει με βάση το ελληνικό δίκαιο, οπωσδήποτε εφαρμοστέο στην κύρια σχέση ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό. 
16. Συνεπώς, το εάν υφίσταται αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης των οικείων του θύματος κρίνεται με βάση το ελληνικό δίκαιο. Κατά την ΑΚ 932 εδ γ τέτοια αξίωση έχουν α) τα μέλη της «οικογένειας» του θανόντος, β) εφόσον αποδειχθεί ότι αποτελούν μέλη της οικογένειάς του και γ) επιπλέον εφόσον πράγματι αισθάνθηκαν οξύ ψυχικό πόνο λόγω του θανάτου, εξαιτίας του δεσμού που είχαν με τον θανόντα (βλ. Γεωργιάδη σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 932, αρ 9 επ, Κρητικό οπ, παρ 936, σελ 327, ιδίως βλ. ΑΠ 731/2005 οπ, όπου χαρακτηριστικά κρίθηκε «…η επιδίκαση της από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προυπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης…»). Για τα δύο τελευταία ζητήματα, ως κυρίως πραγματικά, δεν μπορούμε να εκφέρουμε γνώμη.
17. Όπως προαναφέρθηκε όμως η έννοια της οικογένειας του θανόντος, που συναντάται στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του κράτους της lex causae (εδώ του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου) και από τον προσδιορισμό της οποίας εξαρτάται το ποιοι από τους ενάγοντες έχουν δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης ψυχικής οδύνης (εφόσον εννοείται συντρέχουν και οι παραπάνω επισημανθείσες κυρίως πραγματικές προϋποθέσεις της ΑΚ 932 εδ. γ), είναι νομική έννοια. Ως τέτοια η «οικογένεια» του θανόντος (για την εφαρμογή των διατάξεων περί ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου) αποτελεί πρόκριμα του κανόνα της lex causae, που πρέπει να προσδιορισθεί από το δίκαιο.
18. Σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε, κατά τη θεωρία της lex fori σχετικά με τα προκρίματα στην εφαρμοστέα lex causae (παραπάνω αρ 10) το ποιοι αποτελούν μέλη της οικογένειας του θανόντος και δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης θα καθορισθεί με βάση το δίκαιο, που υποδεικνύει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του forum, στη συγκεκριμένη περίπτωση το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο. Άρα, κρίσιμοι είναι οι κανόνες των ΑΚ 13-14, 17-23 (βλ. Βρέλλη οπ, σελ 275 επ), που υποδεικνύουν κατά κανόνα ως εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο για τον προσδιορισμό των μελών της οικογένειας του θανόντος το δίκαιο της ιθαγένειας του θανόντος, που στη συγκεκριμένη περίπτωση τυχαίνει να είναι και δίκαιο της κοινής ιθαγένειας όλων (θανόντος και αιτούντων χρηματική ικανοποίηση), συνεπώς το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο. 
19. Κατά τη θεωρία της lex causae σχετικά με τα προκρίματα στην εφαρμοστέα lex causae (παραπάνω αρ. 10) το ποιοι αποτελούν μέλη της οικογένειας του θανόντος θα καθορισθεί με βάση το ουσιαστικό δίκαιο που υποδεικνύει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της lex causae, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, με βάση το ουσιαστικό δίκαιο που υποδεικνύει πάλι το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (αφού εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο στην κύρια σχέση της ενδεχόμενης οφειλής χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο). Άρα, τελικά το παραπάνω υπό αρ. 18 συμπέρασμα δεν ανατρέπεται.
20. Το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο τελικά ως δίκαιο της ιθαγένειας του θανόντος (αλλά και όλων των αιτούντων χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης) θα καθορίσει ποιοι αποτελούν μέλη της «οικογένειας» του θανόντος και δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του κατά την ΑΚ 932 (σύμφωνα και με την παραπάνω ορθή κρίση της ΑΠ 3/2007: «για την κρίση του θέματος εάν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 ΑΚ (ανάλογα δηλαδή εάν πρόκειται για σύζυγο ή τέκνα»), εφόσον εννοείται ο δεσμός συγγένειάς τους αποδεικνύεται, όπως και ο ψυχικός & πραγματικός δεσμός τους με τον θανόντα, ο οποίος δικαιολογεί τον οξύ ψυχικό πόνο που αισθάνθηκαν λόγω του θανάτου του και στηρίζει την αξίωσή τους για χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης αυτής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω υπό αρ. 16.
21. Η ορθότητα του παραπάνω συμπεράσματος ενισχύεται και από την ΕφΑθ 322/2005 (ΕλλΔνη 2006, 576, πρβλ. ΕφΑθ 4067/2002, ΕλλΔνη 2003, 219, ΕφΑθ 6824/2000, ΕλλΔνη 2001, 479, ΕφΠειρ 120/2004, ΕλλΔνη 2004, 877, ΜονΠρωτΛαρ 80/2000, ΕφΡόδου 190/2003), η οποία (ΕφΑθ 322/2005) σε όμοια υπόθεση θανάτωσης Αλβανού υπηκόου σε (αυτοκινητικό όμως) ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, δέχθηκε τα εξής (έμφαση δική μας): 
«Κατά τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, & οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.Επομένως, αν πρόκειται για αυτοκινητικό ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, συνεπεία του οποίου θανατώθηκε αλλοδαπός, τότε η έννομη σχέση διέπεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, βάσει του οποίου θα κριθούν, μεταξύ άλλων: ο κύκλος των προστατευομένων εννόμων αγαθών,το είδος της ευθύνης (υποκειμενική & αντικειμενική), οι συνέπειες του αδικήματος, η έκταση της αποζημιώσεως για την περιουσιακή ζημία (άρθρα 297, 298 ΑΚ), το πρόσωπο του δικαιούχου αυτής, το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση θεμελιώνεται και με ποιες προϋποθέσεις απαίτηση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης (αρθ. 932 εδ. α ΑΚ), ποιοι είναι οι δικαιούχοι αυτής, Όμως, η διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, δεν λύνει όλα τα θέματα, ιδίως όταν υπάρχουν προκριματικές έννομες σχέσεις, όπως στην περίπτωση που πρόκειται να κριθεί ποια πρόσωπα ανήκουν στην οικογένεια αυτού, ώστε να δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, οπότε θα εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 18 ΑΚ (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλΔ 38.1036),Εν προκειμένω, από το ένδικο τροχαίο ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, το θανατωθέν πρόσωπο, & ήταν αλβανικής ιθαγένειας και υπηκοότητας. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, στην κρινόμενη περίπτωση εφαρμοστέο είναι το Ελληνικό Δίκαιο, όσον αφορά στις προϋποθέσεις και στην έκταση της αποζημιώσεως λόγω θανατώσεως προσώπου, ενώ αναφορικά με τους δικαιούχους της αποζημιώσεως και της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης εφαρμοστέο δίκαιο είναι το Αλβανικό, ως εκ της αλβανικής ιθαγένειας και υπηκοότητας του θανόντος προσώπου».
22. Για τους λόγους αυτούς και η όμοια κρίση της ΕφΑθ 1888/2007 στη συγκεκριμένη διαφορά, που αφορά τα τεθέντα ερωτήματα και αναφέρθηκε παραπάνω υπό αρ. 2γ, είναι ορθή και έχει προφανώς την έννοια που ανωτέρω εξηγήθηκε.
23. Συμπέρασμα. Το εάν υφίσταται δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση θα κριθεί με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (ΑΚ 932 εδ γ) ως δίκαιο του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (αλλά και ως δίκαιο που διήπε τη συγκεκριμένη σύμβαση εργασίας). Τέτοιο δικαίωμα έχουν τα μέλη της «οικογένειας» του θανόντος κατά την ΑΚ 932 εδ γ. Το ποιοι εντάσσονται στα μέλη της οικογένειας του θανόντος συνιστά νομική έννοια, αποτελεί πρόκριμα του ουσιαστικού κανόνα δικαίου του κράτους του εφαρμοστέου δικαίου, από τη λύση του οποίου εξαρτάται η ρύθμιση της κύριας έννομης σχέσης (αν και ποιοι δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη) και θα καθορισθεί είτε με τη θεωρία της lex fori είτε με τη θεωρία της lex causae κατά το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο υποδεικνύεται ως εφαρμοστέο από το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο (το οποίο αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο είναι το δίκαιο της κοινής ιθαγένειας όλων των εμπλεκομένων), σχετικά με την έννοια της «οικογένειας», της οποίας τα μέλη δικαιούνται αποζημίωση για περιουσιακή ζημία και χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου προσώπου μέλους της «οικογένειας». 

2. Στο δεύτερο ερώτημα: Μέσω της διαδικασίας της προσαρμογής στην οικογένεια του θανόντος κατά το αλβανικό δίκαιο, τα μέλη της οποίας δικαιούνται κατά τις προϋποθέσεις του ελληνικού δικαίου χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης τους (την οποία δεν προβλέπει το αλβανικό δίκαιο), οπωσδήποτε ανήκουν η σύζυγος και το ανήλικο τέκνο του και οπωσδήποτε δεν ανήκουν τα αδέλφια, ο πεθερός και η πεθερά του, ενώ η μητέρα του θανόντος μάλλον πρέπει να θεωρηθεί μέλος της οικογένειάς του

24. Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό αναγκαίες είναι επίσης ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις από τη σκοπιά της γενικής θεωρίας του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Ενώ σκοπός του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι η δικαιότερη ρύθμιση σχέσεων με στοιχεία αλλοδαπότητας από ό,τι αν αυτές ρυθμίζονταν με βάση το ουσιαστικό δίκαιο του forum που εφαρμόζεται σε σχέσεις χωρίς στοιχεία αλλοδαπότητας, παρατηρείται κάποιες φορές η χρησιμοποίηση των κανόνων σύγκρουσης να οδηγεί σε πιο άδικα και μη παραδεκτά (τουλάχιστον στο σύνολό τους) αποτελέσματα ή στη δημιουργία καταστάσεων που φαίνονται αδιέξοδες ή των οποίων η αντιμετώπιση δεν είναι ευχερής (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 117, όπου ως παράδειγμα αναφέρεται η ρύθμιση της επιμέλειας του προσώπου εξώγαμου τέκνου που αναγνωρίστηκε, όταν το δίκαιο που διέπει τη σχέση του με τον εξώγαμο γεννήτορα, πχ. το δίκαιο της ιθαγένειας του πατέρα κατά την ΑΚ 20 αρ. 3, παρέχει μετά την αναγνώριση του τέκνου την επιμέλεια στον πατέρα, ενώ το δίκαιο που διέπει τις σχέσεις αυτού του τέκνου με τη μητέρα του, πχ το δίκαιο της ιθαγένειας της μητέρας κατά την ΑΚ 19 αρ. 3, εξακολουθεί και μετά την αναγνώριση να παρέχει την επιμέλεια στη μητέρα ή δεν θεωρεί έγκυρη την αναγνώριση & Ο Κρίσπης οπ, σελ. 347 & 349, ομιλεί για πραγματική αδυναμία εφαρμογής αλλοδαπής διάταξης, την οποία αντιδιαστέλλει προς τη νομική, με την τελευταία να αναφέρεται στην επιφύλαξη της δημόσιας τάξης).
25. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν τέτοιες αδιέξοδες καταστάσεις, που προκαλούνται λόγω της μη αρμονικής διάρθρωσης κανόνων, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές έννομες τάξεις, ο δικαστής του forum καλείται να «προσαρμόσει» τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου, αλλοιώνοντας επιτρεπτά το περιεχόμενό τους στη συγκεκριμένη περίπτωση («προσαρμογή», βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 118-119). Η προσαρμογή θα γίνει με την κατάλληλη ερμηνεία του αλλοδαπού δικαίου (σύμφωνα με τις δικές του αρχές ερμηνείας και το πνεύμα του, αλλά και τις γενικά παραδεκτές αρχές ερμηνείας του δικαίου, βλ. Μαριδάκη οπ, σελ. 326 & 327, Βρέλλη οπ, σελ. 112-113, Ψωμά οπ, ΕλλΔνη 2001, σελ. 627-628, Ευρυγένη, Η Εφαρμογή του Αλλοδαπού Δικαίου, 1956, §73, σελ. 195-197, Κρίσπη οπ, σελ. 346 & 347, ΑΠ 1375/1994, ΕλλΔνη 1996, 623-624) ή ενδεχομένως και με την υποκατάσταση της lex fori στη θέση ξένης ρύθμισης (ως τελευταίας επιλογής για λόγους σεβασμού του αλλοδαπού δικαίου, που κρίνεται εφαρμοστέο βάσει των κανόνων σύγκρουσης του forum, και επίτευξης κατά το δυνατόν διεθνούς αρμονίας των λύσεων, βλ Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη οπ, σελ 4, Ευρυγένη, Η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου, 1956, σελ. 1 επ, πρβλ Μαριδάκη οπ, σελ. 346 & 347), εφόσον η ξένη ρύθμιση δεν μπορεί να εφαρμοσθεί (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 119, πρβλ Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη οπ, σελ 11 για τα κενά του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και την πλήρωσή τους με αναλογία νόμου ή δικαίου). Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί και η έννοια και λειτουργία της δημόσιας τάξης κατά την ΑΚ 33 (βλ. Βρέλλη οπ, σελ. 119, Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη οπ, σελ 78 επ). Σημειώνουμε όμως πως η υποκατάσταση της lex fori στη θέση της ξένης ρύθμισης, ενδεχομένως μέσω της αξιοποίησης της ΑΚ 33, θα είναι δυνατή, μόνο εάν και στην έκταση που η ξένη ρύθμιση, αφού διαπιστωθεί το περιεχόμενό της, κριθεί αντίθετη στην ελληνική διεθνή δημόσια τάξη (βλ. ιδίως ΕφΘρ 21/1988, Αρμ. 1988, 600, ΠολΠρωτ Βόλου 10/1999, δημοσιευμένη στη Νόμος με αρ. 273162) 
26. Κατά τον Κρίσπη μάλιστα (οπ, σελ. 349) σε τέτοιες αδιέξοδες καταρχάς καταστάσεις ο δικαστής του forum οφείλει να ρυθμίζει τη σχέση με δίκαιη κρίση (ex aequo et bono), τηρώντας κατά το δυνατόν το πνεύμα της lex causae. Παρόμοια κατά τον Μαριδάκη {οπ, σελ. 330 & 331, με παραπομπές σε παραδείγματα ιδίως στην κλασική μελέτη του Rabel σε RabelsZ 5 (1931), σελ. 286, έμφαση δική μας]:
«Το κατά τους κανόνας ιδ. δ. δ. εφαρμοστέον αλλοδαπόν δίκαιον ενδέχεται να τάσση προϋποθέσεις εφαρμογής μη δυναμένας να υπάρξουν έξω της αλλοδαπής Πολιτείας. Ο δικαστής, παρά ταύτα, δεν θα εγκαταλείψη τήν σχέσιν αρρύθμιστον, αλλά θα την ρυθμίση κατά τό καθολικόν πνεύμα υπό τό οποίον η αλλοδαπή Πολιτεία ρυθμίζει το σχετικόν θεσμόν». 
27. Στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να τίθεται τέτοια ανάγκη «προσαρμογής». Διότι, ενώ σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το εάν οφείλεται χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης των μελών της «οικογένειας» του θανόντος κρίνεται με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και τέτοια χρηματική ικανοποίηση οφείλεται κατά την ΑΚ 932 εδ γ, το ποιοι αποτελούν μέλη της οικογένειας του θανόντος (ώστε να δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη) διέπεται από το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο, όπως ορθά έκρινε και η ΕφΑθ 1888/2007 (παραπάνω υπό αρ. 2γ). Το τελευταίο όμως δεν αναγνωρίζει δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης στα μέλη της οικογένειας του θανόντος και συνεπώς δεν ορίζει ποιοι την αποτελούν για τις ανάγκες εφαρμογής των διατάξεων περί χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη.
28. Ταυτόχρονα, το αλβανικό δίκαιο δεν απαγορεύει τη χορήγηση χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη (απλά δεν την προβλέπει) ούτε είναι αδύνατο κατά αυτό να προσδιορισθεί η έννοια της «οικογένειας» του θανόντος για τις ανάγκες του δικαίου της αποζημίωσης λόγω θανάτου προσώπου, όπως θα καταστεί σαφές από την ανάλυση που ακολουθεί. Συνεπώς, η σχετική ρύθμιση του αλβανικού δικαίου δεν μπορεί ολικά να παραμερισθεί {όπως θα μπορούσε να συμβεί, εάν το αλβανικό δίκαιο απαγόρευε πλήρως το δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη και κρινόταν πως η ρύθμιση αυτή, τουλάχιστον για τον στενό πυρήνα της οικογένειας του θανόντος, είναι αντίθετη στην ελληνική διεθνή δημόσια τάξη κατά την ΑΚ 33 (βλ. Μαριδάκη οπ, σελ. 346 & 347 και ιδίως παρακάτω υπό αρ. 39-40), ή εάν κατά το αλβανικό δίκαιο ήταν αδύνατο να προσδιορισθεί η έννοια της «οικογένειας» του θανόντος για τις ανάγκες εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης & Βλ. ιδίως ad hoc την ΕφΘρ 21/1988, Αρμ. 1988, 600, κατά την οποία σε θανατηφόρο αυτοκινητικό ατύχημα στην Ελλάδα με θύμα Ρουμανικής υπηκοότητας εφαρμοστέο ήταν το ρουμανικό ουσιαστικό δίκαιο για την εξεύρεση των δικαιούχων χρηματικής ικανοποίησης & το ρουμανικό Σύνταγμα όμως απαγόρευε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για μη περιουσιακή ζημία & μάλιστα το Ανώτατο Ρουμανικό δικαστήριο είχε κηρύξει αντισυνταγματικές διατάξεις κοινών νόμων που χορηγούσαν δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης, ως αντίθετες στις αρχές τις σοσιαλιστικής νομοθεσίας & για αυτό και το ελληνικό δικαστήριο έκρινε τη σχετική αλλοδαπή ρύθμιση αντίθετη στην ελληνική διεθνή δημόσια τάξη & πρβλ και ΠολΠρωτ Βόλου 10/1999, δημοσιευμένη στη Νόμος με αρ. 273162]. 
29. Συνεπώς, οι σχετικές ρυθμίσεις του αλβανικού ουσιαστικού δικαίου για το ποιοι αποτελούν μέλη της οικογένειας του θανόντος σε θέματα λήψης αποζημίωσης περιουσιακής ζημίας λόγω του θανάτου συγγενούς προσώπου θα πρέπει να ληφθούν κατά το δυνατόν υπόψη και να καταβληθεί προσπάθεια ερμηνείας τους με τις αρχές ερμηνείας και το πνεύμα του αλβανικού δικαίου, αλλά και τις γενικές αρχές ερμηνείας του δικαίου, που προφανώς υιοθετούνται από όλα τα δίκαια (όπως π.χ. η γραμματική ερμηνεία ή η αναλογία ως μέθοδος πλήρωσης κενών του δικαίου, βλ. Δωρή, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, Α τεύχος, 1991, σελ. 164 επ, 181 επ, Σούρλα, Μια εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, 1995, σελ. 144 επ, 191 επ, Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, β& εκδ, 1997, σελ 50 επ, 56 επ). O σκοπός αυτής της εργασίας θα είναι να προσδιορισθεί ποιοι κατά το ουσιαστικό αλβανικό δίκαιο (κατά το πνεύμα του τουλάχιστον) θα μπορούσαν να δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Το ερμηνευτικό πόρισμα δε, στο οποίο με την παραπάνω διαδικασία θα καταλήξουμε, μπορεί να ελεγχθεί στη διαδικασία της προσαρμογής κατά τα παραπάνω από τη σκοπιά της ελληνικής έννομης τάξης (πρβλ ΑΚ 33), έτσι ώστε να προσαρμοσθεί και να επιτευχθεί δίκαιη-επιεικής λύση της διαφοράς.
30. Ενόψει των παραπάνω παρατηρήσεων, για να προσδιορισθούν τα μέλη της «οικογένειας» του θανόντος κατά το αλβανικό δίκαιο, τα οποία δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης τους λόγω του θανάτου του οικείου τους κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (ΑΚ 932), πλέον δόκιμο φαίνεται να στηριχθεί κανείς στις αντίστοιχες διατάξεις του αλβανικού δικαίου για τους δικαιούχους αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου (αφού το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο δεν προβλέπει κατά τα προαναφερθέντα χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης), δηλαδή στο παραπάνω υπό αρ. 2 στ άρθρο 643 του αλβανικού αστικού κώδικα. Διότι αυτές είναι οι διατάξεις που ρυθμίζουν ζήτημα που ομοιάζει περισσότερο με το ερευνώμενο στην παρούσα
31. Δεν φαίνεται μάλιστα να αρκεί για την άντληση ασφαλών συμπερασμάτων η έρευνα του γενικού αλβανικού δικαίου της συγγένειας, αφού αυτό προφανώς προσδιορίζει τους δεσμούς συγγένειας και τον τρόπο ίδρυσής τους, όχι όμως την έννοια της οικογένειας, που τα μέλη της δικαιούνται αποζημίωση για περιουσιακή ζημιά ή χρηματική ικανοποίηση σε περίπτωση θανάτου οικείου. Τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι και στο πλαίσιο του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου της χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης, κατά την ΑΚ 932 (συγκριτικού δικαίου επιχείρημα, για την αξία του οποίου στη φάση εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου, όταν το επιτάσσουν οι κανόνες σύγκρουσης του forum, βλ Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη οπ, σελ 15), τα μέλη της «οικογένειας» του θανόντος, που δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, δεν προσδιορίζονται με αναφορά απλώς στις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου του Αστικού Κώδικα για τη συγγένεια, αλλά κυρίως με αναφορά στη διάταξη της ΑΚ 57 παρ. 1 εδ. β (βλ. Πατεράκη οπ, σελ. 292 επ, ιδίως σελ. 298 με αναλυτικές παραπομπές στις διάφορες θεωρητικές γνώμες, ιδίως Ζέπο, ΑΙΔ 1943, σελ. 314 επ, 357 επ, Λιτζερόπουλο, Θέμις ΝΑ, σελ. 659, Σούρλα σε ΕρμΑΚ, άρθρο 59, αρ. 17, Βαβούσκο, ΕΕΝ 22, σελ. 1278), κατά την οποία στην οικογένεια του θανόντος ανήκουν κατά κανόνα ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, τα αδέλφια και οι κληρονόμοι από διαθήκη (βλ αντί πολλών Καρακατσάνη σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 57, άρ.32).
32. Το συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξουμε από την παραπάνω απόπειρα ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 643 παρ. 1 του αλβανικού ΑΚ για το ποιοι αποτελούν μέλη της οικογένειας του θανόντος σχετικά με τη λήψη αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν λόγω του θανάτου του μπορεί να εφαρμοσθεί αναλογικά (η αναλογία αποτελεί γενικά παραδεκτή μέθοδο πλήρωσης κενών του δικαίου, βλ παραπάνω υπό αρ 28, υποθέτουμε λοιπόν ότι υιοθετείται και από το αλβανικό δίκαιο) και στο ερευνώμενο στην παρούσα ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης, το οποίο δεν ρυθμίζεται από το αλβανικό δίκαιο.
33. Σύμφωνα με την 643 παρ. 1 του αλβανικού ΑΚ, σε περίπτωση θανάτου προσώπου, αποζημίωση οφείλεται χωρίς άλλες προϋποθέσεις (εκτός από τη γενική προϋπόθεση ο θανών να βαρυνόταν με τα έξοδα διατροφής των προσώπων αυτών) (α) στα ανήλικα τέκνα του θανόντος και (β) στη σύζυγό του, ενώ με προϋποθέσεις (να είναι ανίκανοι προς εργασία) οφείλεται και (γ) στους γονείς του θανόντος. Για άλλα πρόσωπα, εκτός των προαναφερθέντων, η παραπάνω διάταξη του αλβανικού ΑΚ ορίζει πως μπορεί να οφείλεται αποζημίωση «των προσώπων που συμβιώνουν με την οικογένεια του θανόντος και που έχουν έναντι αυτού δικαίωμα διατροφής». Δηλαδή το αλβανικό δίκαιο φαίνεται να διακρίνει δυο κατηγορίες δικαιούχων: (α) Μέλη της οικογένειας, στα οποία ανήκουν τα ανήλικα τέκνα, η σύζυγος και με προϋποθέσεις οι γονείς του θανόντος, (β) άλλα πρόσωπα, στα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά προϋποθέσεις υποχρέωσης διατροφής και συμβίωσης. 
34. Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης (η γραμματική ερμηνεία του νόμου αποτελεί γενικά παραδεκτή μέθοδο ερμηνείας του με αναφορά σε κάθε δίκαιο, αλλά και γενικότερα σε κάθε κείμενο, βλ παραπάνω υπό αρ 29) συνάγεται πως στην «οικογένεια» του θανόντος ανήκουν τα ανήλικα τέκνα του και η σύζυγός του, υπό προϋποθέσεις δε οι γονείς του (να είναι ανίκανοι για εργασία), ενώ οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο αντιδιαστέλλεται προς την «οικογένεια» του θανόντος («καθώς και των προσώπων που συμβιώνουν με την οικογένεια του θανόντος και που έχουν έναντι αυτού δικαίωμα διατροφής»). 
35. Άρα, με τη χρήση του ερμηνευτικού επιχειρήματος εξ αντιδιαστολής (λογικό επιχείρημα, που αξιοποιείται σε κάθε προσπάθεια ερμηνείας κειμένου, βλ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές οπ, σελ. 54-55), στην «οικογένεια» του θανόντος κατά το αλβανικό δίκαιο για τους σκοπούς του ποιοι μπορούν να λάβουν αποζημίωση περιουσιακής ζημίας τους (έξοδα διατροφής και διαβίωσης) λόγω του θανάτου του οικείου τους δεν ανήκουν τρίτα πρόσωπα, πλην των ανηλίκων τέκνων, της συζύγου και των γονέων του θανόντος (εφόσον, τουλάχιστον για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, οι γονείς είναι ανίκανοι προς εργασία και διατρέφονταν από τον θανόντα). Τρίτα πρόσωπα, εκτός των παραπάνω μελών της οικογένειας του θανόντος, δικαιούνται αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν λόγω του θανάτου του προσώπου (έξοδα διατροφής και διαβίωσης) υπό πρόσθετες προϋποθέσεις, εφόσον δηλαδή συμβιώνουν με την οικογένεια του θανόντος και είχαν έναντι του θανόντος δικαίωμα διατροφής.
36. Αφού λοιπόν κατά την παραπάνω σαφή ρύθμιση του αλβανικού δικαίου οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, εκτός της συζύγου, των ανήλικων τέκνων και των ανίκανων για εργασία γονέων δεν θεωρείται πως ανήκει στην οικογένεια του θανόντος, ανεξάρτητα από το αν τελικά μπορεί να δικαιούται αποζημίωση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη λόγω του θανάτου του προσώπου (αν συμβίωνε με την οικογένεια του θανόντος και είχε δικαίωμα διατροφής έναντι αυτού), οποιοδήποτε τέτοιο τρίτο πρόσωπο δεν μπορεί να έχει αξίωση χρηματικής ικανοποίησης ψυχικής οδύνης λόγω του θανάτου κατά το πνεύμα τουλάχιστον του εφαρμοστέου αλβανικού ουσιαστικού δικαίου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω ιδίως υπό αρ. 33-35. Διότι αυτή χορηγείται μεν δυνάμει του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου της ψυχικής οδύνης, μόνο όμως στα μέλη της οικογένειας του θανόντος κατά το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο. 
37. Συνεπώς, τα αδέλφια του θανόντος, όπως και ο πεθερός και η πεθερά αυτού, δεν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του προσώπου, γιατί δεν αποτελούν μέλη της «οικογένειάς» του κατά το αλβανικό δίκαιο (το γράμμα και το πνεύμα του). 
38. Όσον αφορά τη μητέρα του θανόντος στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και η παραπάνω ρύθμιση του αλβανικού δικαίου της χορηγεί δικαίωμα αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία λόγω του θανάτου του γιου της (έξοδα διατροφής και διαβίωσης που βάρυναν τον θανόντα) μόνο αν η ίδια είναι ανίκανη προς εργασία και ο θανών βαρυνόταν με τη διατροφή της, εν τούτοις η ρύθμιση αυτή φαίνεται να τη συμπεριλαμβάνει στην έννοια της «οικογένειας» του θανόντος, αντιδιαστέλλοντάς τη προς οποιοδήποτε άλλο τρίτο πρόσωπο (το οποίο δικαιούται αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, μόνο αν επιπλέον συμβίωνε με την οικογένεια του θανόντος, έχοντας έναντι αυτού δικαίωμα διατροφής). Επομένως, μάλλον ορθότερο είναι να γίνει δεκτό πως η μητέρα του θανόντος εντάσσεται κατά το αλβανικό δίκαιο στην οικογένειά του και συνεπώς δικαιούται χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης της λόγω του θανάτου του, εφόσον ασφαλώς η σχέση συγγένειας και ο ψυχικός δεσμός της με τον θανόντα αποδειχθεί, όπως απαιτεί η ΑΚ 932, κατά τα προαναφερθέντα (ιδίως υπό αρ. 16). 
39. Το παραπάνω συμπέρασμα δεν προσκρούει στη συγκεκριμένη περίπτωση στις θεμελιώδεις ηθικές, οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, δηλαδή στη διεθνή δημόσια τάξη κατά την ΑΚ 33 (βλ. ΑΠ 1206/1982, ΝοΒ 1983, 1169, ΑΠ 985, 1982, ΝοΒ 1983, 999, Βρέλλη οπ, σελ. 120, Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικόν Μέρος, 1970, 360), ώστε η εφαρμογή του να πρέπει να αποκρουσθεί (βλ αντί πολλών Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παππασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη οπ., σελ 87). Διότι, ακόμη και εάν η λήψη χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη λόγω θανάτου μέλους της οικογένειας προσώπου θεωρείτο πως απηχεί θεμελιώδη αρχή της ελληνικής έννομης τάξης σχετικά με την προστασία του στενού πυρήνα της οικογένειας, εντασσόμενη στη διεθνή δημόσια τάξη κατά την ΑΚ 33 (πράγμα όχι ανεπίδεκτο αντιρρήσεων, βλ. π.χ. το γενικότερα υποστηριζόμενο πως η συνταγματική προστασία της οικογένειας κατά την 21 παρ.1 Σ δεν επιβάλλει πχ το θεσμό της νόμιμης μοίρας, γιατί ανήκει στην αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη η επιλογή των τρόπων προστασίας της οικογένειας, βλ σχετικά Σταθόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, ΕισαγΠαρ 1825-1845, αρ 7, Κασιμάτη, ΤοΣ 1981, 41), ασφαλώς η αρχή αυτή δεν μπορεί να περιλαμβάνει οποιαδήποτε πρόσωπα έχουν δεσμούς συγγένειας με τον θανόντα, αλλά μόνο τον στενό πυρήνα της οικογένειας, που απαρτίζει η σύζυγος, τα τέκνα και οι γονείς ενός προσώπου {βλ. Πατεράκη οπ, σελ. 292 επ, με αναλυτικές παραπομπές στη θεωρία για την έννοια της στενής οικογένειας σε αντιδιαστολή με τις έννοιες της ευρείας και της ευρύτατης οικογένειας- Είναι ευρέως αποδεκτή η διάκριση στενής οικογένειας και συγγένειας, συμφώνα με την οποία η οικογένεια αποτελείται από άτομα που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αίματος, γάμου, αναγνώρισης ή υιοθεσίας και διαμένουν διαρκώς κάτω από την ίδια στέγη (οίκος) σε αντιδιαστολή με την ευρεία έννοια της οικογένειας που στηρίζεται γενικά στη συγγένεια].
40. Αυτό αποδεικνύεται, σε συμφωνία με τη συνταγματική προστασία της οικογένειας (21 παρ 1 Σ), από το γεγονός ότι ο κοινός νομοθέτης αναγνωρίζει δικαίωμα νόμιμης μοίρας μόνο στη σύζυγο, τα τέκνα και τους γονείς του κληρονομούμενου (αν δεν υπάρχουν τέκνα) κατά τις ΑΚ 1825 επ (βλ Σταθόπουλο οπ, ΕισαγΠαρ 1825-1845, αρ 12) και όχι στα αδέλφια ή τον πεθερό ή την πεθερά του. Η δε αναγνώριση του δικαιώματος αυτού γίνεται για λόγους κυρίως προστασίας της οικογένειας {βλ αντί πολλών Σταθόπουλο οπ, ΕισαγΠαρ 1825-1845, αρ. 4 επ, ο οποίος ορθά παρατηρεί «Σκοπός του θεσμού της νόμιμης μοίρας είναι η προστασία των στενών συγγενών και του συζύγου των κληρονομουμένου και μέσω αυτής η προστασία του θεσμού της οικογένειας & ο δεσμός του αίματος, αλλά και η συναισθηματική επικοινωνία και σύνδεση που σφυρηλατείται με τη συμβίωση και την κοινή πορεία στην καθημερινή ζωή, που μπορεί να φθάνει έως την ένωση των τυχών των μελών της οικογένειας, δημιουργούν μεταξύ τους ηθικό καθήκον ψυχικής και υλικής συμπαράστασης (πρβλ και ΑΚ 1386, 1507). Κατά την κοινή αντίληψη τα πολύ κοντινά μας πρόσωπα (τέκνα, γονείς, σύζυγος) δικαιούνται ηθικά κατά κανόνα περισσότερο από τρίτους, ξένους κλπ, να έχουν συμμετοχή στη ζωή μας, άρα και στη μετά θάνατον περιουσία μας»].
41. Για τους λόγους αυτούς η ρύθμιση του αλβανικού δικαίου, όπως ερμηνεύεται για τις ανάγκες της in concreto προσαρμογής δεν προσκρούει, κατά τη γνώμη μας, στην ελληνική διεθνή δημόσια τάξη, σύμφωνα με την προηγηθείσα ανάλυση. Γιατί από το αλβανικό δίκαιο (το γράμμα και το πνεύμα του) συνάγεται ρύθμιση της υπό κρίση έννομης σχέσης κατά τα παραπάνω, που δεν προσκρούει στη συγκεκριμένη περίπτωση στις θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, κατά την ΑΚ 33. 
42. Συμπέρασμα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο (ελληνικό για τον προσδιορισμό εάν οφείλεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και αλβανικό για τον προσδιορισμό των μελών της «οικογένειας» του θανόντος, ως νομική έννοια που απαντά στην εφαρμοστέα lex causae, τα οποία μέλη δικαιούνται τέτοια χρηματική ικανοποίηση, μέσα από τη διαδικασία της προσαρμογής):
α) Οπωσδήποτε τέτοιο δικαίωμα έχουν το ανήλικο τέκνο και η σύζυγος του θανόντος Αλβανού υπηκόου που σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα στην Ελλάδα βάσει σύμβασης εργασίας, κατά την οποία η εργασία παρεχόταν στην Ελλάδα (εφόσον βέβαια συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της ΑΚ 932 που προαναφέρθηκαν, δηλαδή η απόδειξη της σχέσης συγγένειας και του δεσμού των μελών της οικογένειας με τον θανόντα, που δικαιολογεί την ψυχική οδύνη τους και τη λήψη χρηματικής ικανοποίησης).
β) Οπωσδήποτε τέτοιο δικαίωμα δεν έχουν τα αδέλφια, ο πεθερός και η πεθερά του θανόντος. 
γ) Η μητέρα του θανόντος κατά τη μάλλον ορθότερη γνώμη (και πιο σύμφωνη με τις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης) εντάσσεται στα μέλη της οικογένειας του θανόντος και έχει καταρχήν δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης της. 

3. Στο τρίτο ερώτημα: Η συμβίωση με τον θανόντα ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κρίση της οφειλής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, σύμφωνα με το εφαρμοστέο αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο, σχετικά με πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη της στενής τουλάχιστον οικογένειας του θανόντος

43. Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε το ζήτημα αν η συμβίωση ενός προσώπου με τον θανόντα συνιστά κρίσιμο στοιχείο, ώστε το πρόσωπο αυτό να αποτελεί μέλος της οικογένειας του θανόντος και να δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης ψυχικής οδύνης, κρίνεται από το αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν μέλη της οικογένειας του θανόντος (βάσει του άρθρου 643 του ΑλβΑΚ) είναι η σύζυγός του, τα ανήλικα τέκνα του και οι ανίκανοι προς εργασία γονείς του, χωρίς να απαιτείται επιπροσθέτως να συμβίωναν με τον θανόντα, όπως προκύπτει από το γράμμα της παραπάνω διάταξης του ΑλβΑΚ. Άλλα πρόσωπα δε (αδέλφια, πεθερός, πεθερά), ανεξάρτητα από το αν συμβίωναν με τον θανόντα, δεν αποτελούν μέλη της οικογένειάς του και δεν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης.
44. Ακόμη όμως και αν υποθέταμε πως κατά το εφαρμοστέο αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχοι αποζημίωσης και (αναλογικά) χρηματικής ικανοποίησης μπορούν να είναι και τρίτα πρόσωπα, αυτό θα ίσχυε σύμφωνα με το γράμμα της 643 παρ. 1 του ΑλβΑΚ, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση πως τα τρίτα αυτά πρόσωπα συμβίωναν με την οικογένεια του θανόντος, ώστε να δικαιολογείται ο έντονος ψυχικός δεσμός τους με τον θανόντα, η ψυχική οδύνη τους λόγω του θανάτου του και η ανάγκη χρηματικής ικανοποίησής της. Συγκεκριμένα, κατά το γράμμα της παραπάνω διάταξης του ΑλβΑΚ, για να δικαιούται οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο (εκτός της συζύγου, των ανήλικων τέκνων και των ανίκανων προς εργασία γονέων) αποζημίωση περιουσιακής ζημίας που υπέστη λόγω του θανάτου (έξοδα διατροφής και διαβίωσης), ακόμη και αν είχε δικαίωμα διατροφής έναντι του θανόντος, πρέπει επιπλέον να συμβίωνε με την οικογένεια του θανόντος. 
45. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση όσα τέθηκαν υπόψη μας (παραπάνω υπό αρ. 1 & 2), ο πεθερός, η πεθερά και τα φερόμενα ως αδέλφια του θανόντος δεν διέμεναν μαζί του (αφού ο θανών διέμενε στην Ελλάδα, οι λοιποί στην Αλβανία). Άρα, δεν συμβίωναν με το θανόντα και τον στενό πυρήνα της οικογενείας του. Και υπό αυτή την εκδοχή επομένως δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης ψυχικής οδύνης τους δεν φαίνεται να υφίσταται. 
46. Το συμπέρασμα αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τα κρατούντα στην ελληνική έννομη τάξη. Διότι και στο πλαίσιο της ερμηνείας της ΑΚ 932 εδ γ σε σχέσεις που δεν έχουν στοιχεία αλλοδαπότητας γίνεται δεκτό ναι μεν πως η συμβίωση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη ενός προσώπου στην «οικογένεια» άλλου όσον αφορά την εφαρμογή της ΑΚ 932 εδ. γ (ΑΠ 319/2006, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ με αρ. 399655, ΑΠ 731/2005 οπ), αλλά λαμβάνεται υπόψη τουλάχιστον για την απόδειξη του ψυχικού πόνου που υπέστη κάποιος λόγω του θανάτου άλλου (ο οποίος ψυχικός πόνος δικαιολογεί τη λήψη χρηματικής ικανοποίησης), όπως και για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης του, ιδίως αν το πρόσωπο δεν ανήκει στους στενούς συγγενείς του θανόντος (σύζυγος, τέκνα, γονείς, βλ. Πατεράκη οπ, σελ. 297 επ, Σταθόπουλο, ΓενΕνοχ οπ, σελ. 837 ΑΠ 185/1998, ΕλλΔνη 1998, 838, ΑΠ 1054/1998, ΕλλΔνη 1998, 1551, Ολ ΑΠ 762/1992, ΠοινΧρ ΜΒ 665, ΑΠ 1631/1990, ΝοΒ 1991, 612, ΕφΑθ 4420/1985, ΕλλΔνη 26, 960).

ΙΙΙ. Σύνοψη των απαντήσεων
47. Η ανάλυση που προηγήθηκε επιτρέπει τις εξής απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν:
1. Η οφειλή χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη ρυθμίζεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (ΑΚ 932 εδ. γ), οι δικαιούχοι δε αυτής από το αλβανικό (ιδίως Αλβ ΑΚ 643). Στη συγκεκριμένη περίπτωση τίθεται ζήτημα χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του προσώπου των μελών της «οικογένειάς» του. 
2. Μέσω της διαδικασίας της προσαρμογής στην οικογένεια του θανόντος κατά το αλβανικό δίκαιο, τα μέλη της οποίας δικαιούνται κατά τις προϋποθέσεις του ελληνικού δικαίου χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης τους (την οποία δεν προβλέπει το αλβανικό δίκαιο), οπωσδήποτε ανήκουν η σύζυγος και το ανήλικο τέκνο του και οπωσδήποτε δεν ανήκουν τα αδέλφια, ο πεθερός και η πεθερά. Η μητέρα του θανόντος (εφόσον αποδειχθεί η σχέση γονέα & τέκνου) μάλλον ορθότερο είναι να θεωρηθεί πως ανήκει κατά το εφαρμοστέο αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο στην οικογένειά του και δικαιούται χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης της, κατά τις προϋποθέσεις όμως του ελληνικού δικαίου (ΑΚ 932). 
3. Σε κάθε περίπτωση, κατά το εφαρμοστέο αλβανικό ουσιαστικό δίκαιο σχετικά με τους δικαιούχους χρηματικής ικανοποίησης ψυχικής οδύνης λόγω θανάτου προσώπου, τρίτα πρόσωπα (εκτός της συζύγου, των ανήλικων τέκνων και των ανίκανων προς εργασία γονέων του θανόντος), θα μπορούσαν να δικαιούνται τέτοια χρηματική ικανοποίηση, μόνο αν συμβίωναν με τον θανόντα και τον στενό πυρήνα της οικογένειάς του. 

Αθήνα 27/09/07

Οι γνωμοδοτούντες 


Χ. Π. Παμπούκης Γ. Σ. Νικολαϊδης
Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Μ.Δ. Αστικού, Εμπορικού,
Πανεπιστημίου Αθηνών Διεθνούς Δικαίου και 
Δικηγόρος Φιλοσοφίας του Δικαίου 
Πανεπιστημίου Αθηνών
Δικηγόρος