facebook
Αρχική Αρθρα - Απόψεις Οι εξερέσεις στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα Κριτικές παρατηρήσεις στο νέο σχέδιο νόμου υπό Δημητρίου Σπυράκου Δ.Ν. – Δικηγόρου ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2006 ΣΕΛ.8

Οι εξερέσεις στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα Κριτικές παρατηρήσεις στο νέο σχέδιο νόμου υπό Δημητρίου Σπυράκου Δ.Ν. – Δικηγόρου ΤΕΥΧΟΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2006 ΣΕΛ.8

ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Κριτικές παρατηρήσεις στο νέο σχέδιο νόμου
υπό Δημητρίου Σπυράκου Δ.Ν. – Δικηγόρου

Η ασφάλιση αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα αποτελεί αναγκαιότητα θεμελιωμένη στην κοινωνική προσφορότητα των κινδύνων που συνδέονται από τη χρήση των οχημάτων, στη διασφάλιση των αξιώσεων αποζημίωσης των θυμάτων, στην προστασία των περιουσιακών στοιχείων των ασφαλισμένων και στην εν γένει άμβλυνση των συγκρούσεων που προκαλούνται από τα ατυχήματα. Ήδη, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Στρασβούργου από το 1959 για την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης για τα αυτοκίνητα οχήματα, που κυρώθηκε με το Ν. 4147/1961, δέσμευε τα συμβαλλόμενα μέρη στην εισαγωγή της υποχρεωτικής ασφάλισης αυτοκινήτων, ενώ στη χώρα μας η υποχρέωση αυτή εκπληρώθηκε κατά ικανοποιητικό καταρχήν τρόπο με το Ν. 489/1976.
Η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης αστικής ευθύνης από τροχαία δεν οδήγησε και στη συρρίκνωση του φαινομένου των εξαιρέσεων κάλυψης που εισάγονταν στη σύμβαση με τους γενικούς όρους ασφαλίσεως και διακινδύνευαν τον σκοπό της ασφαλιστικής κάλυψης. Στην περίπτωση του Ν. 489/76 το καθεστώς αυτό έμελλε να εκλογικευτεί και επιβιώσει δια μέσου της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 7, σύμφωνα με την οποία οι γενικοί όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου. Τούτο δε, καθώς η εν συνεχεία εκδοθείσα Υπουργική Απόφαση Κ4/585/1978 «περί γενικών όρων ασφαλίσεως που ισχύουν ενιαία για όλες τις ασφαλιστικές εταιρείες», δεν περιορίστηκε, όπως θα προσδοκούσε κανείς, στη ρύθμιση των πολλών – λόγω και της έλλειψης διατάξεων για την ασφαλιστική σύμβαση – διαδικαστικών ζητημάτων της ασφαλιστικής κάλυψης αλλά με μία πληθώρα εξαιρέσεων διαμόρφωνε (μείωνε) το εύρος της ασφαλιστικής κάλυψης. Στο άρθρο 25 της παραπάνω απόφασης εμπεριέχεται ένας κατάλογος 17 γενικών εξαιρέσεων (και στο άρθρο 26 πέντε ειδικών εξαιρέσεων ζημιών ως προς το είδος τους) κάλυψης ζημιών που προκαλούνται από αυτοκίνητα, δίχως κατά βάση πάντως οι εξαιρέσεις αυτές να επιτρέπεται να προβληθούν απέναντι στον ζημιωθέντα τρίτο.
Πέραν των εξαιρέσεων εκείνων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εύλογες από τη φύση της ασφαλιστικής κάλυψης (αποκλεισμός της εκ προθέσεως πρόκλησης ζημίας) ή γεγονότων που μπορούν να απειλήσουν την ασφαλιστική κοινωνία κινδύνου (εξαιρετικές καταστάσεις), στην υπουργική απόφαση εμπεριέχονται εξαιρέσεις, οι οποίες αποτυπώνουν στη βάση διαφόρων κριτηρίων (χωροταξικών, προσωπικών, λειτουργικών, κ.ά.) καταστάσεις οδήγησης αυξημένης στατιστικά επικινδυνότητας
για την πρόκληση ατυχημάτων.
Στη νομολογία αναδείχθηκε, στα χρόνια που ακολούθησαν, σε βασικό ζήτημα αν οι όροι της υπουργικής απόφασης έχουν συμβατικό χαρακτήρα, οπότε για να ενσωματωθούν στη σύμβαση θα έπρεπε να γίνεται τουλάχιστον παραπομπή στο ΦΕΚ όπου είναι οι όροι δημοσιευμένοι, ή έχουν αντιθέτως κανονιστικό χαρακτήρα οπότε και ισχύουν ανεξάρτητα αν τους αποδέχθηκε ο ασφαλισμένος. Η επικράτηση της πρώτης θέσης, έχει ως αποτέλεσμα η ισχύς των εξαιρέσεων της Υ.Α. Κ4/585/1978, μετά την εισαγωγή του Ν. 2496/97 για την ασφαλιστική σύμβαση να δοκιμάζεται και να αμφισβητείται από μία διπλή οπτική. Αφενός μεν ως προς τον τρόπο ένταξης τους στη σύμβαση αφετέρου ως προς τη νομιμότητα τους.
Σύμφωνα με το Ν. 2496/97 οι εξαιρέσεις θα πρέπει να ενσωματώνονται στην ασφαλιστική σύμβαση μέσα από το ασφαλιστήριο και όχι πλέον με τους γενικούς όρους ασφαλίσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2496/97 το ασφαλιστήριο πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης και τον τόπο και χρόνο έκδοσης τους, ενώ ρητά το άρθρο 1 παρ. 2 του ίδιου νόμου περιλαμβάνει στα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης οπωσδήποτε και τις «τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης». Συνεπώς, για να ενσωματώνονται στη σύμβαση οι εξαιρέσεις θα πρέπει να εμπεριέχονται σε κάθε περίπτωση στο ασφαλιστήριο. Η αυξημένη επιταγή διαφάνειας που αξιώνει ο Ν. 2496/97 δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με την παραπομπή στους γενικούς όρους ασφαλίσεως, πολύ περισσότερο καθώς σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 και 6 Ν. 2496/97 δεν διασφαλίζεται η παράδοση των όρων αυτών στον ασφαλισμένο. Το ίδιο ισχύει και για την παραπάνω υπουργική απόφαση. Εφόσον αυτή επέχει αξία γενικών όρων συναλλαγών δεν μπορεί να κατευθύνει την ενσωμάτωση των εξαιρέσεων στη σύμβαση.
Ο δεύτερος περιορισμός προκύπτει από το άρθρο 13 Ν. 2496/97, το οποίο επιτρέπει τη διεύρυνση των λιγοστών σε αυτό εξαιρέσεων μόνον «εφόσον αυτή υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή». Μολονότι το περιεχόμενο των «τεχνικών αναγκών του ασφαλιστή» παραμένει ασαφές, εισάγει ωστόσο ένα τόπο επιχειρηματολογίας για τον έλεγχο και περιορισμό των εξαιρέσεων. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι από το αρχικό σχέδιο νόμου που ψηφίστηκε ως νόμος 2496/97 απαλείφθηκαν οι «δικαιολογημένες εμπορικές ανάγκες του ασφαλιστή» ως επιτρεπτός λόγος για τη διεύρυνση των εξαιρέσεων, καθίσταται ακόμη πιο περιοριστικό το πλαίσιο επιτρεπτών εξαιρέσεων.
Τέλος, ένα πρόσθετο πεδίο ελέγχου των γενικών όρων ασφαλίσεως του παραπάνω νόμου αποτελεί και το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/94, σύμφωνα με το οποίο ελέγχεται ως καταχρηστικός κάθε όρος που δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον καταναλωτή, όταν διαταράσσει την ισορροπία υποχρεώσεων και δι¬καιωμάτων σε βάρος του καταναλωτή, εν προκειμένω ιδίως όταν ο όρος της εξαί¬ρεσης διακινδυνεύει ή υποσκάπτει τον σκοπό ασφαλίσεως.
Η ασφάλιση αστικής ευθύνης αυτοκινήτων έχει εδραιώσει την κοινωνική της αποδοχή και αναγκαιότητα σε διττή κατεύθυνση. Στη διακινδύνευση που συνεπάγονται οι συγκοινωνίες η Πολιτεία οφείλει να μεριμνά όχι μόνο για την πρόληψη των τροχαίων αλλά και για την οργάνωση και παροχή πλήρους και αποτελεσματικής προστασίας στα θύματα. Ο πολίτης έχει ως ειδικότερη έκφανση των συνταγματικά προστατευομένων δικαιωμάτων της υγείας και της περιουσίας την αξίωση, να μεριμνήσει η Πολιτεία ώστε ο κάτοχος και ο οδηγός του αυτοκινήτου να έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν πράγματι στην υποχρέωση προς αποκατάσταση των συνεπειών του ατυχήματος και καταβολή της αποζημίωσης. Με την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης αστικής ευθύνης η Πολιτεία οργανώνει και πραγματώνει στον εν λόγω τομέα το δικαίωμα του πολίτη για αποτελεσματική προστασία στη δυσχερή κατάσταση που χωρίς δική του υπαιτιότητα και ως θύμα τροχαίου περιήλθε.
Από την άλλη, στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα της κυκλοφορίας των οχημάτων οι προοπτικές κινδύνου αίτιου και θύματος αυτοκινητιστικού ατυχήματος εναλλάσσονται. Μόνη η θέση σε κυκλοφορία αυτοκινήτου λογίζεται ως πηγή κινδύνου, καρπός της οποίας άλλωστε υπήρξε η καθιέρωση της λεγόμενης αντικειμενικής ευθύνης. Η εναλλαγή των προοπτικών συμβάλλει, σε συνάρτηση με την κοινωνική προσφορότητα της εν λόγω διακινδύνευσης, στην αμοιβαία αναγνώριση ρόλων και συμφερόντων. Απέναντι και δίπλα στο δικαίωμα του πολίτη για αποτελεσματική αρωγή και προστασία ως θύματος τροχαίου, που ικανοποιείται με την υποχρεωτικότητα της ασφαλιστικής κάλυψης, αναπτύσσεται το δικαίωμα του πολίτη, ως κατόχου και οδηγού αυτοκινήτου, για πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη της αστικής του ευθύνης.
Η αναγνώριση της αμοιβαιότητας των παραπάνω προοπτικών και η προαγωγή τους στην αξιολογική τάξη οδηγεί σε δύο παραδοχές. Κατά πρώτον, ενισχύει και εδραιώνει την απόλυτη προστασία του θύματος κάθε τροχαίου ατυχήματος με την παροχή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ακόμη και όταν ο οδηγός έχει παραβιάσει την υποχρέωση του για ασφάλιση της αστικής του ευθύνης (βλ. Επικουρικό Κεφάλαιο Αστικής Ευθύνης Αυτοκινήτων). Κατά δεύτερον, θεμελιώνει την αξίωση του κατόχου και οδηγού αυτοκινήτου για υποχώρηση των δικαιωμάτων αναγωγής του ασφαλιστή και την κατά το δυνατόν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη των εξ αμελείας του προκαλούμενων ζημιών.
Υπό το παραπάνω πρίσμα η διαμόρφωση του περιεχομένου των περιπτώσεων εξαίρεσης της ασφαλιστικής κάλυψης της αστικής ευθύνης δεν μπορεί να επαφίεται στην ελευθερία των συμβαλλομένων. Είναι πρωτίστως ζήτημα ευρύτερου κοινωνικού και εντέλει δημοσίου ενδιαφέροντος. Οφείλει γι’ αυτό να είναι μέριμνα του νομοθέτη να διαφυλαχθεί το δικαίωμα του κατόχου και οδηγού αυτοκινήτου για (πρόσβαση σε) ασφάλιση της αστικής του ευθύνης, που αφορά σχεδόν το σύνολο του καταναλωτικού κοινού. Η πρόσβαση στην ασφάλιση αυτή τίθεται σε δοκιμασία όταν το εύρος της κάλυψης επαφίεται στις δυνατότητες και επιδόσεις διαπραγμάτευσης του λήπτη της ασφάλισης απέναντι στις διαπραγματευτικά ισχυρότερες από αυτόν ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή και ακόμη όταν δεν μπορεί να την πετύχει στο πλαίσιο μίας ευρείας σε συμμετοχή ασφαλιστικής κοινωνίας κινδύνου. Για τους παραπάνω λόγους φρονούμε ότι το πρόσφατο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης που τροποποιεί τον Ν. 489/76 για την υποχρεωτική ασφάλιση της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης από τα ατυχήματα αυτοκινήτων βρίσκεται σε εσφαλμένη κατεύθυνση. Με το σχέδιο νόμου εισάγεται στον παραπάνω νόμο νέο «άρθρο 6β» που έχει ως ακολούθως:
«1. Εξαιρούνται της ασφαλιστικής κάλυψης ζημιές που προκαλούνται: α) Από πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης ή των ασφαλισμένων, β) Από οδηγό που δεν έχει την προβλεπόμενη στο νόμο και για την κατηγορία
του οχήματος που οδηγεί άδεια οδήγησης, γ) Από οδηγό που κατά το ατύχημα βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών και ανεξαρτήτως εάν η παράβαση αυτή συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος, δ) Όταν το όχημα χρησιμοποιείται για άλλη χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και την άδεια κυκλοφορίας.
2.Με το ασφαλιστήριο μπορεί να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης.
3.Ο ασφαλιστής δεν μπορεί να προβάλλει έναντι των τρίτων ζημιωθέντων τις εξαιρέσεις του παρόντος άρθρου καθώς και τις εξαιρέσεις του ασφαλιστηρίου που ισχύουν μόνον για τις μετά του ασφαλισμένου σχέσεις».
Κύριο χαρακτηριστικό της παραπάνω διάταξης είναι η διάρρηξη και αποξένωση των παραπάνω προοπτικών αίτιου και δράστη του ατυχήματος. Ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την ευθύνη του απέναντι στα θύματα των τροχαίων, ο λήπτης της ασφάλισης θα υποστεί όμως τις ορέξεις του ασφαλιστή. Ο τελευταίος μπορεί να προσφέρει και να επιβάλει κάλυψη της αστικής ευθύνης με όσες εξαιρέσεις επιθυμεί. Μάλιστα, η διάταξη της παραγράφου 2 του προτεινόμενου άρθρου οδηγεί σε μία προφανή επιδείνωση της θέσης του ασφαλισμένου σε σχέση και με τις προαιρετικές καλύψεις καθώς δεν τίθεται κανένας απολύτως περιορισμός στη δυνατότητα διεύρυνσης των εξαιρέσεων. Μοναδική διέξοδος αντίστασης για τον λήπτη της ασφάλισης θα είναι πλέον το άρθρο 2 Ν. 2251/94 με αμφίβολη όμως αποτελεσματικότητα.
Η πλήρης απαλλαγή του ασφαλιστή στην κάλυψη ζημιών που προκαλούνται από οδηγό που βρισκόταν υπό την επίδραση αλκοόλ (ανεξαρτήτως της επιρροής του αλκοόλ στην οδηγική του ικανότητα και στην πρόκληση του ατυχήματος) δεν είναι επίσης δικαιολογημένη. Η διάταξη θεωρεί προφανώς αντιπαραγωγική για την πρόληψη των τροχαίων ατυχημάτων που οφείλονται στη χρήση του αλκοόλ την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης. Ωστόσο, το έργο της πρόληψης προφανώς ανήκει σε άλλους κλάδους του δικαίου και σε μηχανισμούς λήψης μέτρων για την αποτροπή του κινδύνου, όπως άλλωστε και το έργο της καταστολής. Η ιδιωτική ασφάλιση δεν είναι εργαλείο άσκησης κοινωνικού ελέγχου. Είναι μέσο εξάλειψης των συνεπειών από την επέλευση του κινδύνου. Αντίθετη προσέγγιση θα ανέτρεπε στα θεμέλια του το θεσμό της ασφάλισης αστικής ευθύνης καθώς την αντιμετωπίζει ωσάν αυτή να είναι βλαπτική για το κοινωνικό σύνολο υπηρεσία. Η ασφάλιση της αστικής ευθύνης προστατεύει και το θύμα και τον αίτιο-λήπτη της Γι αυτό και η υποχώρηση ση των συμφερόντων του τελευταίου θα πρέπει τουλάχιστον να μένει σε ανεκτό επίπεδο. Η όποια συμβολή μπορεί να έχει το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή στην πρόληψη της οδήγησης με αλκοόλ επιτυγχάνεται σε κάθε περίπτωση και όταν αυτό έχει οριοθετηθεί σε ένα εύλογο ανώτατο ποσόν. Πέραν του ύψους αυτού ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αναζητά από τον ασφαλισμένο την αποζημίωση που κατέβαλε στο θύμα.
Αξίζει να επισημάνει κανείς εν προκειμένω τις αντίστοιχες διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας. Σε αυτή οι εξαιρέσεις που επιτρέπεται να συμφωνήσει ο ασφαλιστής με τον λήπτη της ασφάλισης (καθώς δεν ισχύουν αυτομάτως εκ του νόμου) είναι περιορισμένες και απαριθμούνται στην από 29.7.1994 (τροποποιηθείσα την 10.7.2002) υπουργική απόφαση για την ασφάλιση της αστικής ευθύνης οχημάτων που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου για την ασφάλιση της αστικής ευθύνης αυτοκινήτων (Ρroels/Martin,Versicherungsvertraggesetz 27η έκδ., 1655 επ.). Η απαλλαγή του ασφαλιστή απέναντι στον λήπτη της ασφάλισης, τον κάτοχο και ιδιοκτήτη προκύπτει κατά βάση ως αποτέλεσμα υπαίτιας παραβίασης αντίστοιχων υποχρεώσεων των προσώπων αυτών. Δεν είναι όμως πλήρης καθώς σε όλες τις παρακάτω η απαλλαγή του ασφαλιστή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσόν των 5.000 ευρώ. Οι πέντε εξαιρέσεις που περιλαμβάνονται στην υπουργική απόφαση είναι συνοπτικά οι ακόλουθες: α) η χρήση του οχήματος για άλλον σκοπό από αυτόν που δηλώνεται στην ασφαλιστική σύμβαση, β) η έκθεση του οχήματος σε μη εγκεκριμένους αγώνες ταχύτητας, γ) η οδήγηση χωρίς άδεια κυκλοφορίας δ) η οδήγηση χωρίς την αντίστοιχη άδεια για τον οδηγό, ε) η μη ασφαλής εξαιτίας της κατανάλωσης αλκοόλ ή τοξικών ουσιών οδήγηση του οχήματος. Σε αντίστοιχη κατεύθυνση βρίσκονται και οι λοιπές ευρωπαϊκές νομοθεσίες.
Την παραπάνω προσέγγιση είχε ακολουθήσει και το σχέδιο νόμου που συντά¬χθηκε το 2001 από νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συγκροτήθηκε με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης με Πρόεδρο τον Ι. Ρόκα και με τη συμμετοχή και εκπροσώπων των ασφαλιστικών εταιρειών και των καταναλωτών (βλ. Ι. Ρόκα, Τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του Κ.Ν. 489/76, ΕΕμπΔ 2004, 647 επ.). Το σχέδιο νόμου πα-ρέπεμπε για τον καθορισμό των εξαιρέσεων και τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος αναγωγής σε Προεδρικό Διάταγμα που θα εκδιδόταν με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, σχέδιο του οποίου επίσης παρέδωσε η Επιτροπή. Με το Προεδρικό Διάταγμα δεν επιτρεπόταν η εισαγωγή άλλων εξαιρέσεων πέραν αυτών που το ίδιο προέβλεπε, και οι οποίες ήταν σημαντικά λιγότερες. Το πλέον αξιοσημείωτο, ωστόσο, ήταν ότι και εν προκειμένω για την περίπτωση των εξαιρέσεων της ασφαλιστικής κάλυψης το αναγωγικό δικαίωμα του ασφαλιστή περιοριζόταν μέχρι ένα ορισμένο ποσόν (5.000 ευρώ).
Είναι προφανές ότι το προγενέστερο σχέδιο νόμου εναρμονιζόταν στο προκείμενο θέμα τόσο με τις σύγχρονες αντιλήψεις όσο και με τις άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες. Το γεγονός, ωστόσο, ότι δεν συγκέντρωσε στη χώρα μας την αποδοχή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι ο προφανής λόγος που οδήγησε σε ένα αντίθετης προσέγγισης στα παραπάνω ζητήματα πρόσφατο σχέδιο νόμου. Τούτη η προσέγγιση, πάντως, μειώνει και αδικεί την αξία του αγαθού της ασφάλισης. Είναι παράδοξο τα πλεονεκτήματα της ασφάλισης να τα απολαμβάνει ο τρίτος, και όχι ο λήπτης της.
Με τη δυνατότητα του ασφαλιστή να διευρύνει το αναγωγικό του δικαίωμα για τις αποζημιώσεις που καταβάλει, διαμορφώνεται μία ασυμμετρία που δεν μπορεί να αποκαταστήσει ο ανταγωνισμός της αγοράς. Η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης αποδυναμώνει τους όρους ανταγωνισμού, καθώς εξασφαλίζει εκ των προτέρων την αγορά στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, και συμπιέζει περαιτέρω τις διαπραγματευτικές δυνατότητες του καταναλωτή. Η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης παράγει αντιθέτως την ιδιαίτερη υποχρέωση του νομοθέτη να μεριμνήσει εν προκειμένω ακόμη περισσότερο για την προστασία των συμφερόντων του λήπτη της ασφάλισης. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, απαλείφοντας οριστικά τη δυνατότητα διεύρυνσης εξαιρέσεων και οριοθετώντας κατά τα πρότυπα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών το αναγωγικό δικαίωμα του ασφαλιστή.