facebook
Αρχική Νομολογία Δικονομικά φλέγοντα θέματα Δικονομικά Αντιβιοτικά Άσκηση αγωγής για Αναγνώριση μελλοντικών αξιώσεων (Αποθετική Ζημία) Διακόπτει τον χρόνο της παραγραφής (1) Επιμήκυνση 2ετούς – 5ετούς παραγραφής σε 20ετή κατ΄άρθρ. 268 ΑΚ & Προϋποθέσεις (2) Έναρξη νέας αυτοτελούς παραγραφής από τη

Δικονομικά Αντιβιοτικά Άσκηση αγωγής για Αναγνώριση μελλοντικών αξιώσεων (Αποθετική Ζημία) Διακόπτει τον χρόνο της παραγραφής (1) Επιμήκυνση 2ετούς – 5ετούς παραγραφής σε 20ετή κατ΄άρθρ. 268 ΑΚ & Προϋποθέσεις (2) Έναρξη νέας αυτοτελούς παραγραφής από τη

Στις περιπτώσεις που υφίσταται αδυναμία προσδιορισμού της εκτάσεως της ζημίας και του ποσού αποζημίωσης και συνεπώς αποκλείεται ή δυσχεραίνεται η άσκηση καταψηφιστικής αγωγής, δεν αποκλείεται η δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής . Στην περίπτωση αυτή διακόπτεται ο χρόνος της βραχύχρονης παραγραφής (2ετούς ή 5ετούς). 
Σ.Σ. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται η εφαρμοζόμενη από την νομολογία των δικαστηρίων μας αναγκαία προϋπόθεση που προέβλεπε αναφορικά με την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής κατ΄ άρθρ. 268, το να μην έχει υποκύψει η αξίωση στην προβλεπόμενη μέχρι την τελεσιδικία βραχύχρονη παραγραφή.
Σ.Σ. βλέπε κατωτέρω σχόλια & παρατηρήσεις μας.


Επιμήκυνση 2ετούς – 5ετούς παραγραφής σε 20ετή
κατ΄άρθρ. 268 ΑΚ & Προϋποθέσεις (2)


Σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας, δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες – συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί. 
Σε περίπτωση βεβαιώσεως με τελεσίδικη δικαστική απόφαση της ύπαρξης αξιώσεως για θετική ή αποθετική ζημιάς από αδικοπραξία, επέρχεται κατ& αρχήν, επιμήκυνση της διετούς παραγραφής του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 489/1976 ή της πενταετούς σε περίπτωση σωρευτικής αναδοχής χρέους , όπως επίσης και της πενταετούς του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α΄ Α.Κ., σε εικοσαετή αρχόμενη από την τελεσιδικία και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης αποζημιώσεως για αποθετική ζημία της αναγόμενης δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για το οποίο επιδικάστηκε αποζημίωση. Και αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) στην περίπτωση αυτή με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση – η οποία ήταν αναγκαία & για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικώς, για κάθε ζημία από αδικοπραξία.
Η επιμήκυνση όμως του χρόνου της παραγραφής κατά του όρους του άρθρου 268 του Α.Κ. προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει ήδη προκύψει στη μέχρι την τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως, δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί, λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατ& άρθρον 261 ΑΚ
Επί τραυματισμού προσώπου, η αξίωση του δικαιουμένου σε αποζημίωσή του για απώλεια εισοδημάτων από την εργασία του η οποία καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα , υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ.
Όταν όμως με τελεσίδικη απόφαση βεβαιώθηκε αποζημίωση υπέρ του δικαιούχου για ορισμένο χρόνο, η παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι εικοσαετής γιατί η αξίωση προς αποζημίωση για διαφυγόντα εισοδήματα δεν είναι αξίωση από περιοδικές παροχές , αφού δεν έχει εκ των προτέρων ορισμένο περιεχόμενο και δεν παράγεται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα με μόνη την πάροδο του χρόνου, αλλά εξαρτάται από την κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευση και από το ύψος των ζημιών τούτων.


Έναρξη νέας αυτοτελούς παραγραφής
από της γνώσεως της απρόβλεπτης ζημίας
και του προς αποζημίωση υποχρέου

Ένσταση εναγομένου ότι η ζημία ήταν αρχικώς προβλεπτή
Το βάρος αποδείξεως & φέρει ο εναγόμενος

Στην περίπτωση κατά την οποία από τη ζημιογόνα πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια που είναι απρόβλεπτη και συνεπώς για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής. 
Έτσι, ο ενάγων, δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημία ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ενστάσεώς του .



Εφόσον ο χρόνος παραγραφής άρχεται από τότε που η ένδικη αδικοπραξία αναδίδει νέες επιζήμιες συνέπειες για τον ενάγοντα και δεν έχει συμπληρωθεί κατά τον χρόνο της άσκησης της ένδικης αγωγής.
Επιδικάσθηκε ποσό 13.000 ευρώ αντί των πρωτοδίκως επιδικασθέντων 9.000 ευρώ.


Απόφ. Εφ. Αθ. 868/2006
Πρόεδρος: Ιωάν. Πρέκας
Εισηγητής: Γεώρ. Μιχολιός
Δικηγόροι: Χαράλ. Γεωργόπουλος & Ισμ. Βούρδα & Μαρ. Γιαννίτση


Σχόλια & Παρατηρήσεις

1) Άσκηση Αναγνωριστικής Αγωγής για ΜΕΛΛΟΥΣΕΣ ζημίες όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της έκτασης της ζημίας και τα ποσά της αποζημίωσης.
Αξίζει ιδιαιτέρου επαίνου η κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση που αποδεικνύει ότι η νομολογία μας διαμορφώνει δίκαιο και όταν θέλει μπορεί να αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα που ανακύπτουν στην πράξη.
Έτσι δίδεται διέξοδος στο ανωτέρω πρόβλημα εφόσον η πρόωρη άσκηση αγωγής για αναγνώριση μελλοντικών δικαιωμάτων του παθόντος διακόπτει την παραγραφή των μελλοντικών του αξιώσεων που δεν μπορεί να τις προσδιορίσει και απομακρύνεται η δαμόκλειος σπάθη της βραχύχρονης παραγραφής. Βλ. ομοίως και την Εφ.Αθ. 2970/2003 Σελ. 428 και ΑΠ 549/2002 ΣΕΣυγκΔ 2003/32 που δέχθηκε ότι «από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 929 ΑΚ προκύπτει η δυνατότητα, για τον παθόντα, να ασκήσει από τούδε είτε αναγνωριστική ΜΟΝΟ, είτε καταψηφιστική αγωγή για την ειδίωξη μέλλουσας ζημίας του, δηλαδή διαφυγόντων εισοδημάτων από επαγγελματική δραστηριότητα την οποία ναι μεν λόγω ανηλικότητας δεν ασκεί κατά το χρόνο της αδικοπραξίας, όμως προβλέπεται ότι θα ασκούσε στο μέλλον με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, όμως λόγω του τραυματισμού του από την αδικοπραξία δεν θα μπορέσει να πράξει τούτο.
Εκ των ανωτέρω διατάξεων προβλέπεται η δυνατότητα επιδίωξης από τούδε μέλλουσας ζημίας, έστω και αν ακόμη δεν έχει επέλθει η τελευταία και επομένως δεν έχει πληρωθεί ένας όρος του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Η έννομη σχέση, ως αντικείμενο αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής, νοείται μαζί με τη μελλοντική εξέλιξή της , αρκεί από τούδε να έχει τεθεί το θεμέλιο και να μην εξαρτάται παρά μόνο από περιστάσεις, που πιθανότατα θα προκύψουν στο μέλλον. Η κρίση για την πιθανότητα επέλευσης της ζημίας δεν συνδέεται με το έννομο συμφέρον του ενάγοντος ή με την νομιμότητα της αγωγής αλλά αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της τελευταίας» .

2) Και στο παρελθόν είχαμε ταχθεί υπέρ της απόψεως ότι επί ασκήσεως συγκεκριμένης αξιώσεως από την έννομη σχέση (αδικοπραξία), η αυθεντική αναγνώριση, αφορά το σύνολο της έννομης σχέσης και άρα για όσες επί μέρους αξιώσεις δεν είχε προταθεί η πενταετής παραγραφή, ισχύει εφεξής η εικοσαετής παραγραφή του άρθρου 268 ΑΚ.
Εφόσον σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώνεται το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως (για οποιαδήποτε μορφή ζημία -θετική ή αποθετική), για όλη τη ζημία, παρούσα και μέλλουσα εάν αυτή είναι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προβλεπτή , δεν αντιλαμβανόμεθα πώς επικράτησε η άποψη αναφορικά με την εφαρμογή του ΑΚ 268, (που επιμηκύνει την παραγραφή σε εικοσαετία) που αξιώνει ως προϋπόθεση αξίωση μη παραγραφείσα. 
Σ.Σ. Και στο παρελθόν έχουμε τονίσει ότι η άποψη αυτή θυμίζει τη λαϊκή ρήση «για να γεννήσει η κότα το αυγό, πρέπει να βάλουμε αυγό στην φωλιά» ή κατ΄άλλη έκφραση «για να ζυμώσουμε ψωμί πρέπει να βάλουμε προζύμι».


Κείμενο Απόφ. Εφ.Αθ. 868/2006

Κατά το άρθρο 937 παρ. 1 Α.Κ. η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημιά και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 247 και 251 του Α.Κ. προκύπτει, ότι η αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία γεννάται από τότε που επήλθε η ζημία και σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες. Εφόσον δε η ικανοποίηση της αξίωσης αυτής, είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη αρχίζει η διαδρομή του χρόνου παραγραφής, που ορίζεται σε πέντε (5) έτη από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και η γνώση της εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως. Βέβαια μια τέτοια αδυναμία προσδιορισμού ενδεχομένως να δυσχεράνει την άσκηση καταψηφιστικής αγωγής. Όμως δεν αποκλείεται η δυνατότητα ασκήσεως αναγνωριστικής αγωγής. Θεωρείται ότι υπάρχει γνώση εφόσον η ζημιωθείς δύναται να ασκήσει τουλάχιστον αναγνωριστικής αγωγή (βλ. Κρητικό Αποζημίωση από Τροχαία αυτοκινητικά Ατυχήματα (& παρ. & σελ. 412). Έτσι, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στην παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ. υπάγεται όχι μόνο η αξίωση για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και η, κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη (βλ. Ολ. Α.Π. 38/1996 Ελλ. Δ/νη 38.41 Ολ. ΑΠ. 40/1996). Συνεπώς το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Αυτό ισχύει για εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών να προβλεφθούν & το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά & ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης. Αν όμως μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και την αιτιώδους συναφείας τους με την αδικοπραξία. 

Εξάλλου, ο εναγόμενος που προτείνει την ένσταση παραγραφής της πιο πάνω αξίωσης πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει τα περιστατικά που τη συγκροτούν. Συγκεκριμένα ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει πότε ο ενάγων & παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία από τη ζημιογόνα πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια που είναι απρόβλεπτη και συνεπώς για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής. Έτσι, ο ενάγων, δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημία ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ενστάσεώς του (βλ. Α.Π. 940/2001). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες των άρθρων 261 α΄ Α.Κ. και 221 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνον της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία και όχι για άλλες αξιώσεις προς αποζημίωση από την ίδια αιτία που ανάγονται σε μεταγενέστερο χρόνο, ανεξαρτήτως μάλιστα αν ως προς τις τελευταίες είχε γίνει επιφύλαξη για την δικαστική επιδίωξή τους (Ολ. Α.Π. 23/1994 Δ/νη 36 577). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α΄ του Α.Κ., κατά την οποία κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιοι έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά από είκοσι έτη και αν ακόμη η αξίωση καθεαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή, σε περίπτωση βεβαιώσεως με τελεσίδικη δικαστική απόφαση της ύπαρξης αξιώσεως για θετική ή αποθετική ζημιάς από αδικοπραξία, επέρχεται κατ& αρχήν, επιμήκυνση της διετούς παραγραφής του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 489/1976 ή της πενταετούς σε περίπτωση αναδοχής χρέους σωρευτικής, όπως και της πενταετούς του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α΄ Α.Κ., σε εικοσαετή αρχόμενη από την τελεσιδικία και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης αποζημιώσεως για αποθετική ζημία (απώλεια προσόδων) της αναγόμενης δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για το οποίο επιδικάστηκε αποζημίωση. Και αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) στην περίπτωση αυτή με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση – η οποία ήταν αναγκαία & για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικώς, για κάθε ζημία από αδικοπραξία. Η επιμήκυνση όμως του χρόνου της παραγραφής κατά του όρους του άρθρου 268 του Α.Κ. προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει ήδη προκύψει στη μέχρι την τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως, δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί, λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατ& άρθρον 261 ΑΚ (βλ. ΟΛ. Α.Π. 38/1996 Δ/νη 1997 41, Ολ.ΑΠ 23/1994 Δ/νη 1995 577 Κρητικό Αποζημίωση από Τροχαία Ατυχήματα έκδοση 1998 παρ. 1196 σελ. 417 & 418).

Επίσης, από το συνδυασμό όλων των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι επί τραυματισμού προσώπου, η αξίωση του δικαιουμένου σε αποζημίωσή του για απώλεια εισοδημάτων από την εργασία του η οποία καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μην, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, αν όμως με απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη βεβαιώθηκε αποζημίωση υπέρ του δικαιούχου για ορισμένο χρόνο, η παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι εικοσαετής (Εφ. Πειρ. 406/1990 Επ.Συγκ.Δ. 1992 448 επ) γιατί στην προκειμένη περίπτωση η αξίωση προς αποζημίωση για διαφυγόντα εισοδήματα δεν είναι αξίωση από περιοδικές παροχές, αφότου δεν έχει εκ των προτέρων ορισμένο περιεχόμενο και δεν παράγεται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα με μόνη την πάροδο του χρόνου, αλλά εξαρτάται από την κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευση και από το ύψος των ζημιών τούτων (βλ. Α.Π. 525/1984 ΝοΒ 30 61 και Εφ. Πατρ. 649/1996 Ελ. Δ/νη 1998 137). Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτές είναι διατυπωμένες στα υπ αριθμόν 2415/2006 πρακτικά συνεδρίασης αυτού, τη χωρίς όρκο εξέταση του διαδίκου Δ.Γ., όπου επίσης περιέχεται στα παραπάνω πρακτικά τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από όλα τα έγγραφα που επίσης επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι καθώς και από το προανακριτικό υλικό που συγκεντρώθηκε και με το οποίο σχηματίσθηκε η σχετική με το ατύχημα ποινική δικογραφία, από την 7640/2001 απόφαση του Δικαστηρίου του που εκδόθηκε επί προγενέστερης της ένδικης αγωγής και από την 106/2003 ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε κατά διάταξή της 2415/2001 προδικαστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 

Στις 8-3-1991 και ώρα 10:30 έγινε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα στη Λεωφόρο Αθηνών και στο ρεύμα αυτής προς Αθήνα στο ύψος του Κηφισού ποταμού και ακριβώς επί της αερογέφυρας αυτού. Κατ αυτό ενεπλάκησαν το υπ αριθμόν κυκλοφορίας & Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας και εταιρείας (δεύτερης εναγομένης) που ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία & (τρίτη εναγομένη) και το οποίο οδηγούσε ο ___ (πρώτος εναγόμενος) στην παραπάνω από 15-9-1997 αγωγή του ___ και η υπ αριθμόν & δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησία του ___ ενάγοντος στην ως άνω αγωγή, που την οδηγούσε ο ίδιος με κατεύθυνση προς Αθήνα επί της λεωφόρου Αθηνών έχοντας ως συνεπιβάτη του το ___ και που ήταν ασφαλισμένη για τις προς τρίτους ζημίες από την κίνησή της στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία .Το ατύχημα αυτό, κατά το οποίο τραυματίστηκαν, τόσον ο οδηγός της μοτοσικλέτας, όσον και ο συνεπιβάτης του και υπέστησαν φθορές και τα δύο συγκρουσθέντα αυτοκίνητα, οφείλεται στην υπαιτιότητα των οδηγών και των δύο οχημάτων και συγκεκριμένα η αμέλεια καθενός από αυτούς περί την οδήγηση συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος και στις επιζήμιες συνέπειες αυτού κατά ίσο ποσοστό (50% ο καθένας τους), όπως με δύναμη δεδικασμένου έχει κριθεί τούτο με την 7640/1997 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε επί προγενέστερης αγωγής (1-9-1993 αρ. κατάθ. 12852/1993) του ___ κατά των αυτών εναγομένων με την κρινόμενη ως άνω από 15-9-1997 αγωγή του. 

Αποζημίωση επί Σωματικής Βλάβης 
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων___ οδηγός της μοτοσικλέτας, εξ αιτίας του ατυχήματος υπέστη βαρύ επιπλεγμένο συντριπτικό κάταγμα της δεξιάς κνήμης του 3ου βαθμού με απώλεια της μυϊκής μάζας και σύνθλιψη (ρακοποίηση) του δέρματος. Νοσηλεύθηκε στο ΤΖΑΝΕΙΟ Νοσοκομείο Πειραιώς από 8-3-1991 μέχρι 1-4-1991, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική αντιμετώπιση και οστεοσύνθεση του κατάγματός του. Επανεισήχθη στο ίδιο Νοσοκομείο στις 10-4-1991 για αλλαγές της νέκρωσης του δέρματος της δεξιάς κνήμης του και νοσηλεύθηκε μέχρι 17-4-1991. ακολούθως επανεισήχθη στο ίδιο νοσοκομείο μέχρι 17-4-1991. ακολούθως επανεισήχθη στο ίδιο νοσοκομείο στις 20-5-1991, όπου του έγινε αφαίρεση της υπάρχουσας εσωτερικής οστεοσύνθεσης στη δεξιά κνήμη και τοποθέτηση στην ίδια κνήμη εξωτερικής οστεοσύνθεσης εξήλθε δε του νοσοκομείου στις 11-6-1991 για να επανεισαχθεί στις 27-6-1991 για αφαίρεση μοσχεύματος από το δεξιό μωρό και τοποθέτησή του στην απωλεσθείσα μυϊκή μάζα και συνθλιβείσα επιφάνεια του δέρματος της δεξιάς κνήμης του, νοσηλευθείς μέχρι 28-6-1991, οπότε εξήλθε συνεχίζων τη θεραπεία του κατοίκον, κινούμενος περιορισμένα με τη βοήθεια δύο (2) βακτηριών μασχάλης. Στις 7-1-1992 λόγω επιδεινώσεως της καταστάσεως υγείας του επισκέφθηκε το νοσοκομείο Κ.Α.όπως επίσης και στις 15-1-1992, όπου διαπιστώθηκε ότι πάσχει από σηπτική ψευδάρθρωση της δεξιάς κνήμης του και υποβλήθηκε σε ειδική θεραπευτική αγωγή. Λόγω μη βελτιώσεως της κατάστασης της υγείας του εισήχθη και πάλι στο Τζάνειο Νοσοκομείο στις 9-4-1992 όπου παρέμεινε εκεί νοσηλευόμενος μέχρι 23-4-1992 λόγω σηπτικής ψευδάρθρωσης της δεξιάς κνήμης του, για την αντιμετώπιση της οποίας υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση. Κατ αυτή του αφαιρέθηκε η υπάρχουσα εξωτερικά οστεοσύνθεση, έγινε αφαίρεση οστικού μοσχεύματος από τη λεκάνη του και τοποθετήθηκε στη δεξιά του κνήμη γύψινος επίδεσμος, του συστήθηκε δε η παρακολούθησή του και από πλαστικό ιατρό, για έξι μήνες, για να παρακολουθεί και επιμελείται της μετατραυματικής εξέλιξης της επιφάνειας του δέρματος στο σημείο εκείνο. Στις 5-10-1992 εισήχθη στην πλαστική χειρουργική κλινική του γενικού νοσοκομείου Αθηνών, όπου νοσηλεύθηκε μέχρι 13-10-1992 για συντηρητική αγωγή της επιφάνειας από την οποία έλειπε το δέρμα. Στις 19-11-1992 εισήχθη στην Πανεπιστημιακή Ορθοπεδική Κλινική του Περιφερειακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, όπου νοσηλεύθηκε από 19-11-1992 μέχρι 8-2-1993 και ακολούθως στις 10-3-1993 επανεισάχθη στο ίδιο ως άνω νοσοκομείο και νοσηλεύθηκε σε αυτό μέχρι 9-4-1993. Στο νοσοκομείο Ιωαννίνων υποβλήθηκε σε πλαστική εγχείρηση του δέρματος της δεξιάς κνήμης, αφαίρεση οστικών μοσχευμάτων από τη λεκάνη και τοποθέτησή τους στην κνήμη αυτή. Λόγω της αφαίρεσης ελεύθερου αγγειουμένου δερματικού κρημνού από το αριστερό αντιβράχιό του, για να τοποθετηθεί στη δεξιά του κνήμη, δημιουργήθηκε δύσμορφη ουλή σ αυτό το σημείο, η οποία του προκαλεί λειτουργικά και αισθητικά προβλήματα. 
Η ανικανότητα του ενάγοντος ___ προς εργασία συνεχίζονταν μέχρι 8-9-1993 και μέχρι την ημερομηνία αυτή υπέστη από τα ατυχήματα αυτό συνολική ζημία ύψους 7.965.635 δραχμές εκ της οποίας ποσό 3.401.133 δραχμών αναλογεί σε διαφυγόντα εισοδήματα από την εργασία του, του χρονικού διαστήματος από 8-3-1991 μέχρι και 31-8-1993. Για όλα τα παραπάνω έκρινε με δύναμη δεδικασμένου η προαναφερθείσα 7640/1997 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που εκδόθηκε επί εφέσεως των ήδη εδώ εκκαλούντων και της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία & κατά της 7215/1996 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί των συνεκδικασθεισών από 20-9-1992 και με αριθμό κατάθεσης 14982/1992 αγωγής του ____, από 18-10-1992 και με αριθμό κατάθ. δικ. 2546/1993 αγωγής της & και της από 1-9-1993 και αριθμό κατάθ. 12852 πρώτης χρονολογικά αγωγής του και εδώ ενάγοντος ____, ο οποίος ζητούσε αποζημίωση για την αποκατάσταση θετικών και αποθετικών ζημιών που του προκάλεσε το ένδικο ατύχημα και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το Δικαστήριο τούτο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση (7215/1996) και δικάζοντας την, από 1-9-1993, αγωγή του ____ την έκανε εν μέρει δεκτή υποχρεώνοντας τους και εδώ εναγόμενους (εκκαλούντες και εταιρεία )& να καταβάλουν εις ολόκληρον καθένας, στον ενάγοντα το ποσό των 6.477.817 δραχμών με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Στο επιδικασθέν, κατά το παραπάνω ποσό, στον ενάγοντα, περιλαμβάνεται το ποσό των 3.401.133 δραχμών ως αποζημίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του ενάγοντος του χρονικού διαστήματος από 1-9-1993 έως 31-8-1993, κατά το οποίο ο ενάγων δεν μπορούσε να εργαστεί, μειωμένα κατά ποσοστό 50% όσο και το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του στην επέλευση του ατυχήματος καθώς και το ποσό των 2.500.000 δραχμών ως χρηματική του ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης την οποία υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία. 

Ήδη, ο ενάγων ____, με την ένδικη από 15-9-1997 δεύτερη κατά χρονολογική σειρά άσκησης αγωγή του, που επιδόθηκε στους εναγόμενους μετά την κατά τα ης 16-9-1997 κατάθεσή του στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αξίωσε την επιδίκαση υπέρ του και σε βάρος των εναγομένων αποζημίωσης λόγω απώλειας διαφυγόντων εισοδημάτων του για το χρονικό διάστημα από 1-9-1993 μέχρι και 15-9-1997. Με βάση τα παραπάνω όμως, η πρώτη κατά σειρά από 1-9-1993 και με αρ. κατάθ. 12852/1993 αγωγή του και στην ένδικη αγωγή ενάγοντος, που ασκήθηκε για ένα μέρος μόνον της όλης αξιώσεως ότι (και συγκεκριμένα και για διαφυγόντα εισοδήματα του χρονικού διαστήματος από 8-3-1991 έως 31-8-1993 που ο ενάγων παρέμεινε εκτός εργασίας) και με βάση την οποία επιδικάστηκε υπέρ αυτού για πρώτη φορά αποζημίωση λόγω απώλειας εισοδημάτων με την 7640/1997 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν επέφερε, διακοπή της κατά το άρθρο 937 του Α.Κ. πενταετούς παραγραφή που είχε αρχίσει πριν από την άσκησή της και δη από την ημέρα του ένδικου ατυχήματος (8-3-1991) και ως προς το μέρος της αξιώσεως για αποζημίωση λόγω διαφυγόντων εισοδημάτων περαιτέρω χρόνου και πάντως χρόνου διάφορου από αυτόν της πρώτης αγωγής (από 1-9-1993) μέχρι και 15-9-1997) που ήταν προβλεπτή, ως προς το οποίο είχε ήδη η παραγραφή συμπληρωθεί πριν από την άσκηση της ένδικης από 15-9-1997 μεταγενέστερης αγωγής και πριν από την κατά τις 29-8-19977 δημοσίευση της 7640/1997 τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου επί της από 1-9-1993 προηγούμενης αγωγής του ____ ώστε να μην έχει επέλθει επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής σε εικοσαετία. Κατ ακολουθία των παραδοχών αυτών κρίνονται παραγεγραμμένες οι αξιώσεις αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω απώλειας εισοδημάτων του, του επίδικου χρονικού διαστήματος (1-9-1993 έως 15-9-1997) κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες προβάλλουν παραδεκτά κατά το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., ως εκ του ότι δικάστηκαν πρωτοδίκως σαν να ήταν παρόντες στην ένσταση παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος για απώλεια εισοδημάτων του, απορριπτομένων των όσων αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων, περί του ότι ισχύει ως προς τους εκκαλούντες η εικοσαετής παραγραφή του άρθρου 268 παρ. 1 του Α.Κ., καθόσον κατά το χρόνο της τελεσιδικίας της 7640/1997 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου είχαν ήδη υποκύψει στην παραγραφή δεδομένου ότι είχε περάσει πενταετία από το χρόνο του ατυχήματος (8-3-1991) και περί διακοπής της παραγραφής. Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η ζημία που αναφέρεται στην ένδικη αγωγή όσον αφορά τα διαφυγόντα εισοδήματα ήταν προβλεπτή και δικαστικά επιδιώξιμη από το χρόνο που έγινε το ατύχημα (8-3-1991) και βεβαίως κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης από 1-9-1993 αγωγής του ενάγοντος ανεξαρτήτως του ότι η ζημία δεν μπορούσε να προσδιορισθεί επακριβώς κατά ποσόν, πλην όμως η διακοπή της παραγραφής θα μπορούσε να είχεν επιτευχθεί με την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, για της εν γένει μελλοντικές αξιώσεις του ενάγοντος, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην νομική σκέψη που προαναφέρθηκε. Το προβλεπτό της ζημίας του αυτής συνάγεται και εκ του γεγονότος ότι 
3)Επήθε το 1997-1998 δυσμενής εξέλιξη με τη μορφή της φλεβοθρόμβωσης η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί και της εκροής πύου. Αντίθετα όμως η αρχική αιτία, το κάταγμα της κνήμης, είχε αποθεραπευθεί και η παραπάνω μεταβολή ήταν απρόβλεπτη. Από την παραπάνω ιατρική πραγματογνωμοσύνη σε συνδυασμό με όλα τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα ιατρικά πιστοποιητικά, δεν προκύπτει ότι ο ενάγων εμφάνισε το πρώτο προσωρινή μερική αναπηρία μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής. Περαιτέρω από όλα τα έγγραφα των δημοσίων νοσοκομείων αλλά και των ιδιωτών ιατρών που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγλων, προεχόντως δε από την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, προκύπτει μεν ότι αυτός υπέστη από το ένδικο ατύχημα τις προαναφερόμενες σωματικές βλάβες αλλά σε κανέναν από τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται ότι αυτός κατέστη ισοβίως ανάπηρος όπως με την αγωγή του ισχυρίζεται. Σημειώνεται ότι ο πιο πάνω πραγματογνώμονας διαφοροποιεί το ποσοστό αναπηρίας κατά τη διάρκεια του παρελθόντος χρόνου (πρώτα 40% και έπειτα 30%), μείωση από την οποία διαφαίνεται το αναστρέψιμο της αναπηρίας του ενάγοντος. Με αυτά τα δεδομένα ο ενάγων δεν υπέστη μόνιμη και διαρκή αναπηρία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, και δεν έχει ως εκ τούτου βάσιμη αξίωση από το άρθρο αυτό & αφού επιπροσθέτως ή έστω προσωρινή μερική αναπηρία του δεν συνδέεται με την απώλεια κάποιας ιδιαίτερα ευνοϊκής γι& αυτόν ευκαιρίας (βλ. Εφ. Θεσ/κης 2038/1999 Επ.Συγκ.Δ. 1999 567) για το αναγκαίο στοιχείο του μόνιμου και διαρκούς της αναπηρίας. Για το λόγο αυτό η αγωγική αξίωση εκ του άρθρου 931 ΑΚ κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμη με την εκκαλούμενη απόφαση και για την κρίση της αυτή δεν πλήττεται με τα κρινόμενα ένδικα μέσα. Περαιτέρω από την ως άνω ιατρική πραγματογνωμοσύνη προέκυψαν ότι την περίοδο 1997-1998 επήλθε δυσμενής εξέλιξη της υγείας του ενάγοντος από τον τραυματισμό του με τη μορφή της φλεβοθρόμβωσης η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί και της εκροής πύου. Έτσι, επειδή η αρχική αιτία, το κάταγμα της κνήμης είχεν ήδη αποθεραπευθεί η πιο πάνω δυσμενής εξέλιξη της υγείας του ήταν απρόβλεπτη. 

Η δυσμενής και απρόβλεπτη αυτή εξέλιξη δικαιολογεί την επιδίκαση υπέρ του ενάγοντος πρόσθετης χρηματικής ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού το Δικαστήριο αυτό με την 7640/1997 απόφασή του δεν έλαβε άλλα ούτε μπορούσε να τη λάβει υπόψιν του την παραπάνω εξέλιξη της υγείας του ενάγοντος (βλ. Εφ. Αθ. 5320/1998 Επ.Συγκ.Δ 2003 344). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες προτείνουν την ένσταση παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος για πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από τότε που η ένδικη αδικοπραξία αρχίζει να αναδίδει νέες επιζήμιες συνέπειες για τον ενάγοντα, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση από το έτος 1997 και δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής. Η εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα ως πρόσθετη χρηματική ικανοποίησή του για την κατά τα παραπάνω απρόβλεπτα επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, λαμβανομένων υπόψη του βαθμού του πταίσματος του πρώτου εναγομένου, οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, της συνυπαιτιότητας του ιδίου του παθόντος ενάγοντος, του είδους, της εκτάσεως και της βαρύτητας της ως άνω βλάβης της υγείας του, του γεγονότος ότι αυτός εργάζεται συνεχώς από 14-7-1999 στην εταιρεία ¨& αντί μηνιαίων αποδοχών μέχρι 2-6-2000 200.465 δραχμών, όπως προκύπτει από την από 2-6-2000 βεβαίωση της ως άνω εταιρείας, που ο ίδιος ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών ανέρχεται στο ποσό των 13.000 ευρώ. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι οι εναγόμενοι πρέπει να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 9.000 Ευρώ ως εύλογη πρόσθετη χρηματική του ικανοποίηση δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και πρέπει κατόπιν τούτου να απορριφθεί ο λόγος της έφεσης των εναγομένων με τον οποίο πλήττεται το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που επιδίκασε πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση στον ενάγοντα και να γίνει αντίθετα δεκτός ο σχετικός λόγος της αντεφέσεως του ενάγοντος κατά το πιο πάνω ποσό των 13.000 ευρώ και ως βάσιμος κατ& ουσίαν. Άλλος λόγος έφεσης των εναγομένων στην, από 15-9-1997, αγωγή και αντέφεσης του ενάγοντος στην ίδια αγωγή σχετικά με την εν μέρει παραδοχή αυτής από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη προς έρευνα δεν υπάρχει. Κατόπιν τούτου πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει τόσον η πρώτη έφεση όσον και η αντέφεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη σχετικά με τις διατάξεις της που έχουν σχέση με την από 15-9-1997 αγωγή του Η.Μ. και αφορούν τους διαδίκους της πρώτης έφεσης και της αντέφεσης ήτοι το Σ.Σ. του Γ. και την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία &(εκκαλούτνος & αντεφεσίβλητους) και τον Η.Μ. (εφεσίβλητο & αντεκκαλούντα), να κρατηθεί η υπόθεση ως πρςο τους ως άνω διαδίκους στο Δικαστήριο αυτό και αφού ερευνηθεί η , από 15-9-1997, αγωγή του Η.Μ., να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή και ως βάσιμη κατ& ουσίαν, με το να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι Σ.Σ. και η ομόρρυθμη εταιρεία & και εις ολόκληρον καθένας να καταβάλλουν στον ενάγοντα Η.Μ. το συνολικό ποσό των δέκα τριών χιλιάδων (13.000) Ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής σε αυτούς μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος Η.Μ. και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, ανάλογα με την έκταση της νίκης του, σε βάρος των εναγομένων Σ.Σ. και της ομόρρυθμης εταιρείας, σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 183 Κ.Πολ.Δ., όπως στο διατακτικό.