Εξώδικος Συμβιβασμός Ασφαλιστή
και Δικαιούχων Αποζημιώσεως – Άκυρος
όταν τα ωφελήματα τελούν σε προφανή δυσαναλογία με την παροχή
Η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία προέβη στην κατάρτιση του συμβιβασμού με την οποία επωφελήθηκε και συνομολόγησε ωφελήματα, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με την παροχή της (10.000.000 δραχμές), προς τους συγγενείς θανόντος, δικαιούχους αποζημίωσης.
Συγκεκριμένα η ασφαλιστική εταιρία γνώριζε ότι οι συμβαλλόμενοι ήταν οικονομικοί μετανάστες και ότι εστερούντο χρημάτων για τη μεταφορά του θανόντος συγγενούς τους στη Βουλγαρία, όπου επιθυμούσαν να γίνει η κηδεία του.
Έτσι, κρίθηκε ότι, τα ωφελήματα (παραίτηση των εναγόντων από κάθε άλλη αξίωσή τους), έναντι της παροχής των 10.000.000 δραχμών τα οποία πέτυχε η ασφαλιστική εταιρία, τελούν σε προφανή δυσαναλογία προς την άνω παροχή”. Συνεπώς η ανωτέρω σύμβαση συμβιβασμού είναι άκυρη σύμφωνα με το αρθρ. 179 ΑΚ.
Σύγκρουση Καθέτως Κινουμένων
ΙΧ και ποδηλάτου
Υπαιτιότητα 50% της οδηγού του ΙΧ οχήματος η οποία εισήλθε σε διασταύρωση με αυξημένη ταχύτητα (άνω του επιτρεπόμενου ορίου, ) όπου περιοριζόταν η προς τα δεξιά ορατότητά της, λόγω νησίδας με φοίνικες και ενώ αποδείχθηκε ότι από απόσταση τουλάχιστον 20 μέτρων είχε αντιληφθεί την κίνηση του ποδηλάτου να εισέρχεται στην οδό που αυτή εκινείτο και είχε την
δυνατότητα να κορνάρει και να επιχειρήσει αποφευκτικό ελιγμό.
Συνυπαιτιότητα 50% του θανόντος οδηγού του ποδηλάτου, ο οποίος, κινούμενος εκ δεξιών, αν και είχε προτεραιότητα, δεν οδηγούσε το ποδήλατό του με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να αποφύγει τυχόν ατύχημα επί του κόμβου, αλλά συνέχισε την πορεία του και εισήλθε στη διασταύρωση ανέλεγκτα.
Απόφ. ΑΠ 1175/2009
Πρόεδρος: Γεώργιος Πετράκης
Εισηγητής : Σοφία Καραχάλιου
Μέλη : Αθανάσιος Πολυζωγόπουλος – Ελευθέριος Μάλλιος – Γεωργία Λαλούση
Δικηγόροι : Ιωάννης Αρνέλλος
Σχόλια & Παρατηρήσεις
1) Συμβιβασμός Ασφαλιστή και Δικαιούχων Αποζημίωσης – Άκυρος
Η κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση δέχθηκε ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι και η δικαιοπραξία, με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή.
ΣΣ Πολλά εύσημα οφείλονται να αποδοθούν στην Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη για την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση που συνάδει πλήρως με την ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος.
Βλ. ομοίως ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ (Κατ΄ εκμετάλλευση του παθόντος) -“Εάν κάποιος των διαδίκων, υποστηρίξη, ότι ορισμένες αξιώσεις δεν περιλαμβάνονται σ΄ αυτόν, πλην της ενστάσεως που έχει για αυτές, διατηρεί το δικαίωμα του για αυτοτελή αγωγή” Εφ.Αθ. 8912/1991 ΕΣυγκΔ 1992/32
Στην περίπτωση κατά την οποία μετά την σύναψη του συμβιβασμού με τον οποίο έχει ρυθμιστεί “καθολικά” η διαφορά των μερών, (ενάγοντος παθόντος και εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας) επέρχονται συνέπειες, συνήθως δυσμενείς (για τον παθόντα), που βρίσκονται έξω από την κανονική ανθρώπινη πρόβλεψη, και οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο του συμβιβασμού, τότε αναγνωρίζεται στον παθόντα μία πρόσθετη αξίωση αποζημίωση για τις μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες του ατυχήματος. Στη περίπτωση αυτή το περιεχόμενο του συμβιβασμού, χωρίς να ανατρέπεται, προσαρμόζεται στις νέες μεταβληθείσες σχέσεις, εφόσον υπάρχει μία κραυγαλέα διάσταση ή δυσαναλογία μεταξύ του ποσού του συμβιβασμού και της ζημίας σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε η εμμονή του υποχρέου στο περιεχόμενο του συμβιβασμού να αντέκειτο στην καλή πίστη. Η απόκρουση στο ζημιωθέντα περαιτέρω αξίωσης αποζημίωσης λόγω του ήδη γενομένου συμβιβασμού πρέπει να αποτελεί μεγάλη σκληρότητα η οποία να αντίκειται στην καλή πίστη. (άρθρ. ΑΚ 287, 288). Μον.Πρ.Θεσ. 18330/2004 ΣΕΣυγκΔ 2007/104
Ένσταση Ασφαλιστού περί ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της παθούσης – Απορριπτέα. Ο ασφαλιστή προέβαλε την ένσταση περί ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της παθούσας. Για το λόγο αυτό προσεκόμισε εξοφλητική απόδειξη με την δήλωση της ενάγουσας ότι δεν έχει καμία άλλη αξίωση από τον τραυματισμός της κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και των εις ολόκληρο ευθυνομένων προς αποζημίωση συνιδιοκτητών και οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Απορριπτέα η ανωτέρω ένσταση καθότι κρίθηκε ότι οι δηλώσεις αυτές της ενάγουσας, ότι αποζημιώθηκε πλήρως για όλες τις ζημίες, παρούσες ή μέλλουσες κ.τ.λ. και ότι παραιτείται από κάθε αξίωσή της γι’ αυτές, έγιναν, ενόψει της τότε γνωστής κατάστασης της υγείας της. Δεν έχουν την έννοια παραίτησης ή άφεσης χρέους και πολύ περισσότερο εξόφλησης από τις αξιώσεις προς αποζημίωση για τις ζημίες από μελλοντική δυσμενή εξέλιξη της υγείας της (επιπλοκή), συνδεομένη αιτιωδώς με το ατύχημα, μη προβλεπτή, κατά τον χρόνο του ατυχήματος και της δήλωσης. Εφ.Πατρ. 1320/2007 ΕΣυγκΔ 2008/176
Κείμενο Απόφ. ΑΠ 1175/2009
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ‘Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε καταφατική δε περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. …, …, …, … και …. εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητού του Πρωτοδικείου Καλαμάτας,…, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτή πράξη, με την οποία ορίσθηκε αρμοδίως δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και κλήση προς συζήτηση κατ’αυτήν επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, προς τους αναιρεσιβλήτους. Επομένως, εφ’ όσον οι τελευταίοι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως, από το πινάκιο, στη σειρά της, και δεν παραστάθηκαν με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε και με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία των. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 871 ΑΚ, με την σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μία φιλονικία ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση. Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι και η δικαιοπραξία, με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911,297 έως 300, 330 εδ. β’, 914, 932 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως δύο ή περισσοτέρων οχημάτων, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, ζημία και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, δηλαδή αυτή, η οποία αν είχε καταβληθεί, με μέτρο την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομος συμπεριφορά του οδηγού, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφ’ όσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, σε περίπτωση που προβάλλεται από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή την μείωση του ποσού της, κατ’ άρθρο 300 του ΑΚ. Η παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει καθ’ εαυτή υπαιτιότητα, αποτελεί, όμως, στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας, θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος.
Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 26 § 1, 4 και 5 του ΚΟΚ “ο οδηγός που πλησιάζει σε ισόπεδο οδικό κόμβο υποχρεούται να καταβάλλει ιδιαίτερη προσοχή για να μην προκαλέσει επί του κόμβου κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας, ρυθμίζοντας την ταχύτητα του οχήματός του, ώστε να μπορεί να διακόψει την πορεία αυτού, για να διέλθουν τα οχήματα που έχουν προτεραιότητα. Στους κόμβους χωρίς τέτοια σήμανση η προτεραιότητα ανήκει σε αυτόν που έρχεται από τα δεξιά. Κατ’ εξαίρεση: α) αυτοί που κυκλοφορούν στους αυτοκινητοδρόμους, εθνικές οδούς και οδούς ταχείας κυκλοφορίας έχουν προτεραιότητα. Β) Αυτοί που εισέρχονται σε οδό από χωματόδρομο, μονοπάτια, παρόδια ιδιοκτησία, χώρο στάθμευσης και σταθμούς ανεφοδιασμού και εξυπηρέτησης οφείλουν να παραχωρούν προτεραιότητα σε αυτούς που κινούνται στην οδό”. Εξ άλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει, όταν αποδίδεται στον κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με μη ορθή εφαρμογή, η οποία εκδηλώνεται όταν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή όταν δεν εφαρμόζεται, ενώ έπρεπε, ή όταν εφαρμόζεται εσφαλμένως. Κατά την έννοια δε της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και έτσι ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως που προβλέπεται από αυτή και όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά εκείνα, τα οποία είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, συντρέχουν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε.
Στην παρούσα περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφαση, η οποία έκρινε επί αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από αυτούς και αντεφέσεων από τους εναγομένους, το Εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, τα κατωτέρω πραγματικά περιστατικά:
Στις 15.6.1999 και ώρα 17.15 η πρώτη εναγομένη (ήδη μη διάδικος) οδηγούσε το υπ’ αριθμ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου (ήδη μη διαδίκου) που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία και εκινείτο στη νέα περιφερειακή (δημοτική) οδό … με κατεύθυνση από νότο προς βορρά. Κατά τον ίδιο χρόνο ο αλλοδαπός Π1 Βουλγαρικής υπηκοότητας, οδηγούσε το χωρίς πινακίδα αριθμού κυκλοφορίας ποδήλατό του και εκινείτο με κατεύθυνση από ανατολάς προς δυσμάς σε ανώνυμη δημοτική οδό που διασταυρώνεται με την ως άνω νέα περιφερειακή (δημοτική) οδό …., στο 1° χιλιόμετρο αυτής. Τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν στη διασταύρωση των δύο οδών και δη περί το μέσον αυτής. Ειδικότερα συγκρούσθηκε το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου με το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του ποδηλάτου. Η οδηγός του αυτοκινήτου επιχείρησε προηγουμένως ελιγμό προς τα αριστερά χωρίς όμως να μπορέσει να αποφύγει τη σύγκρουση. Το αυτοκίνητο μετά τον προς τα αριστερά ελιγμό προσέκρουσε στο αριστερό, ως προς την πορεία του, κράσπεδο και ακινητοποιήθηκε λίγα μέτρα μετά το σημείο της σύγκρουσης. Η νέα περιφερειακή (δημοτική) οδός … στο σημείο της σύγκρουσης έχει πλάτος οδοστρώματος επτά (7) μέτρων και πλάτος ερείσματος 1,95 μέτρων, με επικάλυψη ασφάλτου, διαθέτει ένα ρεύμα πορείας ανά κατεύθυνση, ενώ είναι ευθεία σε μήκος 300 μέτρων. Η ανώνυμη δημοτική οδός, πλάτους 4 μέτρων, οδηγεί σε αγροκτήματα, υπάρχει άσφαλτος σε μήκος 40 μέτρων από τη συμβολή της με την άλλη διασταυρούμενη οδό και συνεχίζεται χωματόδρομος μήκους 200 μέτρων σε ευθεία. Εξαιτίας της σύγκρουσης ο οδηγός του ποδηλάτου υπέστη επιπλεγμένο κάταγμα αριστερής κνήμης (κάτω τριτημορίου), διάσπαρτες αιμορραγικές διηθήσεις μαλακών μορίων κεφαλής, καθολική υπαραχνοειδή αιμορραγία τραυματικής αιτιολογίας, πολλαπλές διάσπαρτες θλάσεις εγκεφαλικής ουσίας και υποστατική πνευμονία άμφω, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να επέλθει ο θάνατός του στις 24-6-1999 στο νοσοκομείο Κ.Α.Τ. …. Η ένδικη σύγκρουση οφείλεται στη συγκλίνουσα αμέλεια και των δύο οδηγών, οι οποίοι δεν κατέβαλαν κατά την οδήγηση την προσοχή και επιμέλεια που θα κατέβαλε ο κάθε μέσος και συνετός άνθρωπος κάτω από ανάλογες περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες και εκείνους της κοινής πείρας και λογικής. Ειδικότερα, η αμέλεια της πρώτης εναγομένης συνίσταται στο ότι δεν είχε τεταμένη την προσοχή της στην οδήγηση, ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματος της, όπως ήταν υποχρεωμένη, αλλά έτρεχε με την αυξημένη ταχύτητα των 70 ΧΜΩ, την οποία δεν μείωσε και κάτω του ανώτατου επιτρεπόμενου στο σημείο εκείνο ορίου των 50 ΧΜΩ, ενόψει κυρίως του ότι έβαινε σε κατοικημένη περιοχή, επί οδού μεγάλης κυκλοφορίας και η ορατότητά της ως προς τα δεξιά, σε σχέση με την πορεία της, περιορίζετο λόγω υπάρξεως νησίδας με φοίνικες, ενώ πλησίαζε και σε διασταύρωση, πράγμα το οποίο γνώριζε, αφού ήταν κάτοικος …. Εάν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή της στην οδήγηση και εκινείτο με την ως άνω επιβαλλόμενη από τις επικρατούσες συνθήκες ταχύτητα θα μπορούσε να διακόψει την πορεία της, ενόψει του ότι από απόσταση τουλάχιστον 20 μέτρων είδε την κίνηση του ποδηλάτου να εισέρχεται στην οδό, στην οποία αυτή εκινείτο, και να παραχωρήσει προτεραιότητα στο από δεξιά της κινούμενο ποδήλατο, ενόψει του ότι στη διασταύρωση των δύο οδών δεν υπήρχαν φωτεινοί σηματοδότες, ούτε σήμανση με πινακίδες (βλ. ιδίως έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος). Η προαναφερόμενη απόσταση των 20 τουλάχιστον μέτρων συνάγεται κυρίως από το γεγονός ότι, όταν η πρώτη εναγομένη αντιλήφθηκε την ξαφνική είσοδο του ποδηλάτη στη διασταύρωση των οδών, μείωσε την ταχύτητα του οχήματος της, κορνάρισε και εν συνεχεία επιχείρησε αποφευκτικό προς τα αριστερά ελιγμό, ενέργειες τις οποίες δεν θα προλάβαινε να εκτελέσει εάν η παρεμβολή του ποδηλάτη στην πορεία της εγένετο στην ελάχιστη απόσταση των 5 μέτρων, όπως αυτή αντιθέτως διατείνεται. Εξάλλου η αμέλεια του θανόντος οδηγού συνίσταται στο ότι πλησιάζοντας σε ισόπεδο οδικό κόμβο, αν και είχε προτεραιότητα, δεν οδηγούσε το ποδήλατό του με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να αποφύγει τυχόν ατύχημα επί του κόμβου, αλλά συνέχισε την πορεία του και εισήλθε στη διασταύρωση ανέλεγκτα. Η υπαιτιότητα του καθενός οδηγού επιμερίζεται σε ποσοστό 50%.
Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο αιφνίδιος θάνατος του ως άνω Π1 προξένησε στους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων (γονείς) και στους λοιπούς ενάγοντες(αδέλφια) έντονο ψυχικό πόνο λόγω της μεταξύ τους στενής συγγένειας και του ψυχικού τους δεσμού, με συνέπεια να δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ενόψει δε κυρίως των συνθηκών του ατυχήματος, του είδους της βλάβης που επήλθε, του βαθμού συνυπαιτιότητας των εμπλεκομένων σ’ αυτό, της ηλικίας του θύματος (18 ετών) και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των εκ των διαδίκων φυσικών προσώπων, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης αποτιμάται στο ποσό των 45.000 ευρώ για τον καθέναν από τους γονείς και στο ποσό των 30.000 ευρώ για το καθένα από τα αδέλφια του θανόντος.
Αποδείχθηκαν, ακολούθως και τα παρακάτω. Την 1-7-1999, στην …, δηλαδή οκτώ (8) ημέρες μετά το θάνατο του ως άνω Π1 καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγόντων και των νομίμων εκπροσώπων της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού, δυνάμει της οποίας οι ενάγοντες έλαβαν από την τρίτη εναγομένη συνολικό ποσό 10.000.000 δραχμών (3.500.000 δραχμές ο καθένας από τους δύο πρώτους και 1.000.000 δραχμές ο καθένας από τους λοιπούς) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε απαιτήσεώς τους από το θάνατο του υιού και αδελφού τους αντιστοίχως, και ιδιαίτερα της αξιώσεως τους για αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, έξοδα νοσηλείας, κηδείας, μεταφοράς του θανόντος στη Βουλγαρία, κατασκευής μνημείου, ημεραργίες, θετικές και αποθετικές ζημίες. Ήδη οι ενάγοντες άσκησαν την υπό κρίση από 4-6-2004 αγωγή τους με την οποία ζητούν, όπως ήδη εκτέθηκε, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλουν και εις ολόκληρον ο καθένας χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης ποσού 500.000 ευρώ (100.000 Χ 5). Οι εναγόμενοι, επικαλούμενοι τη μεταξύ της τρίτης από αυτούς και των εναγόντων σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού, δυνάμει της οποίας το ύψος των απαιτήσεων των εναγόντων καθορίστηκε στο ποσό των 10.000.000 δραχμών, ισχυρίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις τους ότι κατεβλήθη το ποσό αυτό στους ενάγοντες και ως εκ τούτου ουδέν τους οφείλουν από την άνω αιτία. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί την επί των διατάξεων του άρθρ. 416 ΑΚ ερειδόμενη καταλυτική της αγωγής ένσταση εξοφλήσεως.
Προς αντίκρουση του εν λόγω ισχυρισμού των εναγομένων οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν παραδεκτώς με την προσθήκη των πρωτόδικων προτάσεών τους ότι η άνω σύμβαση συμβιβασμού είναι άκυρη σύμφωνα με το αρθρ. 179 ΑΚ, διότι η τρίτη εναγομένη κατά την κατάρτιση αυτής (συμβάσεως συμβιβασμού) εκμεταλλεύθηκε την οικονομική τους ανάγκη και συνομολόγησε ωφελήματα που βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με την παροχή. Αποδεικνύεται ότι, πράγματι, οι δύο πρώτοι των εναγόντων, Βουλγαρικής υπηκοότητας, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει με τα παιδιά τους (πλην της τέταρτης ενάγουσας που παρέμεινε στη Βουλγαρία με τη γιαγιά της) στην Ελλάδα για ανεύρεση εργασίας και εργάζονταν στα κτήματα που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια …, αντιμετώπιζαν, κατά το χρόνο του θανάτου του υιού τους, σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Για το λόγο τούτο άλλωστε και ο θανών, παρότι είχε αποβιώσει από την 24-6-1999, παρέμενε στο νεκροτομείο του ΚΑΤ έως και την 1-7-1999, αφού δεν υπήρχαν χρήματα για τη μεταφορά και την ταφή του στη Βουλγαρία. Ενόψει αυτής της οικονομικής κατάστασης, που είχε χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, συνήφθη ο ως άνω εξώδικος συμβιβασμός, αφού η ασφαλιστική εταιρία κατόρθωσε, κάνοντας η ίδια μικρές υποχωρήσεις και εκμεταλλευόμενη την ανάγκη των εν αγόντων, να τους πείσει να παραιτηθούν από βέβαιες και αντικειμενικά κρινόμενες υποστατές αξιώσεις τους. Η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία προέβη στην κατάρτιση του συμβιβασμού μετά από γνώση της ανάγκης των αντισυμβαλλομένων την οποία επωφελήθηκε και συνομολόγησε ωφελήματα, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυνασαλογία με την παροχή της (10.000.000 δραχμές). Γνώριζε η ασφαλιστική εταιρία ότι αυτοί ήταν οικονομικοί μετανάστες και ότι εστερούντο χρημάτων για τη μεταφορά του θανόντος στη Βουλγαρία, όπου επιθυμούσαν να γίνει η κηδεία του, στην οποία και τον μετέφεραν τη μεθεπομένη της καταβολής του άνω ποσού των 10.000.000 δραχμών. Τα ωφελήματα έναντι της παροχής των 10.000.000 δραχμών τα οποία πέτυχε η ασφαλιστική εταιρία, δηλαδή η παραίτηση των εναγόντων από κάθε άλλη αξίωσή τους, προερχόμενη από τον θάνατο του υιού και αδελφού τους αντιστοίχως, εν όψει του βαθμού της βασιμότητός της, τελούν σε προφανή δυσαναλογία προς την άνω παροχή”. Με τις παραδοχές του αυτές, το Εφετείο, κατά παραδοχή της εφέσεως, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτοντας την ένσταση εξοφλήσεως που προέβαλαν οι εναγόμενοι, κατά παραδοχή της αντενστάσεως, περί ακυρότητος του επικαλουμένου συμβιβασμού, που προέβαλαν οι ενάγοντες, εδέχθη κατά ένα μέρος την αγωγή και ανεγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στους ενάγοντες, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, τα ανωτέρω ποσά.Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμό 19 του αυτού άρθρου του ΚΠολΔ, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αιτιάσεις, ότι το Εφετείο, εν σχέσει προς την προταθείσα από τους ενάγοντες αντένσταση, περί ακυρότητος του επικαλουμένου από τους εναγομένους συμβιβασμού, ως αισχροκερδούς, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 871, 872 και 179 του ΑΚ και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 179, 872 ΑΚ. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, ως προς αμφότερες τις πλημμέλειες, κατά το μέρος που αφορούν στην ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 872 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί, ως ερειδόμενος σε αναληθή προϋπόθεση και, επομένως ως αβάσιμος, διότι, με βάση τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το Εφετείο δεν εφήρμοσε τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου, αλλά την διάταξη του άρθρου 179 του αυτού Κώδικα σε συνδυασμό προς εκείνην του άρθρου 871 αυτού. Ο αυτός δε λόγος αναιρέσεως, ως προς την αιτίαση που αφορά στην ευθεία παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 179 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι τα εκτιθέμενα στην προσβαλλομένη απόφαση πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό της διατάξεως αυτής, που εφαρμόσθηκε και στηρίζουν την διαγνωσθείσα έννομο συνέπεια, ήτοι την ακυρότητα του, ως άνω, συμβιβασμού. Εξ άλλου, ο αυτός λόγος αναιρέσεως, ως προς την αιτίαση που αφορά στην εκ πλαγίου παραβίαση της αυτής διατάξεως είναι επίσης αβάσιμος. Και τούτο, διότι, με αυτά που, κατά τα ανωτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, αλλά διέλαβε σ’αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της προαναφερομένης διατάξεως, ενώ εκτίθενται σ’αυτή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο αναιρετήριο, ελλείπουν. Ειδικότερα, αναφορικώς με την ύπαρξη προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ των ωφελημάτων της αναιρεσείουσας και των απαιτήσεων των εναγόντων, από τις οποίες αυτοί παρητήθησαν, προσδιορίζει τις τελευταίες στο ποσό των 45.000 ευρώ, για καθένα των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και στο ποσό των 30.000 ευρώ, για καθένα των λοιπών, που ανάγεται στον χρόνο καταρτίσεως του συμβιβασμού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, ορθώς εκτιμώμενο από νοηματική άποψη λαμβάνει δε υπ’ όψη και τον βαθμό της βασιμότητος τούτων. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που κατ’ορθή εκτίμηση συγκροτεί την πλημμέλεια μόνο από τον αριθμό 1, επειδή το Εφετείο, αναφορικώς με την συνυπαιτιότητα των εμπλακέντων στο ατύχημα, οδηγού του ζημιογόνου και ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα αυτοκινήτου και παθόντος-συγγενούς των αναιρεσιβλήτων, παραβίασε ευθέως την διάταξη του άρθρου 26 παρ.5 β. του ΚΟΚ, την οποία δεν εφήρμοσε, ενώ έπρεπε. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το εφετείο δέχεται ότι ο παθών εισήλθε στη νέα περιφερειακή (δημοτική) οδό …, από δεξιά, από ανώνυμη δημοτική οδό, η οποία εκαλύπτετο με άσφαλτο επί μήκους 40 μέτρων από της συμβολής της με την οδό …. και όχι από χωματόδρομο, τον οποίο δέχεται υφιστάμενου κατά το συνεχόμενο μήκος και επομένως δεν υφίσταντο οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ.5 του ΚΟΚ. Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-4-2008 αίτηση Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας, με την επωνυμία “ΑΕΕΓΑ Η ΕΘΝΙΚΗ”, περί αναιρέσεως της 63/2008 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας.
Κρίθηκε
———————————-
…