Ο παθών από εργατικό ατύχημα που οφείλεται σε πταίσμα επομένως και σε οποιαδήποτε αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να του καταβάλει ο εργοδότης χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε το ατύχημα, αφού ως προς την αξίωση αυτή του εργαζομένου ο εργοδότης δεν καλύπτεται από το ΙΚΑ.
Ηθική Βλάβη (Πρόσθετη)
για Ζημία Μέλλουσα
Το δεδικασμένο, το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση που επιδικάζει στον παθόντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ιδίων προσώπων επιδίωξη περαιτέρω (πρόσθετης) χρηματικής ικανοποίησης, εφόσον όμως πρόκειται για σπρόβλεπτη επιδείνωση, σε μεταγενέστερο χρόνο των συνεπειών της αδικοπραξίας που δεν μπορούσαν από την αρχή νσ προβλεφθούν με την πρώτη του απόφαση προσδιόρισε σε ορισμένο ποσό την χρηματική ικανοποίηση του παθόντος.
Απόφ.Μον.Πρωτ.Πατρών 61/2004
Πρόεδρος: Κωνσταντίνα Ράπτη
Δικηγόροι: Βασίλειος Ασπρούλιας – Αλέξανδρος Παπαδόπουλος
Παρατηρήσεις (1)
Το επιδικασθέν ποσό των 600.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στον παθόντα, που απώλεσε και τα δύο κάτω άκρα, (παραμένων διά βίου ανάπηρος), αποτελεί δείγμα της τάσης που επικρατεί στις χώρες της ΕΕ για προστασία των Θυμάτων από
αδικοπραξία από την οποία καθίστανται οι παθόντες άτομα με ειδικές ανάγκες. Ο νέος αυτός άνεμος που πνέει στην Ενωμένη Ευρώπη και καταδεικνύει το πώς αξιολογείται η αρτιμέλεια και γενικά το αγαθό της ζωής και της υγείας φαίνεται ότι, με βάση τα νέα μετεωρολογικά δεδομένα, καταφθάνει και στην χώρα μας ως στοιχείο πολιτισμικής ταυτότητας και ένδειξη του αναβαθμισμένο επιπέδου διαβίωσης των κατοίκων της γηραιάς ηπείρου.
Η απόφαση αυτή έλαβε υπόψη της την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του συγκεκριμένου εργοδότου υπευθύνου προς αποζημίωση (κοινοπραξία εταιριών κατασκευής Λιμένων), αναφέροντας την μεγάλη οικονομική επιφάνειά της μιάς και αναλαμβάνει έργα κατασκευής πολλών δισεκατομμυρίων με αντίστοιχα εισοδήματα.
Κείμενο Απόφ. Μον.Πρωτ.Πατρ.61/2004
Από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 “περί κοινωνικών ασφαλίσεων” συνδυαζόμενες και με αυτές του άρθρου 16 παρ. 1 και 3 του ν.551/1914, όπως οι τελευταίες κωδικοποιήθηκαν με το από 27.4/25-8-1920 Β.Δ. συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που έγινε έπειτα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του η εξ αφορμής αυτής υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, (δηλαδή έπαθε στον τόπο της εργασίας του βρίσκεται μέσα σε ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ που επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα με το άρθρο τρίτο του ν. 1305/1992), τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού.
Δηλαδή, απαλλάσσεται, τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπόμενης από το ν.551/1914 ειδικής διαδικασίας και μόνο, αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο αυτού (εργοδότη) ή του προσωπικού που προστήθηκε από αυτόν, υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα την από το παραπάνω άρθρο 34 παρ. 2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του iΚΑ χορηγουμένων σ’ αυτόν παροχών. Η απαλλαγή αυτή καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας, κατά την οποία το ατύχημα έγινε γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των ισχυόντων περί των όρων ασφαλείας (Ολ. ΑΠ 1117/86 ΝοΒ 35, 891, ΑΠ 1181/1999 ΕΕΔ 59,926, ΕφΑθ 890/2001 ΕλΔνη 43,491, ΕφΑθ 9160/2001 ΕλΔνη 44, 546).
Εξ’ άλλου σύμφωνα με τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 299, 914, 922, 926 και 932 ΑΚ, ο παθών από εργατικό ατύχημα που οφείλεται σε πταίσμα επομένως και σε οποιαδήποτε αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να του καταβάλει ο εργοδότης χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε το ατύχημα, αφού ως προς την αξίωση αυτή του εργαζομένου ο εργοδότης δεν καλύπτεται από το ΙΚΑ (ΑΠ 106/2003 ΕΔνη 44, 970).
Η αξίωση περί χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη αποτελεί είδος ζημίας με σκοπό την ηeική παρηγοριά και Ψυχική ανακούφιση του παθόντος και η επιδίκαση στον παθόντα εύλογης χρηματικής ικανοποίησης τόσο για την ηθική βλάβη που έχει ήδη επέλθει όσο και για τη μέλλουσα ηθική βλάβη (ΑΠ 967/2001 ΝοΒ 2002, 1101). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δεδικασμένο, το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση που επιδικάζει στον παθόντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν εμποδίζει την μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ιδίων προσώπων επιδίωξη περαιτέρω (πρόσθετης) χρηματικής ικανοποίησης, εφόσον όμως πρόκειται για απρόβλεπτη επιδείνωση, σε μεταγενέστερο χρόνο των συνεπειών της αδικοπραξίας που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν με την πρώτη του απόφαση προσδιόρισε σε ορισμένο ποσό την χρηματική ικανοποίηση του παθόντος (ΑΠ 859/2001 ΕλΔνη 43, 718, ΕφΑθ 3276/2002 ΕλΔνη 44, 510, ΕφΑθ 7802/2000 ΕλΔνη 43, 467).
Εξ’ άλλου από το χαρακτήρα των κοινοπραξιών ως de facto ομμορρύθμων εταιρειών απορρέει η απεριόριστη και εις ολόκληρο ευθύνη των μελών τους για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας καθώς και η δυνατότητα εναγωγής των μελών της κοινοπραξίας για την ικανοποίηση αξιώσεων του ενάγοντος που γεννήθηκαν από τη σχέση εργασίας του με την κοινοπραξία (ΑΠ 1180/1995 ΕλΔνη 38, 778, ΕφΑθ 4426/1998 ΕλΔνη 39,915).
Με τις υπό κρίση, πρώτη και δεύτερη αγωγή, ο ενάγων επικαλούμενος σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με την οποία προσλήφθηκε από την πρώτη εναγομένη κοινοπραξία, εκπροσωπούμενη νόμιμα από τις αναφερόμενες στο δικόγραφο εταιρείες, στις 31.7.2000 ως εργάτης μεταφοράς μεταλλικών εξαρτημάτων στα έργα που η τελευταία είχε αναλάβει για την κατασκευή του έργου “ΝΕΟΥ ΛΙΜΕΝΑ ΠΑΤΡΩΝ”. iσχυρίζεται περαιτέρω ότι στις 2.4.2001 κατά την εκτέλεση της εργασίας του στην εναγομένη τραυματίσθηκε σοβαρά και υπέστη ακρωτηριασμό των κάτω άκρων του, με αποτέλεσμα να υποστεί την αναφερόμενη στην πρώτη αγωγή ηθική βλάβη καθώς και την πρόσθετη ηθική βλάβη της δεύτερης αγωγής ζημία και ότι το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα των οργάνων που αντιπροσωπεύουν την εναγομένη και των προστηθέντων από αυτή προσώπων για τους εκτιθέμενους στο δικόγραφο ειδικότερα λόγους.
Με βάση τα παραπάνω ζητεί, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με την πρώτη αγωγή το ποσόν των 600.000 ευρώ και το ποσόν των 400.000 ευρώ με τη δεύτερη αγωγή καθώς και το ποσόν των 30.535,70 ευρώ και το ποσόν των 2.035,71 ευρώ μηνιαίως ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική ζημία του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που Θα εκδοθεί.
Επίσης ζητεί να απαγγελθεί κατά των εναγομένων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της αδικοπραξίας. Με το περιεχόμενο αυτό οι αγωγές, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της υφιστάμενης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρ. 246 ΚΠολΔ) αρμόδια και παραδεκτά εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 16 αρ., 246, 663 επ. ΚΠολΔ] εκτός από τους έκτο, έβδομο και όγδοο των εναγομένων για προς τους οποίους δεν έχει γίνει επίδοση της αγωγής και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτησή της, δεδομένου δε ότι πρόκειται περί απαιτήσεων από εργατικό ατύχημα απαλλάσσονται της καταβολής δικαστικού ενσήμου γιατί με το άρθρο 52 παρ. β ΕισΝ ΚΠΔ διατηρήθηκε σε ισχύ το άρθρο 15 ν. 551/1914 από το οποίο προβλέπεται η απαλλαγή των αγωγών από το δικαστικό ένσημο ως προς την αποζημίωση και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για τις αξιώσεις για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΕφΑθ 11116/1996 ΕΕΔ 56, 1126, ΜΠρΑθ 2016/2000 ΕΕΔ 60, 205).
Περαιτέρω η πρώτη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη όσον αφορά την αξίωση του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα, αφού περιέχει τα αναγκαία για τη Θεμελίωσή της στο νόμο στοιχεία (ΑΠ 106/2003 ΕλΔνη 44, 971, ΑΠ 633/2000 ΕΕΔ 60,799), και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 62, 71, 299, 914, 932, 346, 926 ΑΚ 22 ΕμπΝ 907, 908, 176, 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ η δεύτερη μεταγενέστερη αγωγή, όσον αφορά την όμοια με την πρώτη αγωγή αξίωση για ηθική βλάβη είναι αόριστη και απορριπτέα, διότι ο ενάγων επιδιώκει περαιτέρω (πρόσθετη) χρηματική ικανοποίηση χωρίς να επικαλείται τα στοιχεία της απρόβλεπτης επιδείνωσης σε μεταγενέστερο χρόνο των συνεπειών της αδικοπραξίας συγκριτικά με τα στοιχεία που εκθέτει στην πρώτη αγωγή του όσον αφορά δε την αξίωση για αποζημίωση, η αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα διότι σύμφωνα με όσα προεκτέθησαν, εφόσον ο παθών υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωσή του εκτός αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη. Πρέπει, επομένως, η πρώτη αγωγή που κρίθηκε νόμιμη να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι τις υπ’ αριθμ. 7605/12.3.2003 και 7606/12.3.2003 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων που έγιναν ενώπιον της Συμβ/φου Πατρών Ε.Δ., ύστερα από νόμιμη κλήτευση ενάγοντος αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη Κοινοπραξία, που συνέστησαν η δεύτερη, τρίτη και τέταρτος εναγόμενες, ανακηρύχθηκε ανάδοχος εκτέλεσης του έργου “Ν.Λ.Π.”, τεχνικός ασφαλείας της οποίας είχε οριστεί ο πέμπτος εναγόμενος και εργαζόμενος της οποίας ήταν ο ένατος και δέκατος εναγόμενος με τις ειδικότητες του εργοδηγού και χειριστή μηχανημάτων αντίστοιχα.
Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στην Πάτρα μεταξύ του ενάγοντος και των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης την 31.7.2000, ο ενάγων προσλήφθηκε για να εργαστεί στο παραπάνω έργο ως εργάτης και προσέφερε τις υπηρεσίες του στις εργασίες που του ανέθεταν οι εκπρόσωποι της εναγομένης Κοινοπραξίας και ο υπεύθυνος των εργασιών.
Την 2.4.2001 και ώρα 15.30 ο ενάγων εργαζόταν με εντολή του ένατου εναγομένου στο έργο της μεταφοράς εξαρτημάτων μεταλλικής σφύρας από την ξηρά προς την πλωτή εξέδρα “Ι.ΙΙΙ”. Η εργασία αυτή αφορούσε εκτός από τα διάφορα ελαφρά εξαρτήματα την μεταφορά από την ξηρά του σώματος μεταλλικής σφύρας κυλινδρικού οχήματος μήκους 7,5 μέτρων πλάτους 2,20 μέτρων, ύψους 0,55 μ. και βάρους 20 τόνων προς την φορτηγίδα και συγκεκριμένα η μεταφορά πραγματοποιείτο με γερανό ξηράς, τον οποίο χειριζόταν ο χειριστής, δέκατος εναγόμενος, μέχρι την ακρογιαλιά, στη θέση που είχε κατασκευασθεί πρόχειρη ράμπα εκφόρτωσης από τσιμεντένιους ογκόλιθους “μπλόκια”, όπου Θα γινόταν προσωρινά η εναπόθεση των φορτίων και στη συνέχεια με το γερανό Θαλάσσης Θα μεταφερόταν στην πλωτή εξέδρα.
Ο ενάγων με άλλους εργαζόμενους Θα εκτελούσε στη Θέση εναπόθεσης την εργασία απελευθέρωσης των συρματόσχοινων του γερανού ξηράς και την αγκύρωση (δέσιμο) των ειδικών αλυσίδων του φορτίου στο άγκριστρο ανάρτησης του γερανού θαλάσσης, σύμφωνα με τις υποδείξεις του ενάτου εναγόμενου. Οταν ο χειριστής του γερανού μετέφερε τη σφύρα και την εναπόθεσε στη ράμπα κατά τη στιγμή που φάνηκε να έχει ισορροπήσει χαλάρωσε τα συρματόσχοινα και δόθηκε εντολή από τον ένατο εναγόμενο εργοδηγό να πλησιάσουν οι εργάτες που βρίσκονταν προς την πλευρά της Θάλασσας, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, για να εκτελέσουν τις εργασίες αποσύνδεσης και επανασύνδεσης με το γερανό της Θάλασσας.
Ομως, πριν αρχίσουν αυτοί να εκτελούν τις εργασίες η σφύρα ταλαντεύθηκε, λόγω υποχώρησης του εδάφους της ράμπας και ανατράπηκε προς την πλευρά της Θάλασσας καταπλακώνοντας τα άκρα του ενάγοντος που δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί όταν ακούστηκε από το χειριστή η φωνή ότι πέφτει τελικά δεν απεγκλωβίστηκε, αφού ο χειριστής ανύψωσε τη σφύρα. Η ανατροπή της σφύρας οφείλεται στην απώλεια του κέντρου βάρους της, που επήλθε, λόγω της ασταθούς έδρασής της στο έδαφος της ράμπας, όπου έγινε η εναπόθεσή της, δεδομένου ότι το έδαφος αυτής ήταν ακατάλληλο να υποδεχθεί το συγκεκριμένο εξάρτημα και να εξασφαλίσει την ασφαλή του έδραση.
Ειδικότερα πάνω στο έδαφος της ράμπας υπήρχαν μπάζα ο όγκος των οποίων σε ορισμένα σημεία είχε μειωθεί τόσο από την επίδραση του κυματισμού της Θάλασσας όσο και από την προηγούμενη χρησιμοποίησή του κατά την διαδικασία μεταφοράς εξαρτημάτων. Ετσι όταν ακούμπησε το βαρύ φορτίο ο όγκος των μπαζών άρχισε να υποχωρεί και να ταλαντεύεται το εξάρτημα, το οποίο λόγω των αναλογιών των διαστάσεων του (ύψος μεγαλύτερο από το πλάτος) είχε μικρή επιφάνεια έδρασης με αποτέλεσμα όταν χαλάρωσαν τα συρματόσχοινα να παρεκλίνει προς την πλευρά που υπήρχε κενό εδάφους στο στήριγμά του. 0 ενάγων τραυματίσθηκε βαρύτατα υποστάς βαρειά συνθλιπτικά τραύματα στις κνήμες και εισήχθη στο Νοσοκομείο “Αγιος Ανδρέας”, όπου του έγινε ακρωτηριασμός και των δύο κάτω άκρων από το ύψος της μεσότητας των κνημών, στο ύψος των γονάτων.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ. όπου έγινε χειρουργική διαμόρφωση των κολοβωμάτων και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι 11.5.2001 ενώ κρίθηκε με την υπ’ αριθμ γνωμάτευση της Α/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής ΙΚΑ ανίκανος για κάθε εργασία. Στη συνέχεια ακολούθησε διαδικασία για την τοποθέτηση πρόσθετων μελών και μετά από δίμηνη ακινησία την 12.11.2001 εισήχθη στο θεραπευτήριο “Μ.” για τη διαμόρφωση δεξιού κολοβώματος και τελικά του τοποθετήθηκαν τεχνητά μέλη.
Εχει κριθεί από την αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ ανάπηρος κατά ποσοστό 80% και του χορηγήθηκε σύνταξη αναπηρίας. Το ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια των υπευθύνων της εναγομένης εργοδότριας και ειδικότερα του πέμπτου εναγομένου συντονιστή ασφαλείας, του Ρ.Μ., Διευθυντή Εργοταξίου, S.S., υπεύθυνου κατασκευής, D.P., εργοδηγού, του ένατου εναγομένου εργοδηγού, υπευθύνου του συνεργείου και του δέκατου εναγομένου χειριστή του γερανού, οι οποίοι δεν κατέβαλαν την κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενη προσοχή, που μπορούσε να καταβάλει κάθε συνετός άνΘρωπος βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, την οποία λόγω των γνώσεών τους και ικανοτήτων τους μπορούσαν να καταβάλουν, ώστε να προιδούν ως δυνατό να αποφευχθεί το ατύχημα, καθόσον δεν είχαν τηρηθεί οι απαιτούμενοι όροι ασφαλείας. Ειδικότερα στο άρθρο 85 παρ. 1, 3 και 86 του Π.Δ. 1073/1981 “Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού ορίζεται ότι “Η φόρτωσις, εκφόρτωσις και μεταφορά υλικών ή αντικειμένων πρέπει να γίνεται ώστε να μην εκτίΘεται εις κίνδυνον πρόσωπα λόγω καταπτώσεως, κυλίσεως, ανατροπής, καταρρεύσεως ή Θραύσεως αντικειμένων”, “εις φορτώσεις και εκφορτώσεις απαγορεύεται η παραμονή προσώπων εντός της τροχιάς διακινήσεως του υλικού “Κατά την αποθήκευση και στοίβαση πρέπει να καταβάλλεται φροντίς, ώστε ουδείς να διακινδυνεύει ότι καταρρεύσεως ή πτώσεως αντικειμένων, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του ΠΔ 305/2-8-6 “ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια σε συμμόρφωση προς την οδηγία 92/57/ΕΟΚ” οι συντονιστές που ορίζονται για Θέματα ασφαλείας και υγείας κατά την εκτέλεση του έργου …. 1) να εφαρμόζουν με συνέπεια τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 8 του παρόντος διατάγματος και να εφαρμόζουν το σχέδιο ασφαλείας και υγείας που αναφέρεται στο άρθρο 3 του παρόντος διατάγματος, και στο άρθρο 8 παρ. 1 του ίδιου διατάγματος ορίζεται ότι “…. οι εργοδότες στα πλαίσια των ευθυ¬νών τους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων κυρίως όσον αφορά την επιλογή ζωνών μετακίνησης η κυκλοφορία και τις συνθήκες μεταφοράς των διάφορων υλικών την τακτική συντήρηση και τον περιοδικό έλεγχο των εγκαταστάσεων και των μηχανικών διατάξεων, ώστε να αποφεύγονται οι ατέλειες που θα μπορούσαν να βλάψουν την ασφάλεια των εργαζομένων”. Στην προκειμένη περίπτωση ο παραπάνω πέμπτος εναγόμενος, με την ιδιότητα του συντονιστή ασφαλείας και τεχνικού ασφαλείας με την συμμετοχή του Διευθυντή του Εργοταξίου του υπευθύνου κατασκευής και του εργοδηγού υπευθύνου για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας καθώς και του εργοδηγού ένατου εναγόμενου, ως υπευθύνου του συνεργείου την 30.3.2001 έλαβαν μέρος σε σύσκεψη προγραμματισμού της μεταφοράς των εξαρτημάτων της επόμενης εβδομάδας μεταξύ των οποίων και της μεταφοράς της σφύρας από τη Θέση της ράμπας για την ασφαλή μεταφορά του εξαρτήματος με βάση το σχέδιο φακέλλου Ασφαλείας και Υγείας που είχε συνταχθεί από την ανάδοχο Κοινοπραξία και γνωστοποιηθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας την 12.10.2000 με αριθμό 1333/12.10.00.
Συγκεκριμένα, οι παραπάνω υπεύθυνοι συντονισμού και υπεύθυνοι κατά την εκτέλεση του έργου, δεν έλαβαν υπόψη τους τις ιδιαίτερες συνθήκες έδρασης που απαιτούσε η εναπόθεση της σφύρας σο χώρο της ράμπας, λόγω του βάρους της και των διαστάσεων της καΘώς και την ακαταλληλότητα του εδάφους της ράμπας προς ασφαλή εναπόθεση, καθόσον αυτή δεν ήταν ομαλή και συμπαγής, ώστε να εξασφαλίζει ασφαλή επιφάνεια έδρασης αλλά εκαλύπτετο από μπάζα, είχε αναχώματα ανασκαφές από τις προηγούμενες χρήσεις και τον κυματισμό της Θάλασσας με την οποία γειτνίαζε και δεν είχε γίνει η επιφανειακή επίστρωσή της με κατάλληλα συμπαγή και ομοιογενή υλικά.
Οι παραπάνω λανθασμένα εκτίμησαν την καταλληλότητα του εδάφους της ράμπας αξιολογώντας την αντοχή της όχι κατόπιν ελέγχου της πραγματικής κατάστασής της αλλά και τη συμπεριφορά της σε προηγούμενες χρήσεις που αφορούσαν όμως, εξαρτήματα ελαφρύτερα ή άλλα βαρύτερα όπως η μεταφορά ενός μηχανήματος (γερανού) βάρους 150 τόνων, κατά το προηγούμενο διάστημα το οποίο είχε ευρύτερη επιφάνεια έδρασης και όχι 2,20 μέτρων όπως η ανατραπείσα σφύρα.
Ομοίως ο χειριστής και ο υπεύθυνος κατά την πραγματοποίηση της εναπόθεσης της σφύρας δεν έλαβαν υπόψη τους τα παραπάνω στοιχεία της ακαταλληλότητας του εδάφους της ράμπας σε συνδυασμό με το είδος του μεταφερόμενου εξαρτήματος και προχώρησαν στη διαδικασία εναπόθεσης και απελευθέρωσης των συρματόσχοινων χωρίς να έχει εξασφαλισθεί η ακλόνητη έδραση της σφύρας επί του εδάφους με την κατάλληλη διαμόρφωση του εδάφους και την εξασφάλιση πλήρους ευστάθειας κατά την τοποθέτησή της, έτσι ώστε να μην επιτραπεί η προσέγγιση των εργαζομένων για να εκτελεσθούν οι περαιτέρω εργασίες αποσύνδεσης και επανασύνδεσης.
Ετσι κατά τη διαδικασία αυτή που απαιτούσε την εξασφάλιση απόλυτης ακινητοποίησης, πριν την χαλάρωση των συρματόσχοινων, δεν λήφθηκε η αναγκαία φροντίδα για την εναποθεση με τις ενδεδειγμένες συνθήκες αποτροπής της διακινδύνευσης από την ταλάντευση και την πτώση αλλά αντίθετα εκτιμήθηκε ότι λόγω της ολιγόλεπτης ισορρόπησής της εξασφαλιζόταν η πλήρης ευστάθειά της ενώ ήταν φανερό ότι εξ αιτίας της ανώμαλης υφής του εδάφους, λόγω της σώρευσης των χωμάτων που αποτελούσαν την επιφάνεια στήριξης σε συνδυασμό με το ελάχιστο τμήμα έδρασης και την επίδραση του βάρους της σφύρας Θα προκαλείτο η μετακίνησή της και η ανατροπή της.
Συνεπώς, εξ αιτίας της αμελούς συμπεριφοράς των παραπάνω προστηΘέντων της εναγομένης εργοδότριας κοινοπραξίας που συνίσταται σε πράξεις και παραλείψεις αυτών, οι οποίοι αφενός μεν ενήργησαν αντίθετα με τους κανόνες ασφαλούς μεταφοράς ως προς την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης μεταφοράς υπό συνθήκες που να αποκλείουν την μετατόπισή του και ανατροπή του για να εφασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων, αφού δεν αξιολόγησαν ορθά τις απαιτήσεις της μεταφοράς σε σχέση με το είδος και τη φύση του εξαρτήματος και την ανταπόκριση του εδάφους στήριξης ως προς αυτό αφετέρου δε παρέλειψαν να υλοποιήσουν τα σχέδια ασφαλείας και Υγείας του έργου που αφορούν την τήρηση των γενικών υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τα άρθρα 6 και 8 του ΠΔ 305/1996 ως προς τις συνθήκες μεταφοράς των υλικών και περιοδικό έλεγχο των εγκαταστάσεων, ώστε να αποφεύγονται οι ατέλειες που θα μπορούσαν να βλάψουν την ασφάλεια των εργαζομένων, επήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντος.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ηλικίας 25 ετών κατά το χρόνο του τραυματισμού του, άγαμος υπέστη βαρύτατη αναπηρία από τον ακρωτηριασμό των άκρων του, υπεβλήθη σε μακροχρόνια και επώδυνη Θεραπευτική αγωγή, δεν έχει τη δυνατότητα να απασχοληΘεί ως εργάτης σε οικοδομικές εργασίες που ήταν η απασχόλησή του, αφού έχει γνώσεις Δημοτικής Εκπαίδευσης δεν έχει ακίνητη περιουσία και τα εισοδήματά του περιορίζονται στη σύνταξη αναπηρίας 90.000 δρχ. μηνιαίως που λαμβάνει από τον
ασφαλιστικό του φορέα. Η πρώτη εναγομένη και οι αποτελούσες την κοινοπραξία εταιρίες, έχουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια καθόσον κατασκευάζουν το έργο του Ν. Λ. Π. προυπολογισμού πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών.
0 ενάγων σε νεαρή Υποχρεώνει τους μ’αυτήν εναγόμενους, πλην του έκτου, εβδόμου και ογδόου, να καταβάλουν στον ενάγοντα καθένας εις ολόκληρον το ποσόν των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) Ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κηρύσσει την παρούσα ως προς την παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη εν μέρει ττροσωρινά εκτελεστή για το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων (200.000) Ευρώ. Απορρίπτει την από 12.10.2002 (αριθ. εκθ. καταθ. 4394/1467/11.11.2002) αγωγή του ενάγοντος.
Καταδικάζει τους πιο πάνω εναγομένους της πρώτης αγωγής να καταβάλουν στον ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ. Και,
Συμψηφίζει κατά τα λοιπά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων ως προς την δεύτερη αγωγή .
Κρίθηκε
…