facebook
Αρχική Νομολογία Δικονομικά φλέγοντα θέματα ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Δεν αποτελούν οι προταθέντες με τις προτάσεις ισχυρισμοί προς διευκρίνιση και συμπλήρωση της αγωγικής βάσης, ως προς τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα του εναγομένου ΤΕΥΧΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011

ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Δεν αποτελούν οι προταθέντες με τις προτάσεις ισχυρισμοί προς διευκρίνιση και συμπλήρωση της αγωγικής βάσης, ως προς τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα του εναγομένου ΤΕΥΧΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011

Μεταβολή Βάσης της Αγωγής

Δεν αποτελούν οι προταθέντες με τις προτάσεις ισχυρισμοί προς διευκρίνιση και συμπλήρωση της αγωγικής βάσης, ως προς τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα του εναγομένου

Αναιρετική Διαδικασία

 Δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής (άρθρ. 224 ΚΠολΔ,, εάν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται μεν επίκληση της αμέλειας του εναγομένου και  επιτρεπτώς συγκεκριμενοποιείται αυτή από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα ειδικώτερα (διευκρινιστικά) περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια του εναγομένου οδηγού,έστω και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς.

 Συνεπώς κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος  ο εκ του αρθρ. 559 αρ.8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι, το δικάσαν Εφετείο προς θεμελίωση της υπαιτιότητας του εναγομένου (νυν αναιρεσείοντα)έλαβε υπόψη ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν ή προτάθηκαν απαραδέκτως με τις προτάσεις και συνιστούσαν, (κατά την άποψη του αναιρεσείοντα – εναγομένου), ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής,διότι τα αναφερόμενα στις αιτιάσεις του λόγου αυτού περιστατικά, αφορούν περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών, που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα (αμέλεια) του εναγομένου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, με βάση όσα προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία.

 Ομοίως απορριπτέος κρίθηκε εκ του αρ. 559. αρ.14 λόγος αναίρεσης εκ του ότι ενώ, με την αγωγή τους οι νυν αναιρεσίβλητοι, προσδιόρισαν την υπαιτιότητα του εναγομένου – νυν αναιρεσείοντα, στο ότι παρεβίασε την πινακίδα STOP, εν τούτοις, με τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις τους, προβαίνοντες, (κατά την άποψη του αναιρεσείοντος), σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, ως προς την υπαιτιότητα του εναγομένου, ισχυρίσθηκαν ότι, κατά το χρόνο του ατυχήματος, είχε μεν προσωρινά αφαιρεθεί η πινακίδα STOP λόγω εκτέλεσης έργων πλην όμως, ο εναγόμενος, ως μόνιμος κάτοικος της περιοχής, εγνώριζε την ύπαρξη αυτής και όφειλε, ως εκ τούτου, να παραχωρήσει προτεραιότητα στον ενάγοντα οδηγό. Όμως οι ως άνω προταθέντες με τις προτάσεις ισχυρισμοί των εναγόντων, δεν αποτελούν ομοίως μεταβολή της βάσης της αγωγής, αλλά συνιστούν  παραδεκτή διευκρίνιση και συμπλήρωση της αγωγικής βάσης, ως προς τα περιστατικά, τα θεμελιούντα την υπαιτιότητα του εναγομένου.

Αποδεικτικά Μέσα

Δεν αρκεί η προσκόμιση του εγγράφου

ΑΝΕΥ επίκλησής του με τις προτάσεις

   Απορριπτέος ως αβάσιμος κρίθηκε ενταύθα ο εκ του αρθρ. 559 αριθ. 11 περ. α Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης που στηρίζεται στην αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με το αιτούμενο κονδύλιο, για αποζημίωση εκ της ζημίας, για την αμοιβή οικιακής βοηθού, έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα (έγγραφα), τα οποία ο τελευταίος προσκόμισε, χωρίς όμως, να τα επικαλείται στις προτάσεις του. Όπως προέκυψε όμως το Εφετείο έλαβε υπόψη του τις μνημονευόμενες ειδικώς στην απόφασή του ιατρικές βεβαιώσεις και ιατρικά πιστοποιητικά, τόσο ιατρών όσο και νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Εξάλλου, από τον έλεγχο των, παραδεκτώς, κατ’ αρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκοπουμένων δικογράφων των προτάσεων του ενάγοντος – αναιρεσιβλήτου, των κατατεθεισών ενώπιον του Εφετείου, στις οποίες ενσωματώνονται και οι πρωτοδίκως κατατεθείσες, προκύπτει ότι, προς απόδειξη των αιτουμένων με την αγωγή του κονδυλίων, επικαλείται ως προσκομιζόμενα έγγραφα και “ιατρικές βεβαιώσεις και εξιτήρια του Κέντρου Υγείας Μήλου και της Ευρωκλινικής Αθηνών” και σε άλλο σημείο των προτάσεών του “σειρά ιατρικών πιστοποιητικών – συνταγών, επίκληση η οποία είναι επαρκής για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων.

Απόφ. ΑΠ 832/2011

Πρόεδρος : Χαράλαμπος Ζώης

Εισηγητής :  Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου

Μέλη : Γεωργία Λαλούση – Δημητρούλα Υφαντή  – Ιωάννα Λούκα

Δικηγόροι : Μαρία Σφέτσου –  Βασίλειος Κούρτης

Κείμενο Απόφ. ΑΠ 832/2011

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Κατά το άρθρο 576 § 2 Κ.Πολ.Δικ., αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ’αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. 1 και 2/13-1-2009 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Ειρηνοδικείου Μήλου ___, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 20-11-2009, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης, για την ανωτέρω στην αρχή της παρούσας αναφερομένη, μη απαιτουμένης ως εκ τούτου νέας κλήσης ( άρθρα 226 αριθμ. 4 σε συνδ. Με 573 § 1 ΚΠολΔ), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσείοντων στους πρώτο και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων (Ν. Ε. και Τ. Ι.). Επομένως, εφ’ όσον αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 § 2 Κ.Πολ.Δ .

   Η από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ προβλεπόμενη, ως λόγος αναίρεσης, παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επέρχεται εάν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε ή εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Επίσης, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, εάν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, εκήρυξε ή δεν εκήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Περαιτέρω, ο από το αρθρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, εάν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου επί αγωγής προς αποζημίωση από αυτοκινητικό ατύχημα, που προκλήθηκε από υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, εάν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα ειδικώτερα (διευκρινιστικά) περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια του εναγομένου οδηγού, έστω και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη, κατά το αρθρ. 224 Κ.Πολ.Δ, μεταβολή της βάσης της αγωγής και δεν ιδρύεται ο από το αρθρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 848/2001, ΑΠ 483/2001, ΑΠ 1400/1994).

Ι. Επομένως, ο πρώτος, κατά το ένα σκέλος αυτού, από το αρθρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο προς θεμελίωση της υπαιτιότητας του εναγομένου νυν αναιρεσείοντα έλαβε υπόψη ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν ή προτάθηκαν απαραδέκτως με τις προτάσεις και συνιστούσαν, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα – εναγομένου, ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι τα αναφερόμενα στις αιτιάσεις του λόγου αυτού περιστατικά, αφορούν περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών, που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα (αμέλεια) του εναγομένου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, με βάση όσα προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω δε και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς, και δεν συνιστούν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, ούτε θεμελιώνεται η λήψη υπόψη μη προταθέντων ή μη παραδεκτώς προταθέντων ισχυρισμών.

  ΙΙ. Με τον ίδιο (πρώτο), κατά το άλλο σκέλος αυτού, λόγο αναίρεσης, αποδίδεται η πλημμέλεια, α) από το αρθρ. 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ (παρά το νόμο, μη κήρυξης απαραδέκτου της αγωγής), εκ του ότι, ενώ, με την αγωγή τους οι νυν αναιρεσίβλητοι, προσδιόρισαν την υπαιτιότητα του εναγομένου – νυν αναιρεσείοντα, στο ότι παρεβίασε την πινακίδα STOP, εν τούτοις, με τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις τους, προβαίνοντες, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, ως προς την υπαιτιότητα του εναγομένου, ισχυρίσθηκαν ότι, κατά το χρόνο του ατυχήματος, είχε μεν προσωρινά αφαιρεθεί η πινακίδα STOP λόγω εκτέλεσης έργων πλην όμως, ο εναγόμενος, ως μόνιμος κάτοικος της περιοχής, εγνώριζε την ύπαρξη αυτής και όφειλε, ως εκ τούτου, να παραχωρήσει προτεραιότητα στον ενάγοντα οδηγό και β) από το αρθρ. 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, εκ του ότι το δικάσαν Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των αρθρ. 914, 919, 297, 298 ΑΚ και παρά το ότι η αγωγή ήταν αόριστη, ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας του εναγομένου – αναιρεσείοντος (με δεδομένο, κατά την άποψη του τελευταίου, ότι οι με τις προτάσεις προβληθέντες επί πλέον ισχυρισμοί, προτάθηκαν απαραδέκτως, ως συνιστώντες ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης αυτής), εν τούτοις, το δικάσαν Εφετείο έκρινε αυτήν ως ορισμένη, αρκούμενο σε περιστατικά λιγότερα από όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της υπαιτιότητας του εναγομένου οδηγού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος και κατά το δύο μέρη αυτού, καθόσον οι ως άνω προταθέντες με τις προτάσεις ισχυρισμοί των εναγόντων, δεν αποτελούν μεταβολή της βάσης της αγωγής, αλλά συνιστούν παραδεκτή διευκρίνιση και συμπλήρωση της αγωγικής βάσης, ως προς τα περιστατικά, τα θεμελιούντα την υπαιτιότητα του εναγομένου.

Συνθήκες ατυχήματος – Υπαιτιότητα

 Ο από το αρθρ. 559 αριθ. 19 λόγος αναίρεση, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης, τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων, για την εφαρμογή της εφαρμοσθείσας διάταξης, ή της μη συνδρομής των όρων αυτών, που αποκλείουν την εφαρμογή της, όπως, επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, σε ότι αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και όταν πρόκειται για ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων (ανάλυση – στάθμιση – αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού) και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος (516/2005). Ανεπάρκεια και ασάφεια αιτιολογιών υπάρχει όταν από το αιτιολογικό δεν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για τη δικαιολόγηση της εφαρμοσθείσας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο.

  Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν Εφετείο δικάζοντας επί των αντιθέτων εφέσεων, που ασκήθηκαν από τους διαδίκους, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει, η αγωγή, των δύο πρώτων εκ των νυν αναιρεσιβλήτων, ενώ είχε απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η αγωγή του πρώτου των νυν αναιρεσειόντων, σε σχέση προς το κρίσιμο ζήτημα της υπαιτιότητας των οδηγών των εμπλακέντων στο ένδικο τροχαίο ατύχημα οχημάτων δηλαδή του ενάγοντος – εναγομένου – ήδη πρώτου των αναιρεσειόντων, οδηγού του αυτοκινήτου, του ασφαλισμένου στην εναγομένη – νυν δευτέρα των αναιρεσείοντων ασφαλιστική εταιρεία και του ενάγοντος – εναγομένου – νυν πρώτου των αναιρεσιβλήτων, οδηγού της μοτοσυκλέτας, ιδιοκτησίας του δευτέρου εξ αυτών και ασφαλισμένης στην τρίτη των αναιρεσιβλήτων, ασφαλιστική εταιρεία, στη θέση της οποίας, λόγω ανάκλησης της αδείας της, υπεισήλθε το Επικουρικό Κεφάλαιο, δέχθηκε τα εξής:

  “Στις 19.12.2004 και ώρα περίπου 15:00, ο πρώτος ενάγων της υπ’ αριθ. 3158/2006 αγωγής, Χ1 ήδη πρώτος εκκαλών της δεύτερης εκ των υπό κρίση εφέσεων, οδηγώντας την υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτ/τα, ιδιοκτησίας του δευτέρου ενάγοντος της παραπάνω αγωγής, Χ2, ήδη δευτέρου εκκαλούντος, η οποία ήταν ασφαλισμένη για τους κινδύνους που θα προκαλούσε σε τρίτους κατά την κυκλοφορία της, στην εναγομένη ήδη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “GENERAL TRUST ΑΑΕ”, εκινείτο επί της επαρχιακής οδού … – …, που βρίσκεται στο νησί Μήλος του νομού Κυκλάδων, με κατεύθυνση από … προς …. Η οδός επί της οποίας εκινείτο η παραπάνω μοτ/τα είναι διπλής κατευθύνσεως, με μια λωρίδα ανά κατεύθυνση και έχει πλάτος οδοστρώματος το οποίο, πριν το σημείο συμβολής – διασταύρωσης της με την Επαρχιακή οδό … – …, (για τους κινούμενους προς … και μετά τη διασταύρωση για τους κινούμενους προς …) 7 μέτρων, μετά δε την παραπάνω διασταύρωση έχει πλάτος 9 μέτρων. Τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας της, χωρίζονται από την υπάρχουσα επί του οδοστρώματος μονή συνεχή διαχωριστική των ρευμάτων γραμμή. Από δεξιά σε σχέση με την πορεία των κινουμένων προς … οχημάτων, πριν τη διασταύρωση των προαναφερομένων οδών, υπάρχει τοίχος ύψους 1,25 μ. που τελειώνει στη διασταύρωση των οδών αυτών. Τον ίδιο χρόνο, ο ενάγων της δεύτερης εκ των υπό κρίση αγωγών, (7926/2006) και ήδη εκκαλών Ψ1, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΑΕΕΓΑ – ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΜΙΝΕΤΑ”, εκινειτο επί της επαρχιακής οδού … – …, με κατεύθυνση από … προς την …. Η οδός επί της οποίας εκινείτο το παραπάνω αυτοκίνητο είναι διπλής κατευθύνσεως και έχει πλάτος οδοστρώματος 6 μέτρων, και μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, ενώ από αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου υπήρχε ο προαναφερόμενος και (υπάρχων) τοίχος ύψους 1,25 μ. Και οι δύο οδοί είναι επαρχιακές οδοί, χωρίς καμία απ’ αυτές να έχει χαρακτηρισθεί ως οδός προτεραιότητας με την τοποθέτηση επ’ αυτής σχετικής πινακίδας, (Ρ – 3). Κατά το χρόνο του ατυχήματος η σήμανση που υπήρχε στις συμβαλλόμενες οδούς ήταν η εξής: Επί της οδού … – …ς από την πλευρά των κινουμένων προς …, και πριν και μετά τη συμβολή των παραπάνω οδών, υπήρχαν πινακίδες Ρ – 40, που απαγόρευαν τη στάση και τη στάθμευση στην πλευρά αυτή της οδού. Επί της οδού … – … και στο σημείο της συμβολής της με την Ε.Ο. … – …, για τους κινούμενους επί της οδού αυτής με κατεύθυνση από … προς …, υπήρχε πινακίδα (Ρ – 2) (STOP), που υποχρέωνε τους επί της οδού … – … με κατεύθυνση προς … να διακόπτουν την πορεία τους και να παραχωρούν προτεραιότητα διέλευσης στη συμβολή στους επί της οδού … – … κινούμενους όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 6711/24.10.2006 βεβαίωση του Δημάρχου Μήλου, αντίστοιχη πινακίδα υπήρχε και ήταν τοποθετημένη επί της ίδιας οδού και από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή πινακίδα Ρ – 2 στη συμβολή των ως άνω οδών που υποχρέωνε τους επ’ αυτής κινούμενους με κατεύθυνση από … προς … σε διακοπή της πορείας τους και παραχώρηση προτεραιότητας στους επί της οδού … – … κινούμενος, πλην όμως η πινακίδα αυτή, κατά το χρόνο του ατυχήματος είχε προσωρινά αφαιρεθεί, λόγω εκτέλεσης δημοτικών έργων.

  Συνεπώς με βάση την υπάρχουσα κατά το χρόνο του ατυχήματος σήμανση, οι μεν κινούμενοι επί της οδού … – … με κατεύθυνση προς … οδηγοί, όφειλαν να διακόψουν προ της πινακίδας Ρ -2 την πορεία των οχημάτων τους και να παραχωρήσουν προτεραιότητα διέλευσης στα επί της οδού … – … κινούμενα οχήματα, οι δε κινούμενοι επί της οδού … – … με κατεύθυνση προς … οδηγοί, ώφειλαν να παραχωρήσουν προτεραιότητα στα εκ δεξιών τους ερχόμενα αυτοκίνητα κατ’ άρθρο 26 παρ. 5 ΚΟΚ. Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προτεραιότητα διέλευσης είχε το αυτοκίνητο του διαδίκου Ψ1 ως εκ δεξιών προερχόμενο σε σχέση με την πορεία της δίκυκλης μοτ/τας που οδηγούσε ο διάδικος Χ1.

  Το γεγονός ότι η προτεραιότητα κατά τον επίδικο χρόνο ανήκε στο εκ δεξιών της μοτ/τας ερχόμενο αυτοκίνητο, δεν αλλάζει από το ότι (όπως καταθέτει εξεταζόμενος ανωμοτί στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο οδηγός του αυτοκινήτου) ο τελευταίος γνώριζε ότι προ του χρόνου του ατυχήματος υπήρχε η προς την πλευρά του πινακίδα (SΤΟΡ) και επομένως όταν υπήρχε η προς την πορεία του πινακίδα, είχε προτεραιότητα η μοτ/τα. Και τούτο διότι, οι οδηγοί υποχρεούνται να συμμορφώνονται στις υπάρχουσες στις οδούς πινακίδες κατά το χρόνο κυκλοφορίας τους στις οδούς αυτές, οι οποίες τοποθετούνται και αλλάζουν με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, απόφαση την οποία δεν οφείλουν να γνωρίζουν οι κινούμενοι επί των οδών οδηγοί για τους οποίους η προτεραιότητα καθορίζεται από την υπάρχουσα επί των οδών σήμανση – σηματοδότηση και ελλείψει αυτών από τις σχετικές διατάξεις του ΚΟΚ. Από τις προσκομιζόμενες από τον διάδικο Χ1 7 φωτογραφίες του τόπου του ατυχήματος, που δεν αμφισβητούνται, αποδεικνύεται ότι στις 8.2.2005 δηλαδή ενάμισυ μήνα μετά το ατύχημα, είχε επανοτοποθετηθεί στη θέση της στην οδό επί της οποίας εκίνειτο το αυτοκίνητο και προς την πορεία του αυτοκινήτου του Ν. Ν., πινακίδα Ρ – 2 με πανοραμικό καθρέπτη. Στο συνταχθέν χωρίς κλίμακα πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος, αποτυπώνεται ότι από την αριστερή πλευρά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Ψ1 υπήρχε ο προαναφερόμενος τοίχος ύψους 1,25 μ. και ότι η πλευρά αυτή (αριστερή για τους κινούμενους προς …, όπως το παραπάνω αυτοκίνητο) είχε μεγαλύτερο μήκος και τελείωνε εκεί που τελείωνε ο τοίχος που προαναφέρεται, ο οποίος αποτελούσε την περίφραξη του υπάρχοντος στη γωνία αυτή της συμβολής των οδών, ακινήτου, καθώς επίσης ότι η οδός επί της οποίας εκινειτο το αυτοκίνητο, μετά τη διασταύρωση της με την Ε. Ο. … – …, ( όπου εκινειτο η μοτ/τα) δεν συνεχίζει ακριβώς στην ευθεία, αλλά δεξιώτερα. Πιο συγκεκριμένα, η διαμόρφωση των διασταυρούμενων οδών αποδεικνύεται ακριβέστερα από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες του τόπου του ατυχήματος, από τις οποίες προκύπτει ότι, προκειμένου το κινούμενο επί της οδού … με κατεύθυνση προς … αυτοκίνητο του διαδίκου Χ1, να διέλθει τη διασταύρωση – συμβολή και να συνεχίσει την πορεία του μετά την διασταύρωση – συμβολή των παραπάνω οδών, προς …, έπρεπε αφ’ ενός μεν να πραγματοποιήσει προς τα δεξιά ελιγμό και στη συνέχεια προς τα αριστερά ελιγμό για να εισέλθει στο προς … ρεύμα της οδού επί της οποίας εκινείτο, (εν όψει του ότι η οδός αυτή μετά την διασταύρωση δεν συνεχίζει σε ευθεία γραμμή, αλλά απέναντι και δεξιά σε σχέση με την πορεία του), αφ’ ετέρου δε, επειδή η δεξιά σε σχέση με την πορεία του, πλευρά της οδού επί της οποίας εκινειτο έχει μικρότερο μήκος από την αριστερή (που καταλήγει στον τοίχο), και είναι διπλής κατεύθυνσης, ο κινούμενος επ’ αυτής (όπως ο διάδικος Ψ1), φθάνοντας στη συμβολή με την Ε.Ο. … – …, έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων που κινούνται επί της οδού … – … με κατεύθυνση προς …, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα φθάνοντας στη συμβολή να εισέλθουν πραγματοποιούντες προς τα αριστερά στροφή στο προς … ρεύμα της οδού (δηλαδή στο αντίθετο από εκείνο όπου εκινειτο το αυτοκίνητο του προαναφερόμενου διαδίκου), πλην όμως δεν έχει τη δυνατότητα, να ελέγξει το προς … ρεύμα κυκλοφορίας της οδού με την οποία συμβάλλεται και ως εκ τούτου, για να διέλθει ασφαλώς τη διασταύρωση – συμβολή, θα πρέπει να βγει στο μέσο περίπου αυτής, να ελέγξει, και όταν βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει, να συνεχίσει την πορεία του. Το γεγονός αυτό (ότι λόγω έλλειψης ορατότητας το αυτοκίνητο του έπρεπε να βγει στο μέσο περίπου της οδού για να ελέγξει το προς … ρεύμα κυκλοφορίας της οδού με την οποία συμβάλλεται η οδός όπου εκινείτο), το οποίο αποδείχθηκε από όλο το αποδεικτικό υλικό, επικαλείται και ο ίδιος στην ενώπιον του ανθ/μου Μήλου Μ. Ν., στις 9.8.2005, εξέταση του ως κατηγορούμενου, ο οδηγός του αυτοκινήτου Ψ1.

  Τα δύο προαναφερόμενα οχήματα συγκρούσθηκαν στο μέσο περίπου της συμβολής των παραπάνω οδών, υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Όταν η μοτ/τα που οδηγούσε ο Χ1, στην οποία επέβαινε η  Χ3, έφθασε στο σημείο της συμβολής της οδού επί της οποίας εκίνείτο με την οδό … – …, το αυτοκίνητο του διαδίκου Ψ1 το οποίο εκινείτο επί της τελευταίας αυτής οδού και στο προς … ρεύμα κυκλοφορίας της, εισήλθε στη διασταύρωση – συμβολή και σταμάτησε περίπου στο μέσον αυτής. Αντιληφθείς ο οδηγός της μοτ/τας ότι το αυτοκίνητο είχε διακόψει την πορεία του προς έλεγχο (όπως πραγματικά για το σκοπό αυτό είχε σταματήσει, όπως αποδείχθηκε) και μη γνωρίζοντας ότι η πινακίδα STOP (την ύπαρξη της οποίας, στην πορεία του αυτοκινήτου γνώριζε, όπως και ο οδηγός του αυτοκινήτου), είχε προσωρινά αφαιρεθεί και θεωρώντας ευλόγως ότι είχε αντιληφθεί ο οδηγός του σταματημένου αυτοκινήτου την μοτ/τα του (το ρεύμα κυκλοφορίας της οποίας είχε καταλάβει το αυτοκίνητο) συνέχισε την πορεία του επιχειρώντας προς τ’ αριστερά ελιγμό προκειμένου να διέλθει μπροστά από το σταματημένο αυτοκίνητο και να συνεχίσει την πορεία του στο προς … ρεύμα κυκλοφορίας της οδού … – …. Και ενώ η μοτ/τα βρισκόταν λίγο πριν το σταματημένο αυτοκίνητο, από το οποίο θα περνούσε μπροστά πραγματοποιώντας προς τα’ αριστερά ελιγμό για να συνεχίσει την πορεία της, και λίγο προ της εξόδου της από την διασταύρωση – συμβολή, έχοντας εξ αυτού του λόγου, δηλαδή της κίνησης της εντός της διασταύρωσης αποκτήσει προτεραιότητα διέλευσης έναντι του σταματημένου αυτοκινήτου, ο οδηγός του τελευταίου, ανέλεγκτα, απρόσμενα και αντικανονικά, έθεσε σε κίνηση το αυτοκίνητο του, αποφράσσοντας έτσι την πορεία της μοτ/τας η οποία προσέκρουσε με το εμπρόσθιο τμήμα της επί του αριστεροπλάγιου τμήματος του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα, αφ’ ενός με την ολοσχερή καταστροφή της μοτοσικλέτας και την πρόκληση υλικών ζημιών στο αυτοκίνητο, αφ’ ετέρου δε τον τραυματισμό του οδηγού της μοτ/τας Χ1. Ο οδηγός του αυτοκινήτου Ψ1 και προανακριτικά και στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέτει ότι δεν είδε καθόλου τη μοτ/τα, της οποίας η ταχύτητα ήταν κανονική και συγκεκριμένα εντός του επιτρεπόμενου στον τόπο του ατυχήματος ορίου των 40 Km/h. Ο οδηγός της μοτ/τας Ψ1. καταθέτει σχετικά στην από 23.1.2004 ενώπιον του ίδιου προανακριτικού υπαλλήλου δοθείσα κατάθεση του “Το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο και έτσι έκλεισα το γκάζι, και προσπάθησα κατόπιν κάνοντας αριστερά, ν’ αποφύγω τη σύγκρουση …”, δεν αποδείχθηκε δε το αντίθετο σε σχέση με την ταχύτητα της, από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε ο οδηγός του αυτοκινήτου ισχυρίστηκε κάτι αντίθετο. Εν όψει της μικρής ταχύτητας της μοτ/τας και της θέσεως που σταμάτησε το αυτοκίνητο προς έλεγχο, που αποδείχθηκε ότι ήταν το μέσο της συμβολής, ο οδηγός του είχε αντικειμενικά τη δυνατότητα ελέγχου της κινούμενης από αριστερά του μοτ/τας. Ο ίδιος (Ψ1) καταθέτει σχετικά στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου “είχα ορατότητα στα 10 μέτρα”. Με δεδομένα αφ’ ενός τη μικρή ταχύτητα της μοτ/τας και την ορατότητα των 10 μέτρων που είχε ο οδηγός του σταματημένου αυτοκινήτου, αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος, αν και σταμάτησε προς έλεγχο, δεν έλεγξε απ’ αριστερά του, αλλά αφού έλεγξε την κίνηση των από δεξιά του κινουμένων οχημάτων, ξεκίνησε για να συνεχίσει την πορεία του, χωρίς να ελέγξει καθόλου από αριστερά του με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί όπως όφειλε και μπορούσε την από αριστερά του ερχόμενη μοτ/τα, της οποίας ο οδηγός βλέποντας ότι το αυτοκίνητο είχε διακόψει την πορεία του και είχε σταματήσει καταλαμβάνοντας σχεδόν όλο το ρεύμα κυκλοφορίας προς …, εισήλθε στη διασταύρωση και πραγματοποιούσε κατά τη στιγμή εκείνη προς τ’ αριστερά ελιγμό, και βρισκόταν πολύ κοντά στο σταματημένο αυτοκίνητο και λίγο προ της εξόδου της από τη διασταύρωση. Τότε, ο οδηγός του αυτοκινήτου ξεκίνησε για να συνεχίσει την πορεία του, αποφράσσοντας την πορεία της μοτ/τας και προκαλώντας έτσι το ένδικο ατύχημα, αποκλειστική υπαιτιότητα του, η οποία συνίσταται στην προεκτιθέμενη αμελή οδηγητική συμπεριφορά του, δηλαδή στο ότι δεν επέδειξε τη σύνεση και προσοχή που όφειλε, δεν είχε την εποπτεία του χώρου στον οποίο βρισκόταν το αυτοκίνητο του, και προτιθέμενος να προβεί σε ελιγμό εκκίνησης του αυτοκινήτου του, δεν έλαβε υπόψη του την από αριστερά ερχόμενη μοτ/τα (που κατ’ εκείνη τη στιγμή εκινείτο εντός της διασταυρώσεως και ευρισκόταν προς της εξόδου της απ’ αυτήν), ούτε έλεγξε ότι μπορεί να συνεχίσει την πορεία του ακίνδυνα για τους λοιπούς χρήστες της οδού, συμπεριφορά με την οποία παραβίασε τις διατάξεις των όρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του ΚΟΚ, στις οποίες αν είχε συμμορφωθεί δεν θα προκαλούσε την ένδικη σύγκρουση, με την πρόκληση της οποίας συνδέεται αιτιωδώς η παραβίαση από τον οδηγό του αυτοκινήτου Ψ1. των παραπάνω διατάξεων του ΚΟΚ. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε αμελής συμπεριφορά του οδηγού της μοτ/τας Χ1, ο οποίος κινούμενος με μικρή ταχύτητα όταν έφθασε στη διασταύρωση και αντιλήφθηκε ότι το κατά τον ίδιο χρόνο εισελθόν στη διασταύρωση αυτοκίνητο διέκοψε την πορεία του καταλαμβάνοντας σχεδόν όλο το πλάτος του προς … ρεύματος κυκλοφορίας της οδού επί της οποίας εκινείτο (η μοτ/τα), ευλόγως εξέλαβε ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου είχε αντιληφθεί τη μοτ/τα του (και για το λόγο αυτό σταμάτησε – διέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου του) και έτσι εισήλθε στη διασταύρωση και επεχείρησε προς τα’ αριστερά ελιγμό, προκειμένου να συνεχίσει την πορεία της διερχόμενη μπροστά από το σταματημένο αυτοκίνητο, όταν δε ξεκίνησε εκ νέου το αυτοκίνητο, η μοτ/τα είχε διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος της διασταύρωσης, ευρισκόμενη προ της εξόδου της απ’ αυτήν και σε ελάχιστη απόσταση από το αυτοκίνητο, κατά τη στιγμή που το τελευταίο ξεκινούσε εκ νέου. Ως εκ τούτου, ο οδηγός της δεν είχε αντικειμενικά τη δυνατότητα εκτέλεσης, όχι μόνο αποτελεσματικού, αλλά οποιουδήποτε αποφευκτικού ελιγμού. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου Ψ1, τόσο προανακριτικά, όσο και στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέτει ότι, δεν αποδίδει υπαιτιότητα στον οδηγό της μοτ/τας, ενώ εξεταζόμενος ως κατηγορούμενος στις 9.8.2004 ενώπιον του ιδίου και προαναφερομένου ανακριτικού υπαλλήλου Μήλου, καταθέτει ότι η ασφαλίζουσα το αυτοκίνητο του ασφαλιστική εταιρεία (“ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΙΣ – ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ ΜΙΝΕΤΑ”) αποζημίωσε τον οδηγό της μοτ/τας.

   Και υπό τις ως άνω παραδοχές έκρινε ότι έπρεπε να απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η αγωγή του νυν πρώτου αναιρεσείοντα και να γίνει δεκτή η αγωγή των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, όπως ομοίως είχε κρίνει ως προς το κεφάλαιο αυτό και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Έτσι κρίνοντας το δικάσαν Εφετείο, δεν παρεβίασε τις 914, 300, 279, 298 ΑΚ και 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 21 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ. ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, ενώ, εξάλλου, διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες, ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας, που επιτρέπεουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και δεν εστέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης.

  Κατά συνέπεια ο δεύτερος, κατά το πρώτο σκέλος τόσο από το αρθρ. 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης, περί παραβίασης των ως άνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων, όσο και από το αρθρ. 559 αριθ. 19, λόγος αναίρεσης, περί έλλειψης νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Για τη θεμελίωση λόγου αναίρεσης από το αρθρ 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πρέπει η παραβίαση να αφορά την ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα δικαίου, δηλαδή εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών ή υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ’ αυτόν, ενώ ο ως άνω λόγος δεν θεμελιώνεται όταν η παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας αφορά την εκτίμηση αποδείξεων. Ο ίδιος (δεύτερος) κατά το άλλο σκέλος αυτού, λόγος αναίρεσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα (της υπαιτιότητας), για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των αρθρ. 914, 927, 297, 298 ΑΚ και των αρθρ. 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 21 παρ. 1 Κ.Ο.Κ, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι υπό την προσχηματική επίκληση της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στις ως άνω διατάξεις στην πραγματικότητα οι επικαλούμενες στο αναιρετήριο αιτιάσεις, σχετικά με το λόγο αυτό, αναφέρονται σε παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας που αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τρίτος, από το αρθρ. 559 αριθ. 1 Κ.πολ.Δ λόγος αναίρεσης, καθόσον, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στον αμέσως προηγούμενο λόγο, το δικάσαν Εφετείο, ορθώς εφήρμοσε τόσο τη διάταξη του αρθρ. 914 ΑΚ, ως προς την υπαιτιότητα του εναγομένου – νυν αναιρεσείοντα οδηγού του αυτοκινήτου, όσο και τη διάταξη του αρθρ. 300 ΑΚ, ως προς την (έλλειψη) υπαιτιότητας συνυπαιτιότητας του εναγομένου – νυν αναιρεσιβλήτου, οδηγού της μοτοσυκλέτας.

Αποδεικτικά Μέσα

  Ο από το αρθρ. 559 αριθ. 11 περ. α Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν λήφθηκαν υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Δεν αρκεί η προσκόμιση του εγγράφου (ή άλλου αποδεικτικού μέσου), αλλά πρέπει να γίνεται και επίκληση αυτού με τις προτάσεις. Με τον τέταρτο, κατά το πρώτο σκέλος αυτού λόγο, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με το αιτούμενο κονδύλιο, για αποζημίωση εκ της ζημίας, για την αμοιβή οικιακής βοηθού, που απασχολήθηκε από τον τραυματισθέντα ενάγοντα – νυν αναιρεσίβλητο, έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα (έγγραφα), τα οποία ο τελευταίος προσκόμισε, χωρίς όμως, να τα επικαλείται στις προτάσεις του. Το δικάσαν Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, για την απόδειξη της βασιμότητας του ως άνω αιτήματος, έλαβε υπόψη του τις μνημονευόμενες ειδικώς στην απόφασή του ιατρικές βεβαιώσεις και ιατρικά πιστοποιητικά, τόσο ιατρών όσο και νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Εξάλλου, από τον έλεγχο των, παραδεκτώς, κατ’ αρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκοπουμένων δικογράφων των προτάσεων του ενάγοντος – αναιρεσιβλήτου, των κατατεθεισών ενώπιον του Εφετείου, στις οποίες ενσωματώνονται και οι πρωτοδίκως κατατεθείσες, προκύπτει ότι, προς απόδειξη των αιτουμένων με την αγωγή του κονδυλίων, επικαλείται ως προσκομιζόμενα έγγραφα και “ιατρικές βεβαιώσεις και εξιτήρια του Κέντρου Υγείας Μήλου και της Ευρωκλινικής Αθηνών” και σε άλλο σημείο των προτάσεών του “σειρά ιατρικών πιστοποιητικών – συνταγών από τις 24-1-2005 έως και 1-6-2005”, επίκληση η οποία είναι επαρκής για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων. Επομένως, το δικάσαν Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια την αποδιδόμενη σ’ αυτό, με τον τέταρτο, από το αρθρ. 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ λόγο αναίρεσης, ο οποίος είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

  Με τον ίδιο (τέταρτο) κατά το άλλο σκέλος αυτού, από το αρθρ. 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ, λόγο αναίρεσης, αποδίδεται η πλημμέλεια για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ένεκα ανεπάρκειας και αντιφάσεις αιτιολογιών, ως προς το ίδιο ως άνω ζήτημα (αίτημα για αποζημίωση, για την αμοιβή οικιακής βοηθού). Το δικάσαν Εφετείο, ως προς το ζήτημα αυτό, δέχθηκε τα εξής: “Ο οδηγός της μοτ/τας Χ1 ο οποίος από τα προεκτεθέντα, τραυματίστηκε κατά το ένδικο ατύχημα, διακομίσθηκε με ασθενοφόρο αμέσως μετά το ατύχημα, στο Κέντρο Υγείας Μήλου, όπου αφού διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί βαθύ θλαστικό τραύμα δεξιός κνήμης, εκδορές αριστερού μηρού και μετωπιαίας χώρας, έγινε συρραφή του τραύματος και αφού του χορηγήθηκε αντιβίωση, εξήλθε αυθημερόν από το Κέντρο Υγείας (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1006/23.1.2004 ιατρική βεβαίωση της Αγροτικής ιατρού Κέντρου Υγείας Μήλου, Α. Κ.). Στις 5.1.2005 ο ενάγων – εκκαλών μετέβη στο Κέντρο Υγείας Μήλου, εκ νέου, λόγω του έντονου άλγους που αισθάνθηκε στην πλευρική χώρα και του υψηλού πυρετού που παρουσίασε. Διαπιστώθηκε από τους ιατρούς που τον εξέτασαν “λοίμωξη αναπνευστικού” και παρέμεινε προς θεραπεία στο Κέντρο Υγείας επί δύο ημέρες, κατά τις οποίες του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και εξήλθε απύρετος μετά από δυο ημέρες αφού έλαβε οδηγίες για να συνεχίσει την φαρμακευτική αγωγή που του δόθηκε, στο σπίτι. Στις 9.1.2005 όμως, επειδή συνέχιζε το έντονο άλγος, επανεξετάσθηκε από τους ιατρούς του Κ.Υ. Μήλου, οι οποίοι έκριναν επιβεβλημένη την εισαγωγή του σε Νοσοκομείο των Αθηνών, όπου τον παρέπεμψαν (βλ. την από 9.1.2005 ιατρική βεβαίωση του πνευμονολόγου ιατρού στο ΚΥ Μήλου, Μ. Π.). Στις 10.1.2005 ήρθε από τη Μήλο στην Αθήνα και εισήχθη στην Ευρωκλινική Αθηνών, όπου διαπιστώθηκε από τους γιατρούς που τον εξέτασαν και τις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, ότι έπασχε από “μετατραυματική θρόμβωση δεξιού κάτω άκρου, (θρόμβωση περονιαίου, υποκνημιδίων φλεβών και επέκταση στην ιγνιακή φλέβα)”. Έγινε συρραφή κατά στρώματα στο βαθύ θλαστικό τραύμα δεξιάς κνήμης και του ακινητοποιήθηκε το δεξιό άκρο του επί 15 ημέρες. Επίσης διαπιστώθηκε ότι υπήρχε τριγωνική περιφερική πύκνωση στο δεξιό κάτω λοβό με μικρή στύχοιση υπεξωκοτική συλλογή. Το Triplex φλεβών κάτω άκρων, στο οποίο υποβλήθηκε, έδειξε “θρόμβωση στις υποκνημίδες και τις περονιαίες φλέβες δεξιά” επιβεβαιώνοντας τις υπόνοιες για πνευμονική εμβολή, των θεραπόντων ιατρών του και του χορηγήθηκε άμεσα η απαιτούμενη φαρμακευτική αγωγή στην οποία συμπεριλαμβανόταν η λήψη του αντιθρομβωτικού φαρμάκου “Sintrom” και η δόση που έπρεπε να παίρνει ο ενάγων, ανάλογα με τις τιμές του χρόνο προθρομβίνης. Από το παραπάνω νοσοκομείο εξήλθε στις 21.1.2005 με διάγνωση “Μετατραυματική θρόμβωση, πνευμονική εμβολή” αφού έλαβε οδηγίες, σύσταση για αναρρωτική άδεια ενός μηνός (21.1 έως 22.2.2005) και επανεξέταση μετά τις 22.2.2005. Κατά την έξοδο του από το νοσοκομείο αυτό, η κατάσταση του είχε βελτιωθεί και μπορούσε να κινεί το πόδι του φορώντας ελαστική κάλτσα (βλ. το υπ’ αριθ. 58295/21.1.2005 Εξιτήριο της Ευρωκλινικής Αθηνών, που υπογράφεται από τον γιατρό πνευμονολόγο, επιμελητή της Ευρωκλινικής Π. Χ., και το από 20.1.2005 ενημερωτικό σημείωμα της ίδιας κλινικής που υπογράφεται από τον ίδιο γιατρό, και την από 21.1.2005 χορηγηθείσα από τους γιατρούς του συνταγή με οδηγίες λήψης των φαρμάκων). Μετά από την έξοδο του από το παραπάνω νοσοκομείο ο ενάγων ακολουθούσε τις οδηγίες των ιατρών του για την φαρμακευτική αγωγή που θα ακολουθούσε κατά τη νοσηλεία του στο σπίτι, υποβαλλόμενος ανά τριήμερο στις ειδικές, για τον έλεγχο θρομβώσεων, εξετάσεις του χρόνου προθρομβίνης (ΡΤ) όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπό ημερομηνίες από 24.1.2005 έως και 1.6.2005 παραγγελίες των γιατρών του Κέντρου Υγείας Μήλου. Στις 22.2.2005 επανεισήχθη στην Ευρωκλινική Αθηνών προς έλεγχο (κατά σύσταση των ιατρών του), από την οποία εξήλθε στις 23.2.2005, αφού υπεβλήθη στις απαιτούμενες εξετάσεις μετά τις οποίες του συστάθηκε η συνέχιση της λήψεως φαρμάκου Sintrom και η λήψη αναρρωτικής άδειας ενός ακόμα μηνός, δηλαδή μέχρι 23.3.2005 (βλ. το υπ’ αριθμ. 56713/23.2.2005 εξιτήριο του παραπάνω νοσοκομείου). Μέχρι το τέλος του 2005 ο ενάγων υπεβαλετο ανά τακτά χρονικά διαστήματα στις απαιτούμενες εξετάσεις για τον έλεγχο της υγείας του η οποία ήδη από τις αρχές του έτους 2007 έχει αποκατασταθεί πλήρως (βλ. ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της με επιμέλεια του ενάγοντος Ε. Ν. εξετασθείσης μάρτυρος Α. Τ.). Από τα παραπάνω ιατρικά πιστοποιητικά και γνωματεύσεις και τις συστάσεις των γιατρών για ακινησία, την αντιθρομβωτική αγωγή με τη λήψη του αντιθρομβωτικού φαρμάκου SINTROM που λάμβανε επί μακρό χρονικό διάστημα αποδεικνύεται ότι τόσο η πνευμονική εμβολή όσο και η θρόμβωση που διαπιστώθηκε ότι υπέστη ο ενάγων, είναι απότοκα του είδους του τραυματισμού του και συγκεκριμένα του βαθέος θλαστικού τραύματος που υπέστη κατά το ατύχημα, με το οποίο συνδέονται αιτιωδώς. Μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο (23.1.2005), ο ενάγων που ζούσε μόνος του, δεν μπορούσε, λόγω της ακινησίας αφ’ ενός που του συνέστησαν οι θεράποντες γιατροί του και του πόνου που αισθανόταν αφ’ ετέρου, να αυτοεξυπηρετηθεί και για το λόγο αυτό, προσέλαβε για το διάστημα αυτό οικιακή βοηθό στην οποία κατέβαλε ημερησίως ποσό 30 Ευρώ και δαπάνησε για το λόγο αυτό ποσό 2.910,00 Ευρώ συνολικά, κατά το οποίο και ζημιώθηκε (97 ημέρες Χ 30 Ευρώ ημερησίως), μη αποδειχθέντος ότι ήταν αναγκαία λόγω του ενδίκου τραυματισμού του η απασχόληση οικιακής βοηθού για διάστημα 4 μηνών, όπως ο ενάγων ισχυρίζεται, και ως εκ τούτου το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ύψους 3.600,00 Ευρώ πρέπει, κατά το πλέον του επιδικαζομένου αιτούμενο ποσό, ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.

Υπό τις ως άνω παραδοχές και την κρίση του περί του βασίμου του ως άνω αιτήματος το δικάσαν Εφετείο διέλαβε επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες, ως προς το ζήτημα αυτό και δεν εστέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Επομένως, απορριπτέος ο περί του αντιθέτου, τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος αυτού, λόγος αναίρεσης.

  Με τον τελευταίο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο έκρινε ότι, με την έφεση των νυν αναιρεσειόντων – τότε εκκαλούντων δεν προβάλλεται παράπονο κατά της εκκαλουμένης, κατά το τμήμα της που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του Χ2, δευτέρου των εφεσιβλήτων της εφέσεως αυτής, μη προβαλλομένου από τους εκκαλούντες κάποιου παραπόνου – λόγου εφέσεως ως προς το τμήμα αυτό της εκκαλουμένης, ως προς το οποίο δεν ασκήθηκε έφεση απ’ τον ενάγοντα Χ2, ήδη εφεσίβλητο της εφέσεως αυτής, και επομένως η εκκαλουμένη, ως προς το τμήμα της αυτό, κατέστη τελεσίδικη” και ότι η κρινόμενη έφεση των παραπάνω εκκαλούντων (Ψ1 και ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ) – νυν αναιρεσειόντων ήταν απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, παρότι το δικόγραφο της έφεσης εστρέφετο ρητώς και κατά του Χ2, (νυν δευτέρου των αναιρεσιβλήτων) ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο Χ1, δεδομένου ότι με την έφεσή τους επλήττετο η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και κατά το κεφάλαιο της υπαιτιότητας – συνυπαιτιότητας και υπεβάλλετο το αίτημα, όπως, σε περίπτωση ευδοκίμησης του λόγου αυτού της έφεσης, απορριφθεί και η αγωγή του Χ2 (ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας), άλλως, όπως μειωθούν τα επιδικαστέα σ’ αυτόν κονδύλια, κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του οδηγού της μοτοσυκλέτας ότι, με το να κρίνει έτσι το δικάσαν Εφετείο, υπέπεσε στην πλημμέλεια την προβλεπόμενη α) από το αρθρ. 559 αριθ. 9 Κ.Πολ.Δ, εκ του ότι άφησε αδίκαστο το ως άνω αίτημα, β) από το αρθρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ, εκ του ότι το δεν έλαβε υπόψη τους προβληθέντες, με λόγο έφεσης, ισχυρισμούς, που ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ως προς το ως άνω ζήτημα και γ)από το αρθρ. 559 αριθ. 16 Κ.Πολ.Δ, εκ του ότι δέχθηκε, κατά παράβαση νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτον από την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη, λόγω μη προσβολής της με έφεση, ως προς το κεφάλαιο αυτής που αφορούσε την αγωγή του Χ2. Από την παραδεκτώς κατ’ αρθρ. 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης των ήδη αναιρεσειόντων, προκύπτει ότι πράγματι με αυτήν προσβάλλεται και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας που επηρεάζει και την αγωγή του Χ2 (δεύτερου αναιρεσίβλητου) υποβάλλεται δε αίτημα για την παραδοχή της έφεσης και την απόρριψη της εν λόγω αγωγής. Μετά όμως την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης, που πλήττουν την κυρία αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου, με την οποία κρίθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ζημιογόνου τροχαίου είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου, πρώτος αναιρεσείων, την αστική ευθύνη του οποίου κάλυπτε η δεύτερη αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρία, η οποία αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης, ως προς την βασιμότητα της αγωγής του Χ2, ο άνω λόγος αναίρεσης (τελευταίος) που πλήττει την επάλληλη αιτιολογία, ότι η έφεση είναι απορριπτέα, ως προς τον εφεσίβλητο Χ2, διότι δεν περιέχει παράπονο κατά της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τον εφεσίβλητο αυτόν, είναι αλυσιτελής και για το λόγο αυτό απαράδεκτος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης τρίτης εκ των αναιρεσιβλήτων ( αρθρ. 176 § 183 Κ.Πολ.Δ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28-7-2008 αίτηση των Ψ1 κ.λ.π για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2860/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης τρίτης εκ των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε

————— …