ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΨΥΧΙΚΗΣ ΟΔΥΝΗΣ ΕΠΙ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΤΗΤΑΣ
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΙ Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 864/2007
(ΡΩΜΗ ΙΙ)
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Υπό Γεωργίου Αμπατζή
Δικηγόρου Πατρών
ΣΣ (Δημοσιεύεται στην Επ.Συγκ.Δικ. 2009/482 & Τεύχος Οκτώβριος 2009)
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της μελέτης αυτής της εργασίας, μας απασχόλησε και πάλι εντελώς πρόσφατα. Ειδικότερα στο τεύχος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2009 (σελ. 66 έως 77) δημοσιεύτηκε σχετική εργασία μας, στην οποία παρουσιάστηκαν οι θέσεις της νομολογίας των δικαστηρίων της χώρας μας επί του ζητήματος αυτού, αναφέρθηκαν οι αποφάσεις που εκδόθηκαν γι΄αυτό το θέμα σε περιληπτική απόδοσή τους και έγινε κριτική των θέσεων αυτών, ενώ παράλληλα έγινε μνεία και των διατάξεων του Κανονισμού 864/2007, γνωστού ως «ΡΩΜΗ ΙΙ» (εφεξής «Κανονισμός») και η επίδραση των διατάξεών του στην ελληνική έννομη τάξη.
Η ανάγκη η οποία επέβαλε την εκ νέου ενασχόλησή μας με το προαναφερόμενο θέμα είναι ότι από την δημοσίευση της πρώτης εργασίας μέχρι σήμερα υπήρξε μια σημαντική εξέλιξη στην νομολογία τόσο του Αρείου Πάγου όσο και των δικαστηρίων της ουσίας, ως προς την ερμηνεία των άρθρων 26 και 932 του ΑΚ. Η παρούσα μελέτη αποτελεί ακριβώς τη συνέχεια και συμπλήρωση της πρώτης πάρα πάνω εργασίας μας.
ΙΙ. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Κατ’αρχήν η υπ αριθ. 798/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου (αδημ.), η οποία ασχολήθηκε με τον θάνατο αλβανού υπηκόου σε τροχαίο ατύχημα το οποίο συνέβη στην Ελλάδα, έκρινε ότι το ζήτημα αν είναι κάποιος ή όχι μέλος της ίδιας οικογένειας με το θύμα ενός τροχαίου ατυχήματος δεν κρίνεται κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 932 Α.Κ.), αλλά κατά τις διατάξεις των άρθρων 14, 17, 22 και 23 του Α.Κ., ανάλογα με το αν πρόκειται για σύζυγο ή τέκνα, οι οποίες διατάξεις οδηγούν στην εφαρμογή του αλβανικού δικαίου. Την ίδια ακριβώς θέση και με παρόμοια διατύπωση υιοθέτησε και η υπ΄αριθ. 799/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου (αδημ.), η οποία αντιμετώπισε επίσης θάνατο αλβανού υπηκόου και η οποία δέχθηκε ότι για την κρίση αν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με το θύμα εφαρμόζονται οι πάρα πάνω διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση παραπέμπουν, κατά την απόφαση, στην εφαρμογή του αλβανικού δικαίου.
Έτσι φάνηκε να παγιώνεται πλέον στη νομολογία του Αρείου Πάγου, μετά και την υπ΄αριθ. 3/20071 απόφαση αυτού του δικαστηρίου η οποία είχε υιοθετήσει την ίδια ακριβώς θέση, η άποψη ότι η έννοια του όρου «οικογένεια» του άρθρου 932 εδάφ. γ του Α.Κ. δεν ρυθμίζεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, αλλά από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι οποίες και παραπέμπουν στην εφαρμογή διατάξεων αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου.
Στην προαναφερόμενη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου ως προς το ζήτημα του προσδιορισμού του κύκλου των προσώπων τα οποία απαρτίζουν την «οικογένεια» του άρθρου 932 εδ. γ, επέφερε το πρώτο ρήγμα η υπ΄αριθ. 1847/2009 απόφαση αυτού του δικαστηρίου2. Το Δ΄ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου το οποίο εξέδωσε την πάρα πάνω απόφαση, αντιμετώπισε τροχαίο ατύχημα αλβανού υπηκόου κατά το οποίο αυτός θανατώθηκε και οι συγγενείς του, σύζυγος και τέκνα του θανόντος, είχαν εγείρει αξιώσεις ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Τρία από τα μέλη της σύνθεσης αυτού του δικαστηρίου τάχθηκαν υπέρ της άποψης ότι ο καθορισμός των μελών της «οικογένειας» του θύματος, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, γίνεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 του Α.Κ., οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση παραπέμπουν στην εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου. Δύο από τα μέλη του εν λόγω δικαστηρίου υποστήριξαν την άποψη ότι ο κύκλος των προσώπων που ανήκουν στην «οικογένεια» καθορίζεται από το ελληνικό δίκαιο και συγκεκριμένα από τις διατάξεις των άρθρων 26 και 932 του ΑΚ, με βάση την ερμηνεία της αόριστης νομικής έννοιας της «οικογένειας», όπως αυτή έχει προσδιορισθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων της χώρας μας. Στην περίπτωση αυτή, όπως δέχεται η μειοψηφούσα γνώμη, εφαρμόζονται ασφαλώς και οι πάρα πάνω διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όχι όμως για να καθοριστεί με βάση αυτές ο κύκλος των προσώπων που ανήκουν στην «οικογένεια», αλλά προκειμένου να ερευνηθεί στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η συνδρομή των προϋποθέσεων που θέτει το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο για να υπάρξει η συγγενική σχέση. Δεδομένου ότι η πάρα πάνω απόφαση ελήφθη με διαφορά μιάς ψήφου, η έρευνα του σχετικού λόγου αναιρέσεως που αφορούσε το πάρα πάνω ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 563 παρ. 2 εδ. β του Κ.Πολ.Δικ. Έτσι το πρόβλημα που αντιμετώπισε πρόσφατα η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο για τον καθορισμό της έννοιας της «οικογένειας» του άρθρου 932 εδ. γ του Κ.Πολ.Δικ. επανήλθε στο προσκήνιο και η διχογνωμία που είχε ανακύψει μεταφέρθηκε και στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας μας. Αναμένεται πλέον από την Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου να δώσει την λύση στο λεπτό αυτό νομικό ζήτημα, το οποίο εξακολουθεί να απασχολεί συχνά τα δικαστήρια της ουσίας.
ΙΙΙ. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ
Τα δικαστήρια της ουσίας απασχόλησαν πολλές φορές τροχαία ατυχήματα που συνέβησαν επί ελληνικού εδάφους και στα οποία θανατώθηκαν αλλοδαποί, γεγονός το οποίο επέβαλε την εκ μέρους τους ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 26 και 932 του ΑΚ. Και αυτό γιατί στις πάρα πάνω περιπτώσεις είχαν εγερθεί αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των συγγενών των θυμάτων. Μερικές από τις αποφάσεις αυτές που εκδόθηκαν επί του ζητήματος αυτού, και οι οποίες είναι ενδεικτικές των αντίστοιχων λύσεων τις οποίες επεδίωξε να δώσει η ελληνική νομολογία, είναι οι ακόλουθες: 1) Η υπ αριθ. 5158/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.), η οποία είχε να αντιμετωπίσει το πραγματικό γεγονός της διεκδίκησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των αλβανών υπηκόων, συγγενών θανατωθέντος σε τροχαίο ατύχημα, αλβανού επίσης υπηκόου. Η απόφαση αυτή ακολούθησε πιστά τις θέσεις και τη συλλογιστική της υπ αριθ. 3/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου και εφάρμοσε αλβανικό δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 643 του αλβανικού ΑΚ. Ακολούθως επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης μόνο στην ανήλικη θυγατέρα του θανατωθέντος, ενώ απέρριψε το σχετικό αίτημα των γονέων και των αδελφών του θανατωθέντος.
2) Η υπ αριθ. 4998/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.) εφαρμόζει επίσης αλβανικό δίκαιο για τον προσδιορισμό των προσώπων που δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του συγγενούς τους αλβανού επίσης υπηκόου, διευρύνει όμως την έννοια της οικογένειας στην οποία συμπεριλαμβάνει, εκτός από τα τέκνα του θανατωθέντος, ανήλικα και ενήλικα, τα εγγόνια του, τον σύζυγο, τους γονείς, τους αδελφούς και τις αδελφές, τα τέκνα των προαποβιωσάντων αδελφών, όπως επίσης και τους παππούδες και τις γιαγιάδες.
3) Η υπ αριθ. 2265/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.) δέχθηκε την άποψη ότι το ζήτημα αν ανήκει κάποιος στην οικογένεια του θύματος και έχει ως εκ τούτου απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ η οποία παραπέμπει σε εφαρμογή του ελληνικού δικαίου. Με βάση αυτή την παραδοχή της η εν λόγω απόφαση, εφαρμόζοντας το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στους αδελφούς του θανατωθέντος σε τροχαίο ατύχημα αλβανού υπηκόου, αλβανούς επίσης υπηκόους και κατοίκους Αλβανίας, ως ανήκοντες στην οικογένεια του θύματος. (Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε από την προαναφερόμενη υπ αριθ. 798/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου).
4) Η υπ αριθ. 8626/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ.) εφάρμοσε επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (αρθ. 932 ΑΚ) και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στους γονείς και τους αδελφούς αλβανίδας υπηκόου η οποία θανατώθηκε σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, αλβανούς επίσης υπηκόους. (Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την προαναφερόμενη 799/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου).
5) Η υπ αριθ. 4734/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών3 έκρινε ότι το αν ανήκει ή όχι κάποιος στην οικογένεια του θύματος είναι ζήτημα το οποίο κρίνεται από το αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το αλβανικό, στο οποίο παραπέμπουν οι διατάξεις των άρθρων 13,14,17 και 18 του ΑΚ.
6) Η υπ αριθ. 6680/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών4 εφαρμόζει επίσης το αλβανικό δίκαιο, αλλά, αφού διαπιστώνει ότι από τα στοιχεία που της προσκομίσθηκαν δεν κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί η έννοια της οικογένειας, σύμφωνα με το αλβανικό δίκαιο, θεωρεί ότι το αλβανικό δίκαιο ταυτίζεται ως προς το ζήτημα αυτό με το ελληνικό δίκαιο και ακολούθως προσδιορίζει τα μέλη της οικογένειας του θανόντος με βάση τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου και συμπεριέλαβε σε αυτήν τη σύζυγο του θανόντος, το τέκνο του, τη μητέρα του, τους αδελφούς του και τον πεθερό και την πεθερά του.
7) Συναφή προς την πάρα πάνω θέση ακολουθεί και η υπ αριθ. 397/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΕΣυγκΔ 2009/515), η οποία δέχεται ότι για τον προσδιορισμό της έννοιας της οικογένειας εφαρμοστέο είναι το αλλοδαπό δίκαιο που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επειδή όμως το πακιστανικό δίκαιο, το οποίο ήταν εφαρμοστέο κατά την άποψη του δικαστηρίου αυτού λόγω της ιθαγένειας του θανόντος, δεν προβλέπει το θεσμό της ψυχικής οδύνης και επομένως δεν προσδιορίζει και τα πρόσωπα τα οποία δικαιούνται να ζητήσουν το αντίστοιχο χρηματικό ποσό ως συγκροτούντα την οικογένεια του θύματος, τότε, αποφαίνεται η εν λόγω απόφαση, ότι τα σχετικά ζητήματα θα κριθούν από τις διατάξεις του ημεδαπού δικαίου και μάλιστα από το άρθρο 932 του ΑΚ. Την ίδια ακριβώς συλλογιστική ακολουθεί και η υπ αριθ. 928/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών5, η οποία είχε να αντιμετωπίσει θανάσιμο τραυματισμό ινδού υπηκόου.
8) Η υπ αριθ. 1159/2009 του Εφετείου Αθηνών6 η οποία εκδίκασε αγωγή των αλβανικής ιθαγένειας συγγενών του θανατωθέντος σε τροχαίο ατύχημα, επίσης αλβανού υπηκόου, δέχθηκε ότι για τον προσδιορισμό του κύκλου των προσώπων που ανήκουν στην οικογένεια του θανόντος και επομένως δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο και ειδικώτερα η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ.
Η παράθεση των πάρα πάνω αποφάσεων, μερικές από τις οποίες αναφέρονται και στην πρώτη πάρα πάνω εργασία μας (ΕπΣυγκΔ 2009 σελ. 66-77) πλην όμως κρίθηκε σκόπιμο για την πληρότητα της ανάλυσης να αναφερθούν και πάλι, έγινε για να καταδειχθεί η σύγχυση που επικρατεί στην ελληνική νομολογία ως προς την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 26 και 932 του ΑΚ.
Η έλλειψη λοιπόν ενιαίας αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού από τη νομολογία καθιστά αναγκαία την εγγύτερη ανάλυση των πάρα πάνω κρίσιμων διατάξεων και ιδιαίτερα του άρθρου 26 του ΑΚ. Η ανάλυση αυτή επιτυγχάνεται με την ορθή ερμηνευτική προσέγγιση αυτής της διάταξης, η οποία περιλαμβάνει τις βασικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κυρίως αυτές που υιοθετούνται από τον κοινοτικό νομοθέτη. Ακολούθως πρέπει να ενταχθεί η ερμηνεία του άρθρου 26 του ΑΚ σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, αλλά και να αναλυθεί η έννοια του «προκρίματος».
IV. Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 864/2007 («ΡΩΜΗ ΙΙ»)
Ο ερμηνευτής του κανόνα του άρθρου 26 του ΑΚ πρέπει να τον αντιμετωπίζει κατ αρχήν ως κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι, ακολουθώντας την τελολογική μέθοδο, πρέπει να στρέφει «ερευνητικό το βλέμμα περί τον διεθνή ορίζοντα» σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του καθηγητή Ηλία Κρίσπη7, δηλαδή να προσπαθεί να προσεγγίσει ερμηνευτικά τη συγκεκριμένη διάταξη λαμβάνοντας υπόψη και τα συμφέροντα των λοιπών εμπλεκομένων στην ρυθμιστέα σχέση πολιτειών8 και ιδιαίτερα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανήκει και η χώρα μας, όπως τα συμφέροντα αυτά προσδιορίζονται από τον κοινοτικό νομοθέτη.
Είναι κατ΄αρχήν δεδομένο ότι η διχογνωμία που παρουσιάζεται στη νομολογία των δικαστηρίων της χώρας μας έχει περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, αφού αυτή συνδέεται άμεσα με την ερμηνεία, κυριολεκτικά με τον προσδιορισμό του πλάτους της έννοιας, του άρθρου 26 του Α.Κ., το οποίο αντικαταστάθηκε στο σύνολό του από τις διατάξεις του κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές, γνωστού ως «ΡΩΜΗ ΙΙ», ο οποίος άρχισε να ισχύει από τις 11 Ιανουαρίου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 32 αυτού9. Επομένως η πάρα πάνω ερμηνευτική διχογνωμία δεν γεννάται για τα τροχαία εκείνα ατυχήματα τα οποία εμπίπτουν στην ρύθμιση του κανονισμού από την άποψη των χρονικών ορίων ισχύος αυτού. Κι αυτό γιατί ο εν λόγω κανονισμός περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου κατά τρόπο ο οποίος διαφέρει ριζικά από τη ρύθμιση του άρθρου 26 του Α.Κ. και στο πλάτος της έννοιας των διατάξεων αυτών εμπεριέχεται και ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, όπως θα φανεί από την ανάπτυξη που ακολουθεί.
Ειδικότερα ο κανονισμός εισάγει ως συνδετικά στοιχεία του εφαρμοστέου δικαίου την «άμεση ζημία» (lex loci damni) (άρθρο 4 παρ. 1) αντί εκείνου της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα του άρθρου 26 του Α.Κ. (lex loci delicti commissi), την κοινή συνήθη διαμονή των εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων (άρθρο 4 παρ. 2) ως παρέκκλιση του πάρα πάνω κανόνα και τον προδήλως στενότερο δεσμό του τροχαίου ατυχήματος με κάποια άλλη χώρα (άρθρο 4 παρ. 3) ως ρήτρα διαφυγής. Με το άρθρο 14 εξάλλου του Κανονισμού προβλέπεται η δυνατότητα υπαγωγής του ατυχήματος (της αδικοπραξίας γενικότερα) στο δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη.
Εκτεταμένη ανάπτυξη των διατάξεων του κανονισμού έχει δημοσιευτεί σε προηγούμενα τεύχη του περιοδικού10 και για το λόγο αυτό δεν θεωρείται σκόπιμη η επανάληψή τους. Για τις ανάγκες αυτής της εργασία θα επισημανθούν μόνο τα ακόλουθα ζητήματα:
1) Οι διατάξεις του Κανονισμού αντικαθιστούν πλήρως το άρθρο 26 του Α.Κ. και ρυθμίζουν αυτές πλέον και μόνο το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εξωσυμβατικών ενοχών. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων, δηλαδή τόσο για τους ημεδαπούς όσο και για τους αλλοδαπούς11. Επομένως η άποψη που υποστηρίχθηκε πρόσφατα, ότι οι διατάξεις του Κανονισμού καταλαμβάνουν μόνο τα πρόσωπα εκείνα που ανήκουν σε κράτη-μέλη δεσμευόμενα από αυτές τις ρυθμίσεις και όχι επί ζημιωθέντων οι οποίοι έχουν την ιθαγένεια κράτους-μέλους μη δεσμευόμενου από την κοινοτική ρύθμιση12, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Η άποψη αυτή παραγνωρίζει την έννοια και τη λειτουργία του άρθρου 4 του ΑΚ, που αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αλλά και τη νομική φύση της νομοθετικής παραγωγής του κοινοτικού νομοθέτη που εκφράζεται με τους κανονισμούς. Ειδικώτερα με το άρθρο 4 του ΑΚ εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της εξομοίωσης του αλλοδαπού προς τον ημεδαπό από την άποψη του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι το δίκαιο που διέπει κάθε σχέση ευρίσκεται με βάση τους ίδιους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και για τον αλλοδαπό και για τον ημεδαπό12α. Ο κανονισμός εξάλλου συνιστά την κατ εξοχήν πράξη του κοινοτικού νομοθέτη που διαθέτει αμεσότητα, με την έννοια ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται στην εθνική έννομη τάξη ως εσωτερικό δίκαιο, χωρίς να χρειάζεται να παρεμβληθεί οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη είτε με τη μορφή της μετατροπής είτε με εκείνη της αναπαραγωγής του μέσω της δημοσίευσης σε εθνικό επίπεδο, όπως ρητά αναγνωρίζεται από το άρθρο 189 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης12β. Περιθώριο εφαρμογής στις περιπτώσεις αυτές του άρθρου 26 του Α.Κ., όπως υποστηρίζει η πάρα πάνω άποψη, δεν υφίσταται, αφού το εν λόγω άρθρο έχει καταργηθεί και έχει αντικατασταθεί πλήρως από τις διατάξεις του Κανονισμού.
2) Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του κανονισμού, οι οποίες ορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί των τροχαίων ατυχημάτων (άρθρο 4 παρ. 1, 2 και 3 και άρθρο 14) προσδιορίζεται αυτοτελώς και το δίκαιο το οποίο διέπει τον καθορισμό των προσώπων τα οποία δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου συγγενούς τους. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο καθορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία ανήκουν στην οικογένεια του θύματος κατά το άρθρο 932 εδ. γ του Α.Κ. γίνεται με βάση το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους, του οποίου το δίκαιο αυτό είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με τις πάρα πάνω διατάξεις του κανονισμού, και όχι με βάση το ουσιαστικό δίκαιο κάποιου άλλου κράτους. Αν λοιπόν σε όλα τα πάρα πάνω παραδείγματα που απασχόλησαν τη Νομολογία εφαρμόζονταν οι διατάξεις του κανονισμού και ειδικότερα εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 αυτού, τότε ο προσδιορισμός των προσώπων που δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης θα έπρεπε να γίνει με βάση το δίκαιο του τόπου στον οποίο επήλθε η άμεση ζημία, δηλαδή από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, εφόσον η άμεση αυτή ζημία, δηλαδή ο θάνατος, επήλθε μέσα στην ελληνική επικράτεια. Η θέση αυτή του κοινοτικού νομοθέτη προκύπτει με σαφήνεια από τα ακόλουθα στοιχεία: α) Από την διάταξη του άρθρου 15 εδ. 1 και περ. στ΄, όπου ορίζεται ότι « το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού διέπει ιδίως & τα πρόσωπα που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν». β) Από την πρόταση της Επιτροπής13, στην οποία, κατά την ανάλυση της προαναφερόμενης διάταξης, αναφέρονται τα εξής: « Η πάρα πάνω έννοια ρυθμίζει ιδίως το θέμα αν κάποιο πρόσωπο πέραν του «αμέσως ζημιωθέντος» μπορεί να επιτύχει αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη και αυτό «εξ ανακλάσεως» ως συνέπεια της βλάβης που έπληξε το θύμα. Η βλάβη αυτή μπορεί να είναι ηθική, για παράδειγμα η οδύνη που προκαλείται από το θάνατο οικείου ή περιουσιακή, για παράδειγμα η ζημία των παιδιών ή του συζύγου του θανόντος & ». Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ότι ως προς το ζήτημα του προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου επί των αξιώσεων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ο κοινοτικός νομοθέτης είχε να επιλέξει μεταξύ των ακόλουθων δύο λύσεων: Ή να θεσπίσει ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο της πολιτείας όπου ο αξιών την ψυχική οδύνη συγγενής έχει το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων, και η οποία είναι συνήθως ο τόπος της συνήθους διαμονής του ή το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επήλθε η άμεση ζημία. Η αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού, κατά το οποίο « το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα &», οδηγεί στο βέβαιο συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε την δεύτερη από τις πάρα πάνω λύσεις14. Εξαίρεση βέβαια από αυτόν τον κανόνα υπάρχει στην σπάνια εμφανιζόμενη στην πράξη περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 του Κανονισμού (παρέκκλιση από τον πάρα πάνω γενικό κανόνα) οπότε εφαρμόζεται το δίκαιο της κοινής συνήθους διαμονής των εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων. Αυτό θα συμβεί αν π.χ. δύο Έλληνες με τόπο συνήθους διαμονής τους στην Ελλάδα εμπλέκονται σε τροχαίο ατύχημα το οποίο συμβαίνει σε γερμανικό έδαφος. Στην περίπτωση αυτή θα εφαρμοστεί το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού.
3) Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία για το ζήτημα που απασχολεί την παρούσα εργασία είναι η ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, από την σκοπιά του κοινοτικού νομοθέτη. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να αποτελέσει και τον αποφασιστικό ερμηνευτικό «μίτο» για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 26, το οποίο εφαρμόζεται για τα τροχαία ατυχήματα τα οποία συνέβησαν πριν από την έναρξη του Κανονισμού, και 932 εδ.γ του Α.Κ. Ήδη πριν αρχίσει οποιαδήποτε προετοιμασία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την θέσπιση ενιαίων κανόνων που θα ορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εξωσυμβατικών ενοχών, κυκλοφορούσε ευρέως η άποψη ότι ο στόχος τον οποίο θα πρέπει να υπηρετούν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μερών τα οποία εμπλέκονται σε ένα τροχαίο ατύχημα. Ως τέτοια εξυπηρέτηση δεν θεωρείται βέβαια η ευνοϊκή μεταχείριση του ενός ή του άλλου μέρους, αλλά η διασφάλιση ότι το δίκαιο το οποίο θα ρυθμίσει τις σχέσεις τους θα είναι προβλεπτό από αυτούς15. Την βασική αυτή αρχή ενσωμάτωσε και ο κοινοτικός νομοθέτης στις διατάξεις του Κανονισμού, όπως προκύπτει από το προοίμιο εκτιμήσεων, το οποίο προτάσσεται των διατάξεων αυτών. Στο προοίμιο αυτό τονίζεται ότι η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει την δυνατότητα πρόβλεψης του εφαρμοστέου δικαίου σε μια συγκεκριμένη σχέση, γεγονός το οποίο εγγυάται και την ασφάλεια του δικαίου. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται όταν οι κανόνες σύγκρουσης δικαίων που ισχύουν στα κράτη-μέλη ορίζουν ως εφαρμοστέο το αυτό εθνικό (εσωτερικό) δίκαιο, ανεξάρτητα από το κράτος ενώπιον των δικαστηρίων του οποίου ασκείται η αγωγή16. Η ύπαρξη των ενιαίων αυτών κανόνων δημιουργεί στον κοινοτικό νομοθέτη την προσδοκία της βελτίωσης της προβλεψιμότητας των δικαστικών αποφάσεων και της εξασφάλισης με τον τρόπο αυτό εύλογης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του φερομένου ως υπαίτιου και του ζημιωθέντος. Αντίθετα η διασπορά των στοιχείων της υπόθεσης σε περισσότερες χώρες αποτελεί πηγή αβεβαιότητας για το εφαρμοστέο δίκαιο και για το λόγο αυτό πρέπει να αποφεύγεται17. Αλλά και στην πρόταση της επιτροπής είναι διάχυτο αυτό το πνεύμα της επιδίωξης της ασφάλειας του δικαίου κατά την θέσπιση, ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που εισάγει ο Κανονισμός. Εδώ τονίζεται ότι μεταξύ των κρατών-μελών υπήρχαν σημαντικές διαφορές σε διάφορα ζητήματα, μεταξύ των οποίων βασικό είναι το ζήτημα της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης τρίτων. Έχοντας λοιπόν ο κοινοτικός νομοθέτης επίγνωση ότι η εναρμόνιση του ουσιαστικού δικαίου των κρατών-μελών δεν μπορεί να πραγματωθεί στο άμεσο μέλλον, η ενοποίηση των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι εκείνη που θα οδηγήσει άμεσα στον επιθυμητό στόχο. Ο στόχος αυτός είναι η προβλεψιμότητα από τα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται και η ασφάλεια του δικαίου, και η αποφυγή της διασποράς μεταξύ διαφόρων κρατών όχι μόνο του γενεσιουργού της ευθύνης γενονότος, αλλά και της ίδιας της ζημίας18. Είναι ενδεικτικό, από την άποψη της νομοθετικής πολιτικής του κοινοτικού νομοθέτη, ότι αυτός δεν επέλεξε ως βασικό κανόνα εφαρμοστέου δικαίου την αρχή της εύνοιας προς τον ζημιωθέντα, όπως είχε προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία συνίσταται στην δυνατότητα που προσφέρεται στον τελευταίο να επιλέξει το ευνοϊκότερο γι΄αυτόν δίκαιο (forum shopping). Η πρόταση αυτή του Κοινοβουλίου απορρίφθηκε με τη σκέψη ότι ενδεχόμενη υιοθέτησή της θα οδηγούσε σε πολυδιάσπαση του εφαρμοστέου δικαίου και σε συνακόλουθη επανεισαγωγή του στοιχείου της νομικής αβεβαιότητας, το οποίο είναι αντίθετο προς το γενικό στόχο του Κανονισμού19. Η πάρα πάνω λύση που επελέγη από τον κοινοτικό νομοθέτη, ανεξάρτητα από τις δικαιοπολιτικές αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κάποιος ιδιαίτερα ως προς την ανάγκη προστασίας του αδύνατου μέρους που κατά κανόνα είναι ο ζημιωθείς έναντι του ζημιώσαντος και του ασφαλιστή του, αποτελεί το τεθειμένο και ισχύον σήμερα δίκαιο στην χώρα μας, οι ρυθμίσεις του οποίου διέπουν τα τροχαία ατυχήματα τα οποία συμβαίνουν πλέον εντός των χρονικών πλαισίων ισχύος του Κανονισμού και διέπονται από τις διατάξεις του. Μάλιστα η λύση που επιλέχθηκε από τον κοινοτικό νομοθέτη χαρακτηρίστηκε ως επιτυχής από τους ευρωπαίους θεωρητικούς ερευνητές, κυρίως διότι κατά την άποψή τους, επιφέρει εξισορρόπηση των εκατέρωθεν συμφερόντων και απομακρύνει τον κίνδυνο να εφαρμοστεί μη προβλεπτό εκ των προτέρων δίκαιο, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε σε ανασφάλεια ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο20
V. Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 26 του Α.Κ. ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ
Η ανάπτυξη της θέσης του κοινοτικού νομοθέτη που έγινε αμέσως πάρα πάνω είχε σαν στόχο την υποβοήθηση της ερμηνείας του άρθρου 26 του Α.Κ. ως κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κυρίως του προσδιορισμού του πλάτους της έννοιας αυτού. Κι αυτό γιατί η ερμηνεία του άρθρου 932 εδ. γ και ειδικότερα ο προσδιορισμός της έννοιας της «οικογένειας» αυτής της διάταξης συνδέεται άμεσα με το καθορισμό του πλάτους της έννοιας του άρθρου 26 του Α.Κ. Εφόσον ο σκοπός των διατάξεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές, όπως οι διατάξεις αυτές διαμορφώνονται σήμερα από την κοινοτική νομοθεσία και ιδιαίτερα από τον Κανονισμό, είναι η ασφάλεια του δικαίου η οποία επιτυγχάνεται με την προβλεψιμότητα του εφαρμοστέου δικαίου και επί της ίδιας της ζημίας, όπως αναφέρεται πάρα πάνω, η ερμηνεία των διατάξεων αυτού οφείλει να εξυπηρετεί αυτό το σκοπό. Πώς προσεγγίζεται αυτός ο σκοπός από τον ερμηνευτή και τον εφαρμοστή του δικαίου; Με την αποφυγή της διασποράς των στοιχείων της υπόθεσης σε περισσότερες χώρες, η οποία διασπορά προκαλεί ανασφάλεια και κατά συνέπεια και ανισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του φερόμενου ως υπαιτίου και του ζημιωθέντος, όπως δέχεται και ο κοινοτικός νομοθέτης, κατά την ανάπτυξη που προηγήθηκε. Την θέση αυτή του νομοθέτη δεν θα πρέπει να αγνοήσει ο έλληνας εφαρμοστής του δικαίου, αλλά να την εφαρμόσει ως ερμηνευτικό οδηγό και για τα τροχαία ατυχήματα που έχουν συμβεί πριν από την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, δηλαδή πριν από την 11-1-2009 και δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις αυτού, όπως έχουμε αναφέρει σε άλλη θέση21.
Στην ελληνική νομική επιστήμη και την νομολογία έχουν πρυτανεύσει οι πάρα πάνω αρχές κατά την ερμηνεία του άρθρου 26 του Α.Κ. Έτσι τόσο οι συγγραφείς όσο και η νομολογία δέχονται ότι ο καθορισμός των προσώπων που δικαιούνται αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, γίνεται από το δίκαιο που υποδεικνύει το άρθρο 26 του Α.Κ. Επομένως στο πλάτος της έννοιας αυτής της διάταξης εμπεριέχεται και ο κύκλος των προσώπων τα οποία απαρτίζουν την οικογένεια του θύματος ενός τροχαίου ατυχήματος. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις κατά τις οποίες συμβαίνει θάνατος αλλοδαπού, ο οποίος εμπλέκεται σε τροχαίο ατύχημα επί ελληνικού εδάφους, ο καθορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία απαρτίζουν την «οικογένειά» του και δικαιούνται επομένως να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης θα γίνει από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, δηλαδή από την διάταξη του άρθρου 932 εδ. γ του Α.Κ. . Κι αυτό γιατί, όταν οι σχετικές αξιώσεις υποβάλλονται ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, τότε τόσο η lex loci delicti commisi όσο και η lex causae, δηλαδή η πολιτεία στην οποία διαπράχθηκε το αδίκημα, συμπίπτουν και υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο.
Από την νομολογία αναφέρουμε ενδεικτικά τις ακόλουθες αποφάσεις, οι οποίες έχουν υιοθετήσει την πάρα πάνω υποστηριζόμενη άποψη: Πρωτ. Αθ. 705/1974 (ΝΟΒ 23 σελ. 527), Εφ.Αθ. 2027/1986 (Ελλ.Δ/νη 27 σελ 1133), Εφ.Θεσ. 1308/1987 (Αρμ 1988 σελ. 889), Εφ.Λαρ.119/2001 (Δικογρ. 2001 σελ. 222), Εφ.Δωδ. 16/2005 (δημοσίευση σε ΝΟΜΟΣ), Εφ.Αθ. 4451/2007 (Επ.Συγκ.Δικ. 2007 σελ. 287 κ.επ.), Εφ.Αθ. 1159/2009 (Επ.Συγκ.Δικ. 2009 σελ. 79).
Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις πάρα πάνω αναφερόμενες αποφάσεις δεν κάνουν ευθέως λόγο για τους «δικαιούχους» της αποζημίωσης, αλλά για την «έκταση» αυτής. Όπως όμως ορθά έχει παρατηρηθεί22 το ζήτημα του προσδιορισμού των «ιδίω δικαίω» δικαιουμένων σε αποζημίωση προσώπων συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της έκτασης της αποζημίωσης, αφού η έκταση αυτής συναρτάται προς τον αριθμό των δικαιούχων της. Όμως όλες ανεξαιρέτως οι πάρα πάνω αποφάσεις δέχονται ότι η έκταση της αποζημίωσης είναι ζήτημα το οποίο κρίνεται από το δίκαιο που υποδεικνύει το άρθρο 26 του Α.Κ., δηλαδή σε όλες τις πάρα πάνω περιπτώσεις από το ελληνικό δίκαιο.
Επίσης και στην νομική βιβλιογραφία οι συγγραφείς ομόφωνα δέχονται ότι από το άρθρο 26 του Α.Κ. ρυθμίζεται ο κύκλος των δικαιούχων σε αποζημίωση προσώπων (Α.Κρητικός «Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα» εκδ. 1987, σελ. 218 αριθ. 487, Γ. Μαριδάκης, Ελληνικό Διεθνές Δίκαιο, τόμος Α, παρ. 31, σελ. 421, Α. Γραμματικάκη-Αλεξίου, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, εκδ. Β, (1998), σελ. 303, Αικ. Τενεκίδου-Φραγκοπούλου «Η Αδικοπραξία κατά το Ιδ.Διεθνές Δίκαιο» σελ. 46, 122 και 125, Β. Παπαδήμας «Το Προδικαστικόν Ζήτημα εις το Ιδ.Διεθνές Δίκαιον», σελ. 109, Β.Βαθρακοκοίλης, «ΕΡΝΟΜΑΚ», άρθρο 26, σελ. 187, Πολυζωγόπουλος, Εισήγηση στο 21ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, σελ. 255).
Στις προαναφερόμενες πάγιες θέσεις της νομολογίας και της επιστήμης υπήρξε πρόσφατα διαφοροποίηση, η οποία στον χώρο της θεωρίας εκφράστηκε από τον συγγραφέα και επίτιμο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κρητικό23 και στον χώρο της νομολογίας από τις αποφάσεις που αναφέρονται πάρα πάνω. Ο εν λόγω συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο καθορισμός των προσώπων που δικαιούνται να αξιώσουν την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν γίνεται από το άρθρο 26 του Α.Κ., αλλά αποτελεί πρόκριμα ρυθμιζόμενο από τον οικείο κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 14, 18 και 28 του Α.Κ.24.
VΙ. Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 932 εδαφ. γ του Α.Κ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ» ΩΣ ΠΡΟΚΡΙΜΑ
Η ορθότητα ή μη της πάρα πάνω άποψης που υιοθετείται από τον συγγραφέα Α. Κρητικό και τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου που προαναφέρθηκαν, εξαρτάται από το εάν ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία αποτελούν την οικογένεια του θύματος κατά το άρθρο 932 εδ. γ΄του Α.Κ. αποτελεί πρόκριμα ή όχι. Αν κανείς υιοθετήσει την καταφατική θέση, τότε μοιραία οδηγείται στην εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17 22 και 23 του Α.Κ. Αν όμως ακολουθήσει την αντίθετη άποψη τότε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο προσδιορισμός του κύκλου αυτών των προσώπων εμπίπτει στην ρύθμιση του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου. Είναι λοιπόν αναγκαίο να ερευνηθεί η ακριβής νομική φύση της διάταξης του άρθρου 932 εδ. γ του Α.Κ. και το εάν και κατά πόσο ο όρος «οικογένεια» που περιέχεται σε αυτήν την διάταξη αποτελεί «πρόκριμα» του κυρίου ζητήματος που είναι η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης.
Για τη διευκρίνιση αυτού του ζητήματος πρέπει να τονισθούν τα ακόλουθα:
1) Όπως έχει γίνει δεκτό στη νομική βιβλιογραφία πρόκριμα ή προδικαστικό ζήτημα είναι μια σχέση, από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της οποίας εξαρτάται η ύπαρξη ή ανυπαρξία, το κύρος ή το ελάττωμα μιας άλλης σχέσης που ονομάζεται «κύρια σχέση»25. Τα προκρίματα εμφανίζονται όχι μόνο στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο μιας χώρας αλλά και στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου αυτής26.
Στην περίπτωση κατά την οποία ο έλληνας δικαστής έχει να αντιμετωπίσει την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης των αλλοδαπών συγγενών του επίσης αλλοδαπού ο οποίος θανατώθηκε σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στην Ελλάδα, τότε ο εφαρμοστέος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, που είναι η διάταξη του άρθρου 932 εδαφ. γ του Α.Κ., σύμφωνα με το άρθρο 26 του ίδιου κώδικα, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως κανόνας του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αφού στοιχεία του τελευταίου «υφέρπουν» στην πάρα πάνω διάταξη, λόγω των στοιχείων αλλοδαπότητας που έχει η ρυθμιστέα σχέση. Στην περίπτωση αυτή το κύριο ζήτημα είναι η αξίωση της χρηματικής ικανοποίησης των συγγενών του θανόντος λόγω ακριβώς ψυχικής οδύνης. Εκείνο το οποίο πρέπει να χαρακτηρισθεί ως προς την ακριβή νομική του φύση είναι ο όρος «οικογένεια». Αν δηλαδή η τελευταία αποτελεί έννομη σχέση ή κάποιο άλλο νομικό μόρφωμα. Και αυτό γιατί, όπως παρατηρεί ο καθηγητής Ηλίας Κρίσπης, ως πρόκριμα της κύριας σχέσης μπορεί να χαρακτηρισθεί μόνο η έννομη σχέση, δηλαδή η βιοτική σχέση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων που ρυθμίζεται από το δίκαιο. Αν αντίθετα το ερευνητέο στοιχείο του κανόνα δικαίου δεν αποτελεί έννομη σχέση, αλλά συνιστά είτε νομικό είτε πραγματικό περιστατικό είτε και κατ’επέκταση «θεσμό δικαίου», σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη του forum, τότε «δεν γεννάται ζήτημα προσφυγής στο ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, προκειμένου αυτό να ορίσει εφαρμοστέο δίκαιο, αλλά αναζητείται αυτάρκως το πνεύμα του έλληνα νομοθέτη στα πλαίσια και στην όλη οικονομία του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου»27 και 27α. Η άποψη αυτή του πάρα πάνω καθηγητή αποτελεί και το «κλειδί» κυριολεκτικά για την επίλυση του ζητήματος αν για τον προσδιορισμό του κύκλου των προσώπων που ανήκουν στην οικογένεια του θύματος κατά το άρθρο 932 εδαφ. γ΄του ΑΚ, θα εφαρμοστεί ελληνικό δίκαιο ή πρέπει να γίνει προσφυγή στους κανόνες του ελληνικού διεθνούς δικαίου, προκειμένου αυτοί να καθορίζουν το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο.
2) Εκείνο λοιπόν που έχει σημασία είναι να προσδιορισθεί ποια είναι, κατά το πνεύμα του έλληνα νομοθέτη, η ακριβής φύση του όρου οικογένεια στην πάρα πάνω διάταξη.
Πρέπει κατ΄αρχήν να τονισθεί ότι η έννοια της «οικογένειας» όπως αυτή ορίζεται στην διάταξη αυτή, αποτελεί «έννοια πλάτους», δηλαδή προσδιορίζει τον αριθμό των προσώπων που περιλαμβάνονται στην τάξη της28. Ποιος είναι ο ακριβής αριθμός αυτών των προσώπων δεν καθορίζεται από αυτήν την διάταξη, αλλά ούτε και από καμιά άλλη διάταξη του Α.Κ.29. Παράλληλα δεν υπάρχει και διάταξη του ελληνικού διεθνούς δικαίου η οποία να επιτάσσει την εφαρμογή άλλου δικαίου πλην του ελληνικού διεθνούς δικαίου, για τον καθορισμό της έννοιας του όρου οικογένεια30. Έτσι το γεγονός του προσδιορισμού των μελών της οικογένειας του θύματος ο νομοθέτης το άφησε σκόπιμα αρρύθμιστο «προφανώς διότι δεν ηθέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού ο οποίος ως εκ της φύσεώς του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων κατά την διαδρομή του χρόνου»31 .
Ποια λοιπόν πρόσωπα θα θεωρηθούν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ότι είναι φορείς της αξίωσης, ως μέλη της οικογένειας του θύματος, αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τον δικαστή. Το ότι εξάλλου ο νομοθέτης δεν θέλησε με τον όρο «οικογένεια» να δημιουργήσει ιδιαίτερο πρόσωπο, το οποίο θα δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη, αλλά υποδήλωσε περιληπτικά τα φυσικά πρόσωπα που το κάθε ένα από αυτά έχει αξίωση, δεν σημαίνει ότι η σχέση αφέθηκε αρρύθμιστη στο σύνολό της. Αντίθετα, αναγκαία προϋπόθεση για να περιληφθεί κάποιος στην έννοια της οικογένειας είναι η ύπαρξη του στοιχείου της συγγένειας. Έτσι ο πάρα πάνω όρος έχει διαπλαστεί από τον έλληνα νομοθέτη ως «αόριστη νομική έννοια» του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η εξειδίκευση της οποίας επαφίεται στα ελληνικά δικαστήρια32.
3) Από την ίδια τη φύση του όρου οικογένεια απορρέει και ο νομικός χαρακτήρας της ως θεσμού, από τον οποίο απορρέουν περισσότερες από μία έννομες σχέσεις οι οποίες, με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά, συγκροτούν μία έννοια με ιδιαίτερη κοινωνική ή οικονομική σημασία. Ο θεσμός της οικογένειας ως σύνολο δεν μπορεί να αποτελέσει «πρόκριμα», κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά μόνο τα επί μέρους στοιχεία της που συγκροτούν την αντίστοιχη έννομη σχέση. Θεμέλιο αυτής της έννομης σχέσης είναι οι επί μέρους συγγενικές σχέσεις, οι οποίες συνδέουν τον φερόμενο ως δικαιούχο με το θύμα. Η εγκυρότητα και οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση κατά το νόμο της αντίστοιχης συγγενικής σχέσης, αποτελεί ακριβώς και το πρόκριμα, το οποίο ρυθμίζεται από τις σχετικές διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Έτσι π.χ. η ύπαρξη ή όχι συζυγικής σχέσης με το θύμα, δηλ. η ύπαρξη έγκυρου γάμου με αυτό, θα κριθεί από το δίκαιο στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 13 του Α.Κ., η ύπαρξη της σχέσης γονέως και τέκνου θα κριθεί από το δίκαιο στο οποίο παραπέμπουν τα άρθρα 18 και 19 του Α.Κ. κλπ. Οι συγγενικές αυτές σχέσεις αποτελούν και την έννοια του βάθους του όρου «οικογένεια», δηλαδή εμπεριέχουν το σύνολο των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν τα πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στην αντίστοιχη συγγενική σχέση33. Αφού λοιπόν γίνεται συγκεκριμένος προσδιορισμός των ποιοτικών στοιχείων τα οποία συγκροτούν την έννοια της συγγένειας μέσω του αλλοδαπού δικαίου στο οποίο παραπέμπουν οι πάρα πάνω διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, είναι δεδομένο ότι οι συγγενικές αυτές σχέσεις αποτελούν «έννομες» σχέσεις κατά την έννοια που αναφέρεται πάρα πάνω και συγκροτούν παράλληλα αυτές και μόνο τις προκριματικές σχέσεις, τις οποίες οφείλει να αξιολογήσει ο δικαστής και να οδηγηθεί στην εφαρμογή του δικαίου το οποίο ορίζει ως εφαρμοστέο το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο για τις προκριματικές αυτές σχέσεις.
VΙ. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Από την ανάπτυξη που προηγήθηκε καθίσταται σαφές ότι η άποψη που θεωρεί ότι ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία συγκροτούν την έννοια της οικογένειας του άρθρου 932 εδαφ. γ΄ του ΑΚ ρυθμίζεται από το δίκαιο στο οποίο παραπέμπουν οι διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, παρουσιάζει τα ακόλουθα μειονεκτήματα:
1) Επιφέρει διασπορά μεταξύ διαφόρων κρατών των στοιχείων της υπόθεσης με αποτέλεσμα να υπάρχει νομική αβεβαιότητα ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, αφού αυτό δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί από τα εμπλεκόμενα μέρη και συνακόλουθη ανασφάλεια δικαίου. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των πάρα πάνω αποφάσεων οι οποίες εφάρμοσαν το αλβανικό δίκαιο για την αντιμετώπιση του ζητήματος της ψυχικής οδύνης των συγγενών του θανόντος και μάλιστα διαφορετικές διατάξεις του ίδιου αυτού δικαίου. Έτσι με την άποψη αυτή δεν εξυπηρετείται ούτε ο σκοπός της θέσπισης των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αλλά ούτε και η βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, όπως αναπτύσσεται στο κεφάλαιο V αυτής της μελέτης.
2) Οι πάρα πάνω αποφάσεις που εφαρμόζουν αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο παραπέμπουν οι σχετικές διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, στηρίζονται σε διατάξεις αυτού του δικαίου οι οποίες έχουν θεσπισθεί για να εξυπηρετούν εντελώς διαφορετικούς σκοπούς και δεν προσδιορίζουν ούτε παρέχουν ερμηνευτικό βοήθημα για τον προσδιορισμό του όρου «οικογένεια» του άρθρου 932 εδαφ. γ΄του ΑΚ. Πλην όμως η αναλογική αυτή εφαρμογή δεν γίνεται δεκτή από τους συγγραφείς ούτε για το ελληνικό δίκαιο. Πώς θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή τέτοια αναλογία για το αλλοδαπό δίκαιο; Το πάρα πάνω πρόβλημα είναι φυσικό να υπάρχει, αφού οι αλλοδαπές αυτές έννομες τάξεις, όπως π.χ. είναι το αλβανικό ή το πακιστανικό ή το ινδικό δίκαιο αγνοούν εντελώς τον θεσμό της ψυχικής οδύνης.
3) Η θέση αυτή είναι κατά την άποψή μας λανθασμένη και από καθαρά δογματική άποψη. Και αυτό γιατί η έννοια της «οικογένειας», όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον έλληνα νομοθέτη, δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία της «έννομης σχέσης», η οποία και μόνο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «πρόκριμα» και να εφαρμοσθεί επ΄αυτού το αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο παραπέμπουν οι σχετικές διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Η οικογένεια αποτελεί θεσμό του δικαίου, ο οποίος περιλαμβάνει στο πλάτος του ένα σύνολο εννόμων σχέσεων και έχει χαρακτηρισθεί ως αόριστη νομική έννοια. Έννομες σχέσεις αποτελούν μόνο οι επί μέρους συγγενικές σχέσεις, οι οποίες συναθροιζόμενες συγκροτούν την έννοια της οικογένειας και αποτελούν αυτές και μόνο «προκρίματα», αφού συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως «προκριμάτων». Τα στοιχεία της υπόστασης και της εγκυρότητας της αντίστοιχης συγγενικής σχέσης είναι αυτά τα οποία ελέγχονται από το, ενδεχομένως εφαρμοστέο, αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο στο οποίο παραπέμπει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.
4) Η άποψη αυτή οδηγεί σε αντιφάσεις ως προς το πλάτος της έννοιας του άρθρου 26 του Α.Κ., το οποίο παραπέμπει στην εφαρμογή του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου ως προς την έκταση της ζημίας, όπως δέχεται πάγια η νομολογία, ακόμα και η απόφαση 3/2007 του Αρείου Πάγου, αλλά και η νομική βιβλιογραφία. Αν ο κύκλος των προσώπων που δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης άλλοτε διευρύνεται και άλλοτε συστέλλεται, ανάλογα με τις προβλέψεις του εφαρμοστέου αλλοδαπού δικαίου, αυτό επηρεάζει άμεσα και την έκταση της ζημίας, η οποία πλέον τίθεται εκτός της ρυθμίσεως του ελληνικού δικαίου και υπέρ των ρυθμίσεων που προβλέπουν τα εφαρμοστέα εκάστοτε αλλοδαπά δίκαια. Δηλαδή το αλλοδαπό δίκαιο καλείται πλέον να προσδιορίσει με τρόπο έμμεσο και την έκταση της αποζημίωσης. Έτσι οδηγούμεθα σε εντελώς εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 26 του ΑΚ, η οποία δεν έχει γίνει αποδεκτή από καμία απολύτως θεωρητική η νομολογιακή θέση.
Αντίθετα η άποψη η οποία δέχεται ότι ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων τα οποία ανήκουν στην οικογένεια γίνεται από το ελληνικό δίκαιο, είναι κατά τη γνώμη μας ορθότερη, αφού συγκεντρώνει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:
1) Απομακρύνει τον κίνδυνο διασποράς των στοιχείων της υπόθεσης σε διάφορες έννομες τάξεις και εξυπηρετεί έτσι το πνεύμα των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αλλά και τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, αφού διασφαλίζει την προβλεψιμότητα του εφαρμοστέου δικαίου και κατά συνέπεια και την ασφάλεια γενικά του δικαίου.
2) Η άποψη αυτή εμφανίζει δογματική συνέπεια, αφού αντιμετωπίζει το πλάτος της εννοίας του όρου οικογένεια, δηλαδή των αριθμό των μελών που ανήκουν σε αυτήν, όχι ως πρόκριμα αλλά με βάση το ελληνικό δίκαιο, ως αόριστη νομική έννοια, όπως αυτή έχει διαπλασθεί νομολογιακά.
3) Η εν λόγω θέση εναρμονίζεται πλήρως με την πάγια άποψη της νομολογίας και τη θεωρίας ως προς τον προσδιορισμό του πλάτους της εννοίας του άρθρου 26 του ΑΚ, στο οποίο περιλαμβάνει και την έκταση της ζημίας, η οποία είναι συνάρτηση του αριθμού των προσώπων τα οποία δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ως ανήκοντα στην οικογένεια του θύματος.
Από την πάρα πάνω ανάλυση συνάγεται, κατά τη γνώμη μας, ότι η προκριτέα και ενδεδειγμένη λύση είναι αυτή που προτείνεται από τη δεύτερη από τις πάρα πάνω εκτιθέμενες απόψεις και σύμφωνα με την οποία ο προσδιορισμός του αριθμού των προσώπων που ανήκουν στην οικογένεια του θύματος, είτε αυτό είναι ημεδαπός είτε αλλοδαπός, πρέπει να γίνεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Επ.Συγκ.Δ. 2007, σελ. 272-273, με εκτενή κριτική και σχόλια της σύνταξης του περιοδικού.
2. ΕπΣυγκΔ 2009, σελ. 448 κ.επ.
3. Επ.Συγκ.Δ. 2009, σελ. 504 επ.
4. ΕπΣυγκΔ 2009 σελ. 461 κ.επ.
5. ΕπΣυγκΔ 2009 σελ. 531 επ.
6. ΕπΣυγκΔ 2009 σελ. 79 κ.επ.
7. Ηλίας Κρίσπης «Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον», Γεν. Μέρος, έκδ. 1970 σελ. 238
8. Ευτυχία Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη «Η Αδικοπρακτική Ευθύνη εξ Αυτοκινητικού Ατυχήματος» εκδ. 1974 σελ. 45 και 99.
9. Ε.Ε.L 199 της 31-7-2007, σελ. 40 κ.επ.
10. Επ.Συγκ.Δ. 2008 σελ. 354-368, 418-424 και 482-491
11. Α. Κρητικός «Αξιώσεις Αποζημιώσεως Ενώπιον Ελληνικών Δικαστηρίων Αλλοδαπών.», σελ. 19-20.
12. Α.Κρητικός «Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα», εκδ. 2008 σελ. 542
12α. Ηλίας Κρίσπης, οπ.παρ. Ειδ. Μέρος εκδ. 1967 σελ. 87
12β. Ν.Σκανδάμης «Ευρωπαϊκό Δίκαιο» εκδ. 1994 σελ. 444 κ.επ.
13. Πρόταση Επιτροπής COM (2003) 427 τελικό, εφεξής Πρόταση της Επιτροπής, σελ. 28 του ελληνικού κειμένου. Για την έννοια της & άμεσης ζημίας; βλέπετε Γ.Αμπατζή, Επ.Συγκ.Δ. 2008 σελ. 354 κ.επ. και ιδιαίτερα σελ. 360-363
14. Th. Graziano/C. Rabels Z. 73 (2009) σελ. 31 κ.επ. και ιδιαίτερα σελ. 32
15. Ευτυχία Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, οπ.παρ. σελ. 101-102
16. Προοίμιο εκτιμήσεων αριθ. 6
17. Προοίμιο εκτιμήσεων αριθ. 16 και 35
18. Πρόταση Επιτροπής σελ. 5 και 6
19. Πρόταση Επιτροπής σελ. 13, Α. Staudinger σε SVR 2005, σελ. 1
20. Th. Graziano, οπ.παρ. σελ. 33, Wagner σε IPR 2008, σελ. 20
21. Επ.Συγκ.Δ. 2009 σελ. 66 και ιδιαίτερα σελ. 73
22. Ευτυχία Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, οπ.παρ. σελ. 166
23. Α.Κρητικός, «Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα», εκδ. 2008 σελ. 540
24. Α. Κρητικός, οπ.παρ. σελ. 540, ο ίδιος «Αξιώσεις Αποζημιώσεως Ενώπιον Ελληνικών Δικαστηρίων Αλλοδαπών.», σελ. 55 κ.επ.
25. Σ. Βρέλλης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» εκδ. Γ σελ. 107
26. Β. Παπαδήμας «Το προδικαστικό Ζήτημα εις το Ιδιωτικός Διεθνές Δίκαιον» σελ. 15 και 24
27. Η. Κρίσπης, όπ.παρ. Γεν.Μέρος σελ. 186-187
27α. Για τη διάκριση μεταξύ έννομης σχέσης και θεσμού βλέπετε Κ.Σημαντήρα ΓενΑρχαί του Αστικού Δικαίου εκδ. 1976 σελ. 116-117, Π.Λαδάς ΓενΑρχές Αστικού Δικαίου εκδ. 2007 σελ. 178 κ.επ. και ιδιαίτερα σελ. 187-188
28. Ε. Π. Παπανούτσος, «Λογική», Β έκδοση, σελ. 34
29. Σ. Πατεράκης «Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης» εκδ. β (2001) σελ. 304
30. Εφ.Αθ. 445/2007 Επ.Συγκ.Δ. 2007, σελ. 287 κ.επ.
31. Α.Π. (Ολομέλεια) 762/1992 Ποιν.Χρον. ΜΒ σελ. 665 κ.επ.
32. Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Ειδ.Ενοχ. τόμος δ, άρθρο 932 σελ. 818, Μιχ. Μαργαρίτης σε ΝΟΒ 55 σελ. 1240 κ.επ., Ι. Σπυριδάκης «Το Αδίκημα κατά Α.Κ. 914» σελ. 186
33. Ε.Π.Παπανούτσος, όπ.παρ. σελ. 34