facebook
Αρχική Νομολογία Ανακοινώσεις Εκτενείς τροποποιήσεις σε Ποινικό Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Αφαίρεση μέρους της ποινής σε περίπτωση προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας

Εκτενείς τροποποιήσεις σε Ποινικό Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Αφαίρεση μέρους της ποινής σε περίπτωση προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας

Σημαντικές αλλαγές σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα παράστασης κατηγορουμένου σε ποινικές δίκες, με μία σειρά τροποποιήσεων στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περιλαμβάνει το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στη Βουλή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σχέδιο νόμου περιλαμβάνονται αλλαγές στο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, με τροποποιήσεις στη σχετική νομοθεσία (Νόμος 3251/2004), ενώ με το ίδιο σ/ν η χώρα μας κυρώνει το Πρωτόκολλο 16 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Το σχέδιο νόμου, το οποίο είχε τεθεί σε διαβούλευση πριν από λίγους μήνες, περιλαμβάνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διατάξεις, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα αφαίρεσης μέρους της ποινής για την αποκατάσταση της βλάβης εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών πριν την έκδοση της απόφασης.

Ενδεικτικά, στο άρθρο 87 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο το οποίο αναφέρει πως σε περίπτωση επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής, το δικαστήριο μπορεί υπό συνθήκες να αφαιρέσει μέρος της ποινής, προκειμένου να αποκατασταθεί η βλάβη την οποία υπέστη ο κατηγορούμενος εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών, οι οποίες παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του κατηγορουμένου ή προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης.

Ως προς τις εγγυήσεις για την παράσταση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, προβλέπεται ότι η αναζήτηση της κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου γίνεται με κάθε πρόσφορο μέσο, τουλάχιστον με βάση τη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην τελευταία φορολογική του δήλωση και τα σχετικά στοιχεία που είναι καταχωρημένα στα πληροφοριακά συστήματα του υπουργείου Οικονομικών (TaxisNet).

 

Αναλυτικά οι διατάξεις με την αιτιολογική τους έκθεση:

Α. Τεκμήριο αθωότητας

Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 27Α ως εξής:

«Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρις ότου αποδειχτεί νομίμως η ενοχή τους με την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης».

Αιτιολογική έκθεση

1. Ο σεβασμός στο τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται στο ημεδαπό δίκαιο από διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος και συγκεκριμένα από το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, η απλή αναφορά στην ΕΣΔΑ, και συγκεκριμένα στο άρθρο 6 παρ. 2, δεν αρκεί για να τηρηθεί η υποχρέωση της Ελλάδας προς ενσωμάτωση της Οδηγίας, όπως προκύπτει από τη σκέψη υπ’ αριθμ. 5 του Προοιμίου («Μολονότι τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενο μέρος της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ, η εμπειρία έχει δείξει ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν εξασφαλίζει πάντοτε επαρκή βαθμό εμπιστοσύνης στα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών»). Πρέπει συνεπώς να θεσπιστεί ρητή διάταξη στο εθνικό δίκαιο, έστω και αν το κανονιστικό της βεληνεκές θα είναι από πρακτικής άποψης περιορισμένο, υπό την έννοια ότι θα αποτελεί μια πανηγυρική διακήρυξη της ήδη ισχύουσας αρχής.

2. Από το προοίμιο και μάλιστα από την πρώτη σκέψη αυτού, προκύπτει ότι η Οδηγία, τουλάχιστον κατά την ελληνική της απόδοση, αντιμετωπίζει το τεκμήριο αθωότητας ως «αρχή» («Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας») σε αντιδιαστολή με το «δικαίωμα σε δίκαιη δίκη». Η αντιδιαστολή αυτή γίνεται και στα ξένα δίκαια, μεταξύ (απλώς) τεκμηρίου αθωότητας και δικαιώματος σε δίκαιη δίκη («Die Unschuldsvermutung und das Recht auf ein faires Verfahren», «The presumption of innocence and the right to a fair trial», «La presomption d’ innocence et le droit a un proces equitable», «La presunione di innocena e il diritto a une quo processo»). Συνεπώς μπορεί να ειπωθεί συνολικά ότι το τεκμήριο αθωότητας αντιμετωπίζεται ως κάτι παραπάνω ή κάτι διαφορετικό από «δικαίωμα» (πρβλ. και ΕΔΔΑ, Κώνστας κατά Ελλάδος, παρ. 27).

3. Η συστηματική ένταξη της διάταξης περί του τεκμηρίου της αθωότητας στο Πρώτο Βιβλίο (Γενικοί Ορισμοί), Δεύτερο Τμήμα (Ποινική Δίωξη), Πρώτο Κεφάλαιο (Γενικές Διατάξεις) με την προσθήκη νέου άρθρου 27Α ΚΠΔ, προσφέρεται για τους εξής λόγους:

Πρώτον, διότι στο άρθρο 27 ΚΠΔ καθιερώνεται η αρχή της δημόσιας δίωξης των εγκλημάτων «στο όνομα της Πολιτείας», στην οποία λειτουργεί ως αντίβαρο το τεκμήριο της αθωότητας.

Δεύτερον, διότι έτσι προτάσσεται συστηματικά και του άρθρου 31 ΚΠΔ, που εντάσσεται στο ίδιο κεφάλαιο και προβλέπει ένα σημαντικό πλέον, παρ’ ημίν, στάδιο της ποινικής διαδικασίας, την προκαταρκτική εξέταση.

Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η σκ. 12 του Προοιμίου της Οδηγίας, η οποία αναφέρει, σχετικά με το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η εφαρμογή της, ότι: «Θα πρέπει να εφαρμόζεται από τη στιγμή που ένα πρόσωπο είναι ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης και, κατά συνέπεια, ακόμα και πριν το εν λόγω πρόσωπο ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρείται ύποπτο ή ότι κατηγορείται».

Β. Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου

1. Στο άρθρο 87 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:

«5. Όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή και αφού οριστεί η διάρκειά της, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου, να αφαιρέσει εύλογο κατά την κρίση του μέρος της ποινής που επιβλήθηκε, προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη ο κατηγορούμενος εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του κατηγορουμένου είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης».

2. Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 371 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:

«Το δικαστήριο αφαιρεί από την ποινή που επιβλήθηκε το χρόνο της προσωρινής κράτησης του καταδικασμένου και τον χρόνο για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημόσιων αρχών, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Αν το δικαστήριο παρέλειψε να αφαιρέσει τον χρόνο αυτό στην καταδικαστική απόφαση, μπορεί να το πράξει και με μεταγενέοτερη απόφασή του, με αίτηση του καταδίκου ή του εισαγγελέα.».

3. Στο άρθρο 371 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής: 

«5. Για την αποκατάσταση της βλάβης εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημόσιων αρχών, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 87 του Ποινικού Κώδικας, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 7 του ν. 4239/2014 (Α’ 43).

Αν το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση έχει αφαιρέσει χρόνο από ποινή που επιβλήθηκε, η αφαίρεση χρόνου μπορεί να συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, δίκαιη ικανοποίηση για την προσβολή του τεκμηρίου της αθωότητας και λαμβάνεται υπόψη κατά την κρίση περί καταβολής χρηματικού ποσού.».

Αιτιολογική έκθεση

1. Από τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, στην οποία αναφέρεται και το Προοίμιο της Οδηγίας, προκύπτει ότι απαιτείται ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο στο πλαίσιο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ώστε η διαπίστωση της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας να γίνεται από τα ποινικά δικαστήρια (Κώνστας κατά Ελλάδος, παρ. 23-24 [δημοσ. στο ΝοΒ 59, 1372 επ. με παρατηρήσεις Β. Χειρδάρη]). Το τεκμήριο αθωότητας θίγουν δηλώσεις δημοσίων αξιωματούχων που προδικάζουν το αποτέλεσμα μιας ποινικής διαδικασίας, είτε προτρέποντας το δικαστικό όργανο να λάβει συγκεκριμένη απόφαση είτε μη περιοριζόμενες σε μία απλή μνεία των δικαστικών ενεργειών ή αποφάσεων, αλλά παρουσιάζοντας μια νέα εκτίμηση των γεγονότων και προδικάζοντας έτσι την απόφαση του δικαστικού οργάνου σε μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο (ΕΔΔΑ, Κώνστας κατά Ελλάδος, παρ. 36 επ.). Με τον όρο «δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών» νοείται κάθε δήλωση που αναφέρεται σε αξιόποινη πράξη η οποία προέρχεται είτε από αρχή που συμμετέχει σε ποινική διαδικασία σχετική με την εν λόγω αξιόποινη πράξη, π.χ. δικαστικές αρχές, αστυνομία και άλλες αρχές επιβολής του νόμου, είτε από άλλη δημόσια αρχή, π.χ. υπουργούς και άλλους δημόσιους λειτουργούς ή αξιωματούχους, υπό τον όρο ότι δεν θίγεται τυχόν ασυλία που ισχύει σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

2. Για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην ποινική διαδικασία, την οποία διαταράσσει η επιβάρυνση της θέσης του κατηγορουμένου με τέτοιες δημόσιες δηλώσεις δημοσίων λειτουργών ή αξιωματούχων (όπως λ.χ. εκείνες που έλαβαν χώρα στο ελληνικό κοινοβούλιο και τέθηκαν υπό την κρίση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Κώνστας κατά Ελλάδος), στη Γερμανία έχει προταθεί από μερίδα της νομολογίας και το λεγόμενο «μοντέλο της εκτέλεσης» (Vollstreckungsmodell), το οποίο εφαρμόζει η γερμανική νομολογία μετά την απόφαση της ποινικής Ολομέλειας του BGH (BGH: Beschluss vom 17.01.2008 – GSSt 1/07) για υπερβάσεις εύλογης διάρκειας της δίκης, κατά το οποίο «στη θέση της έως τώρα παρεχόμενης μείωσης της ποινής στο διατακτικό της απόφασης θα πρέπει να περιλαμβάνεται διάταξη, σύμφωνα με την οποία, για την αποκατάσταση της βλάβης εξαιτίας της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας, θεωρείται ότι εκτίθηκε αριθμητικά προσδιορισμένο μέρος της επιβληθείσας ποινής («μοντέλο της εκτέλεσης»)». Έτσι η αφαίρεση χρόνου έκτισης από την ποινή προβλέπεται ως μέτρο αποκατάστασης της δικαιότητας της διαδικασίας. Στην Ελλάδα προβλέπεται για την αντίστοιχη παράβαση της δικαιότητας της διαδικασίας λόγω υπέρβασης του ευλόγου χρόνου διάρκειας της ποινικής διαδικασίας από το άρθρο 7 ν. 4239/2014, εκτός από χρηματική ικανοποίηση, και η λήψη υπόψη της υπέρβασης αυτής κατά την επιμέτρηση της ποινής. Ωστόσο, όπως αναγνωρίζει ρητά και το Γερμανικό Ακυρωτικό, ο προσδιορισμός των συνεπειών των παραβάσεων του τεκμηρίου αθωότητας στο ποινικό δικονομικό δίκαιο εναπόκειται αποκλειστικά στο νομοθέτη. Συνεπώς δεν αποκλείεται η εφαρμογή του συγκεκριμένου μοντέλου της αφαίρεσης χρόνου από την έκτιση της ποινής, ως αντιστάθμισμα της παράβασης του τεκμηρίου αθωότητας με δημόσιες δηλώσεις αξιωματούχων, εφόσον διαμορφωθεί κατάλληλο νομοθετικό έρεισμα.

3. Όσον αφορά ειδικά τους δικαστικούς λειτουργούς και ανακριτικούς υπαλλήλους που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη ποινική διαδικασία υπάρχουν και αρκούν σχετικά οι διατάξεις για την εξαίρεση και τον αποκλεισμό τους που προβλέπει το ποινικό δικονομικό δίκαιο. Σημειωτέον ότι, αν τα μέλη του δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της δίκης και πριν από την ολοκλήρωση αυτής, προβαίνουν σε δηλώσεις ή παραδοχές που προϋποθέτουν το ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, για την οποία κατηγορείται, ο Αρειος Πάγος έχει δεχτεί ότι συντρέχει απόλυτη ακυρότητα λόγω παράβασης του τεκμηρίου αθωότητας εκ του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτ. δ’ ΚΠΔ. Έχει κριθεί δηλαδή, ότι οι τυχόν παραβάσεις του τεκμηρίου αθωότητας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ από δικαστικούς λειτουργούς υπάγονται στην κύρωση της διάταξης του άρθρου 171 παρ. 1 περίπτ. δ’ ΚΠΔ, λόγω της ρητής παραπομπής αυτής στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα την ως άνω ακυρότητα συνεπάγεται η παράβαση της υποχρέωσης αμεροληψίας, που αναφέρεται όχι μόνο στο δικαστήριο, ως δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και στα μέλη που το συγκροτούν, ως φυσικά πρόσωπα στα οποία είναι ανατεθειμένη η συγκεκριμένη λειτουργία, όταν κάποιο μέλος του δικαστηρίου εξέφρασε δημοσίως προσωπικές απόψεις επί της ουσίας της υπόθεσης, πριν από την ολοκλήρωση της δίκης, είτε όταν κάποιο μέλος του δικαστηρίου συμμετείχε σε προηγούμενα στάδια της διαδικασίας και προέβη σε διαδικαστικές ενέργειες, οι οποίες προϋπέθεταν τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης σε έκταση που εκ των πραγμάτων προκαλεί εντυπώσεις προκατάληψης (ΑΠ 1413/2010, σκ. 7).

4. Η παρούσα ρύθμιση αφορά λοιπόν δηλώσεις αποκλειστικά δημοσίων αξιωματούχων ή (ενδεχομένως) και δικαστικών λειτουργών και ανακριτικών υπαλλήλων, όταν όμως οι τελευταίοι δρουν εκτός του πλαισίου συγκεκριμένης ποινικής διαδικασίας, όταν δηλαδή δεν σχετίζεται η δήλωση με την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης (π.χ. εν ενεργεία ανώτατος δικαστής προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις για υπόθεση που εκκρεμεί ακόμη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προδικάζοντας την ενοχή του κατηγορουμένου).

5. Σύμφωνα με την εκδοθείσα, στην αντίστοιχη περίπτωση της παράβασης του ευλόγου χρόνου διάρκειας, δηλαδή μιας άλλης πτυχής της δίκαιης δίκης, πιλοτική απόφαση Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδος, προς την οποία συμμορφώθηκε ήδη ο Έλληνας νομοθέτης με το Ν. 4239/2014, αποτελεσματικό μέσο για την αποκατάσταση της βλάβης σε περίπτωση καταδίκης μπορεί να είναι και η μείωση της ποινής κατά τρόπο ρητό και μετρήσιμο, ενδεχομένως σε συνδυασμό με αποζημίωση (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4239/2014, σελ. 2 αρ. 10). Ωστόσο, η μείωση της ποινής λόγω του διαδικαστικού αδίκου, που συνεπάγεται η παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, δεν μπορεί να γίνει κατά τρόπο ρητό και μετρήσιμο στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής, που κατά την κρατούσα δικαστηριακή πρακτική εξαντλείται στην απλή, αόριστη επανάληψη των κριτηρίων του άρθρου 79 ΠΚ.

6. Με την παρούσα ρύθμιση επιλέγεται λοιπόν ένας συνδυασμός των δύο μέσων αποκατάστασης. Συγκεκριμένα εισάγεται αφενός στην ελληνική νομοθεσία το «μοντέλο της εκτέλεσης», με εισαγωγή νέας παρ. 5 στο άρθρο 87 ΠΚ και με αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 371 παρ. 4 ΚΠΔ, σε συνδυασμό αφετέρου με την επέκταση της διαδικασίας αίτησης εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του ν. 4239/2014 και στις περυττώσεις της παράβασης του τεκμηρίου αθωότητας με δημόσιες δηλώσεις αξιωματούχων κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω νόμου. Έτσι προβλέπεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο προστασίας των θιγομένων, καθώς προβλέπεται αφενός αίτηση αφαίρεσης χρόνου έκτισης στην επί της ποινής συζήτηση (ήτοι μετά την επιμέτρηση και την αφαίρεση χρόνου τυχόν προσωρινής κράτησης), καθώς και αίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, κατ’ αναλογίαν όσων ισχύουν για την υπέρβαση του εύλογου χρόνου διάρκειας της ποινικής δίκης (συντρεχούσης εν προκειμένω και επαρκούς ομοιότητας των περσιτώσεων, καθώς πρόκειται για παραβάσεις πτυχών της δίκαιης δίκης κατ’ άρθρο 6 ΕΣΔΑ). Βεβαίως, η αφαίρεση χρόνου κράτησης κατά το «μοντέλο της εκτέλεσης», δεν μπορεί να εφαρμοστεί όταν επιβάλλεται ποινή ισόβιας κάθειρξης. Στην περίπτωση αυτή κρίνεται ότι αρκεί για την αποκατάσταση της διαδικαστικής ισορροπίας, η δυνατότητα αίτησης εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, καθώς η ένταση του αδίκου και της ενοχής του δράστη, αλλά και η μη αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων ή λόγων μείωσης της ποινής από το δικαστήριο, η οποία οδήγησε στην επιβολή της (απόλυτης) ποινής της ισόβιας κάθειρξης, δεν καταλείπει περιθώρια εφαρμογής στο «μοντέλο της εκτέλεσης». Ωστόσο, εδώ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η δυνατότητα του άρθρου 407 §2 ΚΠΔ και να εκφραστεί ευχή για να μετριαστεί η ποινή, με χάρη, για το λόγο αυτό (εφαρμοζόμενη αναλογικά εκτός από τα Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και στο Εφετείο Κακουργημάτων). Εξυπακούεται ότι εφόσον, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 83 ΠΚ επιβληθεί, αντί ισόβιας, πρόσκαιρη κάθειρξη (π.χ. λόγω αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων), χωρεί κανονικά η εφαρμογή των διατάξεων που εισάγονται με το παρόν νομοσχέδιο για την αφαίρεση χρόνου έκτισης.

7. Συνεπώς, εφόσον προβλέπεται πλέον και στον ΚΠΔ ρητώς το τεκμήριο αθωότητας, υφίσταται έτσι ένα πλήρες προστατευτικό αυτού πλέγμα διατάξεων στην ελληνική νομοθεσία, αφού επί ιδιαιτέρως σοβαρών περιπτώσεων παράβασής του, στις οποίες το διαδικαστικό άδικο, διά του οποίου επλήγη ο ύποπτος ή κατηγορούμενος, δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως με ένα ή και τα δύο από τα ανωτέρω μέσα, υφίσταται πάντοτε η δυνατότητα κήρυξης απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 171 παρ. 1 περίπτ. δ’ ΚΠΔ σε συνδυασμό με το νέο άρθρο 27Α ΚΠΔ και το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ.

Γ. Βάρος απόδειξης στην ποινική δίκη

1. Η παρ. 2 του άρθρου 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται ως εξής (οι αλλαγές με bold):

«2. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 239, 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Οι διατάξεις των άρθρων 96 παράγραφος 3 και 97 παράγραφος 1 εφαρμόζονται αναλόγως. Τα ως άνω δικαιώματά του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για τα παραπάνω δικαιώματά του. Οι περίπτ. γ’, δ’ και ε’ της παρ. 1 και η παρ. 2 του άρθρου 273, καθώς και το άρθρο 274, εφαρμόζονται αναλόγως. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή ύποπτος κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του. Σε κάθε περίπτωση, η επικοινωνία του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξης, με τον συνήγορο του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι απόρρητη.»

2. Προστίθεται άρθρο 331Α στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως εξής:

«Άρθρο 331Α

Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο λαμβάνεται κάθε μέριμνα ώστε να εξακριβωθεί η αλήθεια, εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής».

3. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Εξετάζεται αυτεπαγγέλτως κάθε αποδεικτικό μέσο που θεμελιώνει όχι μόνον την ενοχή, αλλά και την αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείο ή αποδεικτικό μέσο που επικαλείται υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια».

4. Η παρ. 2 του άρθρου 366 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη, αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης. Τεκμαίρεται ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο που έχει δυσφημισθεί τέλεσε την αξιόποινη πράξη. Επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη.»

Αιτιολογική έκθεση

1. Από την αρχή της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού (ή αρχή της ανάκρισης) συνάγεται ότι τα ανακριτικά όργανα είναι υποχρεωμένα να ενεργούν αυτεπαγγέλτως για τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, ώστε η έννοια του αποκαλούμενου βάρους απόδειξης δεν έχει θέση στην ελληνική ποινική διαδικασία. Επομένως δεν υπάρχει υποχρέωση οποιουδήποτε από τους διαδίκους (κατηγορούμενο, πολιτικώς ενάγοντα, αστικώς υπεύθυνο) να αποδείξουν είτε την τέλεση ή μη του φερόμενου ως διαπραχθέντος εγκλήματος, είτε την ενοχή ή αθωότητα κάποιου προσώπου μονόπλευρα και ανάλογα με την αντίστοιχη θέση τους στην δίκη. Ακόμα και ο εισαγγελέας που κινεί και γενικότερα ασκεί την ποινική δίωξη ή ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να αποδείξουν την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά εξετάζουν και βεβαιώνουν αυτεπαγγέλτως τόσο την ενοχή όσο και την αθωότητά του, αναζητούν δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία, που είναι απαραίτητα για την τελική δικαστική εκτίμηση (Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο4, 2011, σελ. 352, πλαγιαρ. 404-405).

2. Στον χώρο της πολιτικής δίκης γίνεται λόγος για κατανομή του βάρους απόδειξης υπό δύο έννοιες. Το «τυπικό» ή «δικονομικό» ή «υποκειμενικό» βάρος της απόδειξης φέρει ο διάδικος εκείνος ο οποίος και μόνο είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδείξεις σε σχέση με το αμφισβητούμενο αντικείμενο, ενώ το «ουσιαστικό» ή «αντικειμενικό» βάρος απόδειξης φέρει εκείνος, σε βλάβη του οποίου καταλήγει η τυχόν αμφιβολία του δικαστηρίου ως προς την αλήθεια των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών. Η θέση ωστόσο του ποινικού δικονομικού δικαίου σε σχέση με τα ανωτέρω είναι διαφορετική. Πράγματι, ο εισαγγελέας μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης δεν ισχυρίζεται οπωσδήποτε ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος, αλλά κι αυτός ερευνά, και δεν είναι ένας μονόπλευρος υποστηρικτής της κατηγορίας. Επομένως, ούτε με την υποκειμενική, αλλά ούτε και με την αντικειμενική έννοια είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι αυτός φέρει το βάρος απόδειξης στην ελληνική ποινική δίκη. Όμως ούτε και ο κατηγορούμενος φέρει το βάρος οποιασδήποτε απόδειξης, γιατί (όσον αφορά στο «υποκειμενικό» βάρος) στο μέτρο που ισχύει η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, η ανεύρεση και προσαγωγή των αποδείξεων (προς κάθε κατεύθυνση) είναι έργο του φορέα κίνησης της εκάστοτε φάσης της ποινικής διαδικασίας, του εισαγγελέα (με τη βοήθεια των ανακριτικών υπαλλήλων) στην προκαταρκτική εξέταση και την προανάκριση, του τακτικού ανακριτή στην κύρια ανάκριση, του δικαστηρίου κατά την διαδικασία στο ακροατήριο. Το τεκμήριο αθωότητας και η αρχή in dubio pro reo, εξάλλου, αποκλείουν να αποβαίνει σε βάρος του κατηγορουμένου η αμφιβολία ως προς την ενοχή ή την αθωότητά του («αντικειμενικό» βάρος). Επιβεβαιώνεται λοιπόν ότι στην ελληνική ποινική δίκη για βάρος απόδειξης με οποιαδήποτε έννοια δεν μπορεί να γίνει λόγος. Επίσης δεν μπορεί να γίνει λόγος για βάρος απόδειξης που φέρει ο κατηγορούμενος ούτε ως προς τις αρνητικές προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού (λόγοι άρσης του αδίκου, λόγοι άρσης του καταλογισμού, λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου). Γιατί και ως προς αυτές ισχύει η αρχή «εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου». Εντούτοις ως προς αυτές τις αρνητικές προϋποθέσεις, ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του φέρουν de facto το βάρος της επίκλησης και της πρόκλησης αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη λόγων άρσης του αδίκου, με την επισήμανση των συντρεχόντων εκείνων περιστατικών που, κατά τους ισχυρισμούς τους, τους θεμελιώνουν (Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης4, 2012, σελ. 225-228).

3. Με τις προσθήκες, διά του παρόντος άρθρου, στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διευκρινίζεται ότι ο κανόνας του άρθρου 239 παρ. 2 ΚΠΔ δεν περιορίζεται μόνο στο στάδιο της ανάκρισης, αλλά εφαρμόζεται και στο στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο, ενόψει της προφανούς ομοιότητας της διεξαγωγής της ανάκρισης στην προδικασία με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, που επιδιώκει ακριβώς και στα δύο στάδια τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, όπως υποστηριζόταν ήδη στη θεωρία. Κατά συνέπεια το δικαστήριο έχει υποχρέωση να συγκεντρώσει αυτεπαγγέλτως το αποδεικτικό υλικό, χωρίς να περιμένει την υποβολή αιτήσεων ή προτάσεων από τους διαδίκους και χωρίς να δεσμεύεται από αυτές, χωρίς φυσικά αυτό να συνεπάγεται ότι το δικαστήριο φέρει το ονομαζόμενο βάρος απόδειξης, επειδή ακριβώς η ενδεχόμενη αδυναμία του δικαστηρίου να συγκεντρώσει το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό και η δημιουργούμενη αμφιβολία του αναφορικά με την τέλεση ή μη της κατηγορούμενης πράξης και την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου οδηγεί στην αθώωση του και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαστική ήττα» (Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο4, 2011, σελ. 352, πλαγιαρ. 404-405).

4. Εφόσον η έννοια του «βάρους αποδείξεως» είναι ασύμβατη με τον ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα, προφανώς το νόημα της Οδηγίας δεν μπορεί να είναι ότι θα πρέπει να εισαχθεί στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα «βάρος απόδειξης» όσον αφορά την εισαγγελική αρχή, γεγονός που θα αντέβαινε και στη συνταγματική κατοχύρωση του εισαγγελέα ως δικαστικού λειτουργού. Το νόημα του άρθρου 6 παρ. 1 της Οδηγίας είναι για τα κράτη μέλη που δεν υιοθετούν το αγγλοσαξωνικό μοντέλο της, κατ’ αντιδικία, διεξαγωγής της ποινικής δίκης (adversarial), αλλά το ηπειρωτικό εξεταστικό μοντέλο (inquisitorial), αυτό που προκύπτει από τη σκέψη 22 του προοιμίου και είναι κατεξοχήν αρνητικό: Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται όταν το βάρος της αποδείξεως μετατίθεται από την εισαγγελική αρχή στην υπεράσπιση και όταν η χρήση πραγματικών και νομικών τεκμηρίων δεν περιορίζεται σε λογικά όρια, με συνεκτίμηση της σοβαρότητας του διακυβεύματος και διαφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, τα οποία (τεκμήρια) θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση μαχητά και εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο υπό τον όρο ότι τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης.

5. Συνεπώς για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας αρκεί η επέκταση της ισχύος του άρθρου 239 §2 εδ. α’ ΚΠΔ στην προκαταρκτική εξέταση με αντίστοιχη συμπλήρωση της παραπομπής του άρθρου 31 §2 ΚΠΔ, εκτός από τα άρθρα 240 και 241, και στο άρθρο 239, καθώς και στην αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, όπου ούτως ή άλλως γίνεται δεκτή η υποχρέωση του δικαστή να ερευνά αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα και δεν υποχρεούται ο κατηγορούμενος να επικαλεσθεί και να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα. Ομοίως πρέπει να επεκταθεί και η ρύθμιση του άρθρου 274 ΚΠΔ από την οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε φέρει το βάρος να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα, αλλά ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει και να εξετάσει όσα ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε υπέρ του.

6. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η νομολογιακή κατασκευή των αυτοτελών ισχυρισμών που κινείται στο όριο της απαγόρευσης μετάθεσης βάρους αποδείξεως στον κατηγορούμενο, υπό το πρίσμα της οδηγίας μπορεί ενδεχομένως να μεταθέτει επιτρεπτώς στον κατηγορούμενο μόνο ένα βάρος επίκλησης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, καθώς, εφόσον ο κατηγορούμενος επικαλεστεί με τρόπο ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, δεν είναι υποχρεωμένος και να τα αποδείξει, αλλά το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως τα αποδεικτικά μέσα που τον θεμελιώνουν ή τον καταρρίπτουν (βλ. ΑΠ 438/2017, ΑΠ 132/2016). Αντίθετα δεν είναι συμβατή με την Οδηγία, και συγκεκριμένα με το άρθρο 6 παρ. 1 αυτής, η νομολογία που απαιτεί, επιπλέον της ορισμένης επίκλησης, και την απόδειξη των περιστατικών που στηρίζουν τον αυτοτελή ισχυρισμό εκ μέρους του κατηγορουμένου (πρβλ. ΑΠ 130/2017). Για το λόγο αυτό αποσαφηνίζεται με την προσθήκη στο άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε φέρει το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται υπέρ του, αλλά το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αναζητεί και να ερευνά όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκε υπέρ του ο κατηγορούμενος, όπως προκύπτει και από τη ρύθμιση του άρθρου 274 ΚΠΔ, η οποία πρέπει να επεκταθεί έτσι και στην αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο για τον ανωτέρω λόγο.

7. Η ποινική μας νομοθεσία προβλέπει, ως γνωστόν, ένα τεκμήριο και δη κατά μία άποψη αμάχητο στο άρθρο 366 ΠΚ. Όπως αναφέρθηκε, αμάχητα τεκμήρια δεν είναι συμβατά με το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας, οπότε σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της σκέψης 22 της Οδηγίας το άρθρο 366 ΠΚ πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε το τεκμήριο που προβλέπει να καταστεί (τουλάχιστον) μαχητό και να χρησιμοποιείται μόνο υπό τον όρο ότι τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 366 ΠΚ, ήτοι να μην εκδίδονται αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις, το τεκμήριο καθίσταται πλέον μαχητό και μπορεί να ανατρέπεται ιδίως όταν έχουν ανακύψει νέα στοιχεία ή αποδεικτικά μέσα, κατά το πρότυπο των διατάξεων για την επανάληψη της διαδικασίας και την ανάσυρση υποθέσεων από το αρχείο της εισαγγελίας. Έτσι, η υπεράσπιση θα μπορεί να επικαλεστεί και να προσκομίσει νέα στοιχεία και αποδεικτικά μέσα για την αλήθεια ή το ψεύδος του γεγονότος, αλλά και το δικαστήριο θα μπορεί, εφόσον προκύψουν τέτοια από τη διαδικασία, να πραγματώνει το ιδεώδες της ηθικής απόδειξης, χωρίς να δεσμεύεται από το συγκεκριμένο νομικό κανόνα απόδειξης.

Δ. Εγγυήσεις για την παράσταση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη

Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 155 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η πραγματική αναζήτηση της κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου, εφόσον δεν έχει δηλωθεί κατά το άρθρο 273, γίνεται με κάθε πρόσφορο μέσο, τουλάχιστον με βάση τη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην τελευταία φορολογική του δήλωση και τα σχετικά στοιχεία που είναι καταχωρημένα στα πληροφοριακά συστήματα του υπουργείου Οικονομικών (TaxisNet)».

Αιτιολογική έκθεση 

1. Ήδη η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, στοιχούμενη προς τις σχετικές καταδικαστικές για την χώρα μας αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Popovitsi κατά Ελλάδας και Elyasin κατά Ελλάδας, έχει διευκρινίσει ότι, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης (ΟλΑΠ 2/2014).

Έκτοτε έχουν κριθεί από τη νομολογία του Αρείου Πάγου ως άκυρες οι επιδόσεις ως αγνώστου διαμονής σε πρόσωπα των οποίων η διεύθυνση ήταν γνωστή ιδίως στην φορολογική αρχή και σε παρόχους υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (ηλεκτρικού ρεύματος, σύνδεσης σταθερής τηλεφωνίας). Συνεπώς κατεξοχήν πρόσφορο μέσο πραγματικής αναζήτησης της γνωστής διαμονής του κατηγορουμένου από την εισαγγελική αρχή που έχει την επιμέλεια της επίδοσης συνιστά η αναζήτηση της διεύθυνσης που ο κατηγορούμενος ή ύποπτος έχει δηλώσει στις φορολογικές αρχές και είναι καταχωρημένη στα πληροφοριακά συστήματα του υπουργείου οικονομικών, όπου η πρόσβαση στην εισαγγελική αρχή είναι ευχερής. Συνεπώς πρέπει να αναζητείται οπωσδήποτε σε αυτή τη διεύθυνση ο κατηγορούμενος, πριν καταφύγει η εισαγγελική αρχή στην εφαρμογή των διατάξεων περί επίδοσης σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και η χρήση άλλων δυνατοτήτων πραγματικής αναζήτησης της κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου.

Ε. Ευρωπαϊκό Ένταλμα σύλληψης

Με τις διατάξεις του τρίτου μέρους του Νόμου τροποποιείται εν μέρει ο ν. 3251/2004 «Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, τροποποίηση του ν. 2928/2001 νια τις εγκληματικές οργανώσεις και άλλες διατάξεις».

Οι τροποποιήσεις, που αφορούν αποκλειστικά τις ρυθμίσεις του προαναφερόμενου νόμου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ), είναι αναγκαίες προκειμένου η Ελλάδα να συμμορφωθεί με την απόφαση – πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ.

Κοινός στόχος των τροποποιήσεων που εισάγονται είναι η παροχή σαφών και κοινών βάσεων που θα επιτρέπουν την άρνηση αναγνώρισης αποφάσεων, οι οποίες έχουν εκδοθεί σε δίκες κατά τις οποίες ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως.

Άρθρο 10

Με το άρθρο 10 του νομοσχεδίου προστίθεται έβδομη παράγραφος στο άρθρο 6 του ν. 3251/2004 και αντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρου.

Με τη νέα διάταξη καθιερώνεται υποχρέωση του Εισαγγελέα που εκδίδει το ΕΕΣ να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αντίγραφο της απόφασης που επιβάλλει ποινή ή μέτρο ασφαλείας που στερούν την ελευθερία, εφόσον αυτή δεν έχει επιδοθεί στον εκζητούμενο. Η διαβίβαση αυτή διασφαλίζει στην αρχή εκτέλεσης την ικανοποίηση του δικαιώματος του εκζητουμένου να λάβει αντίγραφο της ως άνω απόφασης. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 4α παρ. 2 της Απόφασης – Πλαίσιο.

Προβλέπεται, παράλληλα, ότι για τη διαβίβαση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης συμπληρώνεται στο εξής το νέο υπόδειγμα που προσαρτάται ως Παράρτημα του νομοσχεδίου, το οποίο αντικαθιστά το προγενέστερο υπόδειγμα.

Άρθρο 11

Με το άρθρο 11 εισάγεται νέος δυνητικός λόγος άρνησης εκτέλεσης του ΕΕΣ. Η Ελλάδα θα έχει δυνατότητα (όχι υποχρέωση) να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ που της διαβιβάζεται από άλλο κράτος – μέλος της EE, αν ο εκζητούμένος με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης. Αυτός ο λόγος άρνησης διασφαλίζει ότι η Ελλάδα δεν θα συμπράττει στην εκτέλεση αποφάσεων που ενδεχομένως έχουν εκδοθεί κατά παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στη δίκη. Το δικαίωμα αυτό αποτελεί μέρος του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Ωστόσο η δυνατότητα αυτή δεν θα υπάρχει στην περίπτωση που συντρέχει μια από τις τέσσερις υποπεριπτώσεις (i έως iv) της περίπτωσης στ’ που αναφέρονται στην προτεινόμενη διάταξη. Επί συνδρομής μιας από τις περιπτώσεις αυτές κρίνεται ότι δεν συντρέχει προσβολή του ως άνω δικαιώματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης σε δίκη.

Άρθρο 12

Με το άρθρο 12 καταργείται η πρώτη παράγραφος του άρθρου 13 του ν. 3251/2004. Η παράγραφος αυτή, που ρύθμιζε την εκτέλεση από την Ελλάδα ΕΕΣ που αφορούσαν ερήμην αποφάσεις, στερείται πεδίου εφαρμογής μετά την αναλυτική ρύθμιση του ζητήματος με το άρθρο 11 του νομοσχεδίου.

Άρθρο 13

Το άρθρο 13 διασφαλίζει την ικανοποίηση του δικαιώματος του εκζητουμένου να λάβει αντίγραφο της απόφασης που επιβάλλει ποινή ή μέτρο ασφαλείας που στερούν την ελευθερία, εφόσον αυτή δεν του έχει επιδοθεί. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 4α παρ. 2 της απόφασης – πλαίσιο. Ενώ με τη ρύθμιση του άρθρου 10 του νομοσχεδίου διευκολύνεται η ικανοποίηση του δικαιώματος στις περιπτώσεις που η Ελλάδα εκδίδει το ΕΕΣ, με την παρούσα διάταξη εξασφαλίζεται η ικανοποίηση αυτού στις περιπτώσεις που η Ελλάδα εκτελεί το ΕΕΣ.

Άρθρο 14

Με το άρθρο 14 διασφαλίζεται η δυνατότητα του εκζητουμένου, που παραδίδεται στις ελληνικές αρχές, να ζητήσει την αναστολή ή τη διακοπή εκτέλεσης της εις βάρος του απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην του και δεν του έχει επιδοθεί. Η υποβολή τέτοιας αίτησης προϋποθέτει την άσκηση ενδίκου μέσου, που παρέχεται από το ελληνικό δίκαιο και διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή τις τυχόν ειδικές ρυθμίσεις που αφορούν την αναστολή εκτέλεσης ή τη διακοπή της ποινής.

 

 

 

Πηγή : www.lawspot.gr