Ξένη Επιστημονική Κίνηση
ΕΥΘΥΝΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΕΚ ΤΡΟΧΑΙΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Επιμέλεια
Ζιούβας Δημήτρης, Δικηγόρος Αθηνών και Φραγκφούρτης Γερμανίας,
Διδάκτωρ Νομικής Παν/μίου Κολωνίας, LL.Μ. (Freiburg)
Τζάκας Δημήτρης — Παναγιώτης, Δικηγόρος Αθηνών, LL.Μ. (Ηamburg)
Δικηγορικό γραφείο _Λ. Ζιούβας και Συνεργάτες”, Αθήνα — Βερολίνο
Τηλ. Αθήνας: 210-3615555, Τηλ. Γερμανίας: ± 49 30 20687430
Εmail:DimitrisZiouvas@ziouvas.com
www.ziouvas.com
Η απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου 3/2005 αποφαίνεται επί του ζητήματος των προϋποθέσεων εναγωγής του Επικουρικού Κεφαλαίου για ζημίες εκ τροχαίου ατυχήματος, στο οποίο ο υπαίτιος οδηγός ήταν ανασφάλιστος. Η δυσκολία στη θεμελίωση των εν λόγω αξιώσεων έγκειται στη δυσχέρεια απόδειξης εκ μέρους του ενάγοντος-παθόντος του γεγονότος, ότι το όχημα του υπαιτίου οδηγού ήταν ανασφάλιστο ή κατ’ αντένσταση ότι η σύμβαση ασφάλισης του εν λόγω οχήματος έληξε, λύθηκε, ακυρώθηκε ή ανεστάλη με νόμιμο τρόπο. Οι παραδοχές αυτές του Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου δίνουν μια εξαίρετη αφορμή για ορισμένες συγκριτικές παρατηρήσεις αναφορικά με τη ρύθμιση των συναφών ζητημάτων στο Δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Κατ αρχάς πρέπει να εκτεθεί σε γενικές γραμμές το γερμανικό σύστημα θέσπισης ευθύνης εκ τροχα[ων ατυχημάτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι και το γερμανικό Δίκαιο βασίζεται στην αρχή της υποχρεωτικής ασφαλίσης κάθε οχήματος εκ μέρους του κατόχου αυτού (§ 1 Ρflichtversicherungesetz – Νόμος περί υποχρεωτικής ασφάλισης, στο εξής: ΡflVG). Η παράλειψη της αναφερθείσας υποχρέωσης προς ασφάλιση συνεπάγεται σε βάρος εκείνου, ο οποίος χρησιμοποιεί ή επιτρέπει τη χρήση του ανασφάλιστου οχήματος επί δημοσίων δρόμων και πλατειών, τις ποινικές κυρώσεις της § 6 ΡflVG.
Ως προς το ζήτημα της αποζημιώσεως καθιερώνεται από την § 3 ΡflVG μια ευθεία αξίωση (Direktanspruch) του παθόντος τρίτου έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας του οχήματος του ζημιώσαντος. Αποτέλεσμα τούτου είναι να καθιερώνεται (βλ. § 3 Νr. 2 ΡflVG) εις ολόκληρο ευθύνη (gesamtschuldenerische Haftung) υπέρ του ζημιωθέντος σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρίας και του ασφαλισμένου κατόχου του. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται εκ της σχετικής συμ-; σε καταβολή έναντι του τρίτου γίνεται λόγος για «υγιή ασφαλιστική σχέση» (gesundes Versicherungsverhaltnis), σε αντίθεση με την επονομαζόμενη «ασθενή ασφαλιστική σχέση» (Krankes Versicherungsverhaltnis), οπότε η ασφαλιστική εταιρία εξαιτίας παράβασης ορισμένης νομοθετικής ή συμβατικής διάταξης θα εδικαιούτο να απαλλαγεί εξ ολοκλήρου ή μερικώς εκ της υποχρέωσης καταβολής . Ωστόσο προς το σκοπό αποτελεσματικής προστασίας των παθόντων τρίτων η § 3 Νr. 4 ΡflVG προβλέπει ότι η ασφαλιστική εταιρία δεν μπορεί να αποκρούσει τις ως άνω ευθείες αξιώσεις, με τον ισχυρισμό ότι έναντι του ασφαλιζομένου έχει ολικά ή μερικά απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής. Πρόκειται για ένα πλάσμα δικαίου, κατά το οποίο η ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να εκπληρώσει μία έναντι της ίδιας μη υφιστάμενη αξίωση .
Με διαφορετική διατύπωση: η ευθύνη του ασφαλιστή εξακολουθεί να υφίσταται στις προς τα έξω σχέσεις.
Περαιτέρω η § 3 Νr. 5 ΡflVG προβλέπει μια μορφή «επιγενόμενης ευθύνης» (Ναchhaftung) υπό την έννοια διατήρησης της ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρίας σε περιπτώσεις μη υφιστάμενων ή λυθεισών ασφαλιστικών σχέσεων. Ετσι σε περιπτώσεις όπου η ασφαλιστική σχέση πάσχει από ακυρότητα ή λύθηκε (πχ. λόγω τακτικής ή εκτάκτου καταγγελίας) ή έληξε λόγω παρόδου του συμβατικά συμφωνηθέντος χρόνου διαρκείας αυτής, η ασφαλιστική εταιρία μπορεί να εναχθεί προς καταβολή της σχετικής αποζημιώσεως. Η ασφαλιστική εταιρία απαλλάσσεται της εν λόγω επιγενόμενης ευθύνης, μόνο εφόσον το ζημιογόνο γεγονός έλαβε χώρα μετά από ένα μήνα από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο κοινοποιήθηκε στην αρμόδια αρχή (Ζυlassungsstelle- αρχή υπεύθυνη για την έκδοση αδειών κυκλοφορίας) κατά τις διατυπώσεις της § 29 c StVΖΟ (Strabenverkehrs-Zulassungs-Ordnung, Διάταγμα περί της οδικής κυκλοφορίας και αδειών) η καταγγελία περί του σχετικού γεγονότος.
Ειδικότερα η StVZO καθιερώνει σε ομοσπονδιακό επίπεδο ένα δίκτυο δημοσίων υπηρεσιών, το οποίο αποτελείται από τις ανά κρατίδιο τοπικά αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες (Verwaltungsbehorden) , τις ανώτερες δημόσιες υπηρεσίες (hohere Verwaltungsbehorden) και τις ανώτατες διοικητικές αρχές των κρατιδίων (οberste Verwaltungsbehorden).
Οι υπηρεσίες αυτές τελούν στο σύνολο τους υπό την επίβλεψη του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Συγκοινωνιών, Χωροταξίας και Οικιστικών Θεμάτων (Βundesministerium fur Verkehr,Bau-und Wohnungswesen) και της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συγκοινωνιών με έδρα το Flensburg (Κraftfahtr-Bundesmat). Στην τελευταία ή στην υπηρεσία, που εξέδωσε τις πινακίδες του οχήματος, απευθύνονται και τα σχετικά ερωτήματα ως προς την ασφάλιση ημεδαπού αυτοκινήτου και κατόπιν υπόδειξης αυτής μπορεί ο ενδιαφερόμενος να απευθυνθεί στην κατά τόπον αρμόδια διοικητική αρχή.
Προϋποθέσεις Εναγωγής του Επικουρικού Κεφαλαίου στην Γερμανία
Μετά από αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις θα εκθέσουμε τις προϋποθέσεις ου Επικουρικού Κεφαλαίου κατά το γερμανικό Δίκαιο. Παρότι η § 12 ΡflVG προέβλεπε τη σύσταση ενός Κεφαλαίου για ζημιές εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων (Εntschadigungsfonds fur Schaden aus Kraftfahrzeugunfallen) με τη μορφή ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (rechtsfahige Anstalt des offentlichen Rechts), ανατέθηκαν με το εκ της 14ης Δεκεμβρίου 1965 Διάταγμα οι σχετικές αρμοδιότητες στο Σωματείο Βοηθείας Θυμάτων Τροχαίων (Verkehrsopferhilfe e.V στο εξής VOH), το οποίο είχε ήδη συσταθεί από το έτος 1963 από το Σύνδεσμο Ασφαλιστών ΗUΚ (Verband der Haftpficht- Unfall -und Kraftverkehrsversichere.Σύμφωνα με το σχετικό Διάταγμα ο VOH τελεί υπό την εποπτεία του Ομοσπονδιακού Υπουργού Δικαιοσύνης, ενώ το καταστατικό του και κάθε μεταβολή αυτού απαιτούν την έγκριση του ίδιου Υπουργού.
Οι γενικές προϋποθέσεις παθητικής νομιμοποίησης του VΟΗ για σωματικές βλάβες ή υλικές ζημιές εκ τροχαίων ατυχημάτων ρυθμίζονται στο άρθρο 12 παρ. 1 ΡflVG. Ειδικότερα ο VΟΗ μπορεί να εναχθεί εάν
(1) δεν μπορεί να εξακριβωθεί το προκάλεσαν τη ζημία όχημα ή (2) δεν υφίσταται η υποχρεωτική ασφάλιση υπέρ του ιδιοκτήτου, κατόχου ή οδηγού του οχήματος ή (3) η προβλεπόμενη ασφάλιση δεν παρέχει καμία κάλυψη για τις προκληθείσες ζημιές, διότι ο προκάλεσε με πρόθεση και παρανόμως το ζημιογόνο αποτέλεσμα ή (4) έχει σει η διαδικασία της πτωχεύσεως κατά της περιουσίας της υπόχρεου ασφαλιστικής εταιρίας. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη η ευθύνη του VΌΗ είναι επικουρική subsidiaritat).
Σε μια περίπτωση αντίστοιχη με τη κριθείσα από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα υπήρχε ασφαλώς δυνατότητα εναγωγής του VΟΗ. Ωστόσο τέτοιο περιστατικό είναι ιδιαιτέρως σπάνιο, δεδομένου ότι η ακυρότητα, λήξη, καταγγελία κτλ. της ασφαλιστικής σχέσης θα πρέπει να κοινοποιηθεί κατά τα προεκτεθέντα στην αρμόδια αδειοδοτούσα υπηρεσία (ΖULASSUNGSSTELLE) και ότι η εν λόγω κοινοποίηση επιφέρει όχι μόνο συνέπειες αναφορικά με την ευθύνη του ασφαλιστή, αλλά και διοικητικού δικαίου κυρώσεις. Έτσι κατά το άρθρο 29 d παρ. 2 StVZO οφείλει η εν λόγω διοικητική αρχή στις περιπτώσεις αυτές να προβεί σε αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας καθώς και των πινακίδων του οχήματος . Εφόσον η αρχή παραλείψει να επιβάλει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ακινητοποίηση του οχήματος , διαπράττει παράβαση του σχετικού καθήκοντος της (Αmtspflichtverletzung) έναντι τόσο του ασφαλιστή, όσο και των λοιπών μετεχόντων εις τη δημόσια κυκλοφορία . Στην περίπτωση αυτή απαλλάσσεται ο VΟΗ από την υποχρέωση αποζημίωσης, διότι γεννάται αξίωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 839 παρ. 1 ΓερμΑΚ περί ευθύνης του γερμανικού Δημοσίου.
Σε αντίθεση λοιπόν με το ελληνικό δίκαιο που εξαρτά τη λύση σχέσεως και τον συνακόλουθο αποκλεισμό κάθε ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρίας από την γνωστοποίηση του σχετικού γεγονότος στον ασφαλισμένο ή τον αντισυμβαλλόμενο (αρθ. 11 παρ. 2 π.δ. 237/1986), το γερμανικό σύστημα θέτει τα εν λόγω γεγονότα υπό την εποπτεία δημόσιας αρχής, η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις θα προβεί στα προαναφερθέντα μέτρα διοικητικού καταναγκασμού, προκειμένου να ακινητοποιηθεί το ανασφάλιστο όχημα. Περαιτέρω ελαφρύνεται ουσιαστικά με τη γερμανική ρύθμιση και η αποδεικτική θέση του ενάγοντος – ζημιωθέντος τρίτου, ο οποίος προκειμένου να αποδείξει την ανυπαρξία της ασφαλιστικής σχέσεως, αρκεί μόνο να απευθυνθεί στην αρμόδια αρχή και να επικαλεστεί την απάντηση αυτής. Η αναφερθείσα επιγενόμενη ευθύνη του ασφαλιστή αποκλείει ομοίως την εναγωγή του VΟΗ.
Εσφαλμένη απάντηση ή παράλειψη της τελευταίας να προβεί στα απαραίτητα διοικητικά μέτρα θα επιφέρει, όπως ήδη αναπτύχθηκε, ευθύνη της ιδίας λόγω παράβασης καθήκοντος. Περίπτωση αμφιβολίας θα ηδύνατο να προκύψει ενδεχομένως μόνο αναφορικά με ατύχημα, που προκλήθηκε από αλλοδαπό όχημα (μη φέρων γερμανικές πινακίδες), οπότε και υφίσταται διχογνωμία αν η σχετική αμφιβολία θα πρέπει να αποβεί εις βάρος του παθόντος τρίτου.
Εν κατακλείδι μένει απλώς να σημειωθεί ότι αντίστοιχα πραγματικά κά με αυτά που έκρινε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δύσκολα θα προέκυπταν Γερμανία, αφού ο παθών δεν εγκαταλείπεται στο έλεος των δηλώσεων του ζημιώσαντος οδηγού ή ενδεχόμενα της ασφαλιστικής εταιρίας, αλλά απολαμβάνει μια εγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, αφού υφίσταται μια κεντρικά αρμόδια δη-αρχή, που υπεύθυνα θα τον ενημερώσει για τα σχετικά γεγονότα. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το ΠΔ 10/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 2000/26/ΕΚ «σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων» (L 181, 20-7-2000), προβλέπει τη σύσταση στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης «Κέντρου Πληροφοριών», σκοπός του οποίου είναι η παροχή πληροφοριών στους ζημιωθέντες τρίτους ώστε να διευκολύνονται στη θεμελίωση αξιώσεων αποζημίωσης εκ τροχαίων ατυχημάτων.
–
…