Συμβατικές Ενοχές – Εφαρμοστέο δίκαιο
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ΑΚ και των άρθρων 2, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 της σύμβασης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1792/1988 και άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από 1-4-1991, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης.
Εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές στην περίπτωση της μη επιλογής αυτού από τα συμβαλλόμενα μέρη
Στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχει επιλεγεί το εφαρμοστέο δίκαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη ,τότε η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα .
Παρόμοια θέση στο νομικό ζήτημα της επίλυσης του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές, όταν δεν έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη το εφαρμοστέο δίκαιο που θα διέπει τις σχέσεις τους , διαλαμβάνει και η ΑΠ 777/2015.
Κατάρτιση Σύμβασης Κατάθεσης Χρημάτων σε Κοινό Τραπεζικό Λογαριασμό
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α’ και β’ του Ν. 5638/1932 , σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17-7/13-8-1923 , 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του, κατά τη σύναψή της καταβαλλόμενου από αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία έκτοτε με την παράδοση γίνεται κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 ΑΚ), πλην όμως έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στο δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η λειτουργία της συμβάσεως αυτής καθιδρύει συνήθως μία σχέση διαρκούς και πολλές φορές καθημερινής συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων..
Τρόπος εκτέλεσης της σύμβασης κατάθεσης χρημάτων σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό
Η εκτέλεση της συμβάσεως αυτής γίνεται συνήθως όχι με μία καταβολή και ανάληψη του ποσού αυτής, αλλά με πολυάριθμες τμηματικές τέτοιες, που προσδιορίζονται εκάστοτε από την βούληση του καταθέτη. Χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι.Βλ και ΑΠ 1122/2005 .
Εγκυρότητα της κατάθεσης χρηματικού ποσού, στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό.
Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας. Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου δικαιούχοι και όχι καταθέτες στην διατύπωση των παραπάνω διατάξεων
Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου
Η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης, βλ. άρθρο 411 ΑΚ, αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από τον δότη της υπόσχεσης την τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης.
Δημιουργία ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής
Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από την διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα.Βλ μεταξύ άλλων και ΑΠ 877/2008, ΑΠ 1031/2003, ΑΠ 855/2002, ΑΠ 1563/2000.
Κτήση κυριότητας αποσυρθέντων χρημάτων από καταθέτη κοινού λογαριασμού
Μη διάπραξη υπεξαίρεσης
Εκείνος από τους δικαιούχους που απέσυρε τα χρήματα μιας τέτοιας καταθέσεως καθίσταται κύριος αυτών και δεν διαπράττει υπεξαίρεση σε βάρος των λοιπών, και κατ’ επέκταση αδικοπραξία, γιατί τα χρήματα δεν είναι ξένα προς αυτόν που τα απέσυρε. Είναι δε αδιάφορο αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκουν σε όλους ή σε μερικούς μόνο από τους δικαιούχους.Παρόμοια θέση διαλαμβάνουν και οι ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 529/2015.
Φύση εσωτερικής σχέσης μεταξύ περισσότερων συνδικαιούχων κοινού λογαριασμού
Η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η σχέση αυτή δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού, και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν
Η φύση της εσωτερικής σχέσεως ως χαριστικής
Η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Βλ. και ΑΠ 539/1992 . Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρο ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων.Βλ. ΑΠ 540/1998.
Εφαρμογή διάταξης του ΑΚ 493
Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση, ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση, που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη. Βλ. ΑΠ 1001/2012.
Ισχύς και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 του Ν. 5638/32
Με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 Ν. 5638/1932, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ ΝΔ 118/1973, ορίζεται, επί λέξει αντιστοίχως, ότι επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, με τον θάνατο οιουδήποτε εκ των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων. Επίσης ορίζεται ότι, διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων … ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως.
Υποκατάσταση θανόντος καταθέτη Δικαιώματα επιζώντος καταθέτη
Σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δε χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ’ αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών.
Όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/32
Εάν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως ιδίω ονόματι και εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια .Βλ. και ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 1782/2007.
Λόγος αναιρέσεως από το 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.Βλ. και Ολ. ΑΠ 10/2011, 7/2006. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση.Βλ και ΑΠ 24/2015.
Λόγος αναιρέσεως από το 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία).
Αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες
Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα, από την εκτίμηση αυτή, εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Βλ. Ολ ΑΠ 15/2006. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες.Βλ. Ολ ΑΠ861/1984. Δηλαδή, αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος, για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.Βλ.ΑΠ 74/2016.
Έλεγχος για ύπαρξη ή έλλειψη νόμιμης βάσης
Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκείμενου λόγου αναιρέσεως, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, σε αντίθεση με την έρευνα άλλων αναιρετικών λόγων, ελέγχοντας την προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση και το αιτιολογικό της.Βλ. ΑΠ 1053/2015.
Λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ.
Έννοια πραγμάτων
Ο λόγος αναίρεσης του αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγο έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί .Σχετικές οι ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 109/12.
Λόγος αναιρέσεως από το 559 αρ. 11 Κ.Πολ.Δ
Μη λήψη υπόψιν αποδεικτικών μέσων
Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Με την διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως, βλ.άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. , διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340, 341 και 346 ΚΠολΔ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά.
Δικαστική ομολογία
Σύμφωνα με το άρθρο 352 ΚΠολΔ, η ομολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε. Η δικαστική ομολογία πρέπει να αποτελεί παραδοχή, με μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη προς το δικαστήριο, που δικάζει την υπόθεση από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της επίκλησης και απόδειξής του και να είναι σαφής και συγκεκριμένη,σχετ.. ΑΠ 1711/2008, δηλαδή να περιείχε συγκεκριμένη παραδοχή ενός κρίσιμου γεγονότος, που αποτελούσε βάση θεμελιωτικού ή καταλυτικού ισχυρισμού του αναιρεσείοντος,σχετικές ΑΠ 469/2009, ΑΠ 1336/2008. Η ύπαρξη της ομολογίας κρίνεται αντικειμενικά και δεν αποτελεί προϋπόθεσή της η πρόθεση προς ομολογία .Βλ και ΑΠ 634/2011, ΑΠ 1946/2008,καθώς και ΑΠ 2225/2007.
Απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης από το εφετείο
Το Εφετείο, αφού έκρινε την αγωγή των αναιρεσειουσών νόμιμη, κατά το εφαρμοσθέν απ’ αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26 ΑΚ, Ελληνικό δίκαιο, που επικαλούνταν και οι ενάγουσες, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 2 του ν.5368/1932, 2 παρ.1 του ν.δ. 17.7/13.8.1923, 291, 292, 297, 298, 299, 330 εδ. β’, 340, 341, 343, 345, 346, 410, 411, 481 επ., 713, 919, 932 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Απόφ.ΑΠ…...Για να ανοίξετε την απόφαση πατήστε κάτω από την φωτογραφία στην Φράση
<<Για να διαβάσετε περισσότερα πατήστε εδώ>>
Για Δωρεάν δοκιμαστική εγγραφή στην Τ.Ν.Π. ο Σόλων (Τη μόνη Σχολιασμένης Νομολογίας και με παράθεση των Contra αποφάσεων ανά απόφαση) που από 01-10-2019 διεύρυνε την πρόσβαση του και σε όλη την Νομοθεσία πατήστε στην παρακάτω εικόνα:
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας