ι.Εισαγωγή
α) Νόμος 489/1976 «Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης» – Νομοθετική Ρύθμιση- Τροποποιήσεις – Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις Οδηγίες της ΕΟΚ.
1. Η προστασία και η διασφάλιση των ζημιωθέντων τρίτων από την ραγδαία αύξηση των τροχαίων ατυχημάτων (θανατηφόρων, μη θανατηφόρων με αναπήρους, υλικών ζημιών), αλλά και η ασφάλεια των κυκλοφορούντων οχημάτων και πεζών, επέβαλαν επιτακτικά την νομοθετική ρύθμιση της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης από ατυχήματα που προκαλούνται από αυτοκίνητα.
Ειδικότερα κατά τον χρόνο των 35 ετών που διέδραμε από το έτος 1965 έως το 2000, τα θύματα των τροχαίων ατυχημάτων στην Ελλάδα ανήλθαν σε 75.000 νεκρούς και πλέον, και περισσότεροι από
1.200.000 τραυματίες. Κατά την δεκαετία 1990 έως και 1999 το ποσοστό μείωσης των θυμάτων από τα τροχαία ατυχήματα στην Ευρώπη διακυμάνθηκε από πλην 14% έως πλην 45%. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε μέχρι και συν 65%. Ο αριθμός των θυμάτων από τροχαία ατυχήματα στην χώρα μας κάθε χρόνο ανέρχεται σε 3.500 νεκρούς, 10.000 τετραπληγικούς, 45.000 τραυματίες, και 2.500 μικρά παιδιά με μόνιμες αναπηρίες. Απροσμέτρητος ο πόνος και η δυστυχία των θυμάτων από την απώλεια των προσφιλών τους προσώπων, και των τραυματισμένων, αναπήρων και παραμορφωμένων ανθρώπων, κυρίως μικρών παιδιών. Τεράστιες οι επιπτώσεις στο δημογραφικό μας πρόβλημα.
1.1Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλά Ευρωπαϊκά Κράτη, εισήχθη με καθυστέρηση η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα. Η νομοθετική ρύθμιση έγινε με τον νόμο 489/1976, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1/1/1978, κατ’ εφαρμογή του ενιαίου νόμου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Στρασβούργου της 20/4/1959 «περί υποχρεωτικής ασφάλισης έναντι αστικής ευθύνης από
αυτοκίνητα οχήματα»,που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 4147/19611.
1.2Ο ν 489/1976 ρυθμίζει τις σχέσεις ασφαλιστή της αστικής ευθύνης και του ζημιωθέντος τρίτου. Η ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα ως μορφή ιδιωτικής ασφάλισης συντελείται με την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Είναι ένας κοινωνικός θεσμός που εξασφαλίζει τις νόμιμες αξιώσεις αποζημίωσης των ζημιωθέντων τρίτων από τροχαία ατυχήματα, ο οποίος κατοχυρώνεται με ευθεία αξίωση κατά του ασφαλιστή. Εξασφαλίζονται και οι ασφαλισμένοι,αφού η ευθύνη αποζημίωσης μετατίθεται μέχρι του ανώτατου ορίου της ασφαλιστικής καλύψεως στην φερέγγυα ασφαλιστική επιχείρηση (Ασφαλιστή), η οποία επιτελεί συγχρόνως και ένα κοινωνικό έργο σε εντονότερο βαθμό από όσο άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με τον ασφαλιστή ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον οι υπόχρεοι από το νόμο (ν Γπν/1911,Αστικός Κώδικας άρθρα 914, 922, 926, 927), ιδιοκτήτης, κάτοχος, οδηγός, προστήσας2 .
1.3 Πριν την έναρξη ισχύος του ν 489/1976 η ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων ήταν προαιρετική. Τα σχετικά θέματα που προέκυπταν ρυθμίζονταν από α) την διάταξη του άρθρου 11 παρ.3 του ν ΓπΝ /1911, β) τις διατάξεις του άρθρου 111 παρ. 4 του Ν.Δ 4323/1962 του παλαιού ΚΟΚ, γ) τις σχετικές διατάξεις του Εμπορικού Κώδικα (άρθρα 189-225), δ) συμπληρωματικά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 297, 300, 480 επ., 914 επ.). Ο ζημειωθείς τρίτος δεν είχε τη δυνατότητα ασκήσεως ιδίας αξίωσης (ευθείας) αποζημιώσεως κατά του ασφαλιστή, αλλά μόνο πλαγιαστικά μπορούσε να στραφεί εναντίον του, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου (άρθρο 72 ΚΠολΔ).3
1.4. Στην παράγραφο αυτή παραθέτω τους νόμους, νομοθετήματα και ΠΔ που τροποποίησαν μέχρι σήμερα το ν 489/19764 με σκοπό κυρίως την εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της ΕΟΚ: «1. Το ΠΔ 237/19865 που κωδικοποίησε το ν 489/1976 όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε από το Ν.1569/1985 «διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση σώματος ειδικών πραγματογνωμόνων τροχαίων ατυχημάτων, λειτουργία γραφείου ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις»6, και τα ΠΔ 1019/1981 «προσαρμογή στις διατάξεις 72/166/ΕΟΚ της 24/4/1972 και 72/430/ΕΟΚ της 19/2/1972 Οδηγίες του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», και 8/1985 «προσαρμογή στις διατάξεις των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 71/92/ΕΟΚ και 78/473/ΕΟΚ».
2)Ν. 1867/1989, άρθρο 16.
3)ΠΔ 264/1991 «Συμμόρφωση προς τις διατάξεις της οδηγίας 84/5 ΕΟΚ (ΕΕΙ_ 8/17)»7.
4)ΠΔ 314/1993 «Συμμόρφωση προς ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 90/232/ΕΟΚ (ΕΕΙ 129/33) »8
5)Ν 2170/1993 «Τροποποίηση του ΝΔ 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως και άλλες διατάξεις»
6)Ν 2367/1995.
7)ΠΔ 252/1996 «Συμμόρφωση προς τις διατάξεις α) των κοινοτικών ασφαλιστικών οδηγιών 88/357/ΕΟΚ, 90/618/ΕΟΚ, 90/619/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 91/674/ΕΟΚ, β) της οδηγίας 91/371/ΕΟΚ, συμφωνία ΕΟΚ- Ελβετικής Συνομοσπονδίας, γ) της απόφασης 94/1/ΕΚΑΧ, ΕΚ, συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και δ) της συνθήκης για την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φιλανδίας και της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
8)Ν 2496/1997 «ασφαλιστική σύμβαση τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άΛΛες διατάξεις»9, ο οποίος αποτελείται από 34 άρθρα και τέθηκε σε ισχύ από 17/11/1997. Με το άρθρο 33 παρ. 2 καταργήθηκε τα ένατο τμήμα του Εμπορικού Νόμου για την ασφαλιστική σύμβαση(άρθρα 189-225) που ρύθμιζε τα σχετικά θέματα από το 19111°, και αντίστοιχες διατάξεις περιέχονται στα άρθρα 118 του ν 2496/1997, οι οποίες εφαρμόζονται, εφ’ όσον λείπει αντίθετη ρύθμιση στο
ν 489/1976 και δεν κρίνονται ασυμβίβαστες με το όλο σύστημα του ν 489/1976.
9)Ν. 2741/1999.
10)Ν2837/200011.
11)Ν. 2919/200112.
12)Το πρόσφατο ΠΔ 10 της 20/21/1/2003 «Προσαρμογή του ΝΔ 400/1970 (Α ΊΟ) «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως» όπως ισχύει και του ν 489/1976 (Α ‘331)«περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης »,όπως ισχύει, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Μαίου 2000 «σχετικά με την ασφάλιση της
αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και την
τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (Ι
181/20/7/2000 (Α7)»13.
II. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ α) ΣΥΣΤΑΣΗ – ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ – ΣΚΟΠΟΣ
1.Με το άρθρο 16 ν 489/1976 (ήδη 16 του ΠΔ 237/1986 που τον κωδικοποίησε), συστάθηκε, ως υπεύθυνος φορέας ασφάλισης, το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, ο θεσμός του οποίου ρυθμίζεται από τα άρθρα 16 έως 25 του ν 489/1976, και σκοπός του σύμφωνα με το άρθρο 17 είναι να κα
λύπτει τις ζημίες που προκαλούνται ζημίες σε πρόσωπα ή πράματα από αυτοκίνητα στις προβλεπόμενες στην διάταξη του άρθρου 19. παρ.1 περιπτώσεις. Η λειτουργία του άρχισε από 16/12/1978 δυνάμει της Κ4/1379/11/2/1978 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 179 τ.ΑΕ και ΕΠΕ).
2.Σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. δ’ του ν 489/1976 το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι«ασφαλιστής». Κατά μία άποψη είναι ασφαλιστής υπό την ευρεία έννοια του νόμου, εφόσον δεν υπάρχει αντισυμβαλλόμενος και δεν καταβάλλονται ασφάλιστρα 14. Κατ’ άλλη άποψη είναι ο Υπερασφαλιστής, τα κεφάλαια του οποίου υπο
χρεωτικά συγκροτούνται από εισφορές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα15. Για την εκπλήρωση του σκοπού του Επικουρικού Κεφαλαίου η εισφορά που επιβάλλεται υπέρ αυτού, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου που δεν μπορεί
να υπερβαίνει το 5% επί των καθαρών ασφαλίστρων του κλάδου αστικής ευθύνης. Η εισφορά αυτή βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές εταιρίες και κατά 30% τους ασφαλισμένους (άρθρο 20 παρ.1 περ. α ν 489/1976 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 Ν.2367/1995 και με την παρ.3 του ΠΔ 252/1996). Οι εισφορές αποδίδονται στο επικουρικό κεφάλαιο μέσα σε 15 ημέρες από την λήξη κάθε ημερολογιακού διμήνου, ανεξάρτητα αν εισπράχθηκαν ή όχι. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής η εισφορά προσαυξάνεται κατά το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας (άρθρο 20 παρ 1β). Για την είσπραξη των εισφορών το επικουρικό κεφάλαιο έχει δικαίωμα αγωγής κατά των μελών του (άρθρο 20 παρ. 3, όπως τροποποιή¬
θηκε με το άρθρο 18 παρ.2 του ν 2170/1993).
3.Μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν 489/1976 γίνονται υποχρεωτικά και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο, καθώς και τα ΝΠΔΔ ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας, εφόσον τα αυτοκίνητα τους εξαιρεθούν της υποχρεωτικής ασφαλίσεως σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 3 του νόμου αυτού (άρθρο 34 παρ.2 ΠΔ 252/1996).
Συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως οι εγκατεστημένες (με υποκατάστημα ή πρακτορείο) κοινοτικές, καθώς και οι ασφαλι¬στικές τρίτων χωρών, αλλά και οι κοινοτικές που λειτουργούν με το σύστημα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ. άρθρο 18 ν 489/1976 όπως τροποποιήθηκε με το ΠΔ 252/1996 με το οποίο εναρμονίστηκε το Ελληνικό Δίκαιο, μεταξύ των άλλων, και με την Οδηγία 90/168,άρθρο 4). Η Οδηγία 90/168 (άρθρο 4) προσβλέπει στην τε¬λευταία αυτή περίπτωση, η βάση υπολογισμού των υποχρεώσεων προς το Επικουρικό Κεφάλαιο να γίνεται με ίσους όρους με αυτούς των εγκατεστημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων16.
β) ΕΥΘΕΙΑ ΑΞΙΩΣΗ ΤΡΙΤΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΑΓΩΓΗΣ
Ο ζημιωθείς τρίτος έχει ευθεία αξίωση κατά του επικουρικού κεφαλαίου, και όχι κατά των μελών των (άρθρο 19.3 του ν 489/1976). Η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών που ισχύουν κατά τον χρόνο του ατυχήματος (άρθρα 19 παρ.2 εδ. α’, 6 παρ.5 ν 489/2976).Η αγωγή αποζημιώσεως κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, όπως και κάθε αγωγή, πρέπει να έχει την απαιτούμενη από το νόμο πληρότητα και επαρκή περιεχόμενο (άρθρο 216 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρεται ο νόμιμος λόγος ευθύνης του, δηλαδή μία από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις (άρθρο 19 παρ 1 α- δ). Μεταξύ των άλλων πρέπει να μνημονεύεται και η ευθύνη του προσώπου που προκάλεσε το ατύχημα, δηλαδή αν αυτή στηρίζεται στο Ν Γπν/1911 ή στις διατάξεις περί αδικοπραξίας του ΑΚ(914, 922). Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη17. Η εναγωγή όλων των αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπευθύνων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 ΚΠολΔ), είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική.
γ) ΕΥΘΥΝΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Η νομική φύση της ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου είναι ιδιόρρυθμη. Πρόκειται για ευθύνη που γεννιέται από το νόμο και όχι από σύμβαση, και είναι επικουρική σε σχέση με την πρωταρχική ευθύνη του ασφαλιστή18. Αν και δεν υπέχει κατά κυριολεξία επικουρική ευθύνη, με την έννοια του ότι ευθύνεται μόνο αν δεν υπάρχει άλλη πηγή αποκατάστασης της ζημίας , εντούτοις η ευθύνη του, ως ευθύνη εκ του νόμου «ποιοτικά» υπολείπεται της συμβατικής ευθύνης και από αδικοπραξία, και έχει επικουρικό χαρακτήρα19. Από την διάταξη του άρθρου 19 παρ. 4 του ν 489/1976, και ειδικότερα της παρ. 5, προκύπτει ο επικουρικός χαρακτήρας της ευθύνης του, σύμφωνα με την οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, του αναγνωρίζεται το δικαίωμα της υποκαταστάσεως στα δικαιώματα του ζημειωθέντος τρίτου κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση ή του ασφαλιστή του20. Εξαιρείται η περίπτωση που πτωχεύει η ασφαλι¬στική επιχείρηση, ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, ή απέβη άκαρπη η σε βάρος της εκτέλεση, κατά την οποία δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ζημιωθέντος τρίτου, αλλά στο προνόμιο του ασφαλισμένου πάνω στην ασφαλιστική τοποθέτηση που προβλέπεται από το άρθρο 10 του ΝΔ 400/1970 και προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο (άρθρο 19 παρ. 4)21 .
δ) ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 ν. 489/1976 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 50 παρ.5 και 6 του Ν 1569/1986 και στη συνέχεια κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 237/1986), περιοριστικά, ορίζει ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αποζημίω¬ση λόγω θανάτωσης ή βλάβης ή υλικών ζημιών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα όταν:
Περίπτωση 1η.
«ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΥΠΕΧΕΙ ΕΥΘΥΝΗ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ. ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΥΤΗ
ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΥΛΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ».
1. Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία παραμένει άγνωστο το υπεύθυνο πρό¬
σωπο που προκάλεσε το ατύχημα. Πρόσωπα υπεύθυνα από το νόμο είναι ο κύριος, ο
κάτοχος, και ο οδηγός, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 του Ν. Γπν/1911< περί
της εξ αυτοκινήτων ποινικής και αστικής ευθύνης», όπως τροποποιήθηκε με τους νό¬
μους Ν 3879/1929, Ν 4841/1930, και το 3555/1956», και ισχύει με το άρθρο 114του
Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.
2. Στην προκειμένη περίπτωση, αν και καταβλήθηκε η συνήθης στις συναλλαγές επι¬
μέλεια, π.χ έρευνες των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων για την αναζήτηση και
τον εντοπισμό των αγνώστων στοιχείων υπευθύνων, κανείς από τους τυχόν πα¬
ρευρισκόμενους δεν συγκράτησε τον αριθμό του ζημιογόνου αυτοκινήτου, δεν κα¬
τέστη δυνατή η εξακρίβωση κανενός από τους υπόχρεους από το νόμο (κύριος,
κάτοχος, οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου).Για την πληρότητα της αγωγής
του πρέπει ο ενάγων να επικαλεσθεί τα παραπάνω στοιχεία και τον νόμιμο λόγο
ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου, δηλαδή να επικαλεσθεί ότι συντρέχει η συ¬
γκεκριμένη περίπτωση της ευθύνης του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. α’. Διαφορετικά, ελ¬
λείψει των στοιχείων αυτών, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αορι¬
στίας22.
3. Περιπτώσεις που θεμελιώνεται η ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου από «άγνω¬
στο οδηγό» είναι και οι παρακάτω:
α) Όταν από άγνωστο αυτοκίνητο έπεσαν στο οδόστρωμα «λάδια»(από το δοχείο ελαίων), από τα οποία διήλθε το επερχόμενο μοτοποδήλατο και ανατράπηκε, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμού του οδηγού του, ο οποίος συνήθως θα βαρύνεται με συντρέχουσα υπαιτιότητα (άρθρο 300 ΑΚ),συνισταμένη στο ότι ο οδηγός οχήματος πρέπει να υπολογίζει σε τέτοιο ενδεχόμενο και θα πρέπει οδηγώντας συνετά να είναι σε θέση ώστε με τις κατάλληλες ενέργειες να αντιδρά αναλόγως23. Όμως «η συνήθης αυτή συντρέχουσα υπαιτιότητα» του παθόντος οδηγού έρχεται σε προφανή αντίθεση με την αρχή της εμπιστοσύνης που ισχύει στο σύγχρονο οδικό δίκαιο, κατά την οποία, κάθε οδηγός και μετέχων κανονικά στην κυκλοφορία επί οδού, δικαιούται να αναμένει ότι και οι λοιποί οδηγοί – χρήστες της οδού θα κινούνται ομοίως σύννομα. Και δεν είναι υποχρεωμένος ο κάθε οδηγός να προβλέπει συνεχώς και την ενδεχομένως παράνομη οδική συμπεριφορά των υπολοίπων οδηγών, πολύ δε περισσότερο, να προβλέπει συμπεριφορές οδηγών που αποκλίνουν κατά τρόπο προφανή και ακραίο από το επιβαλλόμενο μέτρο της σύννομης και συνετής οδήγησης24.
β) Όταν το ζημιογόνο αυτοκίνητο φέρει πλαστό αριθμό κυκλοφορίας ή αν ο αριθ¬μός κυκλοφορίας του που συγκρατήθηκε από το θύμα είναι μεν γνήσιος, όμως μετά από έρευνα στο Υπουργείο Συγκοινωνιών προέκυψε ότι ανήκει σε άλλο αυτοκί¬νητο από το οποίο έχει αφαιρεθεί, ή αν ο οδηγός έδωσε εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία του ίδιου ή του αυτοκινήτου25.
γ) Όταν μεταξύ της υπαίτιας πράξης του αγνώστου οδηγού και της ζημίας του τρίτου που αυτόβουλα διακινδύνευσε υφίσταται αιτιώδης συνάφεια που ήταν ικανή να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, δηλαδή τον τραυματισμό του τελευταίου.Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που ο υπαίτιος αγνώστων στοιχείων οδηγός παρασύρει ανήλικο πεζό τον οποίο εγκατέλειψε στο μέσο του οδοστρώματος της οδού με τον επικείμενο κίνδυνο να τραυματιστεί βαρύτατα ή να θανατωθεί από τα επερχόμενα αυτοκίνητα. Στη συνέχεια ο διερχόμενος τρίτος, ο οποίος κινούμενος από ηθική υποχρέωση και εκδήλωση κοινωνικής αλληλεγγύης, αποκαλούμενος <Σαμαρείτης> προς τον συνάνθρωπο του, που κινδυνεύει κατ’ επιταγή του νόμου (άρθρο 307 ΠΚ), εισέρχεται στο οδόστρωμα αυξημένης κίνησης της οδού για να προσφέρει βοήθεια και προσπαθεί με κινήσεις των χεριών του να καταστήσει γνωστό στους άλλους οδηγούς ότι υπάρχει ανάγκη να σταματήσουν, για να σώσει το ανήλικο παιδί, που τελικά σώνεται. Στην προσπάθεια του αυτή ο τρίτος τραυματίζεται από άλλο διερχόμενο αυτοκίνητο, του οποίου ο οδηγός κρίθηκε ανυπαίτιος26.
δ) Όταν προκληθεί τροχαίο ατύχημα από αυτοκίνητο με πινακίδες κυκλοφορίας ξένου κράτους που δεν μπορεί να προσδιορισθεί ακριβώς (π.χ 4 – ΘΤ -1429) και οδηγείται από άγνωστο πρόσωπο, το οποίο εγκαταλείπει τον τόπο του ατυχήματος και δεν ανευρίσκεται, υπεύθυνο είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο, και όχι το Γραφείο Διεθνούς Ασφαλίσεως27.
ε) Όταν σε ατύχημα, στην προκειμένη περίπτωση θανατηφόρο, που οφείλεται στην συγκλίνουσα υπαιτιότητα ή αιτιότητα αμέλεια δύο αυτοκινήτων, από τα οποία ο οδηγός του ενός είναι άγνωστος, ενώ του άλλου είναι γνωστός, το οποίο μπορεί να είναι ασφαλισμένο, θεμελιώνεται κατά νόμο ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου. Και τούτο διότι ο αποκλεισμός της ευθύνης του, για το λόγο ότι είναι λόγο ότι είναι γνωστά τα ευθυνόμενα πρόσωπα του άλλου αυτοκινήτου, δεν συνάγεται από το νόμο. Τούτο προϋποθέτει σαφή νομοθετική καθιέρωση αυστηρής επικουρικής ευθύνης28. Συνεπώς ο επικουρικός χαρακτήρας της ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου δεν επιδρά στα δικαιώματα του ζημειωθέντος τρίτου, ούτε σε βάρος του αδικοπραγήσαντα συνυπαιτίου, του οποίου η ευθύνη δεν επαυξάνεται, αλλά θα συνεχίσει να κατανέμεται εσωτερικά με τον μηχανισμό της αναγωγής (ΑΚ 927) ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του στο ατύχημα29. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 926 ΑΚ, που αφορά την ευθύνη για ζημία εκ κοινής πράξεως περισσοτέρων, αλλά προβλέπει και την περίπτωση της παράλληλης ευθύνης για τη ζημία περισσοτέρων30. 4. ΕΞΑΙΡΕΣΗ «ΟΙ ΥΛΙΚΕΣ ΖΗΜΙΕΣ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ». Η εξαίρεση της υποχρεώσεως του επικουρικού κεφαλαίου για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών από άγνωστο οδηγό (άρθρο 19 παρ. 1 περ.α’), και στην περίπτωση που από το ίδιο ατύχημα προκλήθηκαν σωματικές βλάβες, ή και θανάτωση προσώπου, κατά την θεωρία31 και νομολογία32 που επικρατεί, δικαιολογείται από το φόβο του νομοθέτη για συμπαικτικά ατυχήματα και την εντεύθεν οικονομική επιβάρυνση του33.
Όμως από την στενή γραμματική ερμηνεία της παραπάνω διατάξεως προκύπτει η δυσμενής και ανεπιεικής μεταχείριση στα θύματα τροχαίων ατυχημάτων με άγνωστο δράστη, και ειδικότερα όταν επεκτείνεται και στην πρόκληση σωματικών βλαβών, ή θανάτωση ανθρώπου. Τα προβλήματα αυτά ανακύπτουν πολύ συχνά και πρέπει να καλυφθούν τα κενά ή να δοθούν λύσεις, ακριβώς, για την πλήρη και αποτελεσματική προστασία των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων. Απάντηση στο θέμα αυτό δίδει η Πρόταση της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7/6/2002 (05- 269/02) για την τροποποίηση των οδηγιών 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/26/ΕΚ σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων. Ειδικότερα με το άρθρο 2 τροποποιείται η οδηγία 84/5/ΕΟΚ και το άρθρο 1 παρ.4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο «Κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλού¬νται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1». Η συμμόρφωση των κρατών μελών με την παρούσα οδηγία θα γίνει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004 (άρθρο 6)
Περίπτωση 2η:
«ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΠΡΟΗΛΘΕ ΑΠΌ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΚΠΛΗΡΩΘΕΙ Η ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ »
1. Με το άρθρο 2 παρ 1 του ν 489/1976 ο κύριος, κάτοχος του αυτοκινήτου που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, επί της οδού, υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη. Αυστηρές ποινές για τους παραβάτες προβλέπονται από τα άρθρα 12 και 5 παρ.4 του νόμου αυτού. Ασφάλιση κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 3 είναι: α) η διεθνής ασφάλιση (πράσινη κάρτα) (άρθρα 5 παρ. 3, και 26 έως 34), β) η συνοριακή ασφάλιση (άρθρα 35 έως 37), γ) η ασφάλιση των μελών αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών κατά της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων.
2.α) Υποχρεωτικά ασφαλισμένη την αστική τους ευθύνη σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν 489/1976 πρέπει να έχουν α) ο κύριος, β) ο κάτοχος, γ) ο κάθε οδηγός, δ) ο προστηθείς στην οδήγηση, ε) υπεύθυνος του ασφαλισμένου αυτοκινήτου.
6) Με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2. του άρθρου 2 του ΠΔ 264/1991) η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξ αιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών έναντι των μελών τη οικογένειας του ασφαλισμένου οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται ασφαλιστικά σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, ανεξάρτητα από δεσμό συγγένειας Υποχρεωτικά ασφαλισμένοι είναι πλέον και οι επιβαίνοντες».
γ) Οι επιβαίνοντες σε ανασφάλιστο αυτοκίνητο έχουν ευθεία αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, εκτός αν το τελευταίο αποδείξει ότι το πρόσωπο που επιβιβάστηκε με τη θέληση του γνώριζε ότι το όχημα δεν ήταν ασφαλισμένο (19 παρ. 1 β εδάφιο β’ που παραλείφθηκε με το ΠΔ 264/1991 και προστέθηκε με το ΠΔ 396/1991).
3. Ανασφάλιστο είναι το ζημιογόνο αυτοκίνητο του οποίου ο κύριος ή ο κάτοχος του
ή υπεύθυνος του δεν έχει καλύψει με ασφάλιση την από την κυκλοφορία του έναντι
τρίτων αστική ευθύνη. Δηλαδή δεν καταρτίστηκε ποτέ νομότυπα σύμβαση ασφαλί¬
σεως του αυτοκινήτου. Στην περίπτωση αυτή ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο, το
οποίο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την αποζη¬
μίωση που προβλέπεται από την παρ. 2 του άρθρου 19 λόγω θανάτωσης, σωματικών
βλαβών, ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα. Η θεμελίωση της ευθύνης
του για την αποκατάσταση και των υλικών ζημιών ρυθμίστηκε με το άρθρο 50 παρ.
5 του Ν. 1569/1985, ενώ, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, εξαιρείται με την παρ. 6 του
ιδίου άρθρου από άγνωστο αυτοκίνητο. Για το ορισμένο της αγωγής του ο ενάγων
αρκεί να ισχυριστεί ότι το ατύχημα προκλήθηκε από ανασφάλιστο αυτοκίνητο και
δεν απαιτείται η αναφορά κάποιου άλλου στοιχείου, δηλ. δεν είναι ανάγκη να εξει¬
δικεύει ποια από τις περιπτώσεις συντρέχει, δηλ. αν η σύμβαση ασφάλισης που υπήρ¬
χε στο παρελθόν ακυρώθηκε λόγω καταγγελίας από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο,
ή αν πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του, ή αν το ατύχημα έλαβε χώ¬
ρα μετά πάροδο 16 ημερών από της γνωστοποιήσεως επί ακυρώσεως, λήξεως ή ανα¬
στολής από τον ασφαλιστή (άρθρο 11 ν 489/1976)34, και τούτο διότι 11ν 489/1976) κα¬
τά πάσα εκδοχή, είτε ως διάδοχος είτε ως ασφαλιστής ανασφαλίστου υπέχει ευθύ¬
νη αποζημιώσεως35 και οποιαδήποτε περίπτωση και αν συντρέχει το αποτέλεσμα
είναι το ίδιο36.
4. Υπεύθυνο από το νόμο είναι το επικουρικό κεφάλαιο και στην περίπτωση προ¬
κλήσεως ατυχήματος από ζημιογόνο αυτοκίνητο που δεν έχει άδεια κυκλοφορίας
και κρατικές πινακίδες για οποιοδήποτε λόγο, διότι η υποχρέωση του ιδιοκτήτη ή
του κατόχου του γεννάται από την στιγμή που το αυτοκίνητο θα τεθεί για πρώτη φο¬
ρά σε κυκλοφορία επί της οδού, και έκτοτε αρχίζει για τους τρίτους ο κίνδυνος προ¬
κλήσεως ζημιών37.
5. Η εισαγωγή που παραθέτω μπορεί να θεωρηθεί περιττή, πιστεύω όμως ότι αντι¬
κατοπτρίζει το εύρος του προβλήματος, το οποίο επανειλημμένα απασχόλησε και
απασχολεί την νομολογία, στην περίπτωση που κατά τον χρόνο του ατυχήματος η
τυχόν συναφθείσα στο παρελθόν ασφαλιστική σύμβαση του ζημιογόνου αυτοκινή¬
του δεν ισχύει, εφόσον τηρήθηκε η έγκυρη γνωστοποίηση του άρθρου 11 παρ. 2 ν
489/1976, ώστε να θεωρηθεί το αυτοκίνητο ανασφάλιστο.
5.1 Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή του απροβλήτου των ενστάσεων
που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση κατά του ζημειωθέντος τρίτου,
αφού η ακύρωση, λήξη, ή αναστολή της ασφαλιστικής συμβάσεως μπορεί να
αντιταχθεί μόνο, εφόσον το ατύχημα συνέβη μετά την πάροδο 16 ημερών από
την εκ μέρους του ασφαλιστή γνωστοποίηση της ακύρωσης, ή λήξης ή αναστο¬
λής.
5.2 Η γνωστοποίηση γίνεται στην κατοικία ή διαμονή του ασφαλισμένου ή αντισυμβαλλομένου με επιστολή του ασφαλιστή προς αυτόν ( άρθρο 7 παρ.3 του ν.2170/1993 που αντικατέστησε την διάταξη αυτή). Κατά μία άποψη, η γνωστοποίηση γίνεται με δικαστικό επιμελητή ώστε να αποδεικνύεται ο χρόνος λήψεως της και το περιεχόμενο38, ή με έγγραφο του οποίου αποδεικνύεται η χρονολογία λήψης και το περιεχόμενο του39. Κατά άλλη άποψη η κατάσταση των ομαδικών κατατιθεμένων συστημένων ακυρωτικών επιστολών ασφαλιστηρίων συμβολαίων δενπληρεί τις προϋποθέσεις του νόμου για την απόδειξη της ακύρωσης της ασφαλιστικής συμβάσεως40, και απαιτείται η παραλαβή της συστημένης επιστολής αυτοπροσώπως από τον παραλήπτη ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσεως του, του περιεχομένου41. Σκοπός της γνωστοποιήσεως αυτής είναι να άρει κάθε αμφισβήτηση ως προς το χρόνο παύσης της ευθύνης του ασφαλιστή και να αποτρέψει την δυνατότητα συμπαιγνίας μεταξύ ασφαλισμένου και ασφαλιστή σε βάρος του ζημιωθέντος τρίτου, στην προστασία του οποίου αποβλέπει το περιεχόμενο του άρθρου στο οποίο και αυτή διάταξη έχει ενταχθεί42. 5.3 Η προβλεπόμενη αυτή γνωστοποίηση διατάξεως αυτής (άρθρο 11 παρ.2) απαιτείται σε κάθε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης της ασφαλιστικής σύμβασης, είτε με καταγγελία, είτε με μεταγενέστερη συμφωνία ασφαλιστή και ασφαλισμένου, οπότε ο τελευταίος γνώριζε έκτοτε την ακύρωση, αφού με την σύμπραξη του είχε προκληθεί, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος ο ασφαλισμένος ζητεί την ακύρωση ή την διακοπή της ασφαλιστικής σύμβασης43, και επί μεταφοράς της σύμβασης ασφαλίσεως από το παλαιό στο νέο αυτοκίνητο του ίδιου ιδιοκτήτη44.
Στην αντίθετη περίπτωση, που δεν τηρήθηκε η αναγκαία εκ του νόμου γνωστοποίηση λύσεως της συμβάσεως, τότε διατηρείται η έναντι του ζημιωθέντος τρίτου ευθύνη του ασφαλιστή, και δεν τίθεται λόγος ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου. Τότε για δικονομικούς λόγους αρχίζουν τα προβλήματα του θύματος τροχαίου ατυχήματος το οποίο μένει ουσιαστικά ακάλυπτο, που είναι αντίθετο στο πνεύμα, τόσο του κοινοτικού όσο και του οικείου νομοθέτη, ο οποίος θέσπισε τον ν 489/1976 ακριβώς για την αποτελεσματικότερη προστασία των θυμάτων των τροχών.
5.4.0 ζημιωθείς τρίτος, αφού διαπιστώσει τόσο από δημόσια έγγραφα, που αποτελούν πλήρη απόδειξη και ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρο 438 ΚΠολΔ), όσο και από τον οδηγό ή κύριο που του δήλωσε, ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ανασφάλιστο, ασκεί την αγωγή εναντίον του επικουρικού κεφαλαίου, και κατά των εις ολόκληρον αστικώς υπευθύ¬νων προσώπων.
Μεταξύ των δημοσίων αυτών εγγράφων, που αποτελούν πλήρη απόδειξη και ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρο 438 ΚΠολΔ), είναι η ποινική δικογραφία της τροχαίας όπου η συνταχθείσα από τα αρμόδια ανακριτικά όργανα έκθεση αυτοψίας, κατά της οποίας χωρεί ανταπόδειξη45, β) η έκθεση κρατήσεως του ανασφάλιστου ζημιογόνου αυτοκινήτου (άρθρο 11 ν Γπν/1911, 43.6 του ΚΟΚ), γ) πράξεις αφαιρέσεως της αδείας κυκλοφορίας (άρθρα 5 παρ. 4 και 12 ν 489/1976 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 ν 2170/1993), δ) έγγραφα της εισαγγελίας, κατηγορητήριο ή και ποινική απόφαση σε βάρος του κυκλοφορούντος ανασφάλιστου αυτοκινήτου.
Μπορεί ακόμη με αίτηση του ο παθών να προμηθευθεί από το υπουργείο Εμπορίου (Τομέας Διεύθυνσης Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων), την εποπτεύουσα κρατική αρχή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και του επικουρικού κεφαλαίου, βεβαίωση σχετικά με το αν το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν κατά τον χρόνο του ατυ¬χήματος ασφαλισμένο ή όχι.Το δημόσιο αυτό έγγραφο – βεβαίωση του υπουργείου, που χορηγείται στον ενδιαφερόμενο, συνήθως συνοδεύεται από την κατάσταση της Υπηρεσίας Στατιστικής Ασφαλιστικών Εταιριών, γνωστή ως ΥΣΑΕ.
Στην ΥΣΑΕ αναγράφονται τα ασφαλιστήρια συμβόλαια και οι μεταβολές των ασφαλιστικών συμβάσεων (πρόσθετη πράξη ακύρωσης της), όχι όμως και ο χρόνος της λύσεως της, που αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της ασφαλιστικής σύμβασης κατά τον χρόνο του ατυχήματος, που σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη εμπρόθεσμη ή μη γνωστοποίηση της γενομένης ακυρώσεως καθιδρύει ή αναιρεί την ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου.
Επίσης, στην έγγραφη απάντηση του υπουργείου Εμπορίου, βεβαιώνεται ότι, σύμφωνα με απάντηση της ΥΣΑΕ, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για το ενδιαφερόμενο όχημα, δηλ είναι ανασφάλιστο.
Τα προβλήματα των ζημιωθέντων σχετικά με την πληροφόρηση τους λύονται, με το πρόσφατο ΠΔ 10/της 20/21/1/2003, με το οποίο εναρμονίστηκε η ελληνική έννομη τάξη με την Οδηγία 2000/26/ΕΚ, και προστίθεται μετά το άρθρο 27α του ν 489/1976 νέο άρθρο 27β, με το οποίο συνιστάται στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Γενική Γραμματεία Εμπορίου «Κέντρο Πληροφοριών», σκοπός του οποίου είναι να παρέχει πληροφορίες, στους ζημιωθέντες τρίτους ώστε να διευκολύνονται στην απαίτηση αποζημίωσης για υλικές ζημίες ή σωματικές βλάβες από τροχαίο ατύχημα (παρ.2). Είναι υπεύθυνο να τηρεί μητρώο ή να συντονίζει την συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά α) με τον αριθμό κυκλοφορίας κάθε οχήματος με Ελληνι¬κές Πινακίδες (αριθμό κυκλοφορίας ονοματεπώνυμο και διεύθυνση ιδιοκτήτη ή ιδιοκτητών, είδος και τύπος οχήματος), β) τον αριθμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου που καλύπτει την εξ ατυχημάτων οχημάτων αστική ευθύνη, και την χρονική περίοδο ισχύος του, την ασφαλιστική επιχείρηση που εξέδωσε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με πλήρη στοιχεία του φορέα που καλύπτει ασφαλιστικά το όχημα, καθώς και τον αντιπρόσωπο που έχουν ορίσει, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στα άλλα κράτη μέλη (παρ. 3α). Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ζημιώθηκε από τροχαίο ατύχημα και οποιοδήποτε πρόσωπο έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητά και να λαμβάνει αμελλητί από το κέντρο πληροφοριών τα παραπάνω στοι¬χεία (παρ. 5).
5.5 Στην πράξη το επικουρικό κεφάλαιο για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, προσκομίζει έγγραφο της ως άνω ΥΣΑΕ, το περιεχόμενο της οποίας είναι αναξιόπιστο αφού τα σχετικά για τη σύνταξη του δελτίου αυτού στοιχεία δίνονται στην πιο πάνω υπηρεσία από τις ίδιες τις ασφαλιστικές εταιρείες, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη των ασφαλισμένων46, όπου αναγράφεται ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το ζημιογόνο όχημα ακυρώθηκε με πρόσθετη πράξη, χωρίς όμως να αναφέρεται και ο προ λεχθείς κρίσιμος χρόνος της ακυρώσεως του. Στις περιπτώσεις αυτές, βάσει του εγγράφου αυτού (ΥΣΑΕ), κατά την κρατούσα νομολογία47 ο ενάγων για να θεμελιώσει την ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο ότι η σύμβαση ασφαλίσεως που συνήφθη πριν από το ατύχημα δεν ίσχυε κατά το χρόνο που συνέβη, γιατί λύθηκε με νόμιμο τρόπο, είχε γνωστοποιηθεί η λύση της κατά το άρθρο 11 παρ.2 του ν 489/1976 και όταν συνέβη το ατύχημα είχε παρέλθει χρονικό διάστημα 16 ημερών από την ως άνω γνωστοποίηση, διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη, ή κατά άλλη άποψη διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης για να προσκομιστούν τα σχετικά έγγραφα από τα οποία θα προκύπτει ο λόγος και ο ακριβής χρόνος της ακύρωσης της επίμαχης συμβάσεως καθώς και η χρονολογία της γνωστοποιήσεως στον αντισυμβαλλόμενο της γενομένης ακυρώσεως48. Η επιβολή αυτή του βάρους αποδείξεως εξηγείται με τη σκέψη ότι μόνο έτσι θεμελιώνεται η ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου49.
Όμως, μία τέτοια εξήγηση, αναντίρρητα, έρχεται σε αντίθεση με τους ισχύοντες κανόνες αποδείξεως του δικαιικού μας συστήματος. Το βάρος αποδείξεως του μεν αγωγικού ισχυρισμού περί ανασφαλίστου φέρει ο ενάγων, του δε ισχυρισμού – ενστάσεως του επικουρικού κεφαλαίου ότι το ζημιογόνο όχημα είναι ασφαλισμένο με έγκυρο και ενεργό ασφάλιση που καλύπτει τον ζημιωθέντα τρίτο, βαρύνει μοιραία το ενιστάμενο επικουρικό κεφάλαιο50.
Η ΕφΑθ 4980/2001 (αδημ), η οποία κατέστη αμετάκλητη λόγω μη ασκήσεως αναιρέσεως, μετά από προηγούμενη επίδοση της στους εφεσίβλητους, σε παρόμοιο θέμα έκρινε ότι ο ενάγων για το ορισμένο της αγωγής του οφείλει να ισχυρισθεί ότι η ζημία του προήλθε από ανασφάλιστο αυτοκίνητο. Αν το εναγόμενο επικουρικό κεφάλαιο ισχυρίζεται το αντίθετο, το τελευταίο αποτελεί αντικείμενο ανταποδείξεως. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους και συνεκτίμησε έκρινε ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ανασφάλιστο, και ως εκ τούτου υπεύθυνο προς αποζημίωση είναι το εναγόμενο επικουρικό κεφάλαιο. Μεταξύ των στοιχείων που προσκομίστηκαν από τον ενάγοντα ήταν και το έγγραφο της διευθύνσεως Εσωτερικού Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης από το οποίο προέκυπτε ότι, σύμφωνα με την απάντηση της ΥΣΑΕ, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για το ένδικο ζημιογόνο όχημα. Το εναγόμενο επικουρικό κεφάλαιο ισχυρίστηκε ότι υπάρχει ενεργός ασφάλιση προσκομίζοντας φωτοτυπία της ίδιας ΥΣΑΕ, από την οποία προέκυπτε ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο φέρεται ασφαλισμένο στην τάδε ασφαλιστική εταιρία, μέχρι τρεις μήνες περίπου πριν το ατύχημα, στο όνομα ενός άσχετου με τον εναγόμενο υπαίτιο οδηγό χωρίς να διευκρινίζεται η μεταξύ τους σχέση (βλ. και ΜονΠρωτΘεσ/νίκης 21415/2001 (αδημ).
5.6 Σε παρόμοια με την παραπάνω περίπτωση ο ενάγων για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του εναγομένου επικουρικού κεφαλαίου προσκόμισε έγγραφο της ΥΣΑΕ όπου αναγράφετο ότι το επίμαχο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ακυρώθηκε με την τάδε πρόσθετη πράξη. Με την απόφαση που εκδόθηκε κρίθηκε ότι το έγγραφο αυτό «δεν ασκεί καμία επιρροή γιατί δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό
στοιχείο ο χρόνος της ακυρώσεως και ότι ειδοποιήθηκε η ασφαλισμένη εταιρεία με έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ο χρόνος της ακυρώσεως και το περιεχόμενο του»51.Αντίθετα, όμως, το έγγραφο της ΥΣΑΕ ασκεί επιρροή, όταν προσκομίζεται από το εναγόμενο επικουρικό κεφάλαιο. Και τότε αρχίζει ο άνισος δικαστικός αγώνας για τον ενάγοντα, στον οποίο επιρρίπτεται το βάρος αποδείξεως ότι η
επίμαχη ασφαλιστική σύμβαση ακυρώθηκε, ή λύθηκε ή ανεστάλη νομότυπα σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 11 παρ.2. Και ναι μεν κατά το Δικαιικό μας σύστημα η Νομολογία δεν αποτελεί πρωτογενώς πηγή Δικαίου, όμως με τη δικαιοπλαστική δικαιοδοσία του Δικαστή της ουσίας, τίθεται ασφαλιστική δι¬
κλείδα απόδοσης διανεμητικής Δικαιοσύνης περί του «…απονέμειν εκάστω το ίδιον Δίκαιον-juus suum quique tribuendi…», σε κάθε in concerto περίπτωση, τέτοια, που ίσως δεν θα ήτο δυνατό να την τάμει από την φύση του γενικός Κανόνας Δικαίου όπως εν προκειμένω.
5.7 Στην περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία αν το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ανασφάλιστο ή ασφαλισμένο, και για να αποτραπεί ο κίνδυνος της διετούς παραγραφής (άρθρο 19 παρ. 2 ν 489//1976) της αξιώσεως του ζημιωθέντος τρίτου κατά του επικουρικού κεφαλαίου, αυτός μπορεί να σωρεύσει παραδεκτά στο ίδιο δικόγραφο περισσότερους εναγομένους κυρίως και όχι διαζευκτικά, αιτούμενος
την καταδίκη όλων εις ολόκληρον. Δηλαδή μπορεί να ενωθεί κανονικά αγωγή από πλείονες ή κατά πλειόνων ως εις ολόκληρον υπόχρεων, και να απορριφθεί στη συνέχεια κατά την κρίση του δικαστηρίου η μία ή περισσότερες αγωγές ως αβάσιμες. Δεν μπορεί να ισχύσουν εδώ τα περί απαγορευμένης δικονομικής διαζευκτικής εναγωγής, καθώς οι εναγόμενοι είναι δεδομένοι και σταθεροί ευθυνόμενοι με διαφορετικές ή εναλλασσόμενες νομικές βάσεις. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η επίλυση περισσότερων της μίας διαφορών σε μία δίκη, προς επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων52. Επίσης μπορεί να ασκήσει παράλληλα αγωγές και κατά του ασφαλιστή και κατά του επικουρικού κεφαλαίου.
6. Η αξίωση του επικουρικού κεφαλαίου με βάση το δικαίωμα της υποκατάστασης που του αναγνωρίζεται με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν 489/1976 ασκείται είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή όταν συνενάγεται με άλλους υπόχρεους (π.χ κύριο, ή οδηγό του ανασφάλιστου αυτοκινήτου είτε με κύρια αγωγή αν ενάγεται μόνο του (π.χ όταν ο υπεύθυνος είναι άγνωστος). Μπορεί να ασκήσει την αξίωση του με βάση το άρθρο 69 παρ. 1 ΚΠολΔ και πριν από την καταβολή στο δικαιούχο της αποζημιώσεως, αιτούμενο να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει όλα όσα αυτό θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα53. Λόγω της αυτοτέλειας της προς αναγωγή αξιώσεως του η οποία πηγάζει από το νόμο και όχι από αδικοπραξία δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1047 ΚΠολΔ και δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου54, και αντίθετη άποψη55, ούτε επιδικάζονται τόκοι από της επιδόσεως της αγωγής αφού πριν καταβάλει το επικουρικό κεφάλαιο το ποσόν που τυχόν θα επιδικασθεί σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της κυρίας αγωγής δεν γεννάται η σχετική αξίωση56 και δεν πρόκειται για ληξιπρόθεσμο και απαιτητό χρέος ώστε να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ 57. Ο υπόχρεος προς αποζημίωση όταν ενάγεται βάσει του μηχανισμού της υποκαταστάσεως από το επικουρικό κεφάλαιο δικαιούται να προβάλει εναντίον του την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος (300 ΑΚ), όταν το τελευταίο εναχθέν από τον παθόντα παρέλειψε να προβάλει εναντίον του την ένσταση της διετούς παραγραφής58.
Περίπτωση 3η
«ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΠΡΟΗΛΘΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΟΔΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΑΠΟ ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ (άρθρο 5 παρ.ΙΠΔ 264/1991).
Η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 489/1976 ορίζει ότι εξαιρείται η αστική ευθύνη των προσώπων που επιλήφθηκαν του αυτοκινήτου με κλοπή ή βία και αυτών που προκάλεσαν το ατύχημα εκ προθέσεως. Κατά συνέπεια δεν καλύπτεται ασφαλιστικά ο κύριος και κάτοχος που εκ προθέσεως προκαλεί ατύχημα σε τρίτο κατά την οδή¬γηση του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. Και τούτο διότι, κατά τη βούληση του νομοθέτη, η ασφαλιστική κάλυψη αφορά την αποκατάσταση των ζημιών τρίτων που προκλήθηκαν από αμέλεια, έστω και βαριά του υπαιτίου, όχι δε εκείνου ο οποίος χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο του ως μέσο τελέσεως αδικήματος με πρόθεση. Στην περίπτωση αυτή το θύμα θα καλυφθεί από το επικουρικό κεφάλαιο όπως προβλέπει η διάταξη της παρ.1 περ’. γ του άρθρου 19 του ν 489/197659.
Το επικουρικό κεφάλαιο δεν ευθύνεται στις περιπτώσεις του άρθρου 6 παρ.2 εδ.4
όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 ΠΔ 264/1991), σύμφωνα με το οποίο α) δεν περιλαμβάνεται στην ασφαλιστική κάλυψη η αστική ευθύνη του οδηγού ή και κυρίου έναντι εκείνων των συνεπιβαινόντων που συγκατατέθηκαν στη μεταφορά τους, παρόλο που γνώριζαν ότι το αυτοκίνητο αφαιρέθηκε από το νόμιμο κάτοχο του με αθέμιτα μέσα ή χρησιμοποιείται προς εκτέλεση εγκληματικής πράξης και β) για ζημίες στα μεταφερόμενα με το ίδιο αυτοκίνητα πράγματα.
Όμως, κατά το ισχύον δίκαιο υφίσταται αστική ευθύνη των ως άνω προσώπων στις περιπτώσεις αυτές των ζημιωθέντων, και υφίσταται θέμα νομιμότητας των διατάξεων του ΠΔ 264/1991 με το οποίο προσαρμόστηκε το ελληνικό δίκαιο με την οδηγία 84/5/ΕΟΚ, της οποίας το άρθρο 2 παρ.1 εδ. β δίδει την πρόβλεψη της εξαίρεσης μόνο για την περίπτωση της κλοπής, όχι και για την περίπτωση των συνεπιβαινόντων που γνώριζαν ότι το όχημα χρησιμοποιείται προς εκτέλεση εγκληματικής πράξης, και δεν προβλέπει την εξαίρεση της περιπτώσεως β, που την προβλέπει μόνο ο κυρωτικός της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ν. 4147/1961, Παράρτημα Ι, άρθρο 3, παρ. β60.
Περίπτωση 4η
«ΟΤΑΝ Ο ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΕ, Η ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΕΒΗ
ΑΚΑΡΠΗ, ή ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ Η ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗ-
ΣΗΣ ΕΝΕΚΑ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥ».
Με το άρθρο 50 παρ. 13 του ν 1569/1985 που άρχισε να ισχύει από 25/10/1985 επήλθε σοβαρή νομοθετική μεταβολή στο θέμα της πτωχεύσεως ή ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ως αυτοτελούς λόγου ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου. Με την κήρυξη της πτωχεύσεως ή ανακλήσεως λειτουργίας του ασφαλιστή για παράβαση νόμου το επικουρικό κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύ¬νολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ασφαλιστή (άρθρο 24 παρ. 4 ν 489/1976 όπως προστέθηκε με το άρθρο 50 παρ. 13 του Ν. 1569/19950) και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται άνευ ετέρου από το επικουρικό κεφάλαιο. Η διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. δ’ περιλαμβάνει ως αυτοτελή λόγο ευθύνης του και την περίπτωση όταν απέβη άκαρπη η εκτέλεση σε βάρος του ασφαλιστή. Η μεταβολή στο πρόσωπο του οφειλέτη επικουρικού κεφαλαίου είναι υποχρεωτική. Ο ζημιωθείς τρίτος είναι υπορεωμένος να στραφεί μόνο κατά του επικουρικού κεφαλαίου61. Το επικουρικό κεφάλαιο δεν δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του ασφαλισμένου, εκτός αν συντρέχουν οι περιπτώσεις αποκλεισμού ευθύνης του ασφαλιστή που προβλέπονται στο άρθρο 24 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ.
Η αξίωση κατά του επικουρικού κεφαλαίου δεν είναι διαφορετική, από την αξίωση του ασφαλιστή, αλλά η ίδια αξίωση αλλάζει παθητικό υποκείμενο. Η υποχρεωτική υπεισέλευση του επικουρικού κεφαλαίου στη θέση του ασφαλιστή που πτώχευσε είναι συνέπεια της αρχής της μη λύσης των εκκρεμών κατά την πτώχευση αμφοτε-ροβαρών και δη ασφαλιστικών συμβάσεων (άρθρο 260 ΕΝ)62.
Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της αδείας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής (άρθρο 3 παρ. 6 του ΝΔ 400/1970 όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 5 του ΠΔ 252/1996). Για ατύχη¬μα που συμβαίνει μετά την πάροδο των 30 ημερών δεν υπάρχει κάλυψη από το ΕΚ
βάσει της περιπτώσεως που αναφέρεται στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή. Δυνατή όμως είναι η κάλυψη του ατυχήματος από το ΕΚ με βάση την ιδιότητα πλέον του ζημιογόνου αυτοκινήτου ως ανασφάλιστου63.
Η αξίωση ελευθερώσεως του ασφαλισμένου στην περίπτωση πτώχευσης ή ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρίας υπόκειται στην παραγραφή του άρθρου 10 του Ν 2496/1997 που αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο επιδόθηκε στον ασφαλισμένο η αγωγή του παθόντος τρίτου64. Η παραγραφή αυτή μπορεί να διακοπεί, με την αναγνώριση της αξίωσης από το επικουρικό κεφάλαιο, το οποίο αν αθετήσει την υπόσχεση του και αρνηθεί την πληρωμή και στη συνέχεια ασκηθεί αγωγή από τον ασφαλισμένο, νόμιμα ο τελευταίος αντιτάσσει την αντένσταση της διακοπής της παραγραφής για τους παραπάνω λόγους65.
Είναι παραδεκτή και1 νόμιμη η προσεπίκληση και η σωρευόμενη αγωγή του ασφαλισμένου κατά του επικουρικού κεφαλαίου στην περίπτωση που πτώχευσε ο ασφαλιστής ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του, διότι το επικουρικό κεφάλαιο αποκτά την ιδιότητα του δικονομικού εγγυητή έναντι του υπόχρεου ασφαλισμένου, τον οποίο και υποχρεούται να καλύψει στην περίπτωση που αυτός αποζημιώσει τον παθόντα τρίτο. Η αναγωγή μεταξύ ασφαλισμένου και επικουρικού κεφαλαίου λειτουργεί αμφίδρομα και όχι με βάση το συμπτωματικό γεγονός του ποιος από τους δύο πρώτα θα ικανοποιήσει τον παθόντα τρίτο66.
Επί πτωχεύσεως ή ανακλήσεως της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το επικουρικό κεφάλαιο δεν ευθύνεται εκ της σωρευτικής αναδοχής χρέους από την οποία παράγεται πρόσθετη και αυτοτελής ενοχή, διότι αυτό οφείλει να καταβάλει στο ζημιωθέν πρόσωπο ότι όφειλε να καταβάλει σ’ αυτό η πτωχεύσασα ασφαλιστική εταιρία μόνο εκ της συμβάσεως ασφαλίσεως και όχι εξ άλλου νομίμου λόγου67.
Κατά την άποψη, όμως, της γράφουσας ο ζημιωθείς τρίτος σαφώς και δεν ευθύνεται για το απολύτως τυχαίο για τον ίδιο γεγονός, που είναι η πτώχευση ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας ένεκα παραβάσεως νόμου της ασφαλιστικής εταιρίας στην οποία ήταν ασφαλισμένο το ζημιογόνο όχημα, και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας αναγκαστικά και αυτοδίκαια υπεισήλθε το επικουρικό κεφά¬λαιο. Κάθε αντίθετη άποψη και ερμηνεία της ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου εκ της σωρευτικής αναδοχής χρέους (όπως εκ του νόμου ευθύνεται η ως άνω ασφαλιστική εταιρία), συνεπάγεται στέρηση των αναφαίρετων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του τρίτου, και είναι πρόδηλα αντίθετη με το άρθρο 4 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του νόμου και του άρθρου 20 του Χάρτη των θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με το οποίο όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 του Συντάγματος παρ.1 που κατοχυρώνει το δικαίωμα της πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και τα άρθρα 6 παρ.1 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, σύμφωνα με τα οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να ακουσθεί από το Δικαστήριο και όταν προσβάλλονται αστικής φύσεως δικαιώματα του να έχει στη διάθεση του μία αποτελεσματική προσφυγή, καθώς και στα άρθρα 17 παρ.1 του Συντάγματος και 1 παρ.1 του Πρόσθετου (Πρώτου ) Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ν. δ 53/74), με τα οποία προστατεύεται η ιδιοκτησία κάθε προσώπου, μεταξύ αυτών και οι ενοχικές αξιώσεις.
δ) ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
1. Η ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου είναι η ίδια με εκείνη του ασφαλιστή εφόσον ο σκοπός ύπαρξης του είναι ακριβώς η αναπλήρωση της ελλείψεως του ασφαλιστή, ευθυνόμενο μέχρι των εκάστοτε κατωτάτων ορίων ασφαλιστικής καλύψεως που ισχύουν, πέραν τόκων και εξόδων αφού οι τόκοι είναι συνέπεια της υπερημερίας και η δικαστική δαπάνη είναι συνέπεια της ήττας68, όχι μόνο για
σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες, εκτός των υλικών ζημιών από άγνωστο οδηγό, αλλά και για ηθική βλάβη και ψυχική οδύνη 69.
2. Στις περιπτώσεις της προοδευτικής αύξησης του κατωτάτου ασφαλιστικού ποσού η ευθύνη του ασφαλιστή υπολογίζεται με βάση το όριο που ισχύει κατά το χρόνο του ατυχήματος και επομένως, αν από τη σύναψη ή ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης και μέχρι του ατυχήματος αυξήθηκε το ασφαλιστικό ποσό, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση ατυχήματος, να ισχύει το αυξημένο ασφαλιστικό ποσό70.
Το άρθρ.6 παρ. 5 του ν 489.1976 ορίζει ότι το ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει με αποφάσεις του ο Υπουργός Εμπορίου, για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Δεν μπορεί όμως για κάθε ατύχημα να οριστούν ποσά κατώτερα από αυτά που προβλέπονται ακολούθως :
Από 1ης Ιανουαρίου 1996, 500.000 Ευ για σωματικές βλάβες, ανεξαρτήτως αριθμού θυμάτων και 100.000 ΕuΙ) για υλικές ζημίες.
Ηδη η νέα Οδηγία 05- 0269/02 της 7/6/2002 (ό.π παρ.4 σελ 9), προβλέπει αύξηση του ορίου α) σε περίπτωση σωματικών βλαβών 1.000.000 ευρώ για κάθε θύμα και β) σε περίπτωση υλικών ζημιών, τουλάχιστον σε 500.000 ευρώ για κάθε αξίωση ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων. Προβλέπει επίσης ότι τα ποσά αυτά θα αναθεωρούνται κάθε πέντε χρόνια, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές στον ευρωπαϊκό δείκτη τιμών. Ακόμη προβλέπει ότι η ασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 1 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ) καλύπτει και τις σωματικές βλάβες που υπέστησαν πεζοί και ποδηλάτες συνεπεία ατυχήματος, στο οποίο εμπλέκεται αυτοκίνητο όχημα, ανεξάρτητα της υπαιτιότητας του οδηγού»
3. Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του ν 489/1976 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 5 ΠΔ 264/1991 προς εναρμόνιση του οικείου δικαίου με την Οδηγία 84/5/ΕΟΚ) προβλέπει τον περιορισμό της αποζημίωσης του επικουρικού κεφαλαίου στη συμπλήρωση του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης για την αιτία αυτή στο ζημιωθέντα. Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία71 και τη θεωρία72 άποψη,η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου, δηλαδή και στην περίπτωση που ευθύνεται λόγω ανάκλησης ή πτώχευσης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρίας, χωρίς να έχει σημασία το γε
γονός ότι αρχικά είχε εναχθεί ο ασφαλιστής, του οποίου μεταγενεστέρως ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας. Με την υπεισέλευση, στη θέση του ασφαλιστή, του επικουρικού κεφαλαίου, αυτό αντιμετωπίζεται ωσάν να εναγόταν τούτο από την αρχή, και συνεπώς θα είχε την δυνατότητα προβολής του ισχυρισμού από το άρθρο αυτό (ο.π υποσ.71). Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι σκοπείται η ποσοτική ελάφρυνση της ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου, πράγμα που βεβαιώνει
τον επικουρικό χαρακτήρα της ευθύνης του στις περιπτώσεις που ο παθών από το ατύχημα καλύπτεται για τη ζημία του από ασφαλιστικό ταμείο ή φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ο οποίος δεν αποκτά αξίωση εναντίον του επικουρικού κεφαλαίου, αφού δεν χωρεί αυτοδίκαιη μεταβίβαση των αξιώσεων κατ’ αυτού (ο.π υποσ.71)
Η στενή όμως γραμματική ερμηνεία της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 19 κατά τρόπο, ώστε αυτή να επικαλύπτει και την τέταρτη περίπτωση ευθύνης του ΕΚ οδηγεί στο άδικο αποτέλεσμα να εκτίθεται μόνος του ο συνεπής ασφαλισμένος στις αξιώσεις του οποιουδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης όταν η άδεια της ασφαλιστικής εταιρίας έχει ανακληθεί αποτέλεσμα, το οποίο σύμφωνα με το κείμενο της συγκεκριμένης οδηγίας δεν ήταν στις προθέσεις του ευρωπαϊκού νομοθέτη. Δι αυτό και η επίκληση της συγκεκριμένης οδηγίας στην υπό εξέταση περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί επαρκές επιχείρημα για τον αποκλεισμό της ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου73.
Κατά μία άλλη άποψη από την αποζημίωση που πρέπει να καταβάλει στον παθόντα το επικουρικό κεφάλαιο, δεν αφαιρείται το ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο στον παθόντα υπάλληλο του ως μισθό, βάσει της υπαλληλικής σχέσης (άρθρα 94 παρ. 1 και 114 παρ. 1 Ν 611/1997 (προηγούμενος υπαλληλικός κώδικας), κατά τον χρόνο της ανυπαίτιας απουσίας του από την εργασία του, λόγω του τραυματισμού του, διότι το Δημόσιο δεν είναι φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης74. Δεν αφαιρείται επίσης ούτε από την αποζημίωση του παθόντος υπαλλήλου Τράπεζας75, ούτε του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, τα νοσηλεία76, και ο μισθός77 .
4. Με την αμφίβολης συνταγματικότητας διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 περ. θ του Ν. 2741/1999 ρυθμίστηκε το ύψος του ποσοστού του τόκου που οφείλει το επικουρικό κεφάλαιο και προστέθηκε εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 19 του ν 489/1976 σύμφωνα με το οποίο «από την ημερομηνία της απόφασης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση ασφαλιστικής εταιρίας ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, οι τόκοι του ασφαλίσματος λόγω θανάτωσης, σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, ετήσιας διάρκειας». Και την όμοια της διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν 2837/2000 με την οποία αντικαταστάθηκε, με την ακόλουθη διατύπωση. «Οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο (6%) ετησίως. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να μεταβάλλεται το εν λόγω ποσοστό». Πριν τις παραπάνω ρυθμίσεις ίσχυε και για το επικουρικό κεφάλαιο, ο νόμιμος τόκος υπερημερίας, που ίσχυε για κάθε οφειλέτη, χωρίς ειδικότερες ρυθμίσεις. Σκοπός των ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων, που σαφώς περιορίζουν την έκταση της ευθύνης του, είναι σύμφωνα με τις στερούμενες κάθε πειστικότητας εισηγητικές εκθέσεις «η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται αποτελεσματικότερα στο κοινωνικό του έργο». Η σχετική ρύθμιση συμπληρώθηκε με την παρ.3 του άρθ. 25 του Ν 2919/2001 με την οποία, μετά την παρ. 5 του αρθρ. 19 του ν 489/1976 προστέθηκε παρ. 6 που έχει ως εξής: «Οι αποζημιώ¬σεις που καταβάλει το επικουρικό κεφάλαιο σε δικαιούχους ασφαλίσματος αστικής ευθύνης από την κυκλοφορίας αυτοκινήτων απαλλάσσονται τέλους χαρτοσήμου».
Η βελτίωση όμως της οικονομικής καταστάσεως ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου δεν επιτυχγάνεται, αλλά ούτε και εξυπηρετείται «ο κοινωνικός του σκοπός», με άνισα και επαχθή μέτρα, σε βάρος της αποζημίωσης των πολιτών, θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων.
Όταν, μάλιστα, το αντίστοιχο, υπέρ του επικουρικού κεφαλαίου, επιτόκιο, σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής της εισφοράς των μελών του, προσαυξάνεται, ευ¬νοϊκότερα, κατά το επιτόκιο υπερημερίας που ισχύει, όπως ορίζει το άρθ.20 παρ. 1β εδ του ν. 489/1976.
Οι παραπάνω διατάξεις του νόμου αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.1 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ.Ί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής, αφού διατάξεις με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση όσον αφορά το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη εκείνης άλλου διαδίκου, είναι ανίσχυρες διότι αποκλείουν της εφαρμογής τους τον τελευταίο αυτό διάδικο,και δεν προκύπτει ότι υφίσταται κάποιος λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης που να βρίσκεται σε εύλογη αναλογία με την αξία της περιουσίας, η στέρηση της ιδιοκτησίας συνιστά συνήθως υπερβολική προσβολή, που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, εν όψει του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ( βλ. ΣτΕ 3651/2002 (αδημ) με παραπομπές σε ΣτΕ 2807/2002 Ολομ, και νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου με την οποία ορίζεται ο τόκος υπερημερίας οφειλής Δημοσίου 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής), προς το ίδιο πνεύμα Αντίθετη Μειοψηφία της ΑΠ 804/2002 «Το Βήμα του δικηγόρου», τεύχος 4ο, σελ.21.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1.βλ. Αθ.Κρητικού «ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ», έκδ.1998, σελ.536,
παρ.1523, με παραπομπές σε Χατζηνικολάου – Αγγελίδου.
2.βλ. Ι. Ρόκα «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ», 8η έκδοση, εκδόσεις Αν.Σάκκουλα 2003, σελ 1, παρ.2, σελ.3 παρ.2,
βλ. Ον. Ονουφριάδη «ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ», έκδοση 1999, σελ. 571 παρ. 1386 επ. με παραπομπές
σε Ι. Ρόκα «Η υποχρεωτική ασφάλισης εις το Ιδιωτικόν Ασφαλιστικόν Δίκαιον και ο Ν 489/1976/ ΕΕΔ
ΚΘ’ 177», Ευτυχία Κουνουγέρη -Μανωλεδάκη «Η αδικοπρακτική ευθύνη εξ αυτοκινητικού ατυχήματος εν
όψει των συγχρόνων τάσεων του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου», σελ. 190, βλ. Αθ.Κρητικού «ΑΠΟΖΗΜΙΩ-
ΣΗ ΑΠΟ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ», έκδ.1998, σελ.537, παρ. 1525, με παραπομπέςσε ξέ¬
νη βιβλιογραφία.
3.βλ. Ον.Ονουφριάδη «ΤΟ ΔΙΚΑΙΟΝ ΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΧΟΦΟΡΩΝ», έκδοση. 1969, σελ 10 επ.. βλ Αθ.Κρη¬
τικού, έκδ.1998, σελ.536, παρ. 1522.
4.βλ. Αθ. Κρητικού «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ στην τρίτη έκδοση έτους 1998», έκδοση 2002, σελ 193.
5.βλ. ΕΣυγκΔικαίου 1986 σελ.393 επ.
6.βλ. Αθ.Κρητικού, έκδ.1998, σελ.543, παρ. 1546, βλ. Αρθρα-Απόψεις Ον.Ονουφριάδη σε ΣΕΣυγκΔικαί-
ου 1994 σελ 66 επ, βλ. Ζ. Σκουλούδη «ΔΙΚΑΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», Γ’ έκδοση, με τις ριζικές τρο¬ποποιήσεις του ΠΔ 252/1996 και του Ν.2496/1997.
7.βλ,.ΕΣυγκΔικαίου 1991,σελ.277.
8.βλ.ΕΣυγκΔικαίου 1994, σελ.566, επ.
9.βλ. Ον Ονουφριάδη «ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ », έκδοση 1999, σελ.1020, βλ.Αθ.Κρητικού, έκδ.1998,
σελ.935, 10. βλ. ΚΝοΒ, τόμος 45, τεύχος 3 (1997) , σελ. 581.
10. βλ. Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, «Ασφαλιστική Σύμβαση – Η προστασία του ασφαλισμένου ως κατά
ναλωτή», εκδ. 2000, σελ. 19, με παραπομπή σε Α.Αργυριάδη, ΣτΑσφΔ, σελ 21-22, Β.Κιάντο, Ασφ.Δ, σελ 14, Ι.Ρόκα, Ιδ. Ασφ.παρ.56, σελ 58 ,βλ. Εισηγητική Εκθεση Ν.2496/1997 σε ΚΝοΒ 1997, σελ.582.
11.βλ.ΚΝοΒ , τόμος 48, τεύχος 8, 2000, σελ. 1658 εισηγητική έκθεση και σελ. 1665 το κείμενο του νόμου.
12.βλ. ΚΝοΒ, τόμος 49, τεύχος 6, 2001, σελ. 1479.
13.βλ. ΚΝοΒ, τόμος 51, τεύχος 1/Ιανουάριος 2003, σελ 26.
14.βλ Αθ.Κρητικού, έκδοση 1998, σελ 743, παρ. 2197 με παραπομπή σε σύμφωνη γνώμη Ι. Ρόκα, Μελέτες
κλπ, σ. 187.
15.βλ.. Ον. Ονουφριάδη «ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ»>, έκδοση 1999, σελ.751, παρ. 1562 επ, „
16.βλ.. Ι. Ρόκα «Ιδιωτική Ασφάλιση», 8η έκδοση ριζικά αναθεωρημένη, εκδόσεις Αν. .Ν.Σάκκουλα 2003,
σελ.206, παρ. 168, υποσημ. 23.
17.βλ. ΜονΠρωτΑΘ 5169/2002 (αδημ) με παραπομπή σε ΕφΑΘ 1471/1988 ΕλλΔνη 1989, 139, ΕφΑΘ 972/1994,
ΕφΑΘ 3446/2000, Αθ.Κρητικό, αρ.2325, σελ 780..
18.βλ Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, όπ..π, σελ 200, Αθ. Κρητικού, έκδοση 1998, σελ 777, παρ. 2321 μεπαραπομπές σε Ι.Ρόκα , Μελέτες σ. 188, Φλούδα, όπ. παρ. σ. 251, Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, όπ. παρ.σ. 202.
19.βλ. Ι. Ρόκα «Ιδιωτική Ασφάλιση », 8η έκδοση, εκδόσεις Αν.Ν. Σάκκουλα 2003, παρ. 168, σελ. 207.
20.Αθ. Κρητικού , έκδοση 1998, σελ 779, παρ. 2322 με παραπομπές σε σύμφωνη γνώμη Ι. Ρόκα, Μελέτες
σ. 191, βλ.
21.βλ ΕφΑΘ 10548/1987 ΕΣυγκΔ 1989, σελ 23, βλ. Ρ.Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, όπ,.π, σελ 200.
22.βλ.ΜονΠρωτΑΘ 5169/2002 (αδημ) με παραπομπή σε ΕφΑΘ 1471/1988 ΕλλΔνη 1989,139, ΕφΑΘ 972/1994,
ΕφΑΘ 3446/2000, ΑΘ.Κρητικού, αρ.2325, σελ.780, βλ Μον ΠρωτΑΘ 3793/1993 ΕΣυγκΔ 1995,σελ 137.
23.βλ. Αθ. Κρητικού «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ στην τρίτη έκδοση έτους 1998», σελ 145, παρ. 2201α με παραπομπή
σε ξένη νομολογία.
24.βλ.Ον.Ονουφριάδη « Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας», έκδοση 1999, υπ. άρθρο 12, σελ. 175.
25.βλ. Αθ. Κρητικού , έκδοση 1998, σελ 745, παρ. 2203 με παραπομπή σε ξένη νομολογία.
26.Βλ.ΟλΑΠ 23/1988 ΕΣυγκΔ 1989, σελ. 7, ΣτΕ 4697/1983 ΑΝοΒ 1985,177.
27.βλ. Αθ. Κρητικού, έκδοση 1998, σελ 747, παρ. 2206,ΕφΑΘ .963/1992 ΕλλΔνη 34 (1993), 1487.
28.βλ ΑΠ 375/2001 ΣΕΣυγκΔ 2002, σελ 177, βλ.. Ι. Ρόκα «Ιδιωτική Ασφάλιση », 8η έκδοση, εκδόσεις Αν.Ν.Σάκκουλα,2003, παρ. 168, σελ. 207, βλ. Αθ. Κρητικού « Συμπλήρωμα στην τρίτη έκδοση 1998», έκδοση. 2002, σελ 145, παρ. 2205α, όπ. ΑΠ 375/2001 ΕλλνΔνη 2002, 102=ΧρΙδ 2001, 249=ΕπΣυγκΔ 2002,
176, ΕφΑΘ 4378/1999 ΕλλΔνη 41(2000) 464, βλ.Βασιλείου Δ.Κιάντου «Ασφαλιστικό Δίκαιο», 8η έκδοση,
σελ. 422, παρ.3, οπ. ΕφΑΘ 4378/1999 Ελλην.Δικ 2000, 464.
29.βλ.. Ι. Ρόκα «Ιδιωτική Ασφάλιση », 8η έκδοση ριζικά αναθεωρημένη, εκδόσεις Αν.Ν. Σάκκουλα, παρ. 168,σελ. 207.
30.βλ.Βασιλείου Δ.Κιάντου «Ασφαλιστικό Δίκαιο», 8η έκδοση, σελ. 422, παρ. 3.
31.βλ. Αθ. Κρητικού,, έκδοση.1998, σελ. 762, παρ. 2262 με παραπομπές σε Φλούδα, όπ.παρ. σ. 255, σημ. 12.
32.ΑΠ 1330/2002 (αδημο), ΑΠ 1571/2001 ΕΣυγκΔ 2002,σελ.175
33.βλ. Αθ. Κρητικού,, έκδοση. 1998, σελ. 762, παρ. 2262 με παραπομπές σε Φλούδα , όπ.παρ. σ. 255, σημ. 12.
34.βλ ΕφΑΘ 2932/2001 (αδημ), ΕφΑΘ 4802/1999 (αδημ), ΜονΠρωτΚαλαμάτας 62/2002 (αδημ), ΕφΑΘ 6763/1994
ΕΣυγκΔ 1996, σελ 174.
35.βλ ΕφΑΘ 1818/2002 ΣΕΣυγκΔ 2002, σελ.450
36.βλ ΕφΑΘ 3006/1991 ΕΣυγκΔ 1991,σελ .374, ΕφΑΘ 2932/2001 (αδημ).
37.βλ. ΑΠ 404/1997ΕΣυγκΔ 1999, σελ 216 με παρατηρήσεις και παραπομπή στην νομολογία με αρνητική θέ¬
ση, ΑΠ 205/1997 ΕΣυγκΔ 1997 σελ. 520, βλ. ΕφΑΘ 3074/1992 ΕΣυγκΔ 1993, σελ 515 με τις εκεί παρα¬
πομπές σε Οδηγία 84/5/ΕΟΚ, άρθρο 1 .παρ.4, παρ. 5, Κρητικό, Ασφαλ, σελ 165),βλ ΑΘ.Κρητικού «Αποζη¬
μίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά ατυχήματα», έκδοση 1998, παρ. 2209, σελ.748 με παραπομπή στην νο¬
μολογία, βλ. επίσης παρ. 1573, σελ 551 με παραπομπή σε.αντίθετη άποψη ΕφΑΘ 3284/1992 ΝοΒ 41
(1993), 99, και Ι.Ρόκα , σημείωσης στην ΕπΕμπΔ1994, 259 που υποστηρίζει ότι κριτήριο πρέπει να απο¬
τελέσει, αν το αυτοκίνητο κυκλοφορεί παράνομα ή όχι χωρίς κρατικές πινακίδες ή αν για νομικούς λό¬
γους δεν ήταν δυνατό να εφοδιαστεί με πινακίδες.
38.Βλ. ΑΠ 1613/1992 ΕΣυγκΔ 1993,σελ.454
39.βλ. ΕφΑΘ 6454/1997, ΕΣυγκΔ 1999, 220.
40.βλ. ΑΠ 339/1999 ΕΣυγκΔ 1999,15.
41.βλ. ΑΠ 1250/2001, Ειρην Αθ 1961/19955 ΕΣυγκΔ 2002, σελ.135, 1996, σελ.161.
42.βλ. ΑΠ 67/1996, ΑΠ 1697/97, ΑΠ 183/1989, ΑΠ 1010/1999 ΕΣυγκΔ 2000, σελ. 17, 1999,σελ. 145, 1989
σελ 211, 2001 σελ. 9 = Δνη 40, 1972, ΑΠ 1602/1997 Δνη 40,55 με σημείωση κάτω από αυτήν ΑΘ.Κρητι-
κού, ΑΠ 739/200 (αδημ), ΑΠ 289/2001 (αδημ), ΕφΑθ 339/1999 ΕΣυγκΔ 2000, σελ 42, ΕφΑΘ 879/1994 ΕΣυ-γκΔ 1996, σελ 150 ο.π παραπομπή σε Κρητικό έκδ.1992, αριθμ. 1994, ΕφΑΘ 6431/1992 ΕΣυγκΔ 1993, σελ 457 με παρατηρήσεις Ον.Ονουφριάδη.
43.βλ. ΑΠ 1602/1997 Δνη 40,55 με σημείωση κάτω από αυτήν Αθ.Κρητικού, ΑΠ 289/2001, ΑΠ 210/200, ΑΠ
938/98 (αδημ), ΑΠ 1010/1999 ΕΣυγκΔ 2000, σελ.9, ΑΠ 424/2000 ΕλλΔνη 41, 1588, ΕφΑΘ 2932/2001
(αδημ), ΕφΑΘ 6431/1992 ΕΣυγκΔ 1993,457, ΕφΑΘ 5969/1999 (αδημ), ΑΠ 4214/2000, ΑΠ 210/2000 (αδημ),
ΕφΑΘ 9650/1995 ΕΣυγΚΔ 1996, σελ. 154.
44.βλ ΑΠ 441/2002 (αδημ), βλ Αθ.Κρητικού έκδοση 1998, παρ 1647, και του ιδίου (Συμπλήρωμα έκδοση
2002, σελ. 115, παρ. 1750α με παραπομπές στην νομολογία, βλ. ΑΠ 1602/1997, ΑΠ 1010/1999 ο.π. υπο-
σημ. 38,
45.βλ ΕφΑΘ 11580/1995 ΕΣυγκΔ 1999, σελ 204.
46.βλΕφΑΘ 2414/1997 ΕΣυγκΔ 1997, σε 570.
47.βλ. ΕφΑΘ 4802/1999 (αδημ), με παραπομπή σε ΑΘ.Κρητικό , εκδ . Γ, 1998, αρ. 2210 επ. ΕφΑΘ 6656/1992ΕΣυγκδ 1993, 509.ΑΠ 1120/2000 ΕλλΔνη 41, 1590, βλ ΕφΑΘ 5426/2000 ΕΣυγΚΔ 2002, σελ. 264.
48.Βλ ΕφΑΘ 2774/1994 ΕΣυγκΔ 1996, σελ. 169, ΕφΑΘ 6431/1992 ΕΣυγκΔ 1993, σελ. 457..
49.βλ.ΑΘ. Κρητικού, έκδ.1998, σελ 781, παρ.2328.
50.βλ.άρθρο Ον.Ονουφριάδη σε ΕΣυγκΔ 1999, σελ. 130 επ.
51.βλ. ΕφΑΘ 5426/2000 ΕΣυγκΔ 2002, σελ. 264.
52.βλ.ΕφΑΘ 9506/2001 (αδημ), ΕφΑΘ 2416/1990 (αδημ), ΕφΑΘ 8328/2000 ΕΣυγκΔ 2001, σελ 52 με παρα¬
πομπή σε ΑΘ.Κρητικό, εκ.1992, παρ. 2802, σελ 737, ΕφΑΘ 2416/1990 και 11348/90 αδημ, η οποία επικύ¬
ρωσε την πρωτόδικη ΜονΠρωτ Αθ 4219/1999 ΕσυγκΔ 2000, σελ 47. η οποία κατέστη τελεσίδικη
53.βλ. Αθ. Κρητικού , έκδοση 1998, παρ. 2303, σελ. 773.
54.βλ ΕφΚρήτης 238/2000, ΕφΑΘ 6872/19997, ΕφΠειρ 879/1994,, ΕφΠειρ.564/1995 ,ΜονΠρωτΑρτ. 134/1993,
ΕΣυγκΔ 2000, σελ. 362, 636, 1996, σελ 149, 1995, σελ. 170, 245,
55.βλ.ΕφΑΘ 9548/2002 (αδημ), ΜονΠρωτΚαλαμάτας 62/2002 (αδημ), ΕφΑΘ 4980/2001 (αδημ).
56.βλ.ΜονΠρωτΑρτ. 134/1993, ΕΣυγκΔ 1995, σελ. 245,
57.βλ.ΜονΠρωτθεσπρ. 127/1996 ΕΣυγκΔ 1999, 337.
58.βλ ΑΘ.Κρητικού, έκδ. 1998, παρ. 2290 π., σελ 770..
59.βλ. ΑΠ 733/1990, ΕφΑΘ 4594/1992 ΕΣυγκΔ 1992, σελ 545, 546,ΑΘ.Κρητικού, έκδοση 1998, σελ 566 παρ.
1616 επ. με παραπομπή σε ΑΠ 733/1990 ΝοΒ 1991, 1098 και ξένη βιβλιογραφία.
60.βλ. Ι. Ρόκκα, 8η έκδοση, σελ 199, παρ. 167α.
61.βλ Αθ. Κρητικού , έκδ. 1998, σελ.755, παρ 2232 επ., βλ. ΕφΑΘ 8006/2001, 7215/2000,1607/2002 (αδημ).
62.βλ Ρ.Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, 21ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, σελ.
142 με παραπομπή σε Λ.Γεωργακόπουλο, Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, τ.1, τεύχος 3, σελ 116, Λ.Κο-
τσίρη, Πτωχευτικό δίκαιο, σελ. 295, Θ.Λαικόπουλο, μ.όπ.π σελ. 711, ΑΘ.Κρητικό όπ.π σελ. 708 (αρ.2098),
ΕφΑΘ 6270/1990 ΕΣυγκδ 1991, ΕφΑΘ 342/1986 ΕλλΔνη 1986, 1191, με παρατηρήσεις Στ.Ματθία.
63.βλ. ΕφΑΘ 1818/2002 ΕΣυγκΔ 2002, σελ. 448.
64.βλ ΕφΑΘ. 3217/2002 (αδημ) .
65.βλ.ΑΘ.Κρητικού, έκδοση 1998, παρ. 252, σελ. 759, οπ. ΕφΑΘ 610/1994 ΕΣυγκΔ 1995, 382,βλ .
66.βλ.ΕφΠειρ 881/1999 ΕΣυγκΔ 200, σελ 155 με παραπομπή σε ΑΘ.Κρητικό, έκδοση 1998, π. αριθμ2251 και
2291.
67.βλ. ΑΠ 901/1995 ΕεμπΔΙ995,660, Μον ΠρωτΑΘ 5067/2001, ΜονΠρωτΑΘ 575/2003 (αδημ).
68.βλ. ΑΠ 857/1983, ΕφΑΘ 11342/1989, ΕφΠειρ 1071/1995, ΕΣυγκΔ 1983, σελ.430, 1991 ,σλ. 431,1995, σελ.374.
69.βλ.ΟλΑΠ 9/1993ΕΣυγκΔ 1994,16 =ΕλλΔνη 1994, 332.
70.βλ.ΕφΘράκης 272/2000 (αδημ) όπ. ΑΠ 580/1997 Δνη 39, 92.
71.βλ. ΑΠ 389/2002 ΧρΙδ 2002,318 , ΑΠ 1507/2000 ΕΕΔ 2001, 93, ΕφΑθ 7369/2001 (αδημ), ΕφΠειρ 46/1997
(ΕΕμπΔ 1997, 318)
72.βλ. Αθ. Κρητικού,έκδοση 1998, παρ. 2267 επ, σελ 763, Β.Κιάντου <Ασφαλιοτικό Δίκαιο>, 8η έκδοση, σελ.419, σχόλια υπό την ΑΠ 1507/2000, Ρ.Χατζηνικολάου- Αγγελίδου , 21 Πανελλήνιο Συνέδριο Καλαμάτας
19-21 Μαίου 1995, σελ 144.
73.βλ. άρθρο Φωτ. Σταθόπουλου σε ΕΣυγκΔ 1999, σελ. 259.
74.βλ.ΕφΑΘ 1251/1999,ΜονΠρωτΑΘ 6004/1995 ΕΣυγκΔ 2000, σελ 513, 1999, σελ. 270.
75.βλΕφΑΘ 2918/1998 ΕΣυγκΔ 1999, σελ. 267.
76.βλ.ΕφΑΘ 394/2002 (αδημ)
77.βλ.ΕφΑΘ 3986/2001 (αδημ).