facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Η εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης & ψυχικής οδύνης του άρθρου 932 ΑΚ Ο κίνδυνος απαξίωσης του θεσμού και οι προοπτικές αναβάθμησης του ΔΙΑ της ορθής ερμηνείας της έννοιας «ΕΥΛΟΓΟ» Υπό Γεωργίου Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.

Η εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης & ψυχικής οδύνης του άρθρου 932 ΑΚ Ο κίνδυνος απαξίωσης του θεσμού και οι προοπτικές αναβάθμησης του ΔΙΑ της ορθής ερμηνείας της έννοιας «ΕΥΛΟΓΟ» Υπό Γεωργίου Αμπατζή Δικηγόρου ε.τ.

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, με την οποία θεσπίζεται το δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης εκείνου ο οποίος προσβλήθηκε στα έννομα αγαθά του είτε με τη μορφή της ηθικής βλάβης είτε με τη μορφή της ψυχικής οδύνης, απασχόλησε κατά το εντελώς πρόσφατο παρελθόν τη νομολογία του Αρείου Πάγου και μάλιστα επανειλημμένα. Η ενασχόληση αυτή του Ακυρωτικού με το εν λόγω ζήτημα της μη περιουσιακής ζημίας αποδεικνύει τη ρευστότητα ενός θεσμού, ο οποίος επηρεάζεται άμεσα, ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θεσμό του αστικού δικαίου, όχι μόνο από τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις αλλά και από τις εναλλασσόμενες αξιολογικές παραστάσεις που επικρατούν στην κοινωνία και των οποίων άμεσος δέκτης οφείλει να είναι ο δικαστής. Παράλληλα όμως αυτή η ενασχόληση φανερώνει και την ευαισθησία, τη γνώση και τη λεπτή προσέγγιση με την οποία ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει να χειρίζεται τα θέματα της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω της ιδιαιτερότητας αυτού του θεσμού. Η ιδιαιτερότητα αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι ο εν λόγω θεσμός δεν παρουσιάζει τη σταθερότητα και την «μαθηματική» σχεδόν αντιστοιχία μεταξύ της ζημίας και της αποκατάστασής της που υπάρχει στην περίπτωση της περιουσιακής ζημίας. Αντίθετα εδώ, δηλαδή στην περίπτωση της μη περιουσιακής ζημίας, καλείται ο ίδιος ο δικαστής να χρησιμοποιήσει σε μεγάλο εύρος αξιολογικά στοιχεία και να τα εντάξει μέσα στο πλαίσιο που του έχει ορίσει ο νομοθέτης, ώστε να καταλήξει στο αντίστοιχο συμπέρασμα. 
Η πρώτη ευχάριστη εξέλιξη στη νομολογία του Αρείου Πάγου αφορά τον προσδιορισμό του όρου «οικογένεια» του άρθρου 932 εδαφ. γ΄του ΑΚ, δηλαδή την περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Το ζήτημα που απασχόλησε αυτό το δικαστήριο ήταν αν ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία αποτελούν την οικογένεια, συνιστά «πρόκριμα», το οποίο επιλύεται με βάση τις διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου στο οποίο παραπέμπουν οι σχετικές διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ή αν ο προσδιορισμός αυτός γίνεται άμεσα από το ελληνικό δίκαιο. Έτσι, ενώ με την υπ αριθ 3/2007 απόφαση αυτού του δικαστηρίου υιοθετήθηκε η πρώτη άποψη η οποία και φάνηκε να παγιώνεται με σειρά αποφάσεών του που επακολούθησαν και που υιοθέτησαν την ίδια θέση, δύο χρόνια αργότερα εκδόθηκαν άλλες αποφάσεις, οι οποίες ανέτρεψαν την προηγούμενη νομολογία και υιοθέτησαν τη δεύτερη θέση. Την οριστική λύση στο ζήτημα αυτό έδωσε η υπ αριθ. 10/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η οποία, ομόφωνα και με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση, ακολούθησε την τελευταία αυτή θέση και μάλιστα δέχθηκε ότι για τον προσδιορισμό του κύκλου των προσώπων που απαρτίζουν την οικογένεια του θανόντος εφαρμόζεται άμεσα το ελληνικό δίκαιο χωρίς να υπάρχει ανάγκη προσφυγής στις διατάξεις του ελληνικού διεθνούς δικαίου, άποψη που είχαν υιοθετήσει με την ίδια ακριβώς διατύπωση και δύο προγενέστερες αποφάσεις αυτού του δικαστηρίου . 
Το δεύτερο ζήτημα με το οποίο επίσης επανειλημμένα ασχολήθηκε ο Άρειος Πάγος ήταν εάν η συνταγματικά προβλεπόμενη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) έχει άμεσο πεδίο εφαρμογής στην εύλογη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 του ΑΚ και επομένως αν η αρχή αυτή λαμβάνεται υπόψη απευθείας από το δικαστή ή αν αυτή απευθύνεται μόνο στον κοινό νομοθέτη. Το εν λόγω δικαστήριο με την υπ αριθ. 6/2009 απόφαση της Ολομελείας του δέχθηκε ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν απευθύνεται άμεσα στον δικαστή, αλλά στον κοινό νομοθέτη και επομένως η παραβίασή της από τον δικαστή της ουσίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Πολύ σημαντική και με ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία είναι η άποψη της μειοψηφίας τεσσάρων μελών αυτού του δικαστηρίου, τα οποία υιοθετούν την εντελώς αντίθετη άποψη. Οι δικαστές αυτοί δέχονται συγκεκριμένα ότι η αρχή της αναλογικότητας απευθύνεται, εκτός από το νομοθέτη, και στον δικαστή και ότι επομένως η παραβίασή της ιδρύει τους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔικ. Τη θέση της πλειοψηφίας έχουν ακολουθήσει τόσο προγενέστερες όσο και μεταγενέστερες αποφάσεις αυτού του δικαστηρίου . Την άποψη εξάλλου της μειοψηφίας είχε δεχτεί παλαιότερα η υπ αριθ. 132/2006 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου . Παράλληλα με τη νομολογιακή επεξεργασία του ζητήματος αυτού υπήρξε και γόνιμη σχετική ενασχόληση στη νομική φιλολογία, από θεωρητικούς οι οποίοι προχώρησαν σε διατύπωση συγκροτημένων σκέψεων και προτάσεων για την επιτυχή επίλυση του εν λόγω προβλήματος . Είναι σημαντικό και πρέπει να τονισθεί ότι όλες οι πάρα πάνω αποφάσεις του Αρείου Πάγου, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος των σχετικών μελετών αναφέρονται στο ζήτημα που αφορά και η παρούσα μελέτη, δηλαδή τον προσδιορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 ΑΚ, με τη διαφορά ότι σ’αυτές το ζήτημα εξετάζεται από τη σκοπιά της εφαρμογής από τον δικαστή του συναφούς συνταγματικού όρου της αναλογικότητας . 
Το τρίτο ζήτημα το οποίο απασχόλησε πρόσφατα τους δικαστές του Ακυρωτικού ήταν ακριβώς ο νομικός χαρακτηρισμός του όρου εύλογο του άρθρου 932 του ΑΚ. Αν δηλαδή το περιεχόμενο αυτού του όρου αφήνεται στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, η κρίση του οποίου σχηματίζεται από την αξιολόγηση πραγματικών γεγονότων ή αν ο όρος αυτός αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η οποία χρειάζεται ερμηνευτική εξειδίκευση από το δικαστή, δηλαδή αν σχηματίζεται εκτός από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και από αντίστοιχη αξιολογική κρίση. Η πρακτική συνέπεια που απορρέει από τις δύο διαφορετικές αυτές απόψεις είναι ότι κατά μεν την πρώτη δεν υπάρχει υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια, οπότε και δεν υπάρχει περιθώριο ελέγχου της σχετικής κρίσης του δικαστή της ουσίας από τον Άρειο Πάγο, ενώ κατά την δεύτερη άποψη υπάρχει υπαγωγή αυτού του πορίσματος στη νομική έννοια της «εύλογης» χρηματικής ικανοποίησης και επομένως η κρίση του δικαστή ελέγχεται αναιρετικά. Η θέση που υιοθετούσε ο Άρειος Πάγος μέχρι πρόσφατα, ειδικά στο ζήτημα της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 του ΑΚ, ήταν ότι η σχετική κρίση περιέχει μόνο εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, άρα δεν γεννάται και ζήτημα υπαγωγικού συλλογισμού, ενώ στη θεωρία υποστηριζόταν η αντίθετη άποψη, όπως θα καταδειχθεί από την ανάλυση που ακολουθεί πάρα κάτω. Πρόσφατα όμως το ίδιο δικαστήριο με την υπ αριθ. 1178/2009 απόφασή του παρέπεμψε στην Ολομέλεια, να κριθεί από αυτήν ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αν η ηθική βλάβη και η εύλογη χρηματική ικανοποίηση αποτελούν αόριστες νομικές έννοιες, η εξειδίκευση των οποίων υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Η παραπομπή αυτή του εν λόγω ζητήματος στην Ολομέλεια, η απόφαση της οποίας αναμένεται, καταδεικνύει ακριβώς την αγωνία ίσως και την ανησυχία των δικαστών του Τμήματος που αποφάσισε την παραπομπή για την αρνητική εξέλιξη που παρατηρείται στη νομολογία των πρωτοβάθμιων κυρίως δικαστηρίων ως προς το ζήτημα των επιδικαζόμενων ποσών χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η αρνητική αυτή εξέλιξη εντοπίζεται κυρίως στις περιπτώσεις των τροχαίων ατυχημάτων, όχι όμως και στις άλλες περιπτώσεις όπου επιδικάζεται χρηματική ικανοποίηση, (όπως π.χ. στο εργατικό ατύχημα κλπ. ), στα οποία τροχαία ατυχήματα τα επιδικαζόμενα ποσά είναι τόσο χαμηλά, ώστε οδηγούν σε πλήρη απαξίωση του θεσμού, όπως θα καταδειχθεί από τις αποφάσεις που αναφέρονται πάρα κάτω. 


ΙΙ. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Α. Η απαξίωση του θεσμού και η ανομοιομορφία στα επιδικαζόμενα ποσά-παραδείγματα από τη νομολογία


Ένα από τα πλέον οδυνηρά φαινόμενα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας είναι ο βαρύς φόρος αίματος, νέων κυρίως ανθρώπων, που αυτή καλείται να πληρώνει κάθε χρόνο στα τροχαία ατυχήματα. Στην τραγική αυτή κατάσταση η ελληνική πολιτεία έχει «γυρίσει» κυριολεκτικά την πλάτη της, αρνούμενη να λάβει τα μέτρα εκείνα που την υποχρεώνουν να λάβει, τουλάχιστον στον τομέα της κυκλοφοριακής αγωγής, τόσο ο συνταγματικός όσο και ο κοινός νομοθέτης (άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την προστασία της ζωής των κοινωνών, άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος που θεσπίζει την παιδεία, επομένως και την κυκλοφοριακή αγωγή, ως βασική αποστολή του κράτους για τη διάπλαση των ελλήνων σε υπεύθυνους πολίτες, επομένως και για τη συμπεριφορά τους ως οδηγών οχημάτων ή πεζών. Με το άρθρο 12 παρ. 10 του ΚΟΚ εξάλλου έχει θεσπισθεί ήδη από το έτος 1999 -νόμος 2696/1999- η υποχρέωση της πολιτείας να λάβει τα αναγκαία μέτρα που απαιτούνται ώστε το μάθημα της Οδικής Κυκλοφορίας να διδάσκεται στα σχολεία σε όλες τις βαθμίδες. Από τότε έχουν περάσει 12 ολόκληρα «χαμένα» χρόνια χωρίς η νομοθετική αυτή επιταγή να έχει υλοποιηθεί, λόγω της πλήρους αβελτηρίας και εγκληματικής αδιαφορίας των αρμοδίων εκάστοτε κυβερνητικών οργάνων). Έτσι ο αριθμός των τροχαίων ατυχημάτων στη χώρα μας αυξάνεται αντί να μειώνεται, με πλήρη ευθύνη της ελληνικής πολιτείας ενώ και ο αριθμός των πολιτών που επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από αυτά παραμένει απαράδεκτα μεγάλος. Την κατάσταση αυτή, η οποία έχει εξελιχθεί σε «μοιραίο» πλέον φαινόμενο, επιβαρύνει και η πρακτική ορισμένων δικαστών, οι οποίοι δεν φροντίζουν να απαλύνουν, έστω και στο ελάχιστο και με τα μέσα που τους παρέχει ο νόμος, τον πόνο εκείνων που έχουν πληγεί από τροχαία ατυχήματα, όπως επιβάλει η ισχύουσα νομοθεσία. Ειδικώτερα, το μοναδικό μέσο που προβλέπει ο νομοθέτης του ΑΚ για την απάμβλυνση του ψυχικού πόνου είναι η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης να γίνεται σε χρήμα. Παρατηρείται λοιπόν τελευταία στη νομολογία το φαινόμενο να επιδικάζονται πολύ χαμηλά ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, με αποτέλεσμα όχι μόνο να εξουδετερώνεται ο σκοπός του νομοθέτη ο οποίος θέσπισε τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, αλλά και να παραβιάζεται ευθέως το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της προσωπικότητας, που συνδέεται άμεσα με τη σωματική υγεία και την ψυχική γαλήνη των πολιτών όπως επίσης και με την προστασία αυτών των αγαθών. Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας αυτής από την οποία διακατέχονται ορισμένοι έλληνες δικαστές, κυρίως πρωτοδίκες, είναι η πρόσφατη νομολογία των πρωτοδικείων της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με την έρευνα της οποίας ειδικώτερα ασχοληθήκαμε και την παραθέτουμε ενδεικτικά. (Οι πάρα κάτω αναφερόμενες αποφάσεις δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμα στα νομικά περιοδικά.) Η πλέον χαρακτηριστική από τις πάρα πάνω αποφάσεις είναι η υπ αριθ. 150/2009 απόφαση του ΜονΠρωτΠατρών, με την οποία επιδικάσθηκε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των πεντακοσίων (500)!!! ευρώ σε επιβάτη οχήματος ο οποίος υπέστη κάταγμα βραχιονίου οστού, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, παρέμεινε στο νοσοκομείο κλινήρης επί πέντε ημέρες, έφερε νάρθηκα επί τρίμηνο και του καταλογίσθηκε συνυπαιτιότητα ποσοστού 20%, επειδή δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σκεπτικό αυτής της απόφασης στηρίζεται στην ακόλουθη επιχειρηματολογία: 1) Ότι κατά τη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας και η κρίση του αυτή σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου είτε ως παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού. 2) Ότι στον προσδιορισμό του συγκεκριμένου κονδυλίου δεν εφαρμόζεται απευθείας από τα δικαστήρια η αρχή της αναλογικότητας. 3) Ότι το ποσό που καθόρισε το δικαστήριο της ουσίας δεν ελέγχεται για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ. Για τη θεμελίωση των απόψεών της αυτών η εν λόγω απόφαση παραπέμπει στην πρόσφατη σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου. Με βάση τις πάρα πάνω νομικές σκέψεις και την εκτίμηση των προσδιοριστικών παραγόντων, μεταξύ των οποίων και η οικογενειακή του κατάσταση (ο παθών «ήταν έγγαμος με τρία ανήλικα τέκνα, διαμένων σε μισθωμένη οικία, αντί μηνιαίου μισθώματος της τάξης των 280 ευρώ», αναφέρει σχετικά η απόφαση) το δικαστήριο αποτιμά τη θλίψη και την ταλαιπωρία του στο «δίκαιο και εύλογο ποσό (και για λόγους επιείκειας) των πεντακοσίων (500) ευρώ». Το τελευταίο αυτό απόσπασμα της απόφασης αναφέρεται για να καταδείξει τη σύγχυση που υπάρχει ως προς την έννοια του ευλόγου του άρθρου 932 του ΑΚ, η οποία εκλαμβάνεται στην απόφαση αυτή με την έννοια που τη χρησιμοποιεί ο νομοθέτης του ΑΚ στις περιπτώσεις της αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας, π.χ. άρθρα 225, 286, 387 ΑΚ. Όμως είναι αναμφισβήτητο ότι άλλος είναι ο νομοθετικός σκοπός που εξυπηρετείται στην τελευταία αυτή περίπτωση και γι αυτό αναγνωρίζεται ως επιβαλλόμενη η μειωμένη αποζημίωση για λόγους επιείκειας. Η μηχανιστική μεταφορά του περιεχομένου αυτής της έννοιας και στην αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας, αποτελεί λογικά και νομικά ερμηνευτικό σφάλμα που παραγνωρίζει εντελώς την ίδια τη λειτουργία, τη φύση και το σκοπό της καθιέρωσης από το νομοθέτη του θεσμού της χρηματικής ικανοποίησης, η οποία στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να είναι μειωμένη, όπως εσφαλμένα δέχεται η πάρα πάνω απόφαση. Αλλά και η υπ αριθ. 376/2009 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με την προηγούμενη, της υποβάθμισης δηλαδή του θεσμού της χρηματικής ικανοποίησης, αφού επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 6.500 ευρώ σε οδηγό ο οποίος υπέστη σωματική βλάβη σε τροχαίο ατύχημα και ο οποίος, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτής της απόφασης, δεν εβαρύνετο με καμία υπαιτιότητα. Αυτός ο παθών υπέστη κάταγμα του μηριαίου οστού, θλάση στην περιοχή των πνευμόνων, πνευμονική εμβολή, παρέμεινε στην εντατική μονάδα νοσοκομείου επί ένα μήνα, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (οστεοσύνθεση), του παρουσιάστηκε ακολούθως φλεβική θρόμβωση, νοσηλεύτηκε εκ νέου επί δεκαήμερο και του έγινε ενδομυελική ήλωση, ενώ παρέμεινε ανίκανος για εργασία επί 15 μήνες. Κατά των δύο πάρα πάνω αποφάσεων έχουν ασκηθεί εφέσεις ενώπιον του Εφετείου Πατρών και αναμένεται η έκδοση των σχετικών αποφάσεων. Από τις υπόλοιπες αποφάσεις των πρωτοδικείων της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών αναφέρουμε ενδεικτικά τις ακόλουθες: 1) Την υπ αριθ. 792/2007 απόφαση του ΜονΠρωτΠατρών, η οποία επιδίκασε για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στον παθόντα σε τροχαίο ατύχημα το ποσό των 1000 ευρώ, το οποίο το Εφετείο Πατρών αύξησε σε 12.000 ευρώ 
με την υπ αριθ. 337/2009 απόφασή του. 2) Την υπ αριθ. 176/2007 απόφαση του ΜονΠρωτΑγρινίου, η οποία για την ίδια αιτία επιδίκασε 12.000 ευρώ , ενώ το Εφετείο Πατρών με την υπ αριθ. 280/2009 απόφασή του αύξησε αυτό το ποσό σε 20.000 ευρώ. 3) Την υπ αριθ. 205/2004 απόφαση του ΜονΠρωτΗλείας η οποία επιδίκασε για την ίδια αιτία ποσό 8.000 ευρώ, το οποίο αυξήθηκε σε 40.000 ευρώ με την υπ αριθ. 319/2009 απόφαση του Εφετείου Πατρών. 4) Την υπ αριθ. 451/2007 απόφαση του ίδιου πάρα πάνω δικαστηρίου, η οποία επιδίκασε 3.000 ευρώ και το Εφετείο με την υπ αριθ. 119/2009 απόφασή του αύξησε αυτό το ποσό σε 15.000 ευρώ. 5) Την υπ αριθ. 120/2007 απόφαση του ΜονΠρωτΗλείας η οποία επιδίκασε 4.000 ευρώ, ενώ το Εφετείο Πατρών με την υπ αριθ. 279/2009 απόφασή του το αύξησε σε 22.000 ευρώ και τέλος 6) Την υπ αριθ. 303/2005 απόφαση του ΜονΠρωτΛευκάδας, η οποία επιδίκασε 3.000 ευρώ, ποσό το οποίο αυξήθηκε σε 10.000 ευρώ με την υπ αριθ. 242/2009 απόφαση του Εφετείου Πατρών.
Ένα δεύτερο στοιχείο που διακρίνει την ελληνική νομολογία ως προς το ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι, εκτός από την επιδίκαση χαμηλών ποσών, και η ανομοιομορφία των επιδικαζόμενων ποσών σε υποθέσεις που παρουσιάζουν ουσιαστική αντιστοιχία μεταξύ τους. Έτσι επί ομοίων σχεδόν περιπτώσεων σωματικής βλάβης ή θανάτου συγγενούς, όταν πρόκειται για ψυχική οδύνη των οικείων του που συμβαίνουν σε τροχαία ατυχήματα, παρατηρείται μεγάλη διαφορά στα ποσά που επιδικάζονται για χρηματική ικανοποίηση. Όπως ορθά παρατηρείται η διαφορά αυτή φθάνει πολλές φορές σε σημείο ώστε για σωματική βλάβη του αυτού είδους (π.χ. τραυματισμός οφθαλμού ) το ένα δικαστήριο να επιδικάζει ένα εξευτελιστικό ποσό και το άλλο να επιδικάζει ποσό, το οποίο σύμφωνα με την ελληνική δικαστηριακή πρακτική μπορεί να χαρακτηρισθεί υπερβολικό ή αυθαίρετο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παρατήρηση αυτή δεν γίνεται από έναν θεωρητικό του δικαίου, αλλά από ένα διακεκριμένο δικαστικό λειτουργό ο οποίος πέρασε από όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε ειδικά ως θεωρητικός ερευνητής με αυτό το θεσμό και για τους λόγους αυτούς η άποψή του έχει ιδιάζουσα βαρύτητα. 

Από την παράθεση των προαναφερόμενων αποφάσεων, που όλες τους έχουν εκδοθεί στο πρόσφατο παρελθόν, προκύπτει ότι το επίκαιρο πρόβλημα για τον θεσμό της χρηματικής ικανοποίησης, δεν είναι μόνο η παρατηρούμενη στη νομολογία ανομοιόμορφη μεταχείριση παρόμοιων υποθέσεων από τα δικαστήρια της χώρας μας, όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας Σ.Πατεράκης, αλλά και ο άμεσος κίνδυνος πλήρους υποβάθμισης και απαξίωσης του θεσμού, λόγω των πολύ χαμηλών ποσών που επιδικάζονται. Αν δε η ανομοιομορφία που παρατηρείται στα επιδικαζόμενα ποσά θίγει καίρια τον βασικό πυλώνα της δικαιοσύνης που είναι η ασφάλεια του δικαίου, ενώ παράλληλα δημιουργεί στους πολίτες την αίσθηση της αδικίας η οποία απορρέει από την ανισότητα στην απονομή της δικαιοσύνης , η επιδίκαση αυτών των πολύ χαμηλών ποσών παραβιάζει ευθέως τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, η οποία θεσπίζει τη συνταγματική πλέον προστασία της προσωπικότητας, ειδική εκδήλωση της οποίας αποτελούν και η ζωή, η σωματική ακεραιτότητα και η υγεία του ανθρώπου, όπως θα καταδειχθεί πάρα κάτω. Ο θεμελιακός μάλιστα χαρακτήρας της πάρα πάνω συνταγματικής διάταξης καταφαίνεται και από το γεγονός ότι αυτή δεν υπόκειται σε αναθεώρηση (άρθρ. 110 παρ. 1 του Συντάγματος). 



Β. ΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΜΕΣΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΟΥΣ 

1. Τα αίτια

Ο συγγραφέας Σ.Πατεράκης υποστηρίζει ότι η ανομοιομορφία που παρατηρείται στα δικαστήρια της ουσίας ως προς την επιδίκαση διαφορετικών ποσών χρηματικής ικανοποίησης επί παρομοίων περιπτώσεων όπως επίσης και η επιδίκαση πολύ χαμηλών ποσών οφείλεται στις ακόλουθες αιτίες: 1) Στη μη επαρκή ενασχόληση των εφαρμοστών του δικαίου με την έννοια, τη φύση και τον σκοπό της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης. 2) Στην έλλειψη αξιόπιστων πινάκων νομολογιακών επιθεωρήσεων, οι οποίοι συντάσσονται μετά από διεξοδική κρίση των μεμονωμένων περιπτώσεων, όπως π.χ. συμβαίνει στη Γερμανία, και οι οποίοι πίνακες θα μπορούσαν να αποτελέσουν σε αυτή τη βάση την αφετηρία για μια σε κάποιο βαθμό ομοιόμορφη πρακτική επιμέτρησης των ποσών της χρηματικής ικανοποίησης και 3) στο γεγονός ότι οι διάδικοι πολλές φορές ζητούν συμβολικά ποσά για την ικανοποίηση της μη περιουσιακής ζημίας και ότι, για το λόγο αυτό αυτοί καθίστανται υπαίτιοι, κατά την άποψη αυτού του συγγραφέα, της επιδίκασης εξευτελιστικών ποσών 
Ο συγγραφέας εξάλλου και επίσης κορυφαίος δικαστικός λειτουργός Α.Κρητικός, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το τροχαίο ατύχημα, επισημαίνει την ανομοιομορφία αυτή η οποία παρατηρείται στη νομολογία ως προς το ύψος των επιδικαζόμενων ποσών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία και αποδίδει στις ακόλουθες δύο αιτίες: 1) Στην ιδιαιτερότητα του καθοριζόμενου εκάστοτε ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο και επιδικάζεται με βάση τα πρόσφορα προς τούτο προσδιοριστικά στοιχεία της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και τα οποία σπάνια μπορεί να ταυτίζονται μεταξύ τους στις διάφορες περιπτώσεις και 2) στο γεγονός ότι επειδή, κατά την άποψη του συγγραφέα, τα προσδιοριστικά αυτά στοιχεία ανάγονται σε εκτίμηση αποδείξεων και διαφεύγουν τον αναιρετικό έλεγχο δεν υπάρχει περίπτωση να επιτευχθεί ενότητα της νομολογίας μέσω των αποφάσεων του Ακυρωτικού 
Άλλοι συγγραφείς αποδίδουν την προαναφερόμενη έλλειψη ενιαίας αντιμετώπισης από τη νομολογία των επιδικαζόμενων ποσών στο γεγονός ότι οι δικαστικές αποφάσεις σχεδόν στο σύνολό τους δεν έχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως απαιτεί το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, αλλά καταλήγουν στην επιδίκαση των ποσών της χρηματικής ικανοποίησης μετά από μία γενική και αόριστη αντιμετώπιση του ζητήματος. Το στοιχείο αυτό αποτελεί, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, χαρακτηριστική χρόνια αδυναμία του συνόλου σχεδόν της ελληνικής νομολογίας 
Ενδεικτικό παράδειγμα από τη νομολογία είναι εκείνο που αναφέρεται από τον Γ.Καράκωστα και καταδεικνύει όχι μόνο το «εξευτελιστικό», κατά τον συγγραφέα, ποσό που επιδικάστηκε λόγω ψυχικής οδύνης, αλλά και την «άνιση αντιμετώπιση» από τους έλληνες δικαστές ορισμένων ενδεικτικών περιπτώσεων . Έτσι με την υπ αριθ. 1290/1977 απόφασή του το Εφετείο Αθηνών επιδίκασε σε ανήλικο τέκνο για την ψυχική οδύνη που δοκίμασε από τον θάνατο του πατέρα του 5.000 δραχμές, ενώ το ίδιο δικαστήριο εκτίμησε ότι η προσβολή της προσωπικότητας την οποία υπέστη δικηγόρος από την απόπειρα εκτέλεσης εις βάρος του εντάλματος προσωπικής κράτησης για χρέος του προς το Δημόσιο, το οποίο αυτός είχε εξοφλήσει, ανερχόταν σε 15.000 δραχμές, ποσό το οποίο και του επιδίκασε 


2. Οι προτεινόμενες λύσεις

Οι λύσεις που προτείνονται από τους πάρα πάνω συγγραφείς και με τις οποίες επιτυγχάνεται, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, όχι η επίλυση αλλά η άμβλυνση του προβλήματος, είναι οι ακόλουθες: 1) Η σύνταξη πινάκων προσδιορισμού των επιδικαζομένων από τα δικαστήρια ποσών χρηματικής ικανοποίησης επί παρομοίων περιπτώσεων. Επισημαίνεται όμως από τους εν λόγω συγγραφείς ότι οι πίνακες αυτοί αποτελούν απλά την αφετηρία για μία, σε κάποιο βαθμό ομοιόμορφη πρακτική, με τη λήψη υπόψη των ποικίλων περιστάσεων της μεμονωμένης περίπτωσης και δεν μπορούν οι εν λόγω πίνακες να διεκδικήσουν απόλυτη αξία, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζει κάθε περίπτωση. Αυτοί μπορούν απλά να χρησιμοποιηθούν μόνο ως ένα βοήθημα προσανατολισμού του δικαστή . Έτσι το δικαστήριο της ουσίας, ξεκινώντας από τις περιπτώσεις που περιέχονται στον πίνακα και εμφανίζουν κάποια ομοιότητα με την κρινόμενη, θα λαμβάνει υπόψη, προς μείωση ή επαύξηση του ποσού, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης σε συνδυασμό με τις εν τω μεταξύ επελθούσες οικονομικές εξελίξεις και τις τυχόν μεταβεβλημένες αξιολογικές παραστάσεις . 


3. Κριτική των προαναφερόμενων απόψεων

Οι πάρα πάνω εκτιθέμενες απόψεις ως προς τα αίτια της ανομοιομορφίας στην επιδίκαση των ποσών της χρηματικής ικανοποίησης και του χαμηλού ύψους αυτών, οι οποίες μάλιστα προέρχονται από συγγραφείς με πλούσια δικαστηριακή πείρα και επομένως έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα όχι μόνο θεωρητικά αλλά και ως ζωντανό βιοτικό συμβάν που απαιτεί δίκαιη και ορθή λύση, καταδεικνύει και τη σοβαρότητα του ζητήματος. Η εισαγωγή στην δικαστηριακή πρακτική αντίστοιχων πινάκων νομολογιακών επιθεωρήσεων ομολογείται και από τους δύο πάρα πάνω συγγραφείς ότι δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα, αλλά μόνο να το αμβλύνει. Η θέση αυτή είναι σωστή, γιατί η εφαρμογή του συστήματος των πινάκων δεν επιφέρει και τη λύση στο ζήτημα της «εξατομίκευσης» και της «συγκεκριμενοποίησης» του επιδικαστέου ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, που είναι και το ζητούμενο. Η επισήμανση επίσης του Σ.Πατεράκη ότι αίτιο του προβλήματος είναι η ανεπαρκής ενασχόληση των εφαρμοστών του δικαίου με την έννοια, τη φύση και το σκοπό του εν λόγω θεσμού, είναι προφανώς βάσιμη, αφού προέρχεται από ένα έμπειρο δικαστικό λειτουργό ο οποίος λόγω ακριβώς αυτής της ιδιότητάς του έχει γνωρίσει από άμεση αντίληψη τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται οι συνάδελφοί του, εφαρμοστές του δικαίου, αυτό το ζήτημα. Δεν φαίνεται όμως πειστική η άποψη αυτού του συγγραφέα ότι μία από τις αιτίες της επιδίκασης εξευτελιστικών ποσών ηθικής βλάβης αποτελεί το γεγονός ότι οι ίδιοι οι διάδικοι πολλές φορές ζητούν δήθεν συμβολικά ποσά για τη μη περιουσιακή τους ζημία. Στους νομικούς της πράξης που ασχολούνται με το τροχαίο ατύχημα είναι γνωστό ότι συνήθως τα υψηλότερα κονδύλια των αγωγών στην περίπτωση τροχαίων ατυχημάτων είναι εκείνα της ψυχικής οδύνης, όταν υπάρχει θάνατος συγγενούς, και της ηθικής βλάβης όταν υπάρχει σωματική βλάβη. Εάν εξάλλου ο εν λόγω συγγραφέας υπονοεί τα χαμηλά πράγματι ποσά που ζητούν οι παθόντες ως χρηματική ικανοποίηση ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, το γεγονός αυτό και μόνο δεν αρκεί να προσφέρει πειστικότητα στην άποψη αυτή. Και αυτό διότι είναι γνωστό στους νομικούς της πράξης, δικηγόρους και δικαστές, ότι οι δικαιούχοι ζητούν συμβολικά ποσά διότι επιφυλάσσονται, για λόγους που είναι αυτονόητοι, να ασκήσουν τις σχετικές αξιώσεις τους ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, γεγονός που αποτελεί θεμιτή σκοπιμότητα την οποία ακολουθούν πάγια οι δικηγόροι που χειρίζονται τα τροχαία ατυχήματα από την πλευρά των παθόντων. 

4. Η άποψή μας

Από την ανάλυση των πάρα πάνω απόψεων προκύπτει ότι οι προαναφερόμενοι συγγραφείς δεν αποδέχονται τη θέση που υποστηρίζεται στη νομική βιβλιογραφία ότι τα αίτια του προβλήματος εντοπίζονται κυρίως στον μη ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννοιας του «ευλόγου» του άρθρου 932 του ΑΚ που έχει επικρατήσει στη νομολογία. Σύμφωνα με αυτή την θέση, με την οποία και εμείς συντασσόμαστε, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση της προαναφερόμενης διάταξης αποτελεί αόριστη νομική έννοια η οποία πρέπει να εξειδικεύεται από τον εφαρμοστή του δικαίου με τις κατάλληλες ερμηνευτικές μεθόδους. Κατά συνέπεια η έννοια αυτή δεν αποτελεί πραγματικό άλλά νομικό ζήτημα, αφού προϋποθέτει ερμηνευτική εξειδίκευση η οποία και γίνεται με βάση τους κανόνες της λογικής και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλαδή με βάση αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια και όχι με υποκειμενικά κριτήρια άσχετα και ασυμβίβαστα με την έννοια του «ευλόγου» . 



ΙΙΙ. Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 932 ΑΚ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΤΙΘΕΜΕΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ

1. Η θέση της νομολογίας του Αρείου Πάγου

Όπως αναφέρθηκε πάρα πάνω, η πάγια θέση της νομολογίας του Αρείου Πάγου ήταν, μέχρι την έκδοση της υπ αριθ. 1178/2009 απόφασης αυτού του δικαστηρίου με την οποία το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση γεγονότων χωρίς την υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια, ώστε να υπάρξει περιθώριο εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Αναγκαία λογική συνέπεια αυτής της θέσης είναι ότι οι προσδιοριστικοί παράγοντες του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. βαρύτητα του πταίσματος του ζημιώσαντος, είδος και έκταση της προσβολής, κοινωνικοοικονομική κατάσταση των εμπλεκομένων μερών κλπ) αποτελούν απλά μέσα με βάση τα οποία το δικαστήριο καταλήγει στον προσδιορισμό του ποσού και δεν αποτελούν στοιχεία του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Όλη αυτή η επιχειρηματολογία του Αρείου Πάγου στηρίζεται στην παραδοχή ότι το «εύλογο» της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 του ΑΚ δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η οποία και πρέπει να εξειδικευθεί. Επομένως αν η δικαστική απόφαση δεν προβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση στον προσδιορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αυτή είναι εσφαλμένη και θα ελεγχθεί με βάση τους κανόνες που θέτει η ίδια η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και στα πλαίσια που οριοθετούν το σχετικό έλεγχο οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα ένδικα μέσα. Επομένως στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος περιορίζεται μόνο στο ενδεχόμενο σφάλμα ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο οποίος έλεγχος γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουσίας, δηλαδή όχι από τον Άρειο Πάγο. 


2. Η άποψη της θεωρίας- Ο χαρακτηρισμός της έννοιας «εύλογη» χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ ως αόριστης νομικής έννοιας.

Στη νομική βιβλιογραφία υποστηρίζεται, αντίθετα με την προαναφερόμενη θέση του Αρείου Πάγου, ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση εντάσσεται στην κατηγορία των αποκαλούμενων αόριστων νομικών εννοιών, οι οποίες και πρέπει να εξειδικευθούν από το δικαστή με τις κατάλληλες ερμηνευτικές μεθόδους. Η πρακτική συνέπεια αυτής της άποψης είναι ότι η ερμηνευτική διαδικασία που ακολουθεί ο δικαστής συνιστά υπαγωγικό συλλογισμό, ο οποίος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Προκειμένου να γίνει κατανοητή η θέση αυτή των υποστηρικτών αυτής της άποψης, πρέπει να γίνει μία σύντομη εννοιολογική ανάλυση και προσέγγιση του όρου «αόριστη νομική έννοια». 
Κατ αρχήν από την άποψη της τυπικής λογικής έννοια είναι ένα σύνολο κρίσεων με τις οποίες ορίζεται τα βάθος και το πλάτος του νοουμένου αντικειμένου. Οι έννοιες εκφράζονται με λέξεις, οι οποίες αποτελούν και τα σύμβολά τους, έτσι ώστε οι λέξεις να καθίστανται οι σταθεροί φορείς του νοήματος των εννοιών και των αντικειμένων που δηλώνονται με αυτά. Εξάλλου οι κανόνες δικαίου κατά το πραγματικό μέρος τους απαρτίζονται από νομικές έννοιες και ως τέτοιες νοούνται εκείνες που αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα τα οποία και αποτελούν τις εμπειρικές προϋποθέσεις των νομικών γεγονότων. Νομικό γεγονός είναι το πραγματικό εκείνο γεγονός το οποίο έχει νομική σημασία και συνιστά σύνθετη έννοια, που απαρτίζεται α) από το υποθετικό πραγματικό γεγονός το οποίο περιέχεται στη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και β) από την πρόσθετη κρίση για τη νομική σημασία που αποδίδεται σε αυτό από την κρατούσα έννομη τάξη. Επομένως η κρίση για τη νομική σημασία του πραγματικού γεγονότος είναι πάντοτε κρίση νομική, αφού με αυτήν αποφαινόμαστε ότι το συγκεκριμένο πραγματικό γεγονός έχει τη σημασία την οποία του προσδίδει ο κανόνας δικαίου . Ο προσδιορισμός τέλος των νομικών γεγονότων ως στοιχείο του πραγματικού σκέλους του κανόνα δικαίου, γίνεται με νομικούς όρους που αναφέρονται σε σαφείς, κατά κανόνα, έννοιες. Τέτοιες σαφείς, αλλιώς ορισμένες, έννοιες είναι εκείνες για τις οποίες έχουμε σαφή γνώση και των γνωρισμάτων τους, δηλαδή του βάθους τους και του πλήθους των αντικειμένων που περιλαμβάνονται στην τάξη τους, δηλαδή του πλάτους τους . Αόριστες δε έννοιες είναι εκείνες των οποίων και το βάθος και το πλάτος είναι «επαρκώς αβέβαια» . Στην πρώτη κατηγορία των «ορισμένων εννοιών» ανήκουν π.χ. η πώληση, η μίσθωση, το χρησιδάνειο κλπ., ενώ στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται οι έννοιες των χρηστών ηθών, του σπουδαίου λόγου, της ασέλγειας κλπ. Οι αόριστες έννοιες έχουν τα ακόλουθα δύο χαρακτηριστικά: 1) Είναι μεν «γενικές» και «αφηρημένες», όπως μπορεί να είναι κάθε έννοια της οποίας τα γνωρίσματα δεν επαρκούν για τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου στο οποίο αυτές αναφέρονται και 2) μπορούν να γίνουν «ορισμένες», αφού εμπεριέχουν τα στοιχεία εκείνα πάνω στα οποία μπορεί να στηριχθεί η ερμηνεία για να προχωρήσει στην εξειδίκευση του περιεχομένου τους. Ο προσδιορισμός εξάλλου της νομικής έννοιας είτε αυτή είναι ορισμένη είτε αόριστη, η ανάλυση δηλαδή των στοιχείων της σε πρόταση οι προϋποθέσεις της οποίας να συμπίπτουν εννοιολογικά προς τα στοιχεία του συγκεκριμένου βιοτικού συμβάντος, είναι αναγκαία διότι χωρίς αυτό τον προσδιορισμό, δεν μπορεί να υλοποιηθεί η λειτουργία του επαγωγικού συλλογισμού στην εφαρμογή του δικαίου . Με τη λειτουργία ακριβώς του επαγωγικού συλλογισμού συνδέεται και η διάκριση μεταξύ «περιγραφικών εννοιών» (descriptive Begriffe) και «κανονιστικών ή αξιολογικών εννοιών» (normative Begriffe), που αποτελούν και τα στοιχεία του κανόνα δικαίου. Ως περιγραφικές έννοιες νοούνται εκείνες που αναφέρονται σε αντικείμενα των οποίων λαμβάνουμε γνώση και περιγράφουμε με την αντίληψή μας μέσω των αισθήσεων ή με οποιονδήποτε άλλο εμπειρικό τρόπο. Ως κανονιστικές νοούνται εκείνες οι έννοιες οι οποίες προϋποθέτουν πάντοτε μία αξιολόγηση η οποία συνίσταται στη λειτουργική σχέση που υπάρχει μεταξύ του παραστατικού αντικειμένου και του αξιολογικού αισθήματος . Με βάση την πάρα πάνω διάκριση και την βασική αρχή του δικαίου ότι μόνο τα πράγματα περιγράφονται ενώ οι έννοιες ορίζονται, οι περιγραφικές έννοιες εξαρτώνται από την απλή διάγνωση των πραγματικών περιστατικών και την υπαγωγή τους στα «περιγραφικά» προσδιοριζόμενα στοιχεία της νομικής έννοιας. Οι αξιολογικές όμως έννοιες εξαρτώνται από την εκτίμηση των περιστατικών με βάση είτε ειδικώτερα αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλούνται από ένα σύμπλεγμα κανόνων δικαίου είτε από γενικότερα κριτήρια αξίας στα οποία αναφέρεται ο κανόνας δικαίου . 
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε συνάγεται το συμπέρασμα ότι το στοιχείο του «ευλόγου» της χρηματικής ικανοποίησης φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της αόριστης νομικής έννοιας και πρέπει να χαρακτηριστεί σαν τέτοια, αφού 1) τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ατομική περίπτωση θα πρέπει να ενταχθούν στην έννοια του «ευλόγου», την οποία έννοια και πρέπει να εξειδικεύσει ο δικαστής δια της ερμηνευτικής οδού και με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια που έχει θεσπίσει η νομολογία και η θεωρία (π.χ. την βαρύτητα του πταίσματος, τη σοβαρότητα της βλάβης, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των εμπλεκομένων μερών κλπ.) και ακολούθως να υπαγάγει τα πραγματικά αυτά περιστατικά «ευλόγου», που αποτελεί πλέον τη μείζονα πρόταση αυτού, προκειμένου να καταλήξει στο αντίστοιχο συμπέρασμα (έννομη συνέπεια). 2) Διότι στην ίδια την πάρα πάνω διάταξη εμπεριέχονται όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για να προχωρήσει ο εφαρμοστής του δικαίου στην εξειδίκευση του περιεχομένου τους. 






ΙV. Η ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «ΕΥΛΟΓΗ» ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΝΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥ


Α. Η ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ

Η εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας που επιτυγχάνεται με την ερμηνευτική μέθοδο, συνδέεται στενά με τα κενά που υπάρχουν στο νόμο και τα οποία ηθελημένα αφήνονται από τον νομοθέτη (μη αληθή κενά), προκειμένου ο δικαστής να συγκεκριμενοποιήσει αυτός πλέον την νομοθετική βούληση και να την εφαρμόσει στην ατομική περίπτωση . Ουσιαστικό στοιχείο για την ανεύρεση αυτής της νομοθετικής βούλησης είναι η διαπίστωση από τον εφαρμοστή του δικαίου του λόγου για τον οποίο ο νομοθέτης άφησε αρρύθμιστο το συγκεκριμένο ζήτημα, γεγονός το οποίο συνδέεται με την αιτία της καθιέρωσης των αόριστων νομικών εννοιών γενικά. Όπως υποστηρίζεται στη θεωρία, η χρησιμοποίηση του στοιχείου αυτού από τον νομοθέτη έχει σαν σκοπό τη δικαιότερη ρύθμιση των περιπτώσεων εκείνων οι οποίες δεν μπορούν να επιλυθούν με τρόπο ικανοποιητικό από τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι περιέχουν τυποποιημένη και γενική ρύθμιση. Για το λόγο αυτό ακριβώς οι αόριστες έννοιες εμπεριέχουν κάποιο βαθμό αβεβαιότητας και αοριστίας, μειονέκτημα το οποίο αντισταθμίζεται αφενός μεν με την δικαιότερη ρύθμιση της ατομικής περίπτωσης αφετέρου δε με την δημιουργία κατευθυντηρίων γραμμών κατά την εφαρμογή αυτών των εννοιών, ώστε να επιτυγχάνεται κάποια ισορροπία μεταξύ της δικαιοσύνης που εξατομικεύει και της τάσης για την ομοιομορφία και τη σταθερότητα του δικαίου .
Ειδικότερα, όσον αφορά την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ο νομοθέτης επέλεξε να αναθέσει στον δικαστή να σταθμίσει εκείνος τις ειδικές συνθήκες της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και, κινούμενος μέσα στα πλαίσια της νομοθετικής του βούλησης αλλά και του σκοπού του κανόνα δικαίου, να προσδιορίσει και ακολούθως να επιδικάσει το ποσό εκείνο που αυτός θεωρεί «εύλογο». Ο λόγος για τον οποίο επέλεξε ο νομοθέτης αυτήν την λύση έχει εντοπιστεί και διερευνηθεί εδώ και πολλά χρόνια από έναν από τους πιο σημαντικούς νομικούς του αιώνα μας, τον Κων/νο Τριανταφυλλόπουλο, και είναι ο ακόλουθος: Στην περίπτωση της περιουσιακής ζημίας ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να επιδικάσει ως αποζημίωση συγκεκριμένο ποσό και ειδικότερα εκείνο το οποίο προκύπτει από την σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος πριν από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος με εκείνην στην οποία η περιουσιακή αυτή κατάσταση βρίσκεται μετά το ζημιογόνο γεγονός. Η διαφορά αυτή ακριβώς συνιστά και την ζημία του βλαβέντος στα έννομα αγαθά του κοινωνού και η σχετική καταμέτρησή της γίνεται με το κοινό μέτρο, που είναι το χρήμα. Όμως με το χρήμα μπορούν αν μετρηθούν και να συγκριθούν στοιχεία που είναι όμοια μεταξύ τους και όχι στοιχεία αντικαταστατά προς αναντικατάστατα και αναπλήρωτα, όπως είναι η ηθική βλάβη, η λύπη, η στενοχώρια κλπ. Άλλωστε και μετά την επέλευση αυτών των αρνητικών συνεπειών η περιουσία του παθόντος, αναγόμενη σε χρήμα, παραμένει η αυτή. Λόγω λοιπόν αυτής της αδυναμίας «μαθηματικού αντισταθμίσματος» μεταξύ ζημίας και ηθικής βλάβης ο νομοθέτης δεν είναι σε θέση να διατυπώσει γενικό κανόνα και για το λόγο αυτό βρίσκεται στην ανάγκη να παραπέμψει τη λύση στο δικαστή, στον οποίο και υποδεικνύει την αυτονόητη αρχή ότι η κρίση του αυτή πρέπει να είναι εύλογη . Η κρίση αυτή για τον προσδιορισμό του ευλόγου της χρηματικής ικανοποίησης από τον εφαρμοστή του δικαίου, συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου και με την συγκρότηση της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού. Στην διανοητική αυτή εργασία του ο δικαστής δεν είναι ελεύθερος, αλλά τα όριά του προσδιορίζονται και περιορίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία: 1) Η ανεύρεση του περιεχομένου του κανόνα δικαίου πρέπει να γίνεται με την ερμηνευτική διαδικασία της «τελολογικής εξειδίκευσης». Η διαδικασία αυτή, με βάση την οποία πραγματώνεται η ιδέα του δικαίου στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, περιλαμβάνει τα ακόλουθα δύο βασικά στάδια: α) Αρχικά την υπαγωγή του κρινόμενου βιοτικού συμβάντος στον ειδικό κανόνα ο οποίος διέπει την έννομη σχέση, και εν προκειμένω στη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. β) Ακολούθως την ένταξη αυτής της διάταξης στην συνολική αξιολογική κλίμακα της έννομης τάξης και τον ειδικότερο σκοπό θέσπισής της, ώστε αυτή να πραγματώνει την ιδέα του δικαίου . 2) Η σύνθεση των δύο πάρα πάνω στοιχείων προϋποθέτει αναγκαστικά την τελεολογική γνώση της συγκεκριμένης διάταξης, δηλαδή την ανεύρεση της νομοθετικής βούλησης η οποία εκφράζεται με αυτή. Και αυτό διότι το περιεχόμενο οποιουδήποτε κανόνα δικαίου υπαγορεύεται από τον σκοπό του δικαίου και οι κανόνες αυτοί αποτελούν ακριβώς τα μέσα για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού . 3) Η εξειδίκευση αυτή γίνεται πάντοτε με αντικειμενικά κριτήρια, διότι με την χρησιμοποίηση των αόριστων εννοιών, της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης εν προκειμένω, γίνεται αναφορά στην ίδια την ιδέα του δικαίου μέσω των κρατούντων αξιολογικών κριτηρίων στα οποία έμμεσα αναφέρεται ο κανόνας του δικαίου . Τα κριτήρια αυτά είναι κατ΄αρχήν όσα η νομολογία και η θεωρία έχουν επισημάνει ως πρόσφορα προσδιοριστικά στοιχεία για την συγκρότηση της αντίστοιχης δικαστικής κρίσης (π.χ. ο βαθμός του πταίσματος, η βαρύτητα της βλάβης, οι οικονομικές σχέσεις των εμπλεκομένων μερών κλπ.) .
Προκειμένου όμως ο δικαστής να ανιχνεύσει τη νομοθετική βούληση, όπως αυτή ενσωματώνεται στο συγκεκριμένο κανόνα του δικαίου και εν προκειμένω στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, πρέπει εκτός από τα αξιολογικά κριτήρια να γνωρίζει καλά και να λαμβάνει υπόψη του κάθε φορά τους ακόλουθους παράγοντες: 1) Την ιστορική εξέλιξη του θεσμού της αποκατάστασης της μη περιουσιακής ζημίας μέσα στην ελληνική κοινωνία, δηλαδή τα στοιχεία που συνθέτουν την ουσία της διαχρονικότητάς του. 2) Τη νομική φύση, το σκοπό και τη λειτουργία του θεσμού και 3) τη θέση που κατέχει ο θεσμός στην αξιολογική κλίμακα της ελληνικής έννομης τάξης. Τα στοιχεία αυτά θα αναφερθούν επιγραμματικά και μόνο στο βαθμό που μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση του ρόλου που αυτά παίζουν στο σχηματισμό της αντίστοιχης δικαστικής κρίσης. 


1. Η ιστορική εξέλιξη του θεσμού

Η γνώση της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού της χρηματικής ικανοποίησης μέσα στους αιώνες υποβοηθεί σημαντικά το έργο του δικαστή, διότι τον καθιστά κοινωνό της διαχρονικής εξέλιξής του και τον οδηγεί στην συνειδητοποίηση το γεγονότος ότι αυτός δεν αποτελεί προϊόν της σύγχρονης νομικής επιστήμης και νομοθεσίας, αλλά έχει βαθιές τις ρίζες του στην δομή της ελληνικής κοινωνίας ήδη από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησής της ως πόλης-κράτους. Από τότε ο θεσμός διαμορφώθηκε ακολουθώντας τις οικονομικές εξελίξεις αλλά και τις αξιολογικές παραστάσεις που τον προσδιορίζουν. Έτσι ο δικαστής συνειδητοποιεί την ευθύνη που έχει ως «δυνάμει» νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εφαρμόσει στην πράξη αξίες οι οποίες συνοδεύουν ολόκληρη την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας από την αρχαιότητα έως σήμερα. Είναι χαρακτηριστικοί οι δικανικοί λόγοι των ρητόρων της αρχαίας Αθήνας και συγκεκριμένα εκείνοι του Ισοκράτους κατά Λοχίτου (396-5) και Δημοσθένους κατά Μηδείου (537-72) στους οποίους γίνεται αναφορά για τη μη περιουσιακή ζημία και την αντίστοιχη ικανοποίησή της. Στον πρώτο από αυτούς ο ρήτορας υποστηρίζει ότι ο εντολέας του ζητεί ικανοποίηση όχι για την βλάβη που προξένησε σε αυτόν ο ξυλοδαρμός, αλλά για τον εξευτελισμό και την προσβολή του ένεκα αυτού, για τα οποία οι ελεύθεροι πολίτες πρέπει να θυμώνουν όσο γίνεται και να λαβαίνουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση («ουχ υπέρ της άλλης βλάβης της εκ των πληγών γενομένης αλλά υπέρ της αικίας και της ατιμίας ήκω παρ αυτού δίκην ληψόμενος, υπέρ ων προσήκει τις ελευθέροις μάλιστ&οργίζεσθαι και μεγίστης τυγχάνειν τιμωρίας». Στον δεύτερο εξάλλου λόγο ο Δημοσθένης ισχυρίζεται ότι δεν προκαλεί συνήθως την οργή (του πληγέντος) ο ξυλοδαρμός, αλλά ο (επαγόμενος) εξευτελισμός « ου γαρ η πληγή παρέστηκεν την οργήν, αλλά η ατιμία.» . 

2. Νομική φύση, σκοπός και λειτουργία του θεσμού

Αν η γνώση της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού υποβοηθεί τον δικαστή στον σχηματισμό της σχετικής κρίσης του, τα στοιχεία που αναφέρονται πάρα πάνω, ως επικεφαλίδα αυτού του κεφαλαίου, είναι αναγκαία για την συγκρότηση αυτής της κρίσης. Κι΄αυτό γιατί αυτά αποτελούν «την επικαιροποίηση», το καταστάλαγμα, της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού και της μορφής που αυτός έχει λάβει υπό την επίδραση των οικονομικών εξελίξεων και των αξιολογικών παραστάσεων που έχουν μεσολαβήσει κατά την δεδομένη χρονική στιγμή κατά την οποία καλείται αυτός να αποφασίσει. Για την νομική φύση και τον σκοπό που υπηρετεί ο θεσμός της χρηματικής ικανοποίησης υπάρχει μεγάλη σε έκταση ενασχόληση των επιστημόνων, με αντίστοιχες δημοσιεύσεις, στις οποίες και παραπέμπουμε . Ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα ο Κ.Τριανταφυλλόπουλος εντόπισε την ιδιαιτερότητα της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης έναντι της περιουσιακής ζημίας. Έτσι, υποστηρίζει ο εν λόγω συγγραφέας, ενώ η τελευταία εξαφανίζεται εντελώς ή περίπου, εφόσον αποκατασταθεί είτε φυσικώς (in natura) είτε σε χρήμα, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την μη περιουσιακή ζημία. Κι΄αυτό συμβαίνει διότι όταν προσβάλλονται συναισθήματα συμπάθειας, αγάπης ή ευγενούς διάθεσης προς ένα πρόσωπο ή πράγμα, η χορήγηση χρηματικού ποσού δεν είναι δυνατόν να τερματίσει αναδρομικά την ηθική βλάβη που προήλθε από την προσβολή, δηλαδή δεν είναι δυνατόν να εξαφανίσει την θλίψη για την απώλεια προσφιλούς προσώπου, πόνους του τραύματος, ψυχική ταραχή, πικρία ή οργή ή «να προσπορίσει διαφυγούσα ιδεώδη απόλαυση». Σ αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα της μη περιουσιακής ζημίας, την αντιφατικότητα δηλαδή ανάμεσα στην προσβολή έννομων αγαθών που από τη φύση τους δεν είναι επιδεκτικά χρηματικής ικανοποίησης και στον χρηματικό χαρακτήρα της αποκατάστασης οφείλεται και η πολυδιάσπαση των υποστηριζόμενων απόψεων ως προς τον σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί η ικανοποίηση της μη περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, όροι που χρησιμοποιούνται ταυτόσημα στον ΑΚ. Πάντως η άποψη που επικρατεί στην ελληνική νομολογία είναι ότι η χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 του ΑΚ έχει κατά βάση λειτουργία εξισορροπητική, χωρίς να αποτελεί είδος ποινής ή κύρωσης κατά του υπεύθυνου της αδικοπραξίας και ο σκοπός της συνίσταται στην «ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση του παθόντος». 


3. Η ένταξη του θεσμού στην αξιολογική κλίμακα της ελληνικής έννομης τάξης-Χρηματική ικανοποίηση και προστασία της προσωπικότητας.

Εδώ και πολλά χρόνια οι θεωρητικοί ερευνητές έχουν επισημάνει τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ της μη περιουσιακής ζημίας και της προστασίας της προσωπικότητας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 ο καθηγητής Παν.Ζέπος υποστήριζε ότι « Ηθική ζημία και δίκαιο της προσωπικότητος είναι θεσμοί ιστάμενοι προς αλλήλους εγγύς και βαίνοντες παραλλήλως εν τη καθόλου εξελίξει του αστικού δικαίου». Επομένως, συνεχίζει ο ίδιος συγγραφέας «το δίκαιο της ηθικής ικανοποιήσεως βαίνει παραλλήλως προς το δίκαιο της προσωπικότητος και η εξέλιξή του προσδιορίζεται αναγκαίως από την εξέλιξη του τελευταίου» . Ο ελληνικός ΑΚ καθιερώνει γενικό δικαίωμα της προσωπικότητας με τη διάταξη του άρθρου 57 αυτού, ειδική έκφανση του οποίου αποτελεί η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, αφού στην έννοια της προσωπικότητας περιλαμβάνονται αναμφισβήτητα και ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου, ο οποίος θίγεται από τους ψυχικούς πόνους που προκαλούνται από την προσβολή των εννόμων αγαθών τα οποία αναφέρονται σε αυτή τη διάταξη. Τα τελευταία αυτά αγαθά, που αποτελούν ειδική εκδήλωση του δικαίου της προσωπικότητας, βρίσκονται, από την άποψη της ιεράρχησης των αξιών από τον έλληνα νομοθέτη, στην πρώτη βαθμίδα της έννομης τάξης της χώρας μας. Και αυτό διότι οι πάρα πάνω διατάξεις που προστατεύουν την προσωπικότητα του ανθρώπου κατοχυρώνονται συνταγματικά από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος . Είναι ενδεικτικό της μέριμνας του συνταγματικού νομοθέτη να τονίσει την ειδική ποιοτική βαρύτητα των δικαιωμάτων που απορρέουν από την προσωπικότητα, το ότι αυτός έχει εντάξει τη σχετική διάταξη στα πρώτα άρθρα του Συντάγματος και αμέσως μετά από τις διατάξεις για το πολίτευμα και την προστασία του, γεγονός που είναι ερμηνευτικά πολύ σημαντικό από την άποψη της νομοτεχνικής διάρθρωσης. Αλλά για τον ερμηνευτή και εφαρμοστή του δικαίου είναι ενδεικτική και η ορολογία που χρησιμοποιεί ο συνταγματικός νομοθέτης όταν ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης αξίας (αξιοπρέπειας) αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η θεμελιώδης αυτή συνταγματική αρχή εκφράζει μία βασική αξιολογική επιταγή που ισχύει για ολόκληρη την έννομη τάξη και καταλαμβάνει κατά συνέπεια και τον χώρο του αστικού δικαίου, όπου επιβάλλεται η προστασία της προσωπικότητας να είναι πλήρης. Παράλληλα η αρχή αυτή δεσμεύει κάθε πολιτειακό όργανο που ασκεί κρατική λειτουργία, επομένως και τον δικαστή ο οποίος είναι υποχρεωμένος αφενός μεν να κινηθεί κατά την ερμηνεία του άρθρου 932 του ΑΚ μέσα στα πλαίσια που του επιβάλει ο συνταγματικός νομοθέτης αφετέρου δε να μην εφαρμόζει διάταξη νόμου αντίθετη προς το Σύνταγμα (άρθρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Η προαναφερόμενη συνταγματική αξιολόγηση των έννομων αγαθών που συνδέονται με την προσωπικότητα δεν περιορίζεται μόνο στον πάρα πάνω ιδιαίτερο χαρακτήρα τους αλλά επεκτείνεται και στα μέσα προστασίας αυτών, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Αφού λοιπόν ο έλληνας νομοθέτης έχει θεσπίσει τη χρηματική ικανοποίηση ως το πιο αποτελεσματικό μέσο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και την αστική προστασία της προσωπικότητας, δεν είναι δυνατό ο δικαστής να επιδικάζει «εξευτελιστικά ποσά» ως χρηματική ικανοποίηση, διότι τότε έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο τη βούληση του κοινού νομοθέτη και τον σκοπό που εξυπηρετεί η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, μέσω της οποία εκφράστηκε αυτή η βούληση, αλλά και με τα ίδια τα θεμέλια της συνταγματικής έννομης τάξης, ουσιώδες στοιχείο της οποίας αποτελεί η προσωπικότητα του ανθρώπου. 

Επομένως ο έλληνας εφαρμοστής του δικαίου θα πρέπει να έχει επίγνωση ότι όταν επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση εξειδικεύει και εφαρμόζει όχι μόνο την επιταγή του κοινού νομοθέτη, αλλά και συνταγματική επιταγή, η οποία του καθορίζει τις ερμηνευτικές οδούς που αυτός πρέπει να ακολουθήσει, ώστε να υλοποιήσει στην πράξη το σεβασμό και την προστασία της προσωπικότητας. 


Β. Η ΚΑΤΑΣΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥ-ΤΟ ΕΥΛΟΓΟ ΩΣ ΜΕΙΖΩΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΥΤΟΥ

Η φύση των αόριστων εννοιών γίνεται εμφανής κατά τη συγκρότηση του νομικού συλλογισμού. Δια του συλλογισμού αυτού επιτυγχάνεται η διάγνωση και επίλυση μιας συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία και επέρχεται με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα δικαίου. Δεν είναι δε νοητή η εφαρμογή του δικαίου χωρίς τη χρησιμοποίηση αυτού του συλλογισμού, αφού η οποιαδήποτε κρίση δεν είναι τίποτε άλλο από έναν συμπεπτυγμένο συλλογισμό όπως και κάθε συλλογισμός είναι μία συμπεπτυγμένη κρίση. Τα στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται αυτός ο συλλογισμός είναι τα ακόλουθα: 1) η μείζων πρόταση, δηλαδή ο κανόνας δικαίου ο οποίος περιλαμβάνει τις νόμιμες προϋποθέσεις που προκαλούν, σύμφωνα με τη νομοθετική βούληση, την οριζόμενη έννομη συνέπεια (λόγος) και την ακολουθία, δηλαδή ακριβώς την έννομη συνέπεια η οποία μπορεί να είναι ένα δημόσιο ή ιδιωτικό δικαίωμα ή αντίστοιχη υποχρέωση ή η απόσβεση ή η αλλοίωση αυτών . Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν υπάρξει ως πραγματικό βιοτικό συμβάν η περίπτωση που υποθετικά περιγράφεται στον κανόνα δικαίου, και στο ζήτημα που μας απασχολεί ειδικώτερα θάνατος ή σωματική βλάβη που οφείλεται σε τροχαίο ατύχημα επέρχεται η προβλεπόμενη από τη διάταξη έννομη συνέπεια (ακολουθία), δηλαδή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης η οποία και πρέπει να είναι «εύλογη». 2) Η ελάσσων πρόταση, η οποία περιλαμβάνει μία οντολογική κρίση, τη διαπίστωση δηλαδή των πραγματικών γεγονότων και μία κατηγορική κρίση, την υπαγωγή δηλαδή των πραγματικών γεγονότων που διαπιστώθηκαν στις πραγματικές προϋποθέσεις του κανόνα δικαίου και 3) Το συμπέρασμα, το οποίο συνίσταται στο ότι για τα πραγματικά γεγονότα που στοιχειοθετούν το συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν καταφάσκεται ή όχι η έννομη συνέπεια (ακολουθία της μείζονος πρότασης) . Έτσι π.χ. στη σύμβαση έργου του άρθρου 681 του ΑΚ, της οποίας η μείζων πρόταση αποτελεί έννοια ορισμένη ο συλλογισμός του δικαστή θα λάβει την ακόλουθη μορφή: 
Σύμβαση έργου (Σ) είναι η συμφωνία (α) για την εκτέλεση ενός έργου (β) με αντάλλαγμα την καταβολή αμοιβής (γ) (μείζων πρόταση). 
Οι διάδικοι συμφώνησαν, στο συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν που καλείται να κρίνει ο δικαστής, τη βαφή της οικίας του εναγομένου με υλικά του αντιδίκου του και συνολική αμοιβή 500 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο (Β) (ελάσσων πρόταση). 
Η συμφωνία αυτή (α) έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση ενός έργου (β) με αντάλλαγμα την καταβολή αμοιβής (γ). 
Άρα η συμφωνία των διαδίκων (Β) είναι σύμβαση έργου (Σ) αφού αυτή έχει όλα τα στοιχεία της έννοιας που συνιστά τη μείζονα πρόταση του συλλογισμού. 

Σ= α+β+γ
Β= α+β+γ
Άρα Β=Σ 

Ο προαναφερόμενος συλλογισμός είναι συνήθως απλός ως προς το πρώτο σκέλος του και δεν απαιτεί ιδιαίτερη διανοητική εργασία και πρωτοβουλία από τον δικαστή, αφού ο τελευταίος θα αντλήσει την έννοια που συγκροτεί τη μείζονα πρόταση και εν προκειμένω τη σύμβαση έργου απευθείας από το νόμο ή τη νομολογία. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή ο δικαστής «αναπαριστά» με τρόπο σχεδόν μαθηματικό μία έτοιμη ξένη σκέψη, δηλαδή μια σκέψη που του παρέχεται ήδη προσδιορισμένη. Όταν όμως η μείζων πρόταση περιέχει αόριστη έννοια, όπως π.χ. την έννοια του ευλόγου, τότε ο δικαστής υποχρεούται να προσδιορίσει ο ίδιος το περιεχόμενο της αόριστης αυτής έννοιας, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τις κατάλληλες ερμηνευτικές μεθόδους. Η πνευματική εργασία του δικαστή προκειμένου αυτός να συγκροτήσει τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού στην περίπτωση της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 του ΑΚ, θα έχει την εξής πορεία: Θα πρέπει να προσδιορισθεί κατ αρχήν το περιεχόμενο της αόριστης νομικής έννοιας που αποτελεί και τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Για το σκοπό αυτό ο δικαστής θα προχωρήσει στην ανάλυση των στοιχείων αυτής της έννοιας και θα καταλήξει σε πρόταση, οι προϋποθέσεις της οποίας να συμπίπτουν εννοιολογικά προς τα στοιχεία που αποτελούν το συγκεκριμένο ατομικό δεδομένο ώστε να λειτουργήσει ο επαγωγικός συλλογισμός . Η ανάλυση αυτή γίνεται με τη βοήθεια κριτηρίων τα οποία «νοηματοδοτούνται αποκλειστικά με βάση την κλίμακα των σκοπών της τελολογικά δομημένης έννομης τάξης μας» . Δηλαδή η αόριστη νομική έννοια «εύλογο» θα πρέπει να αναλυθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε τα στοιχεία της μείζονος πρότασης να έχουν τόσα και τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που να ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των γεγονότων που συνιστούν τη συγκεκριμένη ατομική περίπτωση .Η μορφή που παίρνει σε αυτή την περίπτωση ο δικανικός συλλογισμός γίνεται κατανοητή από το ακόλουθο παράδειγμα: Αν υπάρξει περίπτωση επί αδικοπραξίας για την οποία οφείλεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, οι προσδιοριστικοί παράγοντες, δηλαδή 
1) Η βαρύτητα και το είδος της προσβολής να έχουν τα α+β+γ χαρακτηριστικά 
2) Ο βαθμός υπαιτιότητας τα δ+ε+ζ χαρακτηριστικά 
3) Η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση του ζημιώσαντος τα η+θ χαρακτηριστικά και 
4) Η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση του ζημιώσαντος τα ι+κ χαρακτηριστικά (λόγος)
τότε η εύλογη χρηματική ικανοποίηση θα πρέπει να ανέρχεται σε Χ ποσό ευρώ (ακολουθία).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση έστω ότι συνυπάρχουν τα πάρα πάνω χαρακτηριστικά στοιχεία δηλαδή α+β+γ+δ+ε+ζ+η+θ+ι+κ. 
Επομένως στην περίπτωση αυτή η εύλογη χρηματική ικανοποίηση θα είναι Χ ποσού ευρώ . 
Σε ένα τροχαίο λοιπόν ατύχημα κατά το οποίο προκλήθηκε σωματική βλάβη εις βάρος του Α με αποκλειστική υπαιτιότητα του Β, η οποία και γεννά υποχρέωση του τελευταίου για χρηματική ικανοποίηση του παθόντος λόγω ηθικής βλάβης, ο δικαστής θα λειτουργήσει με τον ακόλουθο τρόπο, προκειμένου να συγκροτήσει τον σχετικό δικανικό συλλογισμό. 
1) Χαρακτηριστικά της σωματικής βλάβης: κάταγμα μηριαίου οστού (α) + χειρουργική επέμβαση (β) + υποχρέωση κλινοστατισμού επί ένα μήνα (γ)
2) Στοιχεία της υπαιτιότητας: παραβίαση ερυθρού σηματοδότη (δ) + υπερβολική ταχύτητα (ε) + οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος (ζ) 
3) Κοινωνική θέση και περιουσιακή κατάσταση του Β: ιδιωτικός υπάλληλος, άγαμος (η) + μηνιαίος μισθός 1500 ευρώ χωρίς άλλα εισοδήματα (θ) 
4) Κοινωνική θέση και περιουσιακή κατάσταση του Α: οικοδόμος, έγγαμος με δύο παιδιά (ι) + μηνιαίος μισθός 1300 ευρώ κατά μέσο όρο και υποχρέωση καταβολής μηνιαίου μισθώματος 350 ευρώ (κ) 
Αν συντρέχουν όλες οι πάρα πάνω συνθήκες τότε η χρηματική ικανοποίηση που πρέπει να επιδικασθεί κυμαίνεται από 15.000 έως 20.000 ευρώ. 
Στην κρινόμενη περίπτωση συνυπάρχουν όλα τα πάρα πάνω στοιχεία, δηλαδή α+β+γ+δ+ε+ζ+η+θ+ι+κ. 
Επομένως ο δικαστής θα επιδικάσει για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης οποιοδήποτε ποσό βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των 15.000 & 20.000 ευρώ. Και αυτό γιατί το εν λόγω ποσό τελεί σε σχέση ευθέως ανάλογη προς τα ατομικά και ιδιαίτερα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται ακριβώς με την πάρα πάνω εξειδίκευση της έννοιας του ευλόγου μέχρι τέτοιο βαθμό ακριβείας, ώστε η έννοια αυτή να μπορέσει να επιτελέσει τη ρυθμιστική της λειτουργίας στην ατομική περίπτωση .
Όπως προκύπτει από το πάρα πάνω παράδειγμα το επιδικαστέο ποσό Χ δεν είναι επακριβώς προσδιορισμένο, αλλά με το σύμβολο Χ ορίζεται ένα πλαίσιο ποσού, κυμαινόμενο στην περίπτωσή μας μεταξύ 15.000-20.000 ευρώ, διότι εκείνο που ενδιαφέρει από άποψη υπαγωγικού συλλογισμού είναι το επιδικαζόμενο ποσό να τελεί σε σχέση ευθέως ανάλογη προς τα ατομικά και ιδιαίτερα στοιχεία της περίπτωσης, ώστε αυτό να είναι εύλογο. Ο δικαστής λοιπόν θα προσδιορίσει με τον συλλογισμό του ποια είναι τα δύο άκρα του πλαισίου, δηλαδή το ανώτατο και το κατώτατο και μέσα στο πλαίσιο αυτό θα κινηθεί, ασκώντας το δικαίωμα που του παρέχει ο νομοθέτης, δηλαδή την διακριτική ευχέρεια ή ελεύθερη εκτίμηση, προκειμένου αυτός να αποφανθεί για το ακριβές ύψος του επιδικαστέου ποσού. Αν λοιπόν στο προαναφερόμενο παράδειγμα ο δικαστής επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό το οποίο θα κυμαίνεται από τις 15.000-20.000 ευρώ, τότε αυτός έχει κάνει ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν στη νομική έννοια του ευλόγου, όπως αυτή εξειδικεύεται ερμηνευτικά και αποτελεί τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού . Έτσι λοιπόν ο προσδιορισμός του πλαισίου εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί ο δικαστής, προκειμένου να ορίσει το εύλογο, γίνεται με την εξειδίκευση της αόριστης αυτής έννοιας και με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή υπάρχει υπαγωγικός συλλογισμός ο οποίος και ελέγχεται αναιρετικά. Όμως ο ακριβής καθορισμός του επιδικαστέου ποσού, το οποίο θα πρέπει να εμπεριέχεται μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αφήνεται στην υποκειμενική αξιολόγηση και την περί δικαίου συνείδηση του δικαστή, χωρίς αυτός να διαμορφώνει υπαγωγικό συλλογισμό. Επομένως η τελευταία αυτή κρίση του δεν ελέγχεται αναιρετικά, αφού εδώ λείπει το αντικειμενικό κριτήριο . Και αυτό διότι « ελεύθερη εκτίμηση ή διακριτική εξουσία» του δικαστή σημαίνει ακριβώς την ελεύθερη επιλογή μεταξύ περισσότερων και εξίσου νόμιμων λύσεων, οι οποίες λύσεις είναι ακριβώς νόμιμες διότι βρίσκονται μέσα στο καθορισμένο πλαίσιο. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

Από την ανάπτυξη που προηγήθηκε συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ανομοιομορφία των επιδικαζόμενων ποσών χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης όπως και το χαμηλό ύψος αυτών, οφείλονται στο γεγονός ότι ο δικαστής της ουσίας δεν είναι εξοπλισμένος με έναν συγκροτημένο δικανικό συλλογισμό, προκειμένου να προσδιορίσει το ουσιαστικό περιεχόμενο της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, που αποτελεί τη μείζονα πρόταση αυτού. Η αιτία αυτού του φαινομένου είναι η πάγια θέση του Αρείου Πάγου ότι δηλαδή ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης γίνεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια. Η άποψη αυτή έχει υποστεί σκληρή κριτική και από τους ίδιους τους πρώην δικαστές του Ακυρωτικού, οι οποίοι θεωρούν ότι χαρακτηρίζεται από αρνητική ακαμψία και απολυτότητα , ενώ υποστηρίζεται ότι ο δικαστής δεν αρκεί να εκτιμά απλά τα πραγματικά περιστατικά αλλά πρέπει να συνάπτει κατά σχέση αναλογίας την ηθική βλάβη με τους προσδιοριστικούς παράγοντες, δηλαδή στην ουσία να προβαίνει σε αξιολογική κρίση η οποία συνιστά υπαγωγικό συλλογισμό . Η κριτική αυτή καταδεικνύει και την εσφαλμένη προσέγγιση της έννοιας του ευλόγου που γίνεται από τον Άρειο Πάγο, αφού, όπως έχει σωστά παρατηρηθεί, μόνο η παραδοχή των γυμνών πραγματικών περιστατικών δεν περιέχει αξιολογική κρίση, δηλαδή υπαγωγικό συλλογισμό και επομένως είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Οποιαδήποτε όμως εργασία του δικαστή που ακολουθεί μετά την παραδοχή αυτών των περιστατικών, και ειδικώτερα η υπαγωγή αυτών στην προσήκουσα νομική διάταξη, αποτελεί κρίση νομική η οποία ελέγχεται αναιρετικά . Άλλωστε και ο ίδιος ο Άρειος Πάγος έχει δεχθεί επανειλημμένως ότι η εξειδίκευση άλλων αόριστων εννοιών, όπως π.χ. «σπουδαίος λόγος» αποτελεί νομική έννοια υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου . Αντίθετα η παραδοχή της άποψης ότι το εύλογο αποτελεί αόριστη νομική έννοια θα προσφέρει στον δικαστή της ουσίας, μέσα από τη διαμόρφωση σταθερών κατευθυντηρίων γραμμών για τον προσδιορισμό του πλαισίου της εκάστοτε επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, τον απαραίτητο θεωρητικό και πρακτικό εξοπλισμό ώστε αυτός να καταλήξει σε ορθή κρίση. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές θα διαμορφωθούν από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, ο οποίος δεν καθίσταται έτσι τριτοβάθμιο δικαστήριο ουσίας, φόβος που έχει εκφραστεί από πολλές πλευρές, αφού στην περίπτωση αυτή το Ακυρωτικό δεν ελέγχει τα πραγματικά περιστατικά για να καταλήξει αν ήταν ορθό ή όχι το επιδικασθέν ποσό, αλλά μόνο τον υπαγωγικό συλλογισμό, δηλαδή αν το επιδικασθέν ποσό βρίσκεται μέσα στα όρια του νόμιμου πλαισίου, όπως αυτό προσδιορίζεται πάρα πάνω . Με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί ενότητα στη νομολογία και θα αντιμετωπισθούν τα φαινόμενα που παρατηρούνται μέχρι σήμερα, της επιδίκασης δηλαδή «εξευτελιστικών ή ανομοιόμορφων» ποσών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ θα τοποθετηθεί ο θεσμός αυτός της αποκατάστασης της μη περιουσιακής ζημίας στο στέρεο βάθρο που της έχει επιφυλάξει ο έλληνας συνταγματικός και κοινός νομοθέτης. 
——————————-

(Σημ.Εκδ.)
Πολλοί είναι αυτοί που παραπονιούνται ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των επιδικαζομένων για Ψυχική Οδύνη – Ηθική Βλάβη κονδυλίων εξ ΑΚ 932 (μέχρι και 400%), γεγονός που προκαλεί προβλήματα και δυσχεραίνει την ομαλή λειτουργία των ασφαλιστικών εταιριών, που καλούνται να καταβάλλουν υπέρογκα ποσά στους δικαιούχους.
Μια μικρή όμως αναδρομή στην νομολογία του παρελθόντος και μάλιστα όταν οι αποζημιώσεις επιδικάζοντο με ιστορικό εθνικό μας νόμισμα, την δραχμή, αποδεικνύει ότι ο μέσος όρος των τότε (προ 10ετίας και πλέον) επιδικαζομένων εξ ΑΚ 932 κονδυλίων από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια, ανήρχετο κατά μέσο όρο, από 50.000.000 δρχ έως 80.000.000 δρχ. (ενίοτε δε έφθανε και τα 100.000.000 δρχ). 
Σήμερα παρατηρείται κάθετη ΜΕΙΩΣΗ των ανωτέρω επιδικαζόμενων ποσών με μέση τιμή τα 50.000 ευρώ ανά δικαιούχο συγγενή πρώτου βαθμού (και να είμαστε ευχαριστημένοι), δηλαδή το ισόποσο των 17.037.500 δραχμών, όταν μάλιστα η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπροσαρμόσει τα κατώτατα όρια ασφαλίσεως, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη προστασία των θυμάτων από τροχαία ατυχήματα και όταν εκ του λόγου αυτού (όπως λέγετε) αναπροσαρμόζονται συνεχώς (και ορθώς) και σε ετήσια βάση τα ασφάλιστρα. 


(Συμπέρασμα: αναπροσαρμογή ασφαλίσματος – αναπροσαρμογή ασφαλίστρου αλλά ΜΕΙΩΣΗ κατά πέντε φορές επιδικαζομένων κατά μέσο όρο ποσών. Εκτός και αν κάποιος συνεχίζει να κάνει το λάθος να εξομοιώνει το ευρώ με τις δραχμές δηλαδή τα 50.000 ευρώ με τα 50.000.000 δρχ. δεν νομίζουμε όμως ότι αντέχει ο υπολογισμός αυτός σε μια στρεβλωμένη τέτοια ισοτιμία). 
Είμαστε ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ της Ιδιωτικής Ασφάλισης και του έργου που καλούνται να προσφέρουν οι υγιείς ασφαλιστικές εταιρίες, ασφαλίζοντας υπό το θεσμό της υποχρεωτικής ασφάλισης των αυτοκινήτων «τον εκ της κυκλοφορίας κίνδυνο», ένα κίνδυνο συνεχώς αυξανόμενο στις μέρες μας, όταν συνεχίζει να επιδεικνύεται το ίδιο έλλειμμα στην κυκλοφοριακή αγωγή των νεοελλήνων. Πέραν της αύξησης των προστίμων που επιχειρούν οι αρμόδιοι και των σκληρών διοικητικών ποινών (αφαίρεση άδειας ικανότητας και πινακίδων κυκλοφορίας) που προέβλεψε ο Νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, δεν διαφαίνεται άλλη προσπάθεια με επίκεντρο την πρόληψη, είτε με την εφαρμογή κατάλληλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων των νέων οδηγών – προσαρμοσμένα στις σύγχρονες κυκλοφοριακές συνθήκες – είτε στην διαμόρφωση κυκλοφοριακής αγωγής σε όλους τους συμμετέχοντες στην κυκλοφορία (πεζούς και οδηγούς).