facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Η αντινομία των προβλεπόμενων στο άρθρο 7 του Ν.489/1976 εξαιρέσεων -από την έννοια του «τρίτου»- σε αντιδιαστολή με την υποχρεωτικότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και την έκτασή της Απόφαση του Αρείου Πάγου αφήνει ακάλυπτους ασφαλιστικά τους ιδιοκτήτες τ

Η αντινομία των προβλεπόμενων στο άρθρο 7 του Ν.489/1976 εξαιρέσεων -από την έννοια του «τρίτου»- σε αντιδιαστολή με την υποχρεωτικότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και την έκτασή της Απόφαση του Αρείου Πάγου αφήνει ακάλυπτους ασφαλιστικά τους ιδιοκτήτες τ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πρόσφατα, με την υπ αριθμόν 637/2010 απόφαση του ο Άρειος Πάγος εξαίρεσε σχεδόν το σύνολο του κυκλοφορούντος νόμιμα Ελληνικού πληθυσμού από την προβλεπόμενη ασφαλιστική προστασία και κατέστησε την εκ του Νόμου υποχρεωτική ασφάλιση των οχημάτων έναντι τρίτων κενή περιεχομένου. 

Συγκεκριμένα, επί αγωγής αποζημίωσης συγγενών ανυπαίτιας συνεπιβαίνουσας σε ασφαλισμένο δίκυκλο μοτοποδήλατο, λόγω του θανάσιμου τραυματισμού της από αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του δικύκλου, έκρινε ο Άρειος Πάγος, ότι επειδή η συνεπιβαίνουσα ήταν ιδιοκτήτρια του οχήματος και λήπτρια της ασφάλισης, οι συγγενείς της δεν έχουν αξίωση αποζημίωσης κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, διότι δεν θεωρείτο η θανούσα τρίτη. 
Επισημαίνεται ότι επί της υποθέσεως αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και το Εφετείο Αθηνών είχαν κρίνει ότι οι συγγενείς της θανατωθείσας συνεπιβαίνουσας τυγχάνουν τρίτοι και επεδίκασαν σε αυτούς αποζημίωση για ψυχική οδύνη.
Η απόφαση αυτή προκαλεί διττό πρόβλημα στο σύγχρονο ασφαλιστικό δίκαιο της χώρας μας, έχει τεράστιες κοινωνικές επικίνδυνες προεκτάσεις και γεννά πολλά ειδικότερα σοβαρότατα ζητήματα, τα οποία αφορούν άμεσα το σύνολο της Ελληνικής κοινωνίας και πρέπει να τύχουν μελέτης και άμεσης επίλυσης.
Στο παρόν άρθρο, εκτός από την ανάλυση της προφανούς κοινωνικής διασάλευσης, που προκαλούν οι παραδοχές της ανωτέρω απόφασης, γίνεται προσπάθεια προσέγγισης και των νομικών θεμάτων που ανακύπτουν, λόγω των νομοθετικών κενών και αντιφάσεων που ενυπάρχουν στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ

– Γνωρίζουμε όταν είμαστε επιβάτες ασφαλισμένων οχημάτων για πόσους από εμάς δεν καλύπτονται οι ζημίες που υφιστάμεθα;

– Πόσοι από εμάς οδηγούμε ασφαλισμένα οχήματα χωρίς να γνωρίζουμε ότι η αστική μας ευθύνη δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική εταιρία, ενώ εμείς ευθυνόμαστε με την προσωπική μας περιουσία;

Καθημερινά, κανείς μας δεν περιορίζεται στην οδήγηση οχημάτων ιδιοκτησίας του και μόνον.
Οδηγούμε και οχήματα συγγενικών και φιλικών μας προσώπων, προσώπων του ευρύτερου κοινωνικού και επαγγελματικού μας κύκλου, με συνεπιβαίνοντες τους ίδιους τους ιδιοκτήτες τους, αλλά και εμείς οι ίδιοι, είμαστε συνεπιβάτες σε οχήματα ιδιοκτησίας μας, τα οποία παραχωρούμε οικειοθελώς και οδηγούν οδηγοί των παραπάνω κατηγοριών. 
Η καθημερινή αυτή πρακτική, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, κρύβει καλά στημένες παγίδες και εμπίπτει σε μία νέα άγνωστη εξαίρεση από την ασφαλιστική σύμβαση, η οποία σε ουδέν ασφαλιστήριο συμβόλαιο αναγράφεται, την οποία σχεδόν ουδείς από εμάς γνωρίζει.
Ποίος από εμάς δηλαδή γνωρίζει ότι όταν οδηγεί όχημα, το οποίο είναι ιδιοκτησίας του/της συζύγου μας, των τέκνων μας, των γονέων μας, των αδερφών μας, των συγγενών μας, του εργοδότη μας, των φίλων μας ή οποιοδήποτε όχημα του οποίου δεν είμαστε εμείς οι ιδιοκτήτες ή οι αποκλειστικοί ιδιοκτήτες, με συνεπιβαίνοντα τον εκάστοτε ιδιοκτήτη ή συνιδιοκτήτη του ή τον λήπτη της ασφάλισης του και προκαλέσουμε εξ αμελείας μας ατύχημα, κατά το οποίο τραυματίζεται ή θανατώνεται αυτός ο συνεπιβαίνων, τότε κατά την άνω απόφαση τόσον εμείς που οδηγούμε όσον και οι συνεπιβαίνοντες βρισκόμαστε εν αγνοία μας σε ανασφάλιστο όχημα, που ουδείς το καλύπτει ασφαλιστικά και ο συνεπιβαίνων ζημιωθείς δεν αποζημιώνεται από ασφαλιστική εταιρία; 

Είμαστε επομένως αντιμέτωποι με μία πραγματικότητα, η οποία καταργεί την ασφαλιστική κάλυψη ως εξής:
Πρώτον: Εξαιρεί από την ασφαλιστική κάλυψη οποιονδήποτε οδηγό επιληφθεί νόμιμα ξένου οχήματος με συνεπιβαίνοντα τον ιδιοκτήτη ή συνιδιοκτήτη αυτού ή τον λήπτη της ασφάλισης αυτού, με αποτέλεσμα σε περίπτωση που από υπαιτιότητα του οδηγού αυτού τραυματιστεί ή θανατωθεί ο συνεπιβάτης αυτός – ιδιοκτήτης κλπ. – , να υποχρεούται προσωπικά ο ίδιος ο οδηγός να καταβάλει οιαδήποτε ζημία του τραυματισθέντα ή θανατωθέντα εξ ιδίων χρημάτων, χωρίς να καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση. 

Δεύτερον: Εξαιρεί από την ασφαλιστική κάλυψη τον ιδιοκτήτη ή συνιδιοκτήτη του οχήματος και τον λήπτη της ασφάλισης και τον νόμιμο εκπρόσωπο του ιδιοκτήτη του οχήματος νομικού προσώπου, εάν, συνεπιβαίνων στο όχημα ιδιοκτησίας του, τραυματισθεί ή θανατωθεί από αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού, στον οποίο νόμιμα παραχώρησε την οδήγηση του ασφαλισμένου οχήματος του, και στερεί πλήρως στον ίδιο και την οικογένεια του τη δυνατότητα αποζημίωσης του από ασφαλιστικό οργανισμό.
Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν απαγορεύεται είτε να είμαστε συνεπιβάτες μέσα στα οχήματα μας είτε να παραχωρούμε νόμιμα την οδήγηση του οχήματος μας σε άλλα πρόσωπα.
Πως όμως θα προστατευθούμε στις περιπτώσεις που επιβάλλεται η παραχώρηση της οδήγησης του οχήματος, είτε για λόγους αδυναμίας μας να οδηγήσουμε λόγω κατανάλωσης αλκοόλ είτε για άλλους αντικειμενικούς λόγους υγείας, ηλικίας, εργασίας, προσωπικού οδηγού;
Τι θα γίνει στην περίπτωση του προσωπικού οδηγού;
Ποίος ο λόγος να συνάπτουμε ασφαλιστικές συμβάσεις και να καταβάλουμε ασφάλιστρα, όταν καλύπτουμε όλα τα άλλα πρόσωπα εκτός ημών των ιδίων, των οικείων μας και των εργαζομένων μας; 
Η μόνη λύση φαίνεται να βρίσκεται στο εξής παράλογο: στην εκ των προτέρων πρόβλεψη των θεμάτων αυτών, ώστε να προηγείται της νόμιμης παραχώρησης της οδήγησης, η μεταβίβαση του οχήματος στο όνομα του εκάστοτε οδηγού. Μόνο έτσι θα απαλλαγούμε από την ιδιότητα του ασφαλισμένου και τις εξαιρέσεις που μας επιφυλάσσει αυτή.

Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ

Πλην της διαταραχής και του αδιεξόδου που προκαλεί στο κοινωνικό σύνολο η υπ αριθμόν 637/2010 ΑΠ, αποκαλύπτει και το εύρος των νομοθετικών ατελειών και προβλημάτων του Νόμου 489/1976 και εν γένει του ασφαλιστικού δικαίου, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας.
Στη συγκεκριμένη απόφαση έκρινε ο Άρειος Πάγος κατ εφαρμογή του άρθρου 7 Ν. 489/1976, ότι δεν θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 και του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 489/1976 ο κύριος του αυτοκινήτου και ο λήπτης της ασφάλισης, όταν, συνεπιβαίνοντες στο όχημα τους, από πταίσμα του οδηγού του οχήματος τραυματιστούν ή θανατωθούν.
Το άρθρο 7 του ν. 489/1976, που εφάρμοσε η άνω απόφαση, όπως ισχύει σήμερα προβλέπει ότι «Δεν θεωρούνται τρίτοι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παράγραφος 1 και του άρθρου 6 παράγραφος 2: α) Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημιά. β) Κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με την σύμβαση ασφάλισης. γ) Εκείνος ο οποίος έχει καταρτίσει μετά του ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση. δ) Οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα..».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΚΑΙ Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ
Και ναι μεν εκ πρώτης το άρθρο 7, ως διατυπώνεται, φαίνεται ως η εφαρμοστέα διάταξη, μία προσεκτικότερη όμως προσέγγιση και μελέτη του Ν. 489/1976 καταδεικνύει ότι το άρθρο αυτό εμφανίζει πασιφανή αξιολογική αντινομία με το σύνολο των διατάξεων του Νόμου 489/1976 και ιδίως αυτών που επιβάλλουν την υποχρεωτική ασφάλιση.
Συγκεκριμένα, τις διατάξεις αυτές των άρθρων 2 παρ. 1 του ιδίου Νόμου « Ο κύριος ή κάτοχος αυτοκινήτου που κυκλοφορεί μέσα στην Ελλάδα επί οδού, υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση, την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος» και 6 παρ. 1, 2 του ιδίου Νόμου « Η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή υπεύθυνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. Εξαιρείται η αστική ευθύνη των προσώπων που επελήφθησαν του αυτοκινήτου με κλοπή ή βία και αυτών που προκάλεσαν το ατύχημα εκ προθέσεως Η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών έναντι των μελών της οικογένειας του ασφαλισμένου, οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, ανεξάρτητα από δεσμό συγγενείας&». 
Δηλαδή, ο ίδιος ο νόμος που εισάγει και επιβάλλει την υποχρεωτική ασφάλιση για τις έναντι τρίτων προκαλούμενες ζημίες από την κυκλοφορία οχημάτων, παράβαση για την οποία προβλέπονται αυστηρότατες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, και την υποχρεωτική κάλυψη της ευθύνης οιουδήποτε προσώπου συνδέεται με το ζημιογόνο όχημα, καθώς και την κάλυψη της αστικής ευθύνης έναντι όλων των επιβαινόντων, ο ίδιος νόμος με μία γενικόλογη και ασαφή διατύπωση του εισάγει με το άρθρο 7 τέτοιο αριθμό εξαιρέσεων, που καθιστούν πλήρως ανενεργή την ασφαλιστική σύμβαση σε τεράστιο αριθμό τροχαίων ατυχημάτων για ολόκληρο τον πληθυσμό της Ελλάδας. 
Το ακριβές νόημα και ο σκοπός του νομοθέτη στο σύνολο του ελληνικού ασφαλιστικού δικαίου και στο νόμο 489/1976 είναι να καλυφθεί η αστική ευθύνη του κάθε οδηγού ασφαλισμένου οχήματος και να καλυφθεί η ζημία κάθε ανυπαίτιου ζημιωθέντος προσώπου από την κυκλοφορία του οχήματος αυτού. 
Τρεις είναι οι λόγοι της σύναψης σύμβασης ασφαλίσεως, κατ αρχήν η συχνότητα των προκαλούμενων εξ αμελείας ζημιών από την κυκλοφορία των οχημάτων, κατά δεύτερον οι ιδιομορφίες που εμφανίζει η απαίτηση του θύματος και κατά τρίτον και σημαντικότερον ο κίνδυνος θεμελιώσεως υποχρεώσεως έναντι των προσώπων που συνδέονται με το αυτοκίνητο για την αποζημίωση των προσώπων που ζημιώθηκαν από αυτοκινητικό ατύχημα, τους οποίους στοχεύει να καλύψει ο ασφαλιστικός νόμος.
Κύριος σκοπός της σύναψης ασφαλιστικής συμβάσεως ήταν εξ αρχής και είναι η έναντι ανταλλάγματος μετάθεση στον ασφαλιστή των περιουσιακής φύσεως δυσμενών συνεπειών της πρόκλησης ατυχήματος. Αρχικά, η σύμβαση ασφαλίσεως ήταν προαιρετική και από 1-1-1976 που άρχισε να ισχύει ο Ν. 489/1976 υποχρεωτική λόγω και της ραγδαίας αύξησης των κυκλοφορούντων οχημάτων. 
Η υποχρεωτικότητα επί ποινή αυστηρότατων κυρώσεων της ασφαλιστικής σύμβασης περιέχεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Ν. 489/1976, διάταξη αναγκαστικού δικαίου, που από την εισαγωγή της στην Ελληνική νομοθεσία την 1-1-1976 μέχρι και σήμερα, παρά τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του νόμου δεν έχει τροποποιηθεί. 
Διάταξη αναγκαστικού δικαίου, όπως προκύπτει από την επιτακτικότητα της διατύπωσης του κανόνα, είναι επίσης και η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 489/1976, η οποία προβλέπει τα πρόσωπα των οποίων η αστική ευθύνη καλύπτεται.
Αρχικά με την εισαγωγή του Ν. 489/1976 το άρθρο 6 παρ. 1, 2 είχε ως εξής: « Η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντος για την οδήγηση ή υπευθύνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. Εξαιρείται η ασφαλιστική ευθύνη των προσώπων που επελήφθησαν του αυτοκινήτου με κλοπή ή βία και αυτών που προκάλεσαν το ατύχημα εκ προθέσεως. Η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξ αιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη. Αυτή πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την αστική ευθύνη έναντι των επιβαινόντων του αυτοκινήτου προσώπων (γενική κάλυψη) » και προέβλεπε και τις κατηγορίες των προσώπων των οποίων η αστική ευθύνη καλύπτετο υποχρεωτικά από τη σύμβαση ασφαλίσεως, χωρίς να μπορεί να υπάρξει απαλλακτική συμφωνία ασφαλισμένου & ασφαλιστή για οιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά, ήτοι τον κύριο, τον κάτοχο και κάθε οδηγό ή προστηθέντα για την οδήγηση ή υπεύθυνο του ασφαλισμένου αυτοκινήτου αλλά και κυρίως επέβαλε την υποχρεωτική κάλυψη όλων των ζημιών για όλους τους επιβάτες του οχήματος. 
Μετά και την Οδηγία 84/5 ΕΟΚ, « Τα μέλη της οικογένειας του ασφαλισμένου, του οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου το οποίο φέρει σε περίπτωση ατυχήματος την αστική ευθύνη η οποία καλύπτεται από την ασφάλιση του άρθρου 1 παράγραφος 1, δεν μπορούν να αποκλειστούν, λόγω του δεσμού συγγένειας, από το δικαίωμα ασφάλισης για τις σωματικές βλάβες τους» το άρθρο τροποποιήθηκε, όπως πάντα καθυστερημένα, με το άρθρο 2 του Π.Δ. 237/1986 και εν συνεχεία με το άρθρο 2 του ΠΔ 264/1991, ως έχει σήμερα « η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών έναντι των μελών της οικογενείας του ασφαλισμένου, οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, ανεξάρτητα από δεσμό συγγενείας ».
Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται δηλαδή τόσο στον κύριο ή κάτοχο όσο και στον ασφαλιστή η αποδοχή της σχετικής προτάσεως προς κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία είναι σύμβαση αναγκαστική που επιβάλει υποχρέωση ασφάλισης στα πρόσωπα που συνδέονται με το αυτοκίνητο. Παρά δε την εισβολή της άνω διάταξης στη συμβατική ελευθερία του ατόμου είναι Συνταγματική η διάταξη ενόψει του μείζονος σημασίας κοινωνικού σκοπού που επιδιώκει. 
Για την επίτευξη του επιδιωκόμενου κοινωνικού σκοπού εξειδικεύει ο Νόμος ότι υποχρεωτικά την ιδιότητα του ασφαλισμένου του άρθρου 1 του Ν. 489/1976 έχουν ο κύριος, ο κάτοχος, κάθε οδηγός προστηθείς για την οδήγηση και ο υπεύθυνος του ασφαλισμένου αυτοκινήτου, ακριβώς για να διευρύνει τον κύκλο των προστατευόμενων προσώπων ένθεν και ένθεν και από την πλευρά του ζημιώσαντος και από την πλευρά του ζημιωθέντος, διότι η σύμβαση ασφαλίσεως δεν ασφαλίζει πρόσωπα αλλά ασφαλίζει το όχημα για οποιαδήποτε ζημία προκληθεί από την κυκλοφορία του. 
Και ενώ σύμφωνα με το άρθρο 6 η ασφαλιστική σύμβαση αδιαστίκτως καλύπτει υποχρεωτικά όλα ανεξαιρέτως τα πρόσωπα, ανεξαρτήτως της οιασδήποτε σχέσης τους με το αυτοκίνητο, τον ΚΑΘΕ οδηγό, παρά ταύτα έρχεται η κρίσιμη διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976 και εισάγει εξαιρέσεις από την ανωτέρω υποχρεωτική διάταξη. Αρχικά την 1-1-1976 το άρθρο 7 είχε ως εξής: « Δεν θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παράγραφος 1 και του άρθρου 6 παράγραφος 2: α) Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημία β) Κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με σύμβαση ασφάλισης γ) Εκείνος ο οποίος έχει καταρτίσει μετά του ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση. δ) Οι σύζυγοι των προσώπων τα οποία αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις ως και οι συγγενείς αυτών είτε εξ αίματος, είτε εξ αγχιστείας, εφόσον κατοικούν στην αυτή στέγη ή διατρέφονται, από αυτούς ή εφόσον μεταφέρονται με το αυτοκίνητο το οποίο προξένησε τη ζημία ε) Οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εμπορικής εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ως και οι σύζυγοι αυτών». 
Σε συμμόρφωση με την Οδηγία 84/5 ΕΟΚ, με την τροποποίηση του άρθρου 7 του Νόμου 489/1976 με το άρθρο 4 του π.δ. 264/1991, καταργήθηκαν πλήρως οι εξαιρέσεις λόγω συγγένειας της περίπτωσης (δ) του άρθρου 7 και διατηρήθηκαν οι λοιπές εξαιρέσεις αδιακρίτως.
Οι προβλεπόμενες όμως στο άρθρο 7 του νόμου εξαιρέσεις είναι ασαφείς, έρχονται σε αντίφαση με τις εκπεφρασμένες αξιολογήσεις των ανωτέρω άρθρων 2 παρ. 1 και 6 παρ. 1, 2 και πρέπει να ερμηνευτούν.
Διότι, πως είναι δυνατόν να εξαιρούνται πλήρως όλες οι περιπτώσεις τραυματισμού ή θανάτωσης του καταρτίσαντος την ασφαλιστική σύμβαση, του ιδιοκτήτη, του κατόχου του αυτοκινήτου κλπ, όταν είναι ανυπαίτιοι επιβάτες και ουδεμία σχέση έχουν με την πρόκληση του ατυχήματος; 
Η σύμβαση ασφαλίσεως, ασφαλίζουσα το όχημα για οποιαδήποτε ζημία προκληθεί από την κυκλοφορία του, προεβλέπετο ήδη από τον πρώτο νόμο περί ασφάλισης των εξ αυτοκινήτου ζημιών Νόμο ΓΠν της 4/5/1911 με τίτλο «περί της εκ των αυτοκινήτων ποινικής και αστικής ευθύνης».
Και ναι μεν περιελάμβανε στο άρθρο 12 αυτού την έως τότε, πριν την εισαγωγή της υποχρεωτικής ασφάλισης αυτοκινήτου, σύμφωνη με τις κρατούσες τότε κοινωνικές αντιλήψεις διάταξη « ο νόμος δεν έχει εφαρμογή υπέρ των επιβαινόντων του ζημιώσαντος αυτοκινήτου, ως επίσης υπέρ των δι αυτού μεταφερόμενων πραγμάτων » και εξαιρούσε τους επιβαίνοντες του οχήματος, διότι μέχρι το 1911, που ελάχιστα οχήματα κυκλοφορούσαν στην χώρα μας και ουδείς γνώριζε την ασφαλιστική κάλυψη η ευθύνη του οδηγού, αστική και ποινική, για τα μεταφερόμενα υπ αυτόν πρόσωπα και πράγματα φάνταζε εκτός κοινωνικής πραγματικότητας.
Η εν συνεχεία εισαγωγή με τον Νόμο 489/1976 των εξαιρέσεων του άρθρου 7 αποτέλεσε κατάλοιπο της ανωτέρω διάταξης του νόμου του 1911 για τους επιβάτες παράλληλα με την προσπάθεια να προστατευτούν οι νέες για την Ελληνική νομική και κοινωνική πραγματικότητα ασφαλιστικές εταιρίες από ενδεχόμενες περιπτώσεις συμπαικτικών ατυχημάτων και μόνον. 
Τούτο διαφαίνεται άλλωστε και από την τύχη των περιπτώσεων των εξαιρέσεων του άρθρου 7, οι οποίες αρχικά ήταν πέντε (5), από τις οποίες η μεν πρώτη περίπτωση «Ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημία», μολονότι δεν έχει καταργηθεί μέχρι σήμερα, είναι κατά κοινή ομολογία διάταξη πλεονασματική, που έπρεπε να έχει προ πολλού καταργηθεί, διότι στην περίπτωση αυτή το πρόσωπο του ζημιωθέντος συμπίπτει με το πρόσωπο του υπαιτίου και δεν πληρούται καν το πραγματικό της αδικοπραξίας, η δε τέταρτη περίπτωση, η σχετική με τους συγγενείς των ασφαλισμένων προσώπων έχει προ πολλού ήδη καταργηθεί.
Το άρθρο 7 είναι ασαφές, χρήζει τροποποίησης και πρέπει να ερμηνεύεται πάντα, εναρμονιζόμενο με το άρθρο 6 του ιδίου Νόμου, που ρυθμίζει αφενός την υποχρεωτική κάλυψη της αστικής ευθύνης οιουδήποτε, κάθε οδηγού και κάθε προσώπου, που συνδέεται με το αυτοκίνητο και αφετέρου την υποχρεωτική κάλυψη των ζημιών των επιβαινόντων του οχήματος, αλλά και σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος και τις αρχές για την προστασία της προσωπικότητας και της περιουσίας όλων ανεξαιρέτως των ανυπαίτιων θυμάτων των τροχαίων ατυχημάτων και του Κοινοτικού Δικαίου, και να συνάδει με τη βασική λειτουργία του ν. 489/1976, που συνίσταται στο ότι αφού το ίδιο το κράτος δεν μπορεί μόνο του να αναλάβει την προστασία των ζημιούμενων σε αυτοκινητικά ατυχήματα, η ασφάλιση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα επιτελεί κοινωνική λειτουργία και αποτελεί συγκεκριμενοποίηση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου. 
Αλλά και από την επισκόπηση της νομοθεσίας των υπολοίπων Ευρωπαϊκών Κρατών για το θέμα αυτό, οδηγούμαστε στην ίδια ερμηνευτική προσέγγιση, ότι δηλαδή δεν εξαιρούνται της ασφαλιστικής κάλυψης οι επιβάτες του ασφαλισμένου οχήματος, οιαδήποτε σχέση και αν έχουν με το ζημιογόνο όχημα. 
Ενδεικτικά, στο χώρο του Γερμανικού Δικαίου (ΑΚΒ) στις διατάξεις που περιλαμβάνονται στους γενικούς όρους για την ασφάλεια της αστικής ευθύνης των αυτοκινήτων προβλέπεται ότι: «Α.1.5.6. Το δικαίωμα αποζημίωσης έναντι ενός συνασφαλισμένου προσώπου.
Δεν υφίσταται ασφαλιστική κάλυψη για ζημιές υλικές ή περιουσίας που προκλήθηκαν σε εσάς (ασφαλισμένος), τον κάτοχο ή τον ιδιοκτήτη του οχήματος κατά την χρήση του οχήματος από ένα συνασφαλισμένο πρόσωπο. Όμως για προσωπικές βλάβες υφίσταται ασφαλιστική κάλυψη, όταν π.χ. εσείς ως επιβάτης του οχήματος σας τραυματιστείτε ».
Άλλωστε, το περιεχόμενο αυτό της διάταξης του άρθρου 7 ουδείς ασφαλιζόμενος γνωρίζει, μη νομίμως δεν αναγράφεται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια και αντίκειται και στους γενικούς όρους των συναλλαγών. 
Επιπλέον, το σοβαρότερο επιχείρημα της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης του άρθρου 7 πηγάζει από το γεγονός ότι δεν προβλέπεται τέτοιου είδους ασφάλιση, που να καλύπτει δηλαδή τις μη νόμιμες και ασαφείς αυτές εξαιρέσεις του άρθρου 7, ώστε να δύνανται να τύχουν οι ασφαλισμένοι αυτής της ασφάλισης.
Η δε ανυπαρξία αυτού του είδους της ασφάλισης δεν καλύπτεται και δεν πρέπει να συγχέεται με την ασφάλιση ιδίων ζημιών ως και την ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων, διότι αφορούν σε διαφορετικές κατηγορίες ζημιών, η μεν πρώτη σε υλικές ζημίες η δε δεύτερη δεν αφορά στον κίνδυνο που προέρχεται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου και δεν προϋποθέτει την τέλεση αδικοπραξίας, αλλά αφορά σε οποιοδήποτε ατύχημα ανεξαρτήτως υπαιτιότητας. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η αξίωση του ασφαλισμένου, όταν είναι επιβάτης εδράζεται κατευθείαν στη διάταξη του άρθρου 6 του ν. 489/1976 και δε διέρχεται μέσα από το αόριστο και ασαφές άρθρο 7 του ν. 489/1976, ώστε να εξαιρείται για τις ζημίες, τις οποίες υφίσταται ως συνεπιβάτης λόγω της ιδιότητας του ως ασφαλισμένου και μόνον, δεδομένου μάλιστα ότι σε κάθε περίπτωση ο προκαλέσας το ατύχημα ευθύνεται έναντι του ζημιωθέντος και η ιδιότητα του, ως ασφαλισμένου, δεν αίρει την υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας για ασφαλιστική κάλυψη του υπαιτίου οδηγού. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν αντίθετο και με την προβλεπόμενη υποχρεωτική πλέον ασφάλιση των επιβαινόντων του άρθρου 6 του Ν. 489/1976, όπως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίηση του με τον Ν. 3746/2009, που κατάργησε πλήρως όλες τις προισχύσασες περιπτώσεις εξαιρέσεων επιβαινόντων ή μη.
——————————-