1.Είδη Αοριστίας του Δικογράφου της Αγωγής που ασκείται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ. 105Εισ.Ν.Α.Κ)
Α) Ποσοτική Αοριστία
Β) Ποιοτική Αοριστία
Είδη Αοριστίας του Δικογράφου της Αγωγής
που ασκείται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ. 105Εισ.Ν.Α.Κ)
Δυνάμει του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. σε συνδυασμό με τις διατάξεις 71 παρ. 1 και 73 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., προκύπτει πως σε περίπτωση αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το δικόγραφο αυτής πρέπει να περιέχει την παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου, από την οποία απορρέει η αξίωση προς αποζημίωση, την σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμον αξίωση, καθώς και ορισμένο αίτημα. Σε περίπτωση μη αναγραφής των ανωτέρω στοιχείων η αγωγή καθίσταται αόριστη και κατ’ επέκταση απορριπτέα ως απαράδεκτη, μη δυνάμενη να θεραπευθεί ένεκα της διάταξης 36 του Κ.Δ.Δ.
Ποσοτική αοριστία της αγωγής υφίσταται όταν δεν αναγράφονται με πληρότητα στο δικόγραφο της αγωγής τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 1 στοιχ. α και β του Κ.Δ.Δ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Όσον αφορά την ποιοτική αοριστία της αγωγής, αυτή πληρούται όταν στο δικόγραφο της αγωγής, γίνεται μόνο επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται συγχρόνως σε αυτήν τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά.
Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., 71 παρ. 1 και 73 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση αγωγής κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., το δικόγραφο πρέπει να περιέχει την παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου, από την οποία απορρέει η αξίωση προς αποζημίωση, σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμον την αξίωση, καθώς και ορισμένο αίτημα. Η αναγραφή των στοιχείων αυτών είναι απαραίτητη για να μπορέσει ο μεν εναγόμενος να αμυνθεί, το δε δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Όταν στο δικόγραφο δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, η έλλειψη των στοιχείων αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και, συνεπώς, απορριπτέα ως απαράδεκτη. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με το υπόμνημα του ενάγοντος ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης ούτε από την προσκόμιση ή την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι τούτο αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 36 του Κ.Δ.Δ., η τήρηση των οποίων ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατά το άρθρο 35 του Κ.Δ.Δ.
Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 56 παρ. 1 περιπτ. δ του π.δ. 18/1989, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του για το νόμω βάσιμο της αγωγής αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμον ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμον στοιχεία. Η αοριστία όμως της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναγράφονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 1 στοιχ. α και β του Κ.Δ.Δ. στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 56 παρ. 1 περιπτ. γ του π.δ. 18/1989.
Απόφ. ΣτΕ…
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας