1.ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ
2.ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ή ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΙΣΘΩΤΗ (άρθ.576 παρ. 1 Α.Κ.)
3.ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ
4.ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΧΡΗΣΗΣ ΜΙΣΘΙΟΥ ΛΟΓΩ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ – ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ
5.ΔΙΑΠΛΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ (EX NUNC ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ)
6.ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Εκ των άρθρ. 559 αριθ. 1α, 8α, 11γ, 19, 20, ΚΠολΔ
ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ
Από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 577 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 44 Π.Δ. 34/1995), συνάγεται ότι με τη διαρκή σύμβαση της μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση (άρθρ. 574 ΑΚ). Επίσης, έχει υποχρέωση όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά και να το διατηρεί κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, υποχρεούμενος σε άρση των πραγματικών του ελαττωμάτων και σε αποκατάσταση των συμφωνημένων ιδιοτήτων που λείπουν (άρθρ. 575 ΑΚ).
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ή ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΙΣΘΩΤΗ
(άρθ.576 παρ. 1 Α.Κ.)
Αν κατά το χρόνο παράδοσής του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα), ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος (άρθρ. 576 παρ. 1 ΑΚ).
ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΜΦΩΝΗΜΕΝΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ
Περαιτέρω, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης (άρθρο 577 ΑΚ),
Η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας (ΑΠ 1674/2017).
ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΧΡΗΣΗΣ ΜΙΣΘΙΟΥ ΛΟΓΩ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΑΡΧΗΣ – ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ
Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα αποτελεί και η αδυναμία χρήσης του μισθίου όπως συμφωνήθηκε λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης άδειας δημόσιας αρχής (Ολ.ΑΠ 50/2005), η έκδοση της οποίας πρέπει να γίνει με ενέργειες του εκμισθωτή (ΑΠ 415/2014).
ΔΙΑΠΛΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ
(EX NUNC ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ)
Εξάλλου, εκτός των παραπάνω, ο μισθωτής στην περίπτωση που, εξ αιτίας του ως άνω προβαλλομένου απ’ αυτόν πραγματικού ελαττώματος παρακωλύεται να κάνει χρήση του μισθίου έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 587 ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση. Το προς καταγγελία της μίσθωσης ως άνω δικαίωμα του μισθωτή θεμελιώνεται με μόνη την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος τούτου, ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα ως προς αυτό (ΑΠ 1291/2014, ΑΠ 1469/2013).
«Η έκδοση της άδειας λειτουργίας για την συμφωνημένη χρήση του μισθίου ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, πρέπει, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική, μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών συμφωνία, να γίνει με ενέργειες της κατόχου αυτής πρώτης αναιρεσείουσας εκμισθώτριας, χωρίς η υποχρέωσή της αυτή να διαφοροποιείται, στην περίπτωση μεταβίβασης της υπάρχουσας άδειας, αφού και πάλι, όπως αναφέρεται στον ελάσσονα συλλογισμό της προσβαλλομένης, έπρεπε για τη μεταβίβασή της, σύμφωνα με τα κατά το χρόνο της σύναψης της μίσθωσης ισχύοντα, (άρθρο 6 παρ. 5 της Υ.Δ. Α1β/8577/1983) να πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνται και για την έκδοσή της, λόγω της μη συνδρομής των οποίων κατά το χρόνο κατάρτισης της μίσθωσης, όπως ανελέγκτως δέχθηκε το Εφετείο, δημιουργήθηκαν οι, εκ της ένδικης συμβάσεως συνομολογηθείσες στον όρο 19, συνθήκες καταγγελίας της σύμβασης από τις μισθώτριες, για την άσκηση της οποίας, δεν ήταν αναγκαίο σωρευτικώς να συντρέχει και υπαιτιότητα των εκμισθωτριών (για την, κατά το ως άνω χρονικό σημείο, αδυναμία έκδοσης άδειας λειτουργίας. Εν προκειμένω κατά το χρόνο της καταγγελίας της μίσθωσης δεν ήταν δυνατή η έκδοση νέας ή η αντικατάσταση της υπάρχουσας άδειας λειτουργίας καταστήματος στο μίσθιο, τούτο δε ανεξαρτήτως της δυνατότητας χορήγησης πιστοποιητικού πυροπροστασίας, για τη χορήγηση του οποίου εγκρίθηκε μεταγενέστερα, κατόπιν αίτησης της δεύτερης εναγομένης της 652/2009 αγωγής, μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας της ως άνω επιχείρησής της και της ζητήθηκε, προκειμένου να της χορηγηθεί πιστοποιητικό πυροπροστασίας, να επανέλθει με νέα αίτηση στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, αφού λάβει όλα τα μέτρα και μέσα πυροπροστασίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και αναγράφονται στην ως άνω εγκεκριμένη μελέτη, προσκομίζοντας τα απαραίτητα δικαιολογητικά… Το γεγονός δε ότι πριν την καταγγελία της ένδικης μίσθωσης δεν είχε υποβληθεί εγγράφως από τις ενάγουσες της 652/2009 αγωγής – μισθώτριες αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας … για τη χορήγηση βεβαίωσης για χώρο κύριας χρήσης στο μίσθιο όπως και το ότι διενεργήθηκε αυτοψία στο μίσθιο, αλλά και εκδόθηκε η προαναφερθείσα βεβαίωση περί μη δυνατότητας αδειοδότησης του μισθίου από τον αρμόδιο Δήμο … σε χρόνο μεταγενέστερο της καταγγελίας της ένδικης μίσθωσης, δεν αναιρεί το ότι οι ενάγουσες της 652/2009 αγωγής επιδίωξαν να επιτύχουν τη λειτουργία καταστήματος στο μίσθιο με νόμιμη άδεια, ότι διαπίστωσαν από την έρευνά τους ότι δεν ήταν δυνατή η αδειοδότηση με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία του φακέλου, προκειμένου να λειτουργήσει νόμιμα σ’ αυτό η επιχείρηση, για την οποία το μίσθωσαν, κατά την τουριστική περίοδο του 2009, όπως τούτο επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια εγγράφως και ότι δεν είχαν πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της μίσθωσης, αφού η απαιτούμενη άδεια λειτουργίας θα μπορούσε να χορηγηθεί μόνο μετά την διευθέτηση των πολεοδομικών παραβάσεων του μισθίου, που απαιτούσε μακρόχρονες διαδικασίες με αβέβαιη κατάληξη. Με τα δεδομένα αυτά, δεν ήταν δυνατή η έκδοση νέας άδειας, αλλά ούτε η αντικατάσταση της υπάρχουσας άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος στο μίσθιο, προκειμένου να λειτουργήσει νόμιμα σ’ αυτό η επιχείρηση για την οποία το μίσθωσαν οι ενάγουσες κατά την τουριστική περίοδο του 2009, αφού απαιτούνταν, σύμφωνα με τις αμέσως παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις, τα αυτά δικαιολογητικά, ήτοι, μεταξύ άλλων, βεβαίωση χώρου κύριας χρήσης, η έκδοση της οποίας δεν ήταν δυνατή με τα ως άνω υπάρχοντα στοιχεία του σχετικού φακέλου.Με βάση τ’ ανωτέρω, η ως άνω καταγγελία της ένδικης σύμβασης στηρίζεται στον όρο 19 αυτής που παρέχει ευθέως το συγκεκριμένο δικαίωμα, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της καταγγελίας, δηλαδή πρόκειται για άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος της καταγγελίας μίσθωσης για έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, που συνιστά και πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και όχι για δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, που θα επέφερε την αμοιβαία απόσβεση των υποχρεώσεων των μερών κατ’ άρθρο 389 ΑΚ, είναι συνεπώς έγκυρη και έχει επιφέρει την άρση της μισθωτικής σχέσης για το μέλλον, σύμφωνα με το άρθρο 587 του ΑΚ»
ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Απορριπτέοι οι λόγοι Αναιρέσεως κατ’ άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ
Οι αναιρεσείουσες με τους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 6ο, 7ο, 9ο, 10ο και 12ο λόγους αναίρεσης αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 577 και 585 ΑΚ, αλλά και της διάταξης του άρθρου 361 του ίδιου κώδικα, επικαλούμενοι ανεπάρκεια, ασάφεια και αντίφαση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα του, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της μίσθωσης υφισταμένου πραγματικού ελαττώματος του μισθίου που συνίσταται σε αδυναμία έκδοσης άδειας λειτουργίας αυτού για τη χρήση που συμφωνήθηκε. Επιπλέον, και σε συνέχεια με τους παραπάνω αναιρετικούς λόγους, οι αναιρεσείουσες με τον δέκατο αναιρετικό λόγο επικαλούνται ότι οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης, το μεν είναι αντιφατικές, εφόσον δέχεται ότι κατά το χρόνο της καταγγελίας δεν ήταν δυνατή η έκδοση της άδειας λόγω απώλειας των εγγράφων και όχι λόγω πραγματικών ελαττωμάτων, καθώς, κατά τα σ’ αυτήν εκτιθέμενα, ήταν δυνατή η αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας και η έκδοση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας σε μεταγενέστερο χρόνο με την προσκόμιση των προς τούτο δικαιολογητικών από τις μισθώτριες, το δε ελλιπείς, αφού δεν διευκρινίζεται ποιο από τα εν προκειμένω αντισυμβαλλόμενα μέρη είχε υποχρέωση να επιδιώξει την ανασύσταση του απωλεσθέντος φακέλου. Οι ως άνω επικαλούμενες στον αναιρετικό λόγο αυτό αιτιάσεις, είναι προεχόντως αβάσιμες, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η έκδοση της άδειας λειτουργίας για την συμφωνημένη χρήση του μισθίου ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, πρέπει, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική, μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών συμφωνία, να γίνει με ενέργειες της κατόχου αυτής πρώτης αναιρεσείουσας εκμισθώτριας, χωρίς η υποχρέωσή της αυτή να διαφοροποιείται, στην περίπτωση μεταβίβασης της υπάρχουσας άδειας, αφού και πάλι, όπως αναφέρεται στον ελάσσονα συλλογισμό της προσβαλλομένης, έπρεπε για τη μεταβίβασή της, σύμφωνα με τα κατά το χρόνο της σύναψης της μίσθωσης ισχύοντα, (άρθρο 6 παρ. 5 της Υ.Δ. Α1β/8577/1983) να πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνται και για την έκδοσή της, λόγω της μη συνδρομής των οποίων κατά το χρόνο κατάρτισης της μίσθωσης, όπως ανελέγκτως δέχθηκε το Εφετείο, δημιουργήθηκαν οι, εκ της ένδικης συμβάσεως συνομολογηθείσες στον όρο 19, συνθήκες καταγγελίας της σύμβασης από τις μισθώτριες, για την άσκηση της οποίας, δεν ήταν αναγκαίο σωρευτικώς να συντρέχει και υπαιτιότητα των εκμισθωτριών (για την, κατά το ως άνω χρονικό σημείο, αδυναμία έκδοσης άδειας λειτουργίας), κατά τα όσα αβασίμως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες στον ίδιο λόγο. Σε κάθε περίπτωση είναι και απαράδεκτες, διότι οι αναιρεσείουσες, υπό την επίφαση της πλημμέλειας της εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, επιχειρούν να πλήξουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου ουσίας περί της εγκυρότητας της καταγγελίας, η οποία δεν αντιβαίνει στον όρο 19 της μισθωτικής σύμβασης, σύμφωνα με όσα δέχτηκε το Δικαστήριο ουσίας κατά την περί των πραγμάτων εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά και είναι σύμφωνη και με το άρθρο 585 εδ. β’ ΑΚ. Τέλος, το Εφετείο σχετικά με το ζήτημα της καταβολής του ποσού των 565 € που κατέβαλαν οι μισθώτριες σε πολιτικό μηχανικό, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε στον ελάσσονα συλλογισμό της συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου εδώ κανόνα δικαίου του άρθρου 577 ΑΚ, αλλά και του άρθρου 298 ΑΚ, το οποίο δεν παραθέτουν οι αναιρεσείουσες αριθμητικά, ωστόσο όμως προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αίτησης αναίρεσης, καθιστώντας εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων. Τούτο δε διότι η παραδοχή του Εφετείου ότι οι εκμισθώτριες κατά την κατάρτιση της σύμβασης γνώριζαν το ελάττωμα και ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεση της ως άνω ισόποσης ζημίας τους με την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας του μισθίου, εφόσον οι μισθωτές ανέθεσαν σ’ αυτόν, θέτοντας υπόψη του όλα τα υπάρχοντα κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης, σχετικά με την κατάσταση του μισθίου στοιχεία, να διερευνήσει την δυνατότητα έκδοσης της άδειας λειτουργίας αυτού, είναι, σε συνδυασμό και με τις παραδοχές που παρατίθενται σε άλλα σημεία της προσβαλλομένης και συναπαρτίζουν τον ελάσσονα συλλογισμό της, επαρκής, χωρίς να είναι αναγκαίο να παραθέσει άλλες αιτιολογίες, σχετικά με το χρόνο που διενεργήθηκε η σχετική “αυτοψία – έλεγχος”, και την χρήση αυτής, αφού τα στοιχεία αυτά, δεν αποκλείουν την αναγκαιότητα της διενέργειάς της.Συνεπώς και ο 12ος αναιρετικός λόγος με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η ίδια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι αβάσιμος και σε κάθε περίπτωση απαράδεκτος, διότι με τις ως άνω αιτιάσεις, που οι αναιρεσείουσες επικαλούνται για τη θεμελίωσή του, με το πρόσχημα της εκ πλαγίου παραβίασης των ως άνω διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν οι ως άνω αναιρετικοί 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 6ος, 7ος, 9ος, 10ος και 12ος λόγοι πρέπει ν’ απορριφθούν προεχόντως μεν ως αβάσιμοι, σε κάθε δε περίπτωση ως απαράδεκτοι, διότι οι ως άνω αιτιάσεις, υπό την επίκληση των οποίων επιχειρείται να θεμελιωθεί η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδιδόμενη στην προσβαλλομένη πλημμέλεια, αφορούν την ανάλυση και πληρέστερη κατά την άποψη των αναιρεσειουσών αιτιολόγηση του σαφώς εκτιθέμενου για τα παραπάνω ουσιώδη ζητήματα αποδεικτικού πορίσματος.
Απορριπτέος ο εκ του άρθρ. 559 αρ.20 ΚΠολΔ Αναιρετικό λόγος
Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του με αριθμ. πρωτ. …/24-6-2011 εγγράφου της Δ/νσης Πολεοδομίας …, το οποίο κατά λέξη αναφέρει: “ΒΕΒΑΙΩΝΩ ότι το ισόγειο κατάστημα ιδιοκτησίας Τ. Κ. και κατασκευάσθηκε σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/84 οικοδομική άδεια υφίσταται σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1α του ΓΟΚ 85, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και πληροί τις πολεοδομικές διατάζεις για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος κύριας χρήσης προοριζόμενος για κατάστημα. Η παρούσα βεβαίωση χορηγείται κατόπιν αίτησης της Τ. Κ. για τη λήψη άδειας λειτουργίας καταστήματος με χρήση “εστιατόριο – πιτσαρία”. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση (οι παραδοχές της οποίας έχουν εκτεθεί παραπάνω), το Εφετείο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναφορικά με το παραπάνω περιεχόμενο του εγγράφου, ούτε βάσισε την κρίση του αναφορικά με την έλλειψη δυνατότητας έκδοσης άδειας στις 4.9.2008 που συνήφθη η μισθωτική σύμβαση, αποκλειστικώς ή κυρίως στο έγγραφο αυτό, ώστε να στοιχειοθετείται η αναιρετική πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου του εγγράφου αυτού, αλλά αντιθέτως συνεκτίμησε το περιεχόμενό του με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα με την από 13.2.2009 βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας …, τη με αριθμ. πρωτ. …/18.5.2009 βεβαίωση του αρμόδιου για την αδειοδότηση Δήμου …, το με αριθ. …/15.5.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Υγείας Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, τη με αριθμό …/11.5.2009 έκθεση αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας …, τη με αριθμό 14/2009 απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, την …/13.10.2010 αίτηση ακύρωσης της δεύτερης αναιρεσείουσας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, την από 1.9.2010 απόρριψη της με αριθμ. …/23.2.2010 αίτησης θεραπείας, που η ίδια υπέβαλε μετά την απόρριψη της ένστασής της και τέλος το με αριθμ. πρωτ. …/9.1.2012 έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας, καταλήγοντας σε διαφορετικό πόρισμα από εκείνο, το οποίο, κατά τα επικαλούμενα με τον αναιρετικό λόγο της παραμόρφωσης του εγγράφου θεωρούν ως ορθό οι αναιρεσείουσες. Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Απορριπτέος εκ του άρθ. 559 αριθ. 11γ΄ ΚΠολΔ Αναιρετικός Λόγος
Με τον όγδοο κατά σειρά λόγο της αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την επίκληση ότι το Εφετείο, προκειμένου να απορρίψει την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία δεν έλαβε υπόψη του α) την με αριθμ. πρωτ. …/20-01-2012 και β) την με αριθμ. πρωτ. …/15-3-2012 αιτήσεις της εκ των μισθωτριών Δ. Μ. του Ν. προς τη Δ/νση Πολεοδομίας … . Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως αβάσιμος, διότι, από τη ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι πραγματικά λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο για την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, όλα τα νομίμως με επίκληση προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, με ρητή αναφορά των περιεχομένων στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καταθέσεων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, με ειδική επισήμανση ορισμένων απ’ αυτά στην απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος αναιρετικός λόγος είναι και απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείουσες αιτιώμενες το Δικαστήριο ουσίας, ότι με τη λήψη υπόψη των δύο ως άνω εγγράφων θα έπρεπε να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση για το ζήτημα της ύπαρξης του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου κατά το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως και συγκεκριμένα ότι ήταν δυνατή κατά τον χρόνο εκείνο η έκδοση άδειας λειτουργίας του μισθίου ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, επιχειρούν υπό την επίκληση πλημμέλειας από τον αριθ. 11 περ. γ’ άρθρ. 559 ΚΠολΔ, να πλήξουν την ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο της ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Απορριπτέος ο εκ του άρθρ. 559 αρ.8α ΚΠολΔ Αναιρετικός λόγος
Οι αναιρεσείουσες με τον ενδέκατο αναιρετικό λόγο προσάπτουν στο Εφετείο την, από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με το να αποφανθεί για την εγκυρότητα της καταγγελίας της μισθωτικής σύμβασης έλαβε υπόψη του πράγματα που, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν προτάθηκαν από τις αναιρεσίβλητες. Από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων σε συνδυασμό με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, προκύπτει ότι το Εφετείο, προκειμένου να ερευνήσει το λόγο της έφεσης των αναιρεσειουσών αναφορικά με το αναγνωριστικό της ακυρότητας της καταγγελίας αίτημα της αγωγής τους, (το οποίο επίσης κρίθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο και απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη), οδηγήθηκε κατ’ ανάγκην στην έρευνα του κύρους και τη διάγνωση της εγκυρότητας της καταγγελίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να διατυπωθεί ειδικό προς τούτο αίτημα των εφεσιβλήτων εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση, προς απόκρουση της έφεσης των αναιρεσειουσών, αλλά και με το δικόγραφο της αγωγής τους επικαλέσθηκαν, τόσο τους όρους συνδρομής για την εγκυρότητα αυτής, όσο και το εξ αυτής αποτέλεσμα της πρόωρης λύσης της σύμβασης για το μέλλον κατ’ άρθρο 587 ΑΚ, ως γενεσιουργού αιτίας των αγωγικών τους αξιώσεων, όπως η απόδοση της καταβληθείσας εγγυοδοσίας. Συνεπώς ο από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί.
Απορριπτέος ο εκ του άρθρ. 559 αρ.559 αριθ. 1α ΚΠολΔ
Συνεπώς ο 13ος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλομένη, την από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ με τη μη εφαρμογή της είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, πέραν των παραδοχών της προσβαλλομένης, δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενό του όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε και αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος πρότασης ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και είχε νόμιμο περιεχόμενο. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο και ειδικότερα με το να απορρίψει τον ως άνω ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ως μη νόμιμο, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, με τη μη εφαρμογή της, εφόσον τα παραπάνω περιστατικά και αν υποτεθούν αληθινά, δεν καθιστούν καταχρηστική την καταγγελία της ένδικης σύμβασης μίσθωσης από τις αναιρεσίβλητες. Μετά απ’ αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Απόφ. ΑΠ….
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας