Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης
Παρεμπίπτουσα Αγωγή Ασφαλιστού λόγω Μέθης – Δεκτή
Ασχέτως της Αιτιώδους Συναφείας (1)
Σ.Σ, βλ. κατωτέρω contra σχόλια – παρατηρήσεις μας και παραπομπή σε σχετική contra νομολογία).
Η κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση δέχθηκε ότι στο ένδικο ασφαλιστήριο ναι μεν ρητά αναφέρεται όρος (άρθρο 9 παρ. 8 των Γενικών ‘Ορων) ότι «Το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο οινοπνεύματος στο αίμα (σε περίπτωση μέτρησης με αιμοληψία) καθορίζεται σε 0,5 γραμμάρια ανά λίτρο, πέρα από το οποίο θεωρείται ότι ο οδηγός δεν είναι ικανός για οδήγηση… », αλλά ότι από τον όρο αυτό προκύπτει αμφιβολία αν για τον αποκλεισμό της ευθύνης του ασφαλιστού αρκεί η διαπίστωση της κατάστασης της μέθης ή απαιτείται επί πλέον και υπαίτια συμπεριφορά του, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα (τροχαίο ατύχημα).
Για την άρση της αμφιβολίας αυτής το δικαστήριο προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ώστε να ανευρεθεί τι πραγματικά θέλησαν οι συμβαλλόμενοι, βάσει των κανόνων της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών, και της κοινής πείρας.
Έκρινε δε ότι για να ισχύσει η εξαίρεση της ασφραλιστικής κάλυψης του εν μέθη οδηγού αρκεί προς τούτο μόνον η διαπίστωση της κατάστασης αυτής με την ανεύρεση οινοπνεύματος στο αίμα του οδηγού ποσότητας μεγαλύτερης από 0,5 γραμμάρια ανά λίτρο, είναι δε αδιάφορο αν στην επέλευση του ατυχήματος συντέλεσε ή όχι κσι η μέθη του οδηγού.
Στην προκειμένη περίπτωση εφόσον διαπιστώθηκε με αιμοληψία ότι ο εναγόμενος είχε στο αίμα του αλκοόλ 0.71 γραμ.. ανά λίτρο, δηλαδή περισσότερο από το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο, κρίθηκε ότι πληρώθηκαν οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή του ασφαλιστή.
Παρατηρήσεις
1) Η κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση έκρινε, ακολουθώντας το σκεπτικό της εκδοΘείσης υπό του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας μας απόφασης υπ’αριθμ. 1110/2005 ότι, για να ισχύσει ο όρος εξαίρεσης της ασφαλιστικής κάλυψης του εν μέθη οδηγού, αρκεί η διαπίστωση ποσότητας οινοπνεύματος στο αίμα αυτού σε ποσοστό άνω του 0, 50%°, χωρίς να απαιτείται η έρευνα του εάν συνετέλεσε η μέθη στην πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος (αιτιώδης σύνδεσμος).
Στο συμπέρασμα αυτό ήρθη στην απόφασή του το δικαστήριο, ερμηνεύοντας τον σχετικό άρθρο των Γενικών ‘Ορων που αναφέρει ότι «Το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο οινοπνεύματος στο αίμα (σε περίπτωση μέτρησης με αιμοληψία) καθορίζεται σε 0,5 γραμμάρια ανά λίτρο, πέρα από το οποίο Θεωρείται ότι ο οδηγός δεν είναι ικανός για οδήγηση…».
Και ναι μεν δέχθηκε ότι προκύπτει αμφιβολία για τον εάν Θα πρέπει να εξετασθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος της μέθης με την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος, αλλά με την επίκληση των κανόνων της καλής πίστη^ και των συναλλακτικών ηθών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμβαλλόμενα μέρη ελευθέρως συμφώνησαν ότι αρκεί δια τον αποκλεισμό της ευθύνης του ασφαλιστού μόνον η διαπίστωση οινοπνεύματος στο αίμα του οδηγού σε ποσοστό άνω του 0,5%°.
Σχολιάζοντας την ανωτέρω Θέση παρατηρούμε αρχικά ότι διαφεύγει της προσοχής μας η βασική προϋπόθεση για τη γένεση αστικής ευθύνης που είναι η αιτιώδης συνάφεια (ή σύνδεσμος) μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης (εν προκειμένω παραβίασης ΚΟΚ κλπ) και της επελθούσης ζημίας. ‘Οπως αναφέρει στο σχετικό άρθρο του ο Γεωρ. Τριανταφυλλάκη Αν. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Ο (βλ. ανωτέρω Σελ 402 «η εισαγωγή της διάταξης του άρθρου 6 παρ. Ι γ, με την οποία αποσυνδέεται το ζήτημα της υπαιτιότητας από τον καταλογισμό της ζημίας, και δεν εξετάζεται («ανεξαρτήτως….») η συνδρομή ή μη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του ασφαλισμένου και της επέλευσης της ζημίας, είναι σαφές ότι ανατρέπει όλη τη λογική της αστικής ευθύνης και καταφέρει καίριο πλήγμα στη δομή του αστικού δόγματός μας.»
Πάγια άλλωστε προς την ανωτέρω Θέση είναι και η θέση της νομολογίας μας όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και στην Απόφ. ΑΠ 457/2006 δημοσιευόμενη ανωτέρω Σελ. 442 επ., όπου γίνεται δεκτό: «Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προυποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου είναι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας δηλαδή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση.»
Συνεπώς εάν δεν αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια της μέθης και της προκαλούμενης από τον ασφαλισμένο οδηγό ζημίας (τροχαίο ατύχημα) διερωτώμεθα γιατί θα πρέπει στη ουσία η αποζημίωση του παθόντος τρίτου να μετακυλιθεί τελικώς από τον ασφαλιστή στον ασφαλισμένο του, με εργαλείο την παρεμπίπτουσα αγωγή βασιζόμενη στον συμβατικό (δήΘεν) όρο εξαίρεσης της ασφαλιστικής κάλυψης
Στη συνεχεία Θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι καθίσταται αναγκαία η εξέταση της καταχρηστικότητας τέτοιων όρων (όπως εν προκειμένω οι προβλεπόμενοι από την Κ4/585Π8 Υπουργική απόφαση περί εξαιρέσεων της ασφαλιστικής κάλυψης), υπό το πρίσμα των διατάξεων του Ν.2251/1994 περί προστασίας καταναλωτή (ασφαλισμένου) όσο και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ που επικρατεί κάθε αντίθετης εθνικής διάταξης, (Ν. 489/76, Ν. 2496/77). Στο άρθρο του ο έγκριτος Αν. Καθηγητής του ΔΠΟ Γεωρ.Τριανταφυλλάκης (βλ. ανωτέρω Σελ. 402), αναφέρει:
«Με το άρθρο 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας θεωρείται καταχρηστικός όρος σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης , όταν παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος των καταναλωτών σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά δε την §2 του ίδιου άρθρου θεωρείται πάντοτε ότι μία ρήτρα δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και ο καταναλωτής εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο της (τούτο συμβαίνει ιδίως στα πλαίσια μιας συμβάσεως προσχώρησης, όπως είναι η σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης)».
Είναι παρήγορο ότι η νομολογία μας λίαν προσφάτως έσπευσε να λάβει cοntra θέση και να επαναφέρει τα πράγματα «εις τον κανονικό ρουν», δεχόμενη την άποψη που παγίως διετυπώνετο ότι η ύπαρξη της υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας, καθώς και ο βαθμός του πταίσματος των υπαιτίων οδηγών των συγκρουσθέντων οχημάτων, δεν αναιρούνται από μό¬νο το γεγονός, ότι ο ένας από τους οδηγούς ή και αμφότεροι παραβίασαν τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), αφού μόνη η παραβίαση των διατάξεων τούτων, από τους οδηγούς, δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος . Αποτελεί απλώς στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το Δικαστήριο της ουσίας, θα κριθεί σε σχέση, με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συγκεκριμένης πα¬ραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος. .Βλ. ομοίως και ΑΠ 430/2004 ΣΕΣυγκΔ 2005/353, ΑΠ 1658/2002 ΣΕΣυγκΔ 2005/240, ΑΠ 1107/2002 ΣΕΣυγκΔ 2005/309, Εφ.Λαρ. 579/2002 ΣΕΣυγκΔ 2005/412.,
Συνεπώς, η νομολογία μας παγίως δέχεται ότι εφόσον κριθεί ότι η μέθη δεν ευρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πρόκληση του ατυχήματος θα πρέπει να απορρίπτεται η παρεμπίπτουσα αγωγή του ασφαλιστού. Βλ. ομοίως ΑΠ 529/2005 ΣΕΣυγκΔ 2005/601, Εφ.ΑΘ. 8143/2005 ΣΕΣυγκΔ 2006/16, Εφ.Θεσ/.κης 824/2006 ανωτέρω Σελ.412 επ., Εφ.Θεσ/κης 2526/2005 ανωτέρω Σελ. 419 επ.
Στο υπό ψήφιση κατατεθέν σχετικό νομοθέτημα του Υπουργείου Ανάπτυξης, που ρυθμίζει θέματα της Ιδιωτικής Ασφάλισης Αυτοκινήτων, με χαρά μας διαπιστώσαμε ότι η πολιτεία έτεινε «ευοίκοο ους» στις παρατηρήσεις μας αλλά και σε αυτές της συντριπτικής πλειοψηφίας του νομικού μας κόσμου και στο σχετικό υπό ψήφιση άρθρο, που αναφέρεται στις εξαιρέσεις της ασφαλιστικής κάλυψης του εν μέθη οδηγού, σαφώς ορίζεται ότι για να ισχύσει η σχετική εξαίρεση θα πρέπει (η μέθη) να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το προκαλούμενο ατύχημα.
…