Διεθνής Δικαιοδοσία
σε Αστικές και Εμπορικές υποθέσεις
Ν. 1814/1988
(κυρώσας την από 279.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών)
Το άρθρο 5 της Σύμβασης των Βρυξελών προβλέπει περιπτώσεις ειδικής δωσιδικίας, κατά τις οποίες ο ενάγων μπορεί να επιλέξει να εναγάγει τον εναγόμενο σε τόπο άλλον από την κατοικία του τελευταίου, για το λόγο ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου, που μπορεί να κληθεί να επιληφθεί αυτής, προς το σκοπό της αποτελεσματικής εκδίκασης της υπόθεσης και της οικονομίας της δίκης.
Μία από τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει και ως προς τις ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία για τις οποίες καθιερώνεται η ειδική δωσιδικία «του δικαστηρίου του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» (άρθρ. 5 σημ. 3).
“Εννοια Αδικοπραξίας
Στην έννοια της αδικοπραξίας εμπίπτουν διάφοροι τύποι αδικημάτων, όπως είναι τα αυτοκινητικά ατυχήματα, βλάβες του περιβάλλοντος, βλάβες από ελαττωματικά προϊόντα, προσβολή του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας κ.ά.
Αναμφισβητήτως εμπίπτουν και οι περιπτώσεις ευθύνης από διακινδύνεύσηόπως είναι οι προκαλούμενες ζημίες από τη λειτουργία αυτοκινήτου ή άλλης επικίνδυνης συσκευής ή εγκατάστασης. Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και αγωγές όχι μόνο κατ ” αυτού που προξένησε τη ζημία, αλλά και εναντίον κάθε άλλου αστικώς υπευθύνου για παράνομη πράξη τρίτου όπως π.χ. κατά του προστήσαντος για αδικοπραξία του προστηθέντος ή κατά του κυρίου του αυτοκινήτου για ζημία που προξενήθηκε με αυτό από τον κάτοχό του.
Η έννοια της έκφρασης «τόπος, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», δεν είναι πάντοτε σαφής. Ηδη στην έκθεση Jenard είχε τονιστεί πως η Επιτροπή δεν έκρινε, ότι έπρεπε να προσδιορίσει ρητά αν ο τόπος αυτός είναι ο τόπος, όπου έχει παραχθεί το ζημιογόνο γεγονός ή ο τόπος επέλευσης της ζημίας».
Τόπος επέλευσης της Ζημίας (1)
Για τον προσδιορισμό του «τόπου επέλευσης της ζημίας» έχει σημασία ο καθορισμός της «ζημίας», που είναι ληπτέα υπόψη. Ως «ζημία» νοείται η,βλάβη της περιουσίας ή τον προσώπου του ενάγοντος, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή την παράνομη συπεριφορά, η οποία αποδίδεται στον εναγόμενο – όχι δε η έμμεση ή η απώτερη ή η από αντανάκλαση ζημία, που υποστηρίζει, ότι υφίσταται ο ενάτων. Κατά συνέπεια «ο τόπος, στον οποίο επήλθε η ζημία» , είναι ο τόπος στον οποίο το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε στον ενάγονται ζημία με την έννοια που προαφαιρέθηκε. Συνακόλουθα, αν εκτός από τον τόπο στον οποίο εμφανίσθηκε η ζημία (τόπος, όπου εμφανίσθηκε η πρώτη υλική της εκδήλωση) στη συνέχεια επήλθε περαιτέρω ζημία, που αποτελεί τη συνέπεια της αρχικής επελθούσας ζημίας σε άλλο τόπο, που ανήκει σε άλλο συμμαχόμενο κράτος, ο τελευταίος δεν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους αυτού και στερείται επομένως, από την άποψη αυτή, αυτοτελώς σημασίας, ο τόπος στον οποίο επήλθε μία περαιτέρω ζημία. (1)
Ιστορικό Ατυχήματος (2)
Ο ενάγων υπηρετώντας ως υποπλοίαρχος σε φορτηγό πλοίο που βρισκόταν ελλιμενισμένο σε λιμάνι της Ολλανδίας τραυματίσθηκε παρασυρόμενος από ανυψωτικό μηχάνημα, που εκτελούσε εργασίες διευθέτησης βαρέων φορτίων. Μετά τον βαρύτατο τραυματισμό του διακομίσθηκε σε νοσοκομείο της Ολλανδίας όπου διαπιστώθηκε ότε έχει υποστεί (13) κατάγματα στα οστά της λεκάνης, ρήξη της σπλήνας και ουρήθρας. Μετά την αρχική νοσηλεία επέστρέψε στην Ελλάδα και λόγω της σοβαρότητας του τραυματισμού του εισήχθη και πάλιν σε νοσοκομείο όπου υπεβλήθη σε ουρηθροτομή.
Συνεπεία του ατυχήματος και των επιπλοκών κατέστη οριστικά μονίμως ανάπηρος προς εργασία (με απόιραση της αρμοδίας ναυτικής υγειονομικής επιτροπής), και έχοντας υποστεί ολική σεξουαλική ανικανότητα.
Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόcρασή του, επικυρώνοντας κατά
Τούτο την εκκληθείσα από τον ενάγοντα, πρωτόδικη απόφαση,απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή για αποζημίωση επί μονίμου αναπηρίας με το άνω περιεχόμενο για έλλειψη δικαιοδοσίας, κρίνοντας ειδικότερα, ότι από το άρθ. 5 σημ.3 της Σ. Β. δεν μπορεί να ιδρυθεί δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων προς απόφανση επί της προκειμένης διαφοράς, γιατί ενόψει των εκτιθεμένων στην αγωγή και του ότι η Ελλάδα και η Ολλανδία διέπονται από τη Σύμβαση των Βρυξελλών, κατά τα προεκτεθέντα, δικαιοδοσία για την ένδικη διαφορά έχουν τα ολλανδικά δικαστήρια, επειδή το ζημιογόνο γεγονός συνέβη στην Ολλανδία και εκεί επήλθε η άμεση αρχική ζημία του ενάγοντας, ενώ από κανένα άλλο στοιχείο της υπόθεσης δεν προκύπτουν στοιχεία ώστε να ιδρυθεί τοπική αρμοδιότητα οιουδήποτε ελληνικού δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τα εκτιθέμεθα στην αγωγή τόσο η πρώτη εναγομένη όσο και ο δεύτερος εναγόμενος, έχουν έδρα και κατοικία, αντιστοίχως, στην Ολλανδία. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 914, 922, 923, 929-933 Α. Κ., τις οποίες ούτε εφάρμοσε ούτε ερμήνευσε για την κρίση του αυτή, ούτε παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο.
Απόφ. Α.Π. 1551/2003
Πρόεδρος: Στυλ. Πατεράκη
Εισηγητής: Αθαν. Κρητικός (ήδη Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου)
Δικηγόροι: Αρ. Καλαμιώτης, Νικ. Κορδής, Αθαν. Γιαννοπούλου
Παρατηρήσεις – Σχόλια
1) Κατά την απόφαση η εκ του ενοχικού δικαίου ζημία του παθόντος θα αποκαθίσταται όταν δεν εκδηλώνεται τοπικώς και χρονικώς σε συνέχεια.
Συνεπώς στις περιπτώσεις αυτές ο παθών είναι μεν δικαιούχος, αλλά το δίκαιόν του θα το διεκδικήσει από το δικαστήριο της έδρας της αρχικώς εκδηλωθείσης ζημία.
2) Στην προκειμένη περίπτωση ο παθών Θα πρέπει μετά τον πολυετή δικαστικό αγώνα (μέχρι και την έκδοση της Αρεοπαγητικής απόφασης ενταύθα), να στραφεί εναντίον των προς αποζημίωσή του υποχρεών στην έδρα του δικαστηρίου του τόπου της αρχικώς εκδηλωθείσας ζημίας (Ολλανδία), εφόσον δεν έχει υποκύψει η αξίωσή του αυτή σε παραγραφή. Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης των Βρυξελλών ο ενάγων μπορεί να επιλέξει να εναγάγει τον εναγόμενο σε τόπο άλλον από την κατοικία του τελευταίου, για το λόγο ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου, που μπορεί να κληθεί να επιληφθεί αυτής, προς το σκοπό της αποτελεσματικής εκδίκασης της υπόθεσης και της οικονομίας της δίκης.
Διερωτώμεθα οι ζημίες εκείνες του παθόντος ενάγοντος, που ως απότοκες του ατυχήματός του, εκδηλώθηκαν σε άλλη χώρα (ενταύθα στην Ελλάδα), δεν θα ηδύναντο να εξετασθούν (και για την οικονομία της δίκης) από τα Ελληνικά δικαστήρια, ή θα πρέπει κηρυσσομένων αναρμοδίων των Ελληνικών δικαστηρίων, να «τρέχουμε» στην χώρα της αρχικώς εκδηλωθείσας ζημίας, κινδυνεύοντας μετά βεβαιότητας να απωλεσθεί η ζημία λόγω παραγραφής. Δεν κατανοούμε τον διαχωρισμό της αρχικώς εκδηλωθείσης ζημίας και την εν συνεχεία διάκρισή της σε ζημία απώτερη ή εξ’ αντανακλάσεως, όταν οι εν λόγω ζημίες του παθόντος είναι απότοκες της αδικοπραξίας (δηλαδή δεν τελούν οι τελευταίες σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός;).
Η ερμηνεία που δίδει η ένδικος απόφαση προστατεύει πράγματι τον παθόντα; …