«ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.»
με Χρέωση του Ειδικού Λογαριασμού του Άρθρου 1 Ν. 128/1975
Καθεστώς Ειδικής Εκκαθάρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων
Τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως η αναιρεσίβλητη, δεν κηρύσσονται σε πτώχευση αλλά μπορεί να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την εποπτεύουσα αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Λόγω δε του διαφορετικού σκοπού ο οποίος επιδιώκεται με καθένα από τους παραπάνω θεσμούς της ειδικής εκκαθαρίσεως και της πτωχεύσεως συνισταμένου, επί μεν της πρώτης στην, με επίσπευση της εποπτεύουσας αρχής, ικανοποίηση, αποκλειστικώς δια της ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά του τελευταίου υφισταμένων απαιτήσεών τους, επί δε της δεύτερης στην, με πρωτοβουλία των πιστωτών, ικανοποίηση, όχι μόνο με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του πτωχού αλλά και με άλλα μέσα (σχέδιο αναδιοργάνωσης, σχέδιο εξυγίανσης αρ. 107 και 99 ΠτΚ) ικανοποίηση αυτών, είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή επί της ειδικής εκκαθαρίσεως του άρθρου 145 ν. 4261/14 μόνο των διατάξεων εκείνων του πτωχευτικού κώδικα οι οποίες δεν αντίκειται στον επιδιωκόμενο με αυτή (ειδική εκκαθάριση) σκοπό, όπως αυτός, διαγραφόμενος από το ως άνω άρθρο εξειδικεύεται με τον, κατά τη σχετική εξουσιοδότηση του άρθ. 68 ν.3601/2007 εγκριθέντα κανονισμό της Τράπεζας της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 25 ΠτΚ (ΑΠ 822/2015), οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτωχεύσεως, όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών, κατά του οφειλέτη προς εκπλήρωση ή ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών τους (έναρξη, συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκηση εκδίκαση ενδίκων μέσων κλπ), απαγγελλομένης της απολύτου ακυρότητας των κατά παράβαση της παραπάνω αναστολής επιχειρηθεισών πράξεων. Οι πιστωτές της εκκαθαρίσεως ταυτίζονται με τους πιστωτές της πτωχεύσεως, όπως αυτοί ορίζονται στην επίσης εφαρμοζόμενη επί της εκκαθαρίσεως πιστωτικού ιδρύματος διάταξη του άρθρου 21 ΠτΚ, και επομένως ως τέτοιοι (πιστωτές της εκκαθαρίσεως) θεωρούνται εκείνοι που διατηρούν κατά το χρόνο θέσεως του ιδρύματος στη διαδικασία της εκκαθαρίσεως, υπαρκτή, γεννημένη, δικαστικά επιδιώξιμη, ληξιπρόθεσμη ή μη απαίτηση σε βάρος του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. Από τη σαφή (γραμματική) διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι στις ρυθμίσεις αυτών εμπίπτουν μόνο οι πιστωτές (της εκκαθαρίσεως, εν προκειμένω), όχι, όμως και οι οφειλέτες αυτής, οι οποίοι και σε περίπτωση, που επιδιώκουν με αγωγή την αναγνώριση ανυπαρξίας ή μειωμένης οφειλής τους προς το υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα, δεν καθίστανται, εξ αυτού του γεγονότος, πιστωτές, από οφειλέτες του, αφού δεν μεταβάλλεται, εξ αιτίας αυτού, η έννομη, συμβατική, σχέση, που τους συνδέει με το υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα, ήτοι της δανειακής σύμβασης, με την οποίαν αυτοί έχουν συμβληθεί ως δανειολήπτες – οφειλέτες του (ΑΠ 22/2020). Σημειουμένου εδώ, προς ενίσχυση του ανωτέρω συμπεράσματος, ότι αν, πράγματι, ήθελε τούτο (δηλ. αναστολή όλων, ανεξαιρέτως, των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κλπ., συμπεριλαμβανομένων και αυτών των οφειλετών του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος) ο Νομοθέτης, θα συμπεριελάμβανε στις ρυθμίσεις των ανωτέρω διατάξεων και τις περιπτώσεις αυτές, που, ασφαλώς, τελούσαν σε γνώση του, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτές (ρυθμίσεις) τέθηκαν, ειδικά, για τη διαδικασία εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως, εν προκειμένω, είναι και το αναιρεσείον. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, ΕΠΕΡΧΟΝΤΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ: Η συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται ως άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του ιδρύματος, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση, ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών της εκκαθάρισης επί ενδίκως εγερθεισών αξιώσεών τους απαγορεύεται. Η έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. σε βάρος της τραπεζικής εταιρείας αναστέλλονται ομοίως. Σε περίπτωση που, παρά την απαγόρευση, ασκηθούν, εκ μέρους των πιστωτών, αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα, το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει να εκδώσει σχετική οριστική απόφαση και να κηρύξει απαράδεκτη τη συνέχιση της ανοιγείσας με την κρινόμενη αγωγή διαδικασίας. Αντιστοίχως άκυρες κρίνονται και όλες οι διενεργούμενες, παρά τη θέση του ιδρύματος σε εκκαθάριση, διαδικαστικές πράξεις. Σε τέτοια περίπτωση, το δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως, εφαρμόζοντας το αρθρ. 25 ΠτΚ και κηρύσσοντας απαράδεκτη είτε την συνέχιση της διαδικασίας είτε την συζήτηση των εισαγωγικών δικογράφων και ενδίκων μέσων. Συνεπώς, ΔΕΝ υποχρεούται ο ειδικός εκκαθαριστής να συμπεριλάβει σχετικό ισχυρισμό περί του απαραδέκτου της διαδικασίας και της συνέχισης της δίκης.
Επανακαθορισμός Οφειλών Αγροτών προς Πιστωτικά Ιδρύματα
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες εγκαθίδρυσαν υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από συμβάσεις ή πιστώσεις ώστε η εκάστοτε προς αυτά οφειλή να μην υπερβαίνει το τετραπλάσιο, τριπλάσιο ή διπλάσιο, κατά περίπτωση, του ληφθέντος κεφαλαίου κάθε δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων λογαριασμών του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, και όπως το ως άνω πολλαπλάσιο ορίστηκε με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του ν. 2.912/2001, σε συνδυασμό και με τη διάταξη της παρ. 12 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, προκύπτει ότι με το άρθρο 39 του ν. 3259/2004 βελτιώθηκαν οι ρυθμίσεις του ως άνω άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε, και περιορίστηκε μόνο το οριζόμενο, ως ανώτατο όριο, του τετραπλασίου της απαίτησης από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα, στο τριπλάσιο αυτής (και εξαιρετικά για τις οφειλές των αγροτών στο διπλάσιο), δεν καταργήθηκαν δε οι ως άνω διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού. Το ως άνω πολλαπλάσιο των απαιτήσεων, όπως αυτό ορίστηκε με την αρχική διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 και στη συνέχεια με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 2912/2001, εξακολουθεί να ισχύει παράλληλα με το ν. 3259/2004, διότι η διάταξη αυτή δεν έχει χρονικά όρια εφαρμογής και εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται αναλόγως κατά τα λοιπά και μετά τη νέα ρύθμιση του ν. 3259/2004, σύμφωνα με την παρ. 12 του ίδιου άρθρου 39 του νόμου αυτού (ΑΠ 1433/2015). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος της ex lege επιτασσόμενης προσαρμογής των οφειλών από τόκους. Επομένως η ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως και δεν απαιτείται για την ενεργοποίησή της κάποια άλλη προϋπόθεση και ειδικότερα η εμπρόθεσμη υποβολή αιτήσεως από τον οφειλέτη προς την Τράπεζα. Η προβλεπόμενη από την 2η παράγραφο του άρθρου 39 υποχρέωση των οφειλετών να υποβάλουν, μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, αίτηση “για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση” συνιστά προϋπόθεση για την υπαγωγή αυτών στη ρύθμιση (χρόνος αποπληρωμής 5-7 ετών σε ισόποσες δόσεις κ.λπ., αναστολή εκτελέσεως) και όχι προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της υποχρέωσης της Τράπεζας να επανακαθορίσει την οφειλή στα όρια που ο νόμος διαγράφει. Όπως προαναφέρθηκε, η αναπροσαρμογή της οφειλής χωρεί αυτοδικαίως και γι’ αυτό η 3η παράγραφος του άρθρου 39 ορίζει ως συνέπεια της παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας υποβολής της ανωτέρω αιτήσεως ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει δικαίωμα “να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω”, στο ύψος δηλαδή που κατά τα προαναφερόμενα αυτοδικαίως αναπροσαρμόσθηκε. Εξάλλου, οι ρυθμίσεις του άρθρου 39 ν. 3259/2004 είναι ευνοϊκότερες για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, έναντι των άλλων οφειλετών, για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους απέναντι στα πιστωτικά ιδρύματα, διότι στην παράγραφο 5 αυτού ορίζεται ότι, εφόσον ο οφειλέτης κατά το χρόνο κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων κ.λπ. με τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, για τον επανακαθορισμό της οφειλής του από τις συμβάσεις αυτές θα ληφθεί υπόψη ο συντελεστής 2 και όχι 3 και συγκεκριμένα η βάση του υπολογισμού της οφειλής του από τις δανειακές του συμβάσεις θα προκύψει από το άθροισμα του ποσού του ληφθέντος κεφαλαίου εκάστης, χωρίς να υπολογίζονται οφειλές από τόκους και έξοδα, το άθροισμα δε αυτό θα πολλαπλασιαστεί με συντελεστή 2 και ακολούθως από το γινόμενο που θα προκύψει θα αφαιρεθούν οι οποτεδήποτε γενόμενες καταβολές εκ μέρους του για να εξαχθεί η τελική οφειλή αυτού προς το πιστωτικό ίδρυμα. Ως αγρότες δε, θεωρούνται όχι μόνο τα φυσικά πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2520/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 13 του ν. 2601/1998, αλλά και τα νομικά πρόσωπα, που είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, άρα τόσο οι προσωπικές, όσο και οι κεφαλαιουχικές εταιρείες ή οι αγροτικοί συνεταιρισμοί κλπ. (Ολ ΑΠ 4/2014). Ωστόσο, η ανωτέρω προνομιακή ρύθμιση δεν καταλαμβάνει όλες ανεξαίρετα τις οφειλές των αγροτών προς τα πιστωτικά ιδρύματα αλλά μόνο εκείνες “που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως ισχύει“. Εξαιρέθηκαν δε ρητά από την υπαγωγή τους στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 όπως ισχύει (και επομένως δεν ισχύει γι’ αυτές η ευνοϊκή ρύθμιση της ανωτέρω παρ. 5) οι ακόλουθες οφειλές αγροτών: Α) Εκείνες για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμισή τους με ειδικούς όρους και εφόσον έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις, όπου αυτές απαιτούνται (παρ. 9 του άρθρου 30 ν. 2789/2000 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 5 ν. 2912/2001). Η εξαίρεση αυτή είναι άλλωστε συνεπής προς την παρ. 8 του ίδιου άρθρου κατά την οποία “Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός αν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος στον Άρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη… Κατ’ εξαίρεση, προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., που έχουν ρυθμισθεί με οποιονδήποτε τρόπο και οι ρυθμίσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος, παρέχεται η ευχέρεια στους οφειλέτες, με γραπτή δήλωσή τους προς την Τράπεζα, να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους στην παράγραφο 1 του παρόντος. Τo δικαίωμα της επιλογής πρέπει να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, διαφορετικά εξακολουθεί να ισχύει η ρύθμιση…” Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για την εφαρμογή της απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: (α) να πρόκειται για “επιχείρηση” στην έννοια της οποίας ασφαλώς υπάγονται και οι ατομικές παντός είδους επιχειρήσεις και συνεπώς και οι αγροτικές εφόσον ο νόμος δεν αναφέρεται ρητά σε λειτουργία της επιχείρησης με τη μορφή νομικού προσώπου, (β) να έχουν εκδοθεί ατομικές ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμιση των χρεών τους με ειδικούς όρους και (γ) να έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις. Β) Εκείνες, που δεν πληρούν την ακόλουθη χρονική προϋπόθεση, δηλαδή “οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί, ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31.11.2000…” Η ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 30 ν. 2789/2000 δεν καταλαμβάνει όλους γενικά και ανεξαίρετα τους οφειλέτες αλλά μόνον όσους συγκεντρώνουν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης και της καταγγελίας της ή το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό της οφειλής (για τους αγρότες) μέχρι το χρονικό διάστημα της 31-12-2000 (ΑΠ 69/2014, ΑΠ 143/2015). Το διάστημα αυτό δεν καθορίσθηκε τυχαία, αλλά μετά από τη στάθμιση των παραγόντων που διαμόρφωσαν μέχρι τότε το πρόβλημα, η αντιμετώπιση του οποίου, άλλωστε, κατέστησε αναγκαία την επέμβαση του νομοθέτη. Η ευνοϊκή αυτή ρύθμιση υπέρ μίας μόνο μερίδας δανειοληπτών αγροτών, δηλαδή εκείνων που πληρούν την ανωτέρω προϋπόθεση, σημειωτέον ότι, δεν αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας (άρθρα 4 παρ.1 του Συντάγματος και 26 του Ν. 2462/1997, με τον οποίο κυρώθηκε το διεθνές σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), μολονότι δεν περιλαμβάνει στην εμβέλειά της και τους άλλους ενήμερους οφειλέτες (αγρότες), οι οποίοι είχαν, κατά τον ίδιο χρόνο (31-12-2000), ανεξόφλητες δόσεις των δανείων τους, αλλά ωστόσο δεν είχαν περιέλθει σε υπερημερία και ήταν έτσι συνεπείς στην εξυπηρέτηση αυτών (Ολ ΑΠ 2/2016). Τέλος, όσες οφειλές αγροτών εξαιρούνται από την εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 39 ν. 3259/2004 και ειδικότερα εκείνες για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές – ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμισή τους με ειδικούς όρους και έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις, μπορούν να υπαχθούν, αν συντρέχουν βέβαια και οι λοιπές προϋποθέσεις, στη γενική ρύθμιση της παραγράφου 1 διότι ρητά ορίζεται στην παράγραφο 10 του άρθρου 39 ν. 3259/2004 ότι “στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και τα δάνεια που έχουν ρυθμισθεί με βάση το Ν. 128/1975” (ΑΠ 488/2017). Τέλος, κατά το άρθρο 39 παρ. 8 Ν. 3259/2004 “Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος”. Δηλαδή, κατά τη διάταξη αυτή, καταβολή συνιστά κάθε χρηματικό ποσό, το οποίο αποδίδεται από οποιαδήποτε πρόσωπο στην τράπεζα έναντι της ρυθμιζόμενης οφειλής, το οποίο αφαιρείται από το συνολικό ύψος αυτής, που διαμορφώνεται με τον προσδιορισμό του σχετικού μεγέθους, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Τέτοιες καταβολές (τρίτου), επομένως, συνιστούν και οι μειώσεις του οφειλόμενου ποσού, που συντελούνται με τη διαγραφή των τόκων υπερημερίας, με βάση αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που οφείλονται προς την ήδη αναιρεσείουσα, εναγομένη Τράπεζα, καθόσον το αντίστοιχο, με τη μείωση της σχετικής οφειλής, ποσό χρεώνεται ισόποσα στον τηρούμενο, κατ’ άρθρο 1 Ν. 128/1975 και, στη συνέχεια, της αποδίδεται. Όπως δε, περαιτέρω, προκύπτει από την παρ. 10 του άρθρου 39 του προαναφερθέντος Ν. 3259/2004 οι καταβολές αυτές δεν εξαιρούνται από τον επιβαλλόμενο κατά την παράγραφο 8 του ίδιου λογιστικό υπολογισμό τους με αντίστοιχη μείωση του χρέους και, συνεπώς, αφαιρούνται από το συνολικό ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής. Διαφορετική, από την προαναφερόμενη, ερμηνευτική εκδοχή της εν λόγω διατάξεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη διπλή είσπραξη του επίμαχου χρηματικού ποσού, εκ μέρους του ήδη αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα μία φορά μέσω του προαναφερθέντος λογαριασμού του άρθρου 1 Ν. 128/1975, στον οποίο αυτό χρεώνεται και μία από τον ήδη αναιρεσίβλητο, ενάγοντα, οφειλέτη, ο οποίος θα υποχρεωνόταν σε καταβολή του εν λόγω χρηματικού ποσού, παρότι η σχετική οφειλή του, ως ανωτέρω, διαγράφηκε, δυνάμει υπουργικής αποφάσεως και το αντίδικό του, κατά τα προεκτεθέντα, έχει εισπράξει, ήδη, αυτό, μέσω του εν λόγω λογαριασμού, στον οποίο και αυτό χρεώθηκε. Το αποτέλεσμα, όμως, αυτό ευρίσκεται εκτός του πλαισίου της σχετικής Νομοθετικής Βούλησης και, συνάμα, δυσανάλογα επωφελές για το ήδη αναιρεσείον πιστωτικό ίδρυμα.
Αναιρετική Διαδικασία
Απορριπτέοι ως Αβασίμοι
οι εκ του Άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ Λόγοι Αναίρεσης
Από τη διάταξη του άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 486, ΑΠ 568/13). Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, και συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 1062/2014, (ΑΠ 609/13, ΑΠ 495/13).
Με τους πρώτο κύριο και πρώτο πρόσθετο λόγους, της κρινόμενης αίτησης, από τον αριθμό 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι οποίοι, όμως, ορθώς εκτιμώνται, αμφότεροι, σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη της παρούσας, ως από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου του ΚΠολΔ, το αναιρεσείον, υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα, μέμφεται το Εφετείο ότι, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων των άρθρων 145 ν. 4261/2014 (68 ν. 3601/2006) και 25 ΠτΚ, δεν κήρυξε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απαράδεκτη την ένδικη αγωγή του αντιδίκου του, θεμελιωθείσα επί της διατάξεως του άρθρου 39 ν. 3251/2004 και με την οποία αυτός, ως οφειλέτης του (αναιρεσείοντος) από δανειακές συμβάσεις, ζήτησε, επικαλούμενος ότι έχει συντελεσθεί απόσβεση της χρηματικής ενοχής του (αναιρεσείοντος πιστωτικού ιδρύματος), να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της αντίστοιχης χρηματικής του υποχρέωσης, καθόσον δέχθηκε (το Εφετείο) ότι η ασκούμενη με την εν λόγω αγωγή αξίωση δεν εμπίπτει στην από τη διάταξη του άρθρου 25 ΠτΚ προβλεπόμενη αυτοδίκαιη, λόγω της θέσεώς του σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατ’ αυτού (αναιρεσείοντος), προς εκπλήρωση των απαιτήσεων τους.
Μετά ταύτα, το Δικαστήριο απέρριψε τους κύριο και πρόσθετο αναιρετικούς λόγους ως αβάσιμους, δεχόμενο ότι με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 145 ν. 4261/14 και 25 ΠτΚ, έκρινε παραδεκτή την ένδικη αγωγή και δεν την απέρριψε ως απαράδεκτη, διότι, η καταγομένη, με την αγωγή αυτή, προς κρίση, διαφορά δεν ενέπιπτε στην, από τη διάταξη του άρθρου 25 ΠτΚ (η οποία, κατά τα προεκτεθέντα εφαρμόζεται και στην από το άρθρο 145 ν. 4261/14 ρυθμιζόμενη ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, στην οποία έχει τεθεί η αναιρεσείουσα), αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών, καθόσον ο ήδη αναιρεσίβλητος, ενάγων, υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, δεν διατηρούσε γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική απαίτηση κατά του υπό ειδική εκκαθάριση αντιδίκου του, πιστωτικού ιδρύματος και, συνακόλουθα, δεν είναι πιστωτής αυτού, αλλά οφειλέτης του, το οποίο και μόνο έχει εκπληρωτέα χρηματική απαίτηση εναντίον του (αναιρεσιβήτου), την ανυπαρξία, της οποίας, μάλιστα, επιδιώκει αυτός, με την ένδικη αγωγή του.
Αναιρετική Διαδικασία
Απορριπτέοι ως Αβάσιμοι
οι εκ του ΄Αρθρου 559 Παρ. 1 Και 19 ΚΠολΔ Λόγοι Αναιρέσεως
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δεύτερος κύριος, από τον αριθμό 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι αναιρετικοί λόγοι, από τους αριθμούς 19 και 1, αντίστοιχα, παρίστανται αβάσιμοι, καθώς το Εφετείο, ορθώς δέχθηκε ότι οι ένδικες διαγραφές χρεών του ήδη αναιρεσίβλητου, με χρέωση του ειδικού λογαριασμού του άρθρου 1 Ν. 128/1975, συνιστούν, κατά την εφαρμοζόμενη, εν προκειμένω διάταξη της παρ. 8 άρθρου 39 Ν. 3259/2004, καταβολές “τρίτου” και, περαιτέρω, ότι οι ένδικες οφειλές του ήδη αναιρεσίβλητου, ενάγοντος, εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου. Επομένως, οι δεύτερος κύριος, από τον αριθμό 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι αναιρετικοί λόγοι, από τους αριθμούς 19 και 1, αντίστοιχα, κρίνονται αβάσιμοι.
Αναιρετική Διαδικασία
Απορριπτέος ως Απαράδεκτος, άλλως Αβάσιμος
ο εκ του Άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ Λόγος Αναίρεσης
Η απορρέουσα από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε, την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό, την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού, το οποίο επιδικάζει, κατ’ εύλογη κρίση, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 80/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο, κύριο, αναιρετικό λόγο, το αναιρεσείον πιστωτικό ίδρυμα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι δεν του οφείλεται το επίμαχο χρηματικό ποσό, για τους προαναφερθέντες, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, λόγους, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον, με την παραδοχή αυτή, καθίστανται δάνεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ αποσβεσθέντα, γεγονός επαχθέστερο από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος, που είναι η ο περιορισμός της επιβάρυνσης των οφειλετών με πολλαπλάσια χρέη.
Μετά ταύτα, το Δικαστήριο απέρριψε τον επίμαχο λόγο αναίρεσης ως απαράδεκτο, αφού το Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν επιδίκασε το επίμαχο χρηματικό ποσό, κατ’εύλογη κρίση, αλλά σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, που εφάρμοσε και οι οποίες δεν του παρείχαν σχετική διακριτική ευχέρεια, ώστε να εγείρεται ζήτημα υπέρβασης των ακραίων ορίων αυτής και, συνακόλουθα, παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Σε κάθε δε περίπτωση ο ίδιος λόγος κρίνεται αβάσιμος, γιατί στηρίζεται στην ανακριβή προϋπόθεση ότι το οικονομικό βάρος της διαγραφής των επίμαχων οφειλών επωμίσθηκε το αναιρεσείον πιστωτικό ίδρυμα, ενώ όπως, ορθώς, κατά τα προεκτεθέντα, δέχθηκε η προσβαλλομένη, αυτό χρεώθηκε στον ειδικό λογαριασμό του άρθρου 1 Ν. 128/1975, μέσω του οποίου του αποδόθηκε και, συνεπώς, δεν επιβαρύνθηκε ισόποσα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και, αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της πρέπει να απορριφθούν.
Σχόλια – Παρατηρήσεις:
Συμπληρωματική και ευθεία (όχι αναλογική) εφαρμογή του άρθρου 25 ΠτΚ,
επί θέσης Τραπεζικού Ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση (αρ. 145 ν. 4261/2014).
Κατωτέρω, ακουλουθεί πίνακας σε σχέση με τις έννομες συνέπειες που επέρχονται από την πιο πάνω έννομη κατάσταση:
Α.Α | ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ | ΕΝΝΟΜΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ |
1. | Συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών της εκκαθάρισης |
ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ |
2. | Συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα |
ΑΝΑΣΤΟΛΗ |
3. | Έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή |
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ |
4. | Διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του ιδρύματος, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση |
ΑΝΑΣΤΟΛΗ |
5. | Άσκηση και εκδίκαση ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών της εκκαθάρισης
επί ενδίκως εγερθεισών αξιώσεών τους |
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ |
6. | Έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. σε βάρος της τραπεζικής εταιρείας |
ΑΝΑΣΤΟΛΗ |
7. | Λοιπές διαδικαστικές πράξεις |
ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ
|
- Ο ειδικός εκκαθαριστής δεν υποχρεούται να συμπεριλάβει ισχυρισμό περί του απαραδέκτου της διαδικασίας και της συνέχισης της δίκης, καθώς αυτό κρίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Κείμενο Απόφ. ΑΠ…
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας