Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης
Οδήγηση Άνευ Αδείας Ικανότητας
(άρθρ. 6 β παρ. 1α Ν.3557/2007)
(Δημοσιεύεται στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ – τεύχος Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2022)
Αναγωγή Ασφαλιστικής Εταιρίας κατά Ασφαλισμένου – Απορριπτέα
Είσπραξη Ασφαλίστρων παρά την γνώση της Ασφαλιστικής εταιρίας για Έλλειψη Άδειας Ικανότητας του Ασφαλισμένου της
Δεκτή η Ένσταση Καταχρηστικής Άσκησης Δικαιώματος (281 ΑΚ) που πρόβαλε ο εναγόμενος ασφαλισμένος
Αναιρετική Διαδικασία (άρθρ.559 αρ. 1 και 560 αρ.1 και 6 ΚΠολΔ)
Παραβίαση Διδαγμάτων Κοινής Πείρας
Μόνο αν αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή
των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς
Απορριπτέοι οι λόγοι αναίρεσης της αναιρεσείουσας
Ασφαλιστικής Εταιρίας
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 β ΚΠολΔ και την ταυτόσημη προς αυτή διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες, που αυτός τυχόν περιέχει ή για να υπαγάγει ή όχι σ` αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ.4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα.
Εν προκειμένω ο λόγος αναίρεσης της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρίας με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά τα οποία δεν είναι καταχρηστική η συμπεριφορά της ασφαλιστικής εταιρείας να ασκήσει αναγωγή κατά του ασφαλισμένου της, παρότι εισέπραττε ασφάλιστρα, γνωρίζοντας ότι έχει λήξει η άδεια οδήγησής του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
Επίσης, απορριπτέος ως απαράδεκτος κρίθηκε και ο εκ του άρθρ. 560 αριθ. 6 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, καθόσον με τις περιεχόμενες σε αυτόν αιτιάσεις, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς τους στο άρθρο 560 αριθμ.6 ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικά η ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ), αφού προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο.
Απόφ. ΑΠ.35/2022 (Δ΄ Πολιτικό Τμήμα)
Πρόεδρος : Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης
(λόγω κωλύματος της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ειρήνης Καλού),
Εισηγητής : Ευστάθιος Νίκας
Μέλη : Αικατερίνη Βλάχου – Μαρία Βάρκα – Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου
Δικηγόροι : Δημήτριος Χαρίσογλου – Νικόλαος Σταθόπουλος
Σχόλια – Παρατηρήσεις
- Καταχρηστική επίκληση του όρου εξαίρεσης ασφαλιστικής κάλυψης, εφόσον ο ασφαλιστής γνώριζε την έλλειψη της κατά νόμο άδειας
Αναιρείται Εφετειακή απόφαση κατ΄ άρθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που δέχθηκε παρεμπίπτουσα αγωγή ασφαλιστή λόγω εξαίρεσης ασφαλιστικής κάλυψης ζημιών προκληθέντων από οδηγό που στερείται της κατά νόμο άδειας, (άρθρ. 25 παρ.6 της ΥΑ Κ4/585/78), καθότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τη σχετική ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ασφαλιστικής εταιρίας για την απαλλαγή της από την σχετική σύμβαση, καθόσον αποδείχθηκε ότι ο ασφαλιστικός πράκτορας γνώριζε το είδος της άδειας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, και παρόλα αυτά προέβη στην ασφάλιση αυτού. ΑΠ.18/2010, ΕΣυγκΔ 2010/105.
Απορριπτέος κρίθηκε ο σχετικός λόγος αναίρεσης που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ 1 ΚΠολΔ. με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 361 του Α.Κ, 189, 192 του Ε.Ν, 10 του Ν 489/1976 και 25 της Κ4 Υ.Α. με τις παραδοχές ότι δεν είχε δικαίωμα αναγωγής κατά του ασφαλισμένου της οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου παρά το ότι έγινε δεκτό ότι ο ως άνω οδηγός κατά την οδήγηση δεν είχε την προβλεπόμενη από το νόμο άδεια ικανότητας οδηγού για την κατηγορία του αυτοκινήτου που οδηγούσε και είχε συμφωνηθεί με όρο της σύμβασης ασφαλίσεως ότι στην περίπτωση αυτή αποκλείεται ο ασφαλισμένος από την ασφάλιση. ‘Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δεν δέχτηκε, ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε δικαίωμα για εναγωγή του ασφαλισμένου της οδηγού, αλλά ότι το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε καταχρηστικά. Κατά συνέπεια ο ανωτέρω λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ΑΠ.581/2010, ΤΝΠ ΣΟΛΩΝ.
Βλ. Ομοίως και ΑΠ 1255/2011 που έκρινε : «Εξάλλου, στην περίπτωση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, η μεν διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες πραγματώνεται η άσκηση του δικαιώματος είναι ζήτημα πραγματικό και υπάγεται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας [άρθ. 561§1 ΚΠολΔ], ενώ το ζήτημα περί του εάν οι πράξεις άσκησης του δικαιώματος που έγιναν δεκτές, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας συνιστούν υπέρβαση και μάλιστα προφανή των διαγραφομένων από τη διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ αντικειμενικών κριτηρίων, αποτελεί ζήτημα νομικό, το οποίο υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Όμως, αποδείχθηκε τόσο από την υπ’ αριθ. ένορκη βεβαίωση του Β. Α., πατέρα του Ν. Α., καθώς και από τη μη ειδικότερη αμφισβήτηση εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρίας, ότι ο τελευταίος, πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, γνωστοποίησε στον ασφαλιστικό του πράκτορα, περί της ελλείψεως της αδείας ικανότητας οδήγησης μοτοσικλέτας, αλλά παρόλα αυτά, ο ασφαλιστής προέβη στην σύναψη της εν λόγω ασφαλιστικής συμβάσεως, δημιουργώντας έτσι στον ασφαλιζόμενο Ν. Α. τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ο ασφαλιστής του δεν επρόκειτο να επικαλεστεί την έλλειψη της άδειας ικανότητας οδηγού, έτσι ώστε η άσκηση της υπό κρίση παρεμπίπτουσας αγωγής να είναι καταχρηστική και ως εκ τούτου απορριπτέα, κατά παραδοχή της προβαλλόμενης εκ μέρους του ασφαλιζόμενου – εναγόμενου σχετικής ενστάσεως (άρθρο 281 του ΑΚ).Με το να κρίνει έτσι το Εφετείο, ορθώς αποφάνθηκε και δεν παραβίασε την προαναφερθείσα διάταξη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα νομική σκέψη, ενώ, εξ άλλου, διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής της ίδιας ως άνω διάταξης του άρθ. 281 Α.Κ. Επομένως, ο μοναδικός, από το άρθ. 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος».
Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης Οδήγηση με Μη Ανανεωμένη Άδεια Ικανότητας Οδήγησης που έληξε λόγω συμπλήρωσης του 65ου έτους της ηλικίας του ασφαλισμένου. Αναγωγή Ασφαλιστικής Εταιρίας κατά Ασφαλισμένου – Απορριπτέα – Δεκτή η Ένσταση Καταχρηστικής Άσκησης Δικαιώματος (281 ΑΚ) που πρόβαλε ο εναγόμενος ασφαλισμένος.
Μον.Πρ.Πατρ.176/2022 (δικάζον ως Εφετείο), ΕΣυγκΔ 2022/71.
Κείμενο Απόφ. ΑΠ…..
35/2022
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 31.1.2020 ( Γ.Α.Κ.____ 24-02-2020) αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 6136/2019 οριστικής απόφασης του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α ΚΠολΔ έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), προ πάσης επιδόσεως, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 564 παρ. 3 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) διετούς προθεσμίας από την γενόμενη στις 22-5-2019 δημοσίευση της περατώνουσας τη δίκη προσβαλλόμενης απόφασης. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 489/1976 (ΠΔ 237/1986), με την επιφύλαξη του δικαιώματος άσκησης αγωγής κατά του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου και του οδηγού, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου, όταν αυτός ασκεί την αξίωση της παραγράφου 1 του άρθρου 10, ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση. Κατά δε το άρθρο 6β παρ. 1α του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 4 Ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α` 100/14-5-2007), εξαιρούνται από την ασφάλιση ζημίες που προκαλούνται από οδηγό, ο οποίος στερείται άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί. Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει τη γνωστή απαλλακτική ρήτρα υπέρ του ασφαλιστή του άρθρου 25 περ. 6 της προϊσχύσασας Κ4/885/5-4-1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795/6-4-1997), σύμφωνα με την οποία αποκλείεται από την ασφάλιση ζημία όταν προξενείται από οδηγό που δεν έχει την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος, το οποίο οδηγεί, άδεια οδηγήσεως, η οποία ήταν μεν ανίσχυρη, ως ευρισκόμενη εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 6 παρ. 5 του ν. 489/1976, πλην όμως μπορούσε να συμπεριληφθεί ως συμβατικός όρος στην ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής δεν απαλλασσόταν μεν από την υποχρέωση να αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο, είχε όμως δικαίωμα να ζητήσει από τον ασφαλισμένο ό,τι κατέβαλε στο ζημιωθέντα. Τέλος κατά το άρθρο 281 ΑΚ, “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, άρα και στο δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά των ασφαλισμένων προσώπων σε περίπτωση συνδρομής λόγου απαλλαγής του από την ασφαλιστική κάλυψη (ΑΠ 1120/2020, ΑΠ 18/2010, ΑΠ 1436/2009, ΑΠ 515/2009), το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση που δημιουργήθηκε απ` αυτόν, η οποία επάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπλέον, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες, κυρίως, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, με βάση τις οποίες και την αδράνεια του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος, που επακολουθεί και που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Η αδράνεια αυτή του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάσημα, πλην συντομότερο από εκείνο που προβλέπεται στο νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Το ζήτημα αν οι συνέπειες (που δεν είναι απαραίτητο να είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο, αλλά αρκεί η επέλευση και δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων), που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του. Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 1120/2020, ΑΠ 1724/2014). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ Ολομ. 6/2016, 10/2012, 5/2011, 8/2001, ΑΠ 1120/2020). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του όμως αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν τη νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 1120/2020, ΑΠ 474/2017). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, και την ταυτόσημη προς αυτήν διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς.
Ως διδάγματα της κοινής πείρας, νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα, μπορούν δε να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1β` ΚΠολΔ) (ΑΠ 40/2020). Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες, που αυτός τυχόν περιέχει ή για να υπαγάγει ή όχι σ` αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Δεν ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλ. κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 40/2020, ΑΠ 518/2017, ΑΠ 2086/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 560 αριθ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, της παραβίασης, δηλαδή, των διδαγμάτων της κοινής πείρας και συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα μη επιδεχόμενα αμφισβήτηση και ανταπόδειξη διδάγματα της κοινής πείρας, κατά τα οποία η ασφαλιστική εταιρεία ασφαλίζει ένα όχημα και όχι τον εκάστοτε οδηγό, ή τον ιδιοκτήτη αυτού, με συνέπεια ότι ήταν καθ’ όλα νόμιμη η ασφάλιση ενός οχήματος ακόμη και από ιδιοκτήτη που δεν κατέχει άδεια ικανότητας οδήγησης και (με συνέπεια) ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν απαιτούν κατά την ασφάλιση ενός οχήματος την προσκόμιση από τον ασφαλισμένο της άδειας ικανότητας οδηγήσεώς του, με αποτέλεσμα (ισχυρίζεται στη συνέχεια η αναιρεσείουσα) ότι Α) κατά τα ως άνω διδάγματα της κοινής πείρας δεν ήταν νόμιμη η ένσταση του εναγόμενου (ήδη αναιρεσίβλητου) οδηγού, για την περίπτωση του άρθρου 6 β παρ. 1α του Ν.3557/2007, ότι αυτή (ενάγουσα – εκκαλούσα ήδη αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία) πρέπει να φέρει ένα μέρος της ζημίας του (300 ΑΚ) γιατί δεν φρόντισε κατά την σύναψη της σύμβασης ασφάλισης να πληροφορηθεί εάν ο εναγόμενος- ασφαλισμένος κατείχε ή όχι νόμιμη άδεια οδήγησης και ότι Β) κατά τα ίδια ως άνω διδάγματα της κοινής πείρας δεν ήταν καταχρηστική η συμπεριφορά της (ασφαλιστικής εταιρείας) να ασκήσει αναγωγή κατά του ασφαλισμένου της, παρότι εξακολουθούσε να εισπράττει ασφάλιστρα, γνωρίζοντας ότι έχει λήξει η άδεια οδήγησής του. Εν όψει του ως άνω περιεχομένου του ο προαναφερόμενος πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης: Α) κατά το μέρος που με αυτόν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια πως εσφαλμένα δεν απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση οικείου πταίσματος (άρθρo 300 Α.Κ.) του εναγόμενου – εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσίβλητου ασφαλισμένου της, ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι τα ανωτέρω δεν αποτελούν παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, Β) κατά το μέρος που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά τα οποία δεν είναι καταχρηστική η συμπεριφορά της ασφαλιστικής εταιρείας να ασκήσει αναγωγή κατά του ασφαλισμένου της, παρότι εισέπραττε ασφάλιστρα, γνωρίζοντας ότι έχει λήξει η άδεια οδήγησής του, ο πιο πάνω λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δ.ικ., όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ άλλων και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού) και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως (24-02-2020), η οποία είναι ταυτόσημη με την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔικ., κατά των προαναφερομένων αποφάσεων (των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων), αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου, που δεν προβλεπόταν μεταξύ των περιοριστικά αναφερόμενων στο πιο πάνω άρθρο λόγων, όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το ν. 4335/2015 και αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 508/2020) . Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στην θεμελίωση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 508/2020, Α.Π. 151/2014, Α.Π. 1942/2013, Α.Π. 2075/2007, ΑΠ 44/2003). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ` αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ., εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, αιτιολογία της αποφάσεως ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 508/2020, Α.Π. 1361/2013, Α.Π. 1266/2011). Ειδικότερα, από την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ., προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔικ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 508/2020, Α.Π. 198/2015, Α.Π. 271/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 560 αριθ. 6 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως ότι δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, συγκεκριμένα δε ισχυριζόμενη α) ότι εσφαλμένα η προσβαλλόμενη δέχθηκε ως βάσιμη την υπό του εναγομένου ήδη αναιρεσίβλητου προταθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (κατά τα αυτολεξεί στην συνέχεια παρατιθέμενα): “στηριζόμενη στον παντελώς αναπόδεικτο ισχυρισμό του ότι κατά την ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης του υπ.αρ.ΚΝΡ-____ Ι.Χ.Ε. οχήματος την 10/7/2014, ο καθού προσκόμισε στην εταιρεία μας τόσον την αλλοδαπή (Γερμανική) άδεια ικανότητας οδηγήσεως, όσο και την ληγμένη Ελληνική άδεια ικανότητας οδηγήσεώς του και η εταιρεία μας δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη ή αντίρρηση σχετικά με αυτές, εισέπραξε τα αναλογούντα ασφάλιστρα και προχώρησε στην ανανέωση της ασφ/κής σύμβασης του ως άνω αυτοκινήτου”, β) με τον ίδιο δεύτερο λόγο αναίρεσης ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα ότι, προς απόδειξη του περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ισχυρισμού του του τώρα αναιρεσίβλητου, η προσβαλλόμενη επικαλείται εσφαλμένα (βλ. σελίδα 9 παρ. 2 της αίτησης αναίρεσης) “την κατάθεση στην πρωτοβάθμια διαδικασία (ίδ. πρακτικά δίκης υπ.αρ. 4573/17 Ειρ. Αθηνών) του μάρτυρα αυτού κ. Θ. Μ. ο οποίος αναφέρεται παντελώς αορίστως στην παράδοση….κάποιων χαρτιών …στον ασφ/κό διαμεσολαβητή μας κ. Β. Μ., αφενός μεν χωρίς να κατονομάζει το είδος αυτών (αν ήταν άδειες ικανότητας οδηγήσεως, αλλοδαπή, Ελληνική…) αφετέρου δε αναφερόμενος στον χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως ασφαλίσεως, και ουχί στον χρόνο της ένδικης ανανεώσεως της συμβάσεως ασφαλίσεως.
Συνεπώς ουδόλως απεδείχθη ότι κατά τον χρόνο της ένδικης ανανέωσης του ασφ/ριου συμβολαίου, ήτοι την 10/7/14 παρέδωσε ο καθού τέτοια έγγραφα στην εταιρείας μας.” Με τον ίδιο ως άνω δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη γ) την αιτίαση ότι οι αιτιολογίες της (κατά τα στην σελίδα 10, στίχος 8 επ. του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης αυτολεξεί στην συνέχεια παρατιθέμενα): “είναι παντελώς εσφαλμένες και αναιρετέες καθώς : Όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία (ίδ. πρακτικά δίκης πρωτοβάθμιας απόφασης υπ.αρ. 4573/17 Ειρ. Αθηνών) ο καθού προσπαθεί να αποδείξει ότι προσεκόμισε κάποια έγγραφα, παντελώς αορίστως …..τι είδους έγγραφα…(κατά τον μάρτυρά του) κατά τον χρόνο της αρχικής συνάψεως της σύμβασης ασφάλισης και ουχί κατά τον χρόνο ανανέωσής της (10/7/2014). Σήμερα συνεχίζεται να ασφαλίζεται το εν λόγω όχημα αφενός μεν διότι ο καθού έχει ανανεώσει εκ των υστέρων και για το μέλλον από 2-12-2014 την Ελληνική άδεια ικανότητας οδηγήσεώς του, χωρίς φυσικά αυτή να έχει αναδρομική ισχύ. Τέλος ως γνωστόν μία ασφ/κή εταιρεία ασφαλίζει οχήματα και ουχί οδηγούς.”.
Εν όψει του ως άνω περιεχομένου του ο προαναφερόμενος δεύτερος λόγος της αίτησης αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον με τις περιεχόμενες σε αυτόν αιτιάσεις, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελιώσεώς τους στο άρθρο 560 αριθμ.6 ΚΠολΔικ., πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ.), αφού προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Μετά από αυτά, και μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου αναίρεσης, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει). Τέλος, η αναιρεσείουσα, που νικήθηκε στη δίκη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του παριστάμενου αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31 Ιανουαρίου 2020 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Αθηνών Γ.Α.Κ.____/24-02-2020 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 6136/2019 οριστικής απόφασης του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ.
——————————————————-