I. Εισαγωγή
Σκοπός της παρούσας εισήγησης δεν είναι η πλήρης και εξαντλητική παράθεση και ανάλυση των παραγραφών όλων εκείνων των αξιώσεων που συνάπτονται με το τροχαίο ατύχημα, αλλά η επισήμανση εκείνων των παραγραφών και ως προς αυτές, εκείνων των σημείων τους, που η πρακτική αναδεικνύει, τουλάχιστον κατά την εκτίμηση του γράφοντος, σε ζέοντα ζητήματα που απασχολούν τους εμπλεκόμενους στο σχετικό κλάδο δικαίου, επισήμανση προς περαιτέρω γόνιμο επιστημονικό προβληματισμό.
ΙΙ. Η παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης που θεμελιώνεται
στο Ν. ΓπΝ/1911 (άρθρ. 7)
α. Αντικειμενική ευθύνη και χρόνος παραγραφής Συρροή νόμιμων λόγων ευθύνης
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. ΓπΝ/1911, η αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε σε τρίτο από τη λειτουργία του αυτοκινήτου, παραγράφεται σε δύο έτη.
Φαίνεται καταρχήν, ότι κάθε «υπαίτια συμπεριφορά» που συνάπτεται με το τροχαίο ατύχημα και το προκαλεί, θεμελιώνει ταυτόχρονα αξίωση αποζημίωσης και κατά τις διατάξεις του Ν. ΓπΝ/1911 και κατά τις αδικοπραξίες (άρθρ. 914 Α.Κ.). Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για συρροή νόμιμων βάσεων ως προς τις οποίες προβλέπεται διαφορετικός χρόνος παραγραφής. Η απάντηση στο ποια παραγραφή θα τύχει εφαρμογής στις αξιώσεις του ζημιωθέντος – η διετής του άρθρ. 7 του Ν. ΓπΝ/1911 ή η πενταετής του άρθρ. 937 του Α.Κ., θα δοθεί «με βάση την συστηματική τελολογική ερμηνεία των συγκρουόμενων διατάξεων που καθιστά αναγκαία την αξιολογική ιεράρχηση των σκοπών τους, έτσι ώστε να μην ματαιωθεί ο σκοπός της διατάξεως, εις την οποίαν τελολογικώς ανήκει το προβάδισμα».
Βλ. σχετικό σχόλιο του Φ. Δωρή «Νομικές Μελέτες», 1993, σελ. 91, όπου και αναλυτικός σχολιασμός
στην Α.Π. 1416/1985 ΝοΒ 34.1228
Φ. Δωρή, σελ. 92, όπ. παρ. με αναφορά σε ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΕρμΑΚ υπ άρθρ. 247 παρ.
29 και σε Γεωργιάδη, Δ 6.43.
υπαίτια και παράνομη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 914 Α.Κ., οι σχετικές αξιώσεις, θεμελιούμενες στην ίδια διάταξη, θα υπόκεινται σε 5ετή παραγραφή κατά το άρθρ. 937 Α.Κ. Έτσι, η εισβολή λ.χ. του οδηγού στο αντίθετο ρεύμα πορείας λόγω της αυξημένης ταχύτητάς του και η πρόκληση μετωπικής θανατηφόρας σύγκρουσης, ανεξάρτητα από το εάν γεννά ευθύνη κατά το Ν. ΓπΝ/1911, συνιστά βεβαίως υπαίτια και παράνομη πράξη κατά το άρθρ. 914 Α.Κ., οπότε οι αξιώσεις που θεμελιώνονται στη συγκεκριμένη διάταξη υπόκεινται στην 5ετή παραγραφή, η οποία βεβαίως δεν ξεκινά από την ημέρα του ατυχήματος αλλά από τη γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση.
Όμως, κάθε ζημιογόνο αποτέλεσμα που επέρχεται στον ανθρώπινο βίο δε συνδέεται κατ ανάγκη με υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρ. 914 Α.Κ. (ψυχικός δεσμός του δράστη με το αποτέλεσμα υπό τη μορφή του δόλου ή της αμέλειας). Υπάρχει πλήθος άλλως περιστατικών που κείνται εκτός του ρυθμιστικού πεδίου του άρθρ. 914 Α.Κ. και είναι περιστατικά τα οποία χαρακτηρίζονται ως «τυχηρά», από τα οποία εκείνα που δε συνιστούν «ανωτέρα βία», είναι τα «τυχηρά με στενή έννοια» ή
Α. Γεωργιάδη «Ενοχικό Δίκαιο Γενικό Μέρος», 1999, σελ. 246
Αθ. Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα», 1998, σελ. 1381 επόμ
«συνήθη τυχηρά» .Ο Ν. ΓπΝ/1911 με την καθιέρωση της αντικειμενικής ευθύνης, προβλέπει στο άρθ. 5 απαλλαγή μόνο για περιστατικά ανωτέρας βίας, με αποτέλεσμα τα «τυχηρά με στενή έννοια» ή «συνήθη τυχηρά» που κατά το σύστημα της αστικής ευθύνης του Α.Κ. δεν μπορούν να γεννήσουν ευθύνη, κατά το σύστημα της ευθύνης από διακινδύνευση του Ν. ΓπΝ/1911 να γεννούν ευθύνη του οδηγού.
Εάν επομένως η είσοδος του οδηγού αυτοκινήτου που κινείται με κανονική ταχύτητα στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας προκλήθηκε διότι ο οδηγός λ.χ. δέχτηκε το τσίμπημα μίας σφήκας που αιφνιδιαστικά εισέβαλε στο αυτοκίνητο , τότε το αποτέλεσμα θα γεννήσει ευθύνη για τον οδηγό, όχι κατά τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης, αλλά κατά τις διατάξεις του Ν. ΓπΝ/1911. Μάλιστα, η ΕφΘεσσ 99/1982 (Αρμ 1982.803) έκρινε, ότι καταρχήν, ναι μεν ο εκκαλών-ενάγων επλήγη από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο κατά την οδήγηση του επιβατικού του αυτοκινήτου και υπέστη σωματική βλάβη, όμως αυτή (η βλάβη) δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε υπαιτιότητα του εφεσίβλητου-εναγόμενου, όπως αξιώνει η 914 Α.Κ. Και συνέχεια η ίδια απόφαση έκρινε ότι ο εφεσίβλητος-εναγόμενος ευθύνεται ως οδηγός, κάτοχος και ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τα άρθρ. 1-4 Ν. ΓπΝ/1911. Το αποτέλεσμα ήταν να κριθεί η αξίωση
Βλ. ΕφΛαρ 247/1991 ΕΣυγκΔ 1991.367
οδηγός, κάτοχος και ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά τα άρθρ. 1-4 Ν. ΓπΝ/1911. Το αποτέλεσμα ήταν να κριθεί η αξίωση του ενάγοντος παραγγεγραμμένη, αφού εκ του Ν. ΓπΝ/1911, παρεγράφη κατά το άρθρ. 7.
Έτσι ενώ κάθε άδικη και παράνομη πράξη σύμφωνα με το άρθρ. 914 Α.Κ. κατά την οδήγηση οχήματος μπορεί να γεννήσει ευθύνη και κατά τις διατάξεις του Ν. ΓπΝ/1911, ωστόσο κάθε συμπεριφορά που μπορεί να υπαχθεί στο Ν. ΓπΝ/1911 και να ιδρύει σύμφωνα με αυτόν ευθύνη, δεν είναι κατ’ ανάγκη άδικη και παράνομη σύμφωνα με το άρθρ. 914 , με ανάλογες βέβαια συνέπειες ως προς την παραγραφή.
Όσες φορές λοιπόν αξιολογείται η συμπεριφορά του οδηγού θα πρέπει τελικώς να εκτιμάται εάν αυτή μπορεί μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, τότε κατ΄ανάγκη η αντίστοιχες αξιώσεις υπάγονται αναγκαστικά μόνον στη διετή παραγραφή του άρθρ. 7. Θα πρέπει έτσι να γίνει συσταλτική ερμηνεία του γράμματος του άρθρ. 937 Α.Κ., ώστε να μην κα-ταλαμβάνει τις περιπτώσεις εκείνες που μόνο κατά το Ν. ΓπΝ/1911 μπορεί να γεννήσουν ευθύνη.Διότι σκοπός της βραχύχρονης
Βλ. Αθ. Κρητικού όπ. παρ. σελ. 485-487, όπου παρατίθενται περιστατικά αντλούμενα
από τη νομολογία και την ξένη βιβλιογραφία που τελικώς δε συνιστούν ανωτέρα βία.
παραγραφής είναι ακριβώς η ευνοϊκότερη μεταχείριση του οφειλέτη, όταν ο ίδιος ευθύνεται «αντικειμενικώς» και όχι διότι επέδειξε δόλο ή έστω αμέλεια.
Η διετής παραγραφή του Ν. ΓπΝ/1911, θα ισχύσει και για τον ιδιοκτήτη που δεν ήταν οδηγός, εφόσον κριθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει μόνο ευθύνη κατά τον ίδιο νόμο. Εάν όμως η παράνομη συμπεριφορά χαρακτηρισθεί αδικοπραξία και ο ιδιοκτήτης θεωρηθεί ότι «προέστησε» τον οδηγό στην οδήγηση του οχήματος κατά το άρθρ. 922 Α.Κ., τότε και οι κατά του τελευταίου αξιώσεις θα υπαχθούν στην πενταετή παραγραφή του άρθρ. 937 Α.Κ.
β. Έναρξης παραγραφής
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρ. 7 η έναρξη του χρόνου παραγραφής της «αγωγής» συμπίπτει με το χρόνο του ατυχήματος, οπότε, κατ άρθρ. 241 Α.Κ. χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η
Βλ. ενδεικτικώς ΕφΑθ 6032/1994 ΕΣυγκΔ 1999.113, η οποία έκρινε ότι η ιδιοκτήτρια εταιρία του
ζημιώσαντος αυτοκινήτου, ως προστήσασα τον οδηγό ευθύνεται κατά διατάξεις περί προστήσεως
(άρθρ. 922 Α.Κ.) και ως εκ τούτου οι έναντι αυτής αξιώσεις δεν υπόκεινται στη διετή παραγραφή,
αλλά στην πενταετή κατ άρθρ. 937 Α.Κ. και Α.Π. 160/2001 Τμ. ΕλλΔνη 2001.1541.
επομένη του ατυχήματος και χρόνος συμπλήρωσής της είναι η ημέρα του δεύτερου έτους μετά από το ατύχημα, η οποία συμπίπτει ημερολογιακά με αυτή του ατυχήματος.
ΙΙΙ. Οι παραγραφές των αξιώσεων που θεμελιώνονται
στον Αστικό Κώδικα (άρθρ. 937 Α.Κ.)
α. Έναρξη της παραγραφής
Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν σε σχέση με τη νομική βάση της αξίωσης προς αποζημίωση, για τη θεμελίωση της αξίωσης προς αποζημίωση στο άρθρ. 914 απαιτείται η συμπεριφορά του οδηγού να είναι υπαίτια και παράνομη κατά το άρθρ. 914 Α.Κ. και όχι απλώς να συνδέεται με συνθήκες που μόνο υπό το πρίσμα της αντικειμενικής ευθύνης μπορούν να γεννήσουν αξίωση προς αποζημίωση.
Εφόσον λοιπόν η συμπεριφορά του οδηγού είναι υπαίτια και παράνομη κατ’ άρθρ. 914 Α.Κ. η αντίστοιχη αξίωση παραγράφεται σε πέντε έτη (άρθρ. 937 Α.Κ.). Η παραγραφή αυτή της αξίωσης του
Βλ. και Α. Κρητικό όπ. παρ. σελ. 529, παρ. 1503
ζημιωθέντος αρχίζει από την γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Για την έναρξη του χρόνου παραγραφής «δεν είναι αναγκαία η πλήρης γνώση όλων των λεπτομερειών του ζημιογόνου γεγονότος και του ποσού της έκτασης της ζημίας» , αλλά «εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου» και μάλιστα «με πιθανότητα επιτυχίας» . Αλλά και δεν αρκούν «απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια». Έτσι αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου κατά το χρόνο που ερευνώντας θα μπορούσε να πληροφορηθεί τα στοιχεία αυτά.
Εάν δε «ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας».
β. Παραγραφή σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας
Ολ Α.Π. 40/1996 ΕλλΔνη 37.1534, ΕφΑθ 2871/1994 ΕλλΔνη 36.703
Α.Π. 807/1997 Δ’ Τμ. ΕλλΔνη 39.88
ΕφΑθ 673/1992 ΕλλΔνη 37.105 και ΕφΑθ 2871/1994 όπ. παρ
Α.Π. 374/20001 Δ’ Τμ. ΧρΙΔ 2001.417
Α.Π. 807/1997 Δ Τμ. ό. παρ. υποσ. 6
σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες. Έτσι η άσκηση αγωγής «για μέρος μόνο της αξιώσεως διακόπτει την παραγραφή μόνο ως προς το μέρος αυτό». Όταν η σχετική αξίωση βεβαιωθεί τελεσιδίκως (άρθρ. 268 εδ. α΄Α.Κ.), τότε επέρχεται επιμήκυνση της πενταετούς παραγραφής του άρθρ. 937 Α.Κ. σε 20ετή αρχόμενη από την τελεσιδικία και προς το μέρος της όλης αξιώσεως για αποθετική ζημία, της αναγόμενης δηλαδή και σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση (Ολ. Α.Π. 23/1994 όπ. παρ.) .
Αξιομνημόνευτος είναι ο νομοθετικός λόγος της θεσμοθέτησης της διάταξης του άρθρ. 268 Α.Κ. σύμφωνα με την Α.Π. 89/2002 Γ΄Τμ.
Ολ. Α.Π. 40/1996., όπ. παρ. υποσ.5Α.Π. 1021/2001 Τμ. ΧρΙΔ 2001. 915, Ολ. Α.Π. 23/1994 ΕλλΔνη 36.577
Ολ. Α.Π. 23/1994 όπ. παρ. υποσ. 11 ΧρΙΔ 2002.213
τελεσίδικη απόφαση δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα αμφισβήτησής της ούτε δυσχέρεια στην απόδειξή της». Με την πάροδο του χρόνου και την εξασθένηση εξ αυτής των αποδεικτικών μέσων, δημιουργείται αβεβαιότητα, «η οποία με τη σειρά της καθιστά την απονομή δικαιοσύνης προβληματική και επισφαλή». Κατά την ίδια απόφαση, μετά τη δικαστική βεβαίωση της αξίωσης με τελεσίδικη απόφαση παύει πια να υπάρχει ανάγκη για την αποτροπή τέτοιων δυσμενών συνεπειών, η οποία αποτέλεί και το λόγο για τον οποίο καθιερώθηκαν οι διάφορες βραχυχρόνιες παραγραφές.
Όμως, και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο, η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής – αναφέρεται στις Ολ. Α.Π. 23/1994 και Ολ. Α.Π. 38/1996 – προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη αξιώσεως που δεν έχει υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχύχρονη παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξίωσης, δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεσθεί, λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε, χωρίς διακοπή κατ άρθρ. 261 Α.Κ.
Παράδειγμα: Την 1-1-2003 ατύχημα και τραυματισμός προσώπου με απώλεια ικανότητας για εργασία.
Την 1-1-2004 επίδοση αγωγής αποζημίωσης με βάση το Ν.ΓϠΝ/για αποθετική ζημία λόγω ανικανότητας προς εργασία του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από το χρόνο του ατυχήματος (1-1-2003) μέχρι την 31-12-2004.
Τηνν 31-1-2006 έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία βεβαιώθηκαν (τελεσιδίκως) οι διωκόμενες με την αγωγή αξιώσεις.
Την (επομένη της έκδοσης της τελεσίδικης απόφασης) 1-2-2006 επίδοση Β αγωγής αποζημίωσης για το περαιτέρω χρονικό διάστημα ανικανότητας προς εργασία (από 1-1-2006), λόγω διαπιστούμενης στο μεταξύ αναπηρίας.
Εδώ η τελεσίδικη απόφαση εξεδόθη, αφού προηγουμένως είχαν υποπέσει στη διετή παραγραφή (του άρθρ. 7 Ν. ΓπΝ/1911) οι αξιώσεις που διώκονται με τη Β΄αγωγή και επομένως δεν υπάρχει γι αυτές επιμήκυνση της διετούς παραγραφής σε εικοσαετή (κατά τοάρθρ. 268 Α.Κ.), με αποτέλεσμα οι αξιώσεις αυτές να είναι παραγγεγραμμένες. Εάν όμως η Β αγωγή είχε ασκηθεί λ.χ. την 31-12-2004, δηλ. πριν τη συμπλήρωση διετίας από το χρόνο του ατυχήματος, τότε μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης επί της Α αγωγής, οι αξιώσεις που θα διώκονταν με τη Β΄αγωγή θα υπάγονταν στην 20ετή παραγραφή. Σε αυτή την περίπτωση, μετά την άσκηση της Β αγωγής, ακόμα και αν ο χρόνος που θα μεσολαβούσε για την διενέργεια κάθε επόμενης διαδικαστικής πράξης ήταν δύο έτη, δεν
θα μπορούσε να επέλθει εν επιδικία παραγραφή (βλ. άρθρ. 261 Α.Κ.), αφού η αξίωση που διώκεται με τη Β αγωγή έχει υπαχθεί πλέον στην 20ετή παραγραφή.
Διάφορο είναι το ζήτημα εάν στην ανωτέρω περίπτωση ο ενάγων, στη Β αγωγή επικαλείται και αποδεικνύει, ότι οι απώλεια του εισοδήματος κατά το περαιτέρω χρονικό διάστημα οφείλεται σε απρόβλεπτη επιπλοκή και επιδείνωση της υγείας του και όχι απόκλιση από την ομαλή εξέλιξη των συνεπειών που αναμένονταν από τον τραυματισμό του, που δεν έλαβαν υπόψη οι δικαστές για την έκδοση των αποφάσεων επί της προηγούμενης αγωγής, όπως προκυπτει από την ερμηνεία τους, καθόσον δεν αναμενόταν κατά το χρόνο εκείνο η επέλευσή τους, ούτε συνεκτιμήθηκαν στα πλαίσια της μελλοντικής εξέλιξης της υγείας του.
Πάντως έχει κριθεί, ότι για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρ. 268 Α.Κ. αρκεί η απαίτηση να έχει βεβαιωθεί δικαστικώς «και δεν απαιτείται να έχει επιδικασθεί καθ΄ορισμένο ποσό» .Ετσι η τελεσίδικη απόφαση και επί της αναγνωριστικής αγωγής με αίτημα την αναγνώριση της σχετικής αξίωσης υπαγάγει την τελευταία στην αναγνώριση της σχετικής αξίωσης υπαγάγει την τελευταία στην 20ετή παραγραφή.
Βλ. ΕφΠειρ 340/1994 ΕΣυγκΔ 1995.514 ΜΠρΑθ 78/2003, αδημοσίευτη
Α.Π. 89/2002 ΓΤμ., ήδη αναφερθείσα στο κυρίως κείμενο και οπ. παρ. υποσ. 15
γ. Έναρξη νέας παραγραφής
Η αξίωση αποζημίωσης γεννάται για όλη τη ζημία παρούσα και μέλλουσα «εάν αυτή είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων». Διότι «οι επιβλαβείς συνέπειες που στηρίζονται σε μία βλαπτική πράξη ή παράλειψη παριστούν μία ενότητα έστω και αν επέρχονται με σημαντική καθυστέρηση».
Ωστόσο αναφορικά με τις μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες «οι οποίες δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν κατά τους κοινούς κανόνες, τότε γι αυτές ισχύει χωριστή ιδιαίτερη παραγραφή που αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειας με την αδικοπραξία».
Ολ. Α.Π. 23/1994 υποσ. 11, ΕφΑθ 10476/1998 ΕλλΔνη 40/1620, Ολ. Α.Π. 38/1996 ΕλλΔνη 38.41
ΜπρΑθ 1096/2002 αδημοσίευτη, με παραπομπές σε ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΕρμΑΚ υπ αρθρ. 937
αρ. 18, ΑΘ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ «Αποζημίωση» 1992, αρ. 1114, 1119-1120 και σε ΑΠ 123/1999 αδημοσίευτη
Ολ.Α.Π. 23/1994 ΝοΒ 1996.41, Ολ. Α.Π. 40/1996 όπ. παρ. υποσ. 5, Α.Π. 38/1996
Η πενταετής επομένως παραγραφή καταλαμβάνει τις αξιώσεις για εκείνες τις ζημίες «που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών να προβλεφθούν το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης» .Αν όμως μεταγενέστερα «γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες», γι΄αυτές αρχίζει νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συναφείας τους με την αδικοπραξία. Επομένως για την έναρξη νέας παραγραφής δεν αρκεί «απλή απόκλιση από την ομαλή εξέλιξη των συνεπειών που αναμένονταν από το ζημιογόνο γεγονός» , αλλά εξέλιξη, η οποία ήταν απρόβλεπτη κατά την αντίληψη των συναλλαγών και απροσδόκητη.
δ. Η παραγραφή κατά τη διάταξη του εδαφίου β’ του άρθρ. 937 Α.Κ. (οκταετής )
ΕλλΔνη 38.41, Α.Π. 123/1999 ΕΕΝ 2000.404, ΕφΑθ 10476/1998 όπ. παρ.,
αλλά και και Ολ. Α.Π. 23/1994 όπ. παρ. υποσ. 11
Α.Π. 940/2001 ΔΤμ. ΕλλΔνη 42.940
Α.Π. 940/2001 ΔΤμ. όπ. παρ.
ΜΠρΑθ 78/2003 όπ. παρ.
ΕφΘεσσ 3598/1997 ΕΣυγκΔ 1998.204
Εχει κριθεί ότι όταν η πρόκληση της αδικοπραξίας είναι και ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως είναι τα πλημμελήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή η πρόκληση σωματικής βλάβης, τότε οι σχετικές αξιώσεις υπόκεινται στη μακρότερη παραγραφή που είναι οκταετής, συνυπολογιζομένης και της τριετούς αναστολής λόγω κύριας διαδικασίας (άρθρ. 111 παρ. 2 Π.Κ.). Ωστόσο κατά την αντίθετη νομολογία, μακρότερη δεν θεωρείται η ποινική πραγραφή επί πλημμελήματος σε σύγκριση με τη διάταξη του άρθρ. 937 Α.Κ. από το λόγο, ότι εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, με την αναστολή επί πλημμελήματος των τριών ετών του άρθρ. 113 § 3 Π.Κ. καθίσταται οκταετής, διότι το αν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη, προκύπτει μόνο από το άρθρ. 111 Π.Κ. και όχι από άλλες διατάξεις του Π.Κ.
Σε σχόλιο του αρεοπαγίτη Α. Κρητικού προκρίνεται, ότι η παραγραφή της αστικής αξίωσης είναι οκταετής, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει λόγος αναστολής γιατί έχει ήδη ασκηθεί ποινική διώξη και έχει επιδοθεί στο δράστη κλήση ή κλητήριο θέσπισμα. Όταν όμως δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, τότε η ποινική παραγραφή είναι πέντε έτη κατ΄άρθρ. 111 Π.Κ. και δεν αυξάνεται σε οκτώ.
Η άποψη αυτή φαίνεται να είναι και η ορθότερη, αφού οδηγεί σε αποτέλεσμα σύστοιχο καταρχήν προς το σκοπό της ίδιας της παραγραφής, ως θεσμού που επιβάλλεται από το συμφέρον της
Α.Π. 779/2002 ΔΤμ. ΕλλΔνη 2002.1687 Υπό την ΕφΘεσσ 3598/1997 ΕλλΔνη 2001.168
έννομης τάξης, η οποία απαιτεί εκκαθάριση των σχέσεων του παρελθόντος για το λόγο ότι εξασθενούν τα μέσα απόδειξης και η απονομή του δικαίου γίνεται προβληματική και επισφαλής. Για όσο λοιπόν χρονικό διάστημα ο δράστης υπόκειται στην ποινική διαδικασία και στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής εξακολουθεί να ενεργοποιείται σε βάρος του το σχετικό αποδεικτικό υλικό, θα πρέπει και ο ζημιωθείς να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει κατ αυτού τις αστικές αξιώσεις του.
Όμως η ίδια άποψη του έγκριτου Δικαστή και συγγραφέα δεν είναι άμοιρη προβληματισμού, αφού καταλήγει στο ότι, εάν μέσα στην πενταετία από την τέλεση του ποινικού αδικήματος ασκηθεί ποινική δίωξη και καταστεί δυνατή η έκδοση αμετάκλητης ποινικής καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του δράστη, τότε καταλήγει ο ίδιος η ποινική παραγραφή έχει καταστεί οκταετής συνυπολογιζομένου και του χρόνου της αναστολής κατά το άρθρποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως είναι τα πλημμελήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή η πρόκληση σωματικής βλάβης, τότε οι σχετικές αξιώσεις υπόκεινται στη μακρότερη παραγραφή που είναι οκταετής, συνυπολογιζομένης και της τριετούς αναστολής λόγω κύριας διαδικασίας (άρθρ. 111 παρ. 2 Π.Κ.). Ωστόσο κατά την αντίθετη νομολογία, μακρότερη δεν θεωρείται η ποινική πραγραφή επί πλημμελήματος σε σύγκριση με τη διάταξη του άρθρ. 937 Α.Κ. από το λόγο, ότι εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, με την αναστολή επί πλημμελήματος των τριών ετών του άρθρ. 113 § 3 Π.Κ. καθίσταται οκταετής, διότι το αν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη, προκύπτει μόνο από το άρθρ. 111 Π.Κ. και όχι από άλλες διατάξεις του Π.Κ.
Σε σχόλιο του αρεοπαγίτη Α. Κρητικού προκρίνεται, ότι η παραγραφή της αστικής αξίωσης είναι οκταετής, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει λόγος αναστολής γιατί έχει ήδη ασκηθεί ποινική διώξη και έχει επιδοθεί στο δράστη κλήση ή κλητήριο θέσπισμα. Όταν όμως δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, τότε η ποινική παραγραφή είναι πέντε έτη κατ΄άρθρ. 111 Π.Κ. και δεν αυξάνεται σε οκτώ.
Η άποψη αυτή φαίνεται να είναι και η ορθότερη, αφού οδηγεί σε αποτέλεσμα σύστοιχο καταρχήν προς το σκοπό της ίδιας της παραγραφής, ως θεσμού που επιβάλλεται από το συμφέρον της
Α.Π. 779/2002 ΔΤμ. ΕλλΔνη 2002.1687 .Υπό την ΕφΘεσσ 3598/1997 ΕλλΔνη 2001.168
τάξης, η οποία απαιτεί εκκαθάριση των σχέσεων του παρελθόντος για το λόγο ότι εξασθενούν τα μέσα απόδειξης και η απονομή του δικαίου γίνεται προβληματική και επισφαλής. Για όσο λοιπόν χρονικό διάστημα ο δράστης υπόκειται στην ποινική διαδικασία και στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής εξακολουθεί να ενεργοποιείται σε βάρος του το σχετικό αποδεικτικό υλικό, θα πρέπει και ο ζημιωθείς να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει κατ αυτού τις αστικές αξιώσεις του.
Όμως η ίδια άποψη του έγκριτου Δικαστή και συγγραφέα δεν είναι άμοιρη προβληματισμού, αφού καταλήγει στο ότι, εάν μέσα στην πενταετία από την τέλεση του ποινικού αδικήματος ασκηθεί ποινική δίωξη και καταστεί δυνατή η έκδοση αμετάκλητης ποινικής καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του δράστη, τότε καταλήγει ο ίδιος η ποινική παραγραφή έχει καταστεί οκταετής συνυπολογιζομένου και του χρόνου της αναστολής κατά το άρθρ. 113§3 του Π.Κ. Ακόμα δηλ. και αν έχει περαιωθεί η ποινική διαδικασία με έκδοση αμετάκλητης
Α.Π. 89/2002 ΓΤμ., όπ. παρ. υποσ. 15 και 18, Φ. Τσετσέκου «Η παραγραφή και η αποσβεστική
προθεσμία», 1991, σελ. 52, όπου και παραπομή σε Δημοσθένη «Υπέρ Φορμίωνος» 27 :«Δοκεί μοι και
ο Σόλων ουδενός άλλου ένεκα θείναι αυτόν (ταύτης προθεσμίας νόμου) ή του μη συκοφαντείσθαι υμάς
τοις μεν γαρ αδικουμένοις του χρόνου ενόμισε σαφέστατον έλεγχον έσεσθαι.
απόφασης σε χρόνο λ.χ. τριών ετών, τότε οι αστικές αξιώσεις πάγονται στην παραγραφή των οκτώ ετών. Η θέση αυτή αν και είναι σύμφωνη με την γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης του Α.Κ. απομακρύνεται κατ’ αποτέλεσμα από τη σκέψη που οδήγησε στη θέσπισή της κατά την οποία θα ήταν παράλογο να αποκλείεται η αστική ευθύνη του δράστη, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει η ποινική αξίωση της Πολιτείας. Διότι ενώ ο δράστης παύει πλέον να είναι εκτεθειμένος στην ποινική διαδικασία με την αμετάκλητη καταδίκη του, εξακολουθεί να είναι εκτεθειμένος στις αστικές αξιώσεις που θα παραγραφούν μετά την παρέλευση οκταετίας. Από την άλλη ενδεχόμενη τελολογική-συσταλτική ερμηνεία της ίδιας διάταξης, ώστε να καταλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις που οι αστικές αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν και μετά το πέρας της πενταετίας και μέχρις ότου εκδοθεί η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση και όχι τις περιπτώσεις που η αμετάκλητη καταδίκη έχει ήδη επέλθει εντός της πενταετίας, θα προσκρούει ευθέως στην ίδια τη γραμματική διατύπωση της διάταξης κατά την οποία για την αστική αξίωση θα ισχύσει η «μακρότερη παραγραφή» του ποινικού νόμου.
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΕρμΑΚ υπ άρθρ. 937 παρ. 44.
ΙV. Η παραγραφή της αξίωσης του τρίτου-ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή
α. Διετής παραγραφή κατ άρθρο 10 παρ. 2 Ν. 489/1976
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 489/1976, η από την ασφαλιστική σύμβαση ιδιαίτερη αξίωση του ζημιωθέντος προσώπου κατά του ασφαλιστή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος. Αναφορικά με το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής ισχύουν και εδώ τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για το χρόνο της παραγραφής της παραγραφής που προβλέπεται από το άρθρ. 7 του Ν. ΓπΝ/1911. Επομένως ούτε και εδώ έχει σημασία εάν και πότε λαμβάνει γνώση της ζημίας ο ζημιωθείς, αφού εναρκτήριο σημείο της παραγραφής είναι η ημέρα του ατυχήματος.
Ωστόσο επειδή ο νομοθέτης στο σχετικό άρθρο έχει διατυπώσει την επιφύλαξη των περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής κειμένων διατάξεων, η διετής παραγραφή ως προς την έναρξή της καλύπτει την περίπτωση της προβλεπτής από την αρχή ζημίας του παθόντος. Δεν εφαρμόζεται «αν η ζημία είναι από την αρχή απρόβλεπτη, όπως τούτο δύναται να συμβεί επί απρόβλεπτης, κατά τα ιατρικά δεδομένα, επιδεινώσεως της υγείας του παθόντος». Επομένως η παραγραφή της αξίωσης «κατά της ασφαλιστικής εταιρίας ή του Επικουρικού Κεφαλαίου τρέχει από το χρόνο του ατυχήματος για όλες τις επελθούσες και μέλλουσες ζημίες εκτός εκείνων των οποίων δεν είναι δυνατή η πρόβλεψη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων», και για τις οποίες ξεκινά νέος χρόνος παραγραφής αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συναφείας τους με την αδικοπραξία του ασφαλισμένου. Ισχύουν δηλ. και εδώ όσα έχουν αναφερθεί υπό ΙΙΙ.γ.
β. Παραγραφή πενταετής θεμελιούμενη στη σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους
Α.Π. 1021/2001 ΔΤμ. ΧρΙΔ 2001. 915. ΕφΑθ 10476/1998 όπ. παρ., ΜπρΑθ 1096/2002 αδημοσίευτη
Κατά το άρθρο 43 παρ. 6 του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), το αυτοκίνητο που προκάλεσε το ατύχημα δεν κρατείται από την Αστυνομική Αρχή (άρθρ. 11 Ν. ΓπΝ/1911), αν ο οδηγός του καταθέσει αποδεικτικό ασφάλισης της αστικής του ευθύνης, το οποίο συνιστά δήλωση του ασφαλιστή ότι αναδέχεται να καταβάλει στον παθόντα αποζημίωση.
Έχει λοιπόν νομολογηθεί ότι η κατάθεση βεβαίωσης ασφάλισης από αναγνωρισμένη στην Ελλάδα ασφαλιστική εταιρία αποτελεί κατά πλάσμα του νόμου πρόταση της ασφαλιστικής εταιρίας που εξέδωσε τη βεβαίωση, σύμφωνα προς την οποία, απευθυνόμενη αορίστως προς τους δικαιούχους αποζημιώσεως τρίτους σε περίπτωση πραγματώσεως ασφαλιστικού κινδύνου, ο προτείνων ασφαλιστής προσφέρεται να ικανοποιήσει» τις αξιώσεις των τρίτων. Με την αποδοχή της πρότασης αυτής, που μπορεί να γίνει και με την έγερση αγωγής κατά του ασφαλιστή, καταρτίζεται σύμβαση σωρρευτικής αναδοχής, η οποία ιδρύει, σύμφωνα με τα άρθρ. 361 και 477 Α.Κ. άμεση ευθύνη του αναδεχόμενου απέναντι στο πρόσωπο που ζημιώθηκε.
Α.Π. 934/1993 ΕλλΔνη 35.1504, ΕφΠειρ 1070/1995 ΕσυγκΔ 1996.490 και πιο πρόσφατες οι
ΕφΠατρ/2000 ΕπισκΕΔ 2000. 708 και η ΕφΠατρ 309/2000 ΕπισκΕΔ 2000.713, με παρατηρήσεις της Θ.Ν.
Νικάκη και παραπομπή σε σχετική νομολογία και αρθρογραφία.
Η θέση αυτή επιμηκύνει χρονικά την ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του τρίτου, του οποίου η αξίωση έναντι του ασφαλιστή δεν υπόκειται σε διετή παραγραφή, αλλά υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις και εφόσον βέβαια ο ζημιώσας – ασφαλισμένος βαρύνεται με αδικοπρακτική ευθύνη, σε πενταετή .
Επειδή αφετηρία της σχετικής θέσης είναι η διάταξη του άρθρ. 43 παρ. 6 του Ν. 2696/1999 που υπάρχει στο κείμενο του Κ.Ο.Κ. ήδη από το Ν. 614/1977, έχει επιχειρηθεί η συστηματική ιστορική της ερμηνεία σε σχέση με αυτή του άρθρ. 10 § 2 του Ν. 489/1976.
Η παραδοχή ότι σε κάθε περίπτωση με την κατάθεση του αποδεικτικού ασφάλισης δημιουργείται σωρευτική αναδοχή χρέους και επομένως η παραγραφή των αξιώσεων κατά του ασφαλιστή μπορεί να μετατοπιστεί από τη διετία στην πενταετία, δημιουργεί τελικώς ανασφάλεια δικαιίου, αφού έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρ. 10 § 2 του Ν. 489/1976, με αποτέλεσμα ο ασφαλιστής να μην γνωρίζει το χρόνο παραγραφής των αξιώσεων των τρίτων σε βάρος του. Για όσο χρόνο οι επίμαχες διατάξεις θα εξακολουθούν να ισχύουν παράλληλα, προκριτέα είναι η θέση ότι επίκληση της σωρευτικής αναδοχής εκ μέρους του ασφαλιστή μπορεί να γίνει μόνον στην περίπτωση κατά την οποία αν και προ του ατυχήματος δεν υπήρχε ενεργός ασφάλιση, ωστόσο εκ των υστέρων εμφανίζεται ασφαλιστής, ο οποίος τελικά δια της προμήθειας του ασφαλισμένου του με αποδεικτικό ασφάλισης, αναδέχεται σωρευτικά το χρέος.
V. Η παραγραφή της αξίωσης του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή (άρθρ. 10 ΑσφΝ 2496/1997)
α. Χρόνος έναρξης παραγραφής
Κατά το άρθρ. 10 του ΑσφΝ 2496/1997 οι αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα έτη και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε έτη από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν.
Η διάταξη αυτή αφορά στις σχέσεις ασφαλισμένου και ασφαλιστή
Βλ. Αθ. Κρητικό, όπ. παρ., σελ. 724 παρ. 2143 με αναφορά στην ΕφΝαυπλ 134/1990 ΕσυγκΔ 1992,245
Η διάταξη αυτή αφορά στις σχέσεις ασφαλισμένου και ασφαλιστή και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, στην αξίωση καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης.
Η έναρξη παραγραφής είναι το τέλος του έτους στο οποίο γεννήθηκε η ασφαλιστική αξίωση. Έτσι εάν ο ασφαλιστικός κίνδυνος επήλθε την 1η Απριλίου του έτους 2003, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η 1η Ιανουαρίου του έτους 2004 και ο χρόνος συμπλήρωσής της η 31η Δεκεμβρίου του έτους 2007 εάν πρόκειται για ασφάλιση ζημιών ή του έτους 2008 εάν πρόκειται για ασφάλιση προσώπων.
Ειδικότερα ως προς το χρόνο έναρξης παραγραφής της αξίωσης του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή στην περίπτωση της ασφάλισης αστικής ευθύνης, δεν υπάρχει ομοφωνία. Κατά μία άποψη ως πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου που ενεργοποιεί την αξίωσην του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή είναι η επίδοση στον ασφαλισμένο από τον ζημιωθέντα τρίτο της αγωγής αποζημίωσης,
διότι έκτοτε καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή, έστω και αν δεν έχει προσδιορισθεί με δικαστική απόφαση το μέγεθος της αξιώσεως του τρίτου.
Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η παραγραφή της αξίωσης του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή του δεν αρχίζει από τότε που ασκήθηκε η αγωγή του τρίτου, αλλά αφότου κατέστη τελεσίδικη η σε βάρος του ασφαλισμένου απόφαση που έκανε δεκτή την αγωγή του τρίτου. Κατά τη δεύτερη άποψη «η εκδοχή ότι η παραγραφή υπέρ
Βλ. Αθ. Κρητικό «Αποζημίωση» Γ’ έκδ., αρ. 1879 επ., ΕφΑθ 6132/1982 ΝοΒ 1983.65, όπου και περαιτέρω παραπομπή σε σχετική νομολογία, Α.Π. 728/1985 ΝοΒ 34.563, ΕφΑθ 4387/1993 Τρ.
Νομ. Πλ. «Νόμος», Α.Π. 1596/1995 Δ’ Τμ. ΕλλΔνη 38.1060, ΕφΑθ 1962/1995 ΕΣυγκΔ 1997.45,
ΕφΑθ81/1995 ΕΣυγκΔ 1996.501, Α.Π. 277/1999 ΕΕμπΔ 1999.546, ΕφΠειρ 258/2001 ΕΕμπΔ
2001.523, ΕφΑθ 7854/2001 ΕλλΔνη 43.171
ΕφΘεσσ 2284/1998 ΕλλΔνη 39.1651, όπου και παραπομπές στις ΕφΑθ 7178/1978 ΕΣυγκΔ 15.231
και ΕφΑθ 7197/1974 ΕΣυγκΔ Γ/1989
του ασφαλιστή αρχίζει από τότε που ασκήθηκε η αγωγή του τρίτου, οδηγεί στο άτοπο αποτέλεσμα να αρχίζει παραγραφή άγνωστης και μη άμεσης δικαστικά επιδιώξιμης απαίτησης».
β. Η πλαγιαστική αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή του ζημιώσαντος
Η άσκηση πλαγιαστικής αγωγής στον κλάδο του δικαίου των αποζημιώσεων λόγω ατυχημάτων, εμφανίζεται όταν έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρ. 10 Ν. 489/1976 η κατά του ασφαλιστή αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου, όμως – και τονίζεται αυτό – δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί η πενταετής κατ’ άρθρ. 937 Α.Κ. παραγραφή της αξίωσης κατά του ζημιώσαντος.
Η αναφορά της νομολογίας – κατά το χρόνο ισχύος του ΕμπΝ (κατά τον οποίο ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή ήταν τριετής) – στο ότι η πλαγιαστική αγωγή μπορεί να ασκηθεί όταν έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 10 του Ν. 489/1976 η κατά του ασφαλιστή αξίωση του παθόντος τρίτου, “όμως δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί η τριετής”, κατ’ άρθρ. 195 ΕμπΝ παραγραφή (αντίστοιχη ήδη η διάταξη του άρθρ. 10 Ν. 2496/1997)”, γινόταν για τον εξής λόγο: εάν είχε
ΕφΑθ 8038/1981 Αρμ 36.307, ΕφΑθ 1065/1974
ευθεία αγωγή κατά του ασφαλισμένου και μόνο, τότε μετά το πέρας τριετίας από την άσκησή της, δεν υπήρχε δυνατότητα άσκησης της πλαγιαστικής, αφού η ασφαλιστική αξίωση του ασφαλισμένου – που γεννήθηκε με την επίδοση σε αυτόν της αγωγής του τρίτου – είχε πλέον παραγραφεί. Είναι αυτονόητο ότι η παραγραφή της πλαγιαστικής αγωγής κατά τα ανωτέρω προϋποθέτει την παραδοχή ότι η παραγραφή της ασφαλιστικής αξίωσης του ασφαλισμένου αρχίζει όχι με την τελεσίδικη απόφαση με την οποία καταδικάζεται να καταβάλει στον τρίτο, αλλά ήδη από την επίδοση σε αυτόν της αγωγής του τρίτου (κατά την πρώτη προεκτεθείσα άποψη).
Όμως στην πράξη, όταν δεν έχει ασκηθεί αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας δεν έχει συνήθως ασκηθεί αγωγή ούτε κατά του ζημιώσαντος ασφαλισμένου, οπότε, στην περίπτωση αυτή έχει ξεκινήσει μεν ο χρόνος παραγραφής για την αξίωση του τρίτου κατά του ζημιώσαντος – ασφαλισμένου από το χρόνο του ατυχήματος (είτε κατ’ άρθρ. 7 του Ν. ΓπΝ/1911, είτε κατά το άρθρ. 937 του Α.Κ.), όμως δεν έχει ξεκινήσει ο χρόνος παραγραφής του ζημιώσαντος ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή του, αφού δεν έχει επιδοθεί ακόμα σε αυτόν η αγωγή του τρίτου.
Όταν λοιπόν δεν έχει ακόμα παραγραφεί κατά το άρθρο 937 Α.Κ. η αξίωση του ζημιωθέντος κατά του ζημιώσαντος (και εφόσον βέβαια ο τελευταίος μπορεί να θεωρηθεί ότι ευθύνεται και κατά τις
βλ. ανωτέρω υπό ΙΙ.α.), είναι δυνατή η άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής.
Πρώτη λοιπόν και βασική προϋπόθεση για την ευδοκίμηση της πλαγιαστικής αγωγής είναι να μην έχει παραγραφεί η αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου κατά του αδικοπραγήσαντος. Μετά επομένως την παρέλευση διετίας (άρθρ. 10 Ν. 489/1976) και πριν από τη παρέλευση πενταετίας (άρθρ. 937 Α.Κ.), είναι δυνατή από το ζημιωθέντα η άσκηση καταρχήν της ευθείας αγωγής κατά του αδικοπραγήσαντος, με την κοινοποίση της οποίας ξεκινά – κατά την προεκτεθείσα πρώτη άποψη – και ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης του τελευταίου κατά του ασφαλιστή του και στη συνέχεια η άσκηση από το ζημιωθέντα της πλαγιαστικής αγωγής κατά του ασφαλιστή.
Ωστόσο είναι δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο της ευθείας και της πλαγιαστικής αγωγής, όμως το δικόγραφο της αγωγής αυτής πρέπει να επιδοθεί προηγουμένως στον «δανειστή» του ασφαλιστή, δηλ. στον ασφαλισμένο, προκειμένου να θεωρηθεί ότι έτσι επήλθε ο
Α.Π. 1656/2002 ΔΤμ. Τρ. Νομ. Πλ. «Νόμος», ΕφΑθ 2876/1988 ΕΣυγκΔ 1993.162, ΕφΑθ4293/1992
ΕσυγκΔ1993.159, ΕφΑθ 7774/1993 ΕλλΔνη 36.1592, ΕφΑθ 1962/1995 ΕσυγκΔ 1997.45,
ΕφΑθ 8981/2001 ΕλλΔνη 2001.750, ΕφΠειρ 258/2001 ΕΕμπΔ 2001.523
ασφαλιστικός κίνδυνος ως προς αυτόν, ώστε να γεννάται αξίωσή του για σφαλιστική κάλυψη, την οποία εν συνεχεία με το ίδιο δικόγραφο ασκεί πλαγιαστικώς κατά της ασφαλιστικής εταιρίας ο ζημιωθείς τρίτος. Γίνεται λοιπόν δεκτό, ότι εφόσον το δικόγραφο στο οποίο σωρεύεται η ευθεία αγωγή και η πλαγιαστική επιδίδεται πρώτα στον ασφαλισμένο και έπειτα στον ασφαλιστή του, τότε αφενός μεν επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση και γεννιέται η αξίωση ελευθερώσεως του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή και αφετέρου συντρέχουν με αυτόν τον τρόπο οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρ. 72 ΚΠολΔ, οπότε η σχετική πλαγιαστική αγωγή είναι παραδεκτή.
Η contra νομολογία απορρίπτει τη σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο πλαγιαστική αγωγή με την αιτιολογία ότι έχει ασκηθεί προώρως, διότι δεν πρόλαβε ακόμα να εκδηλωθεί η – κατ’ άρθρ. 72 ΚΠολΔ – αδράνεια του ασφαλισμένου ως προς την άσκηση των αξιώσεών του κατά του ασφαλιστή, αφού ταυτόχρονα με τον ασφαλιστικό κίνδυνο (κοινοποίηση της ευθείας αγωγής στον τρίτο) ασκείται πλαγιαστικώς και το δικαίωμα του τρίτου (κατά του ασφαλιστή του). Κατά την άποψη αυτή η αδράνεια του ασφαλισμένου, που μπορεί να δικαιολογήσει
Α.Π. 1656/2002 ΔΤμ. Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»
ΕφΑθ 9395/2000 ΕλλΔνη 2001.447 και ΕφΑθ 7854/2001 ΕλλΔνη 2002.171
δικαιολογήσει άσκηση πλαγιαστικής αγωγής, θα εκδηλωθεί, μόνο όταν ο παθών τρίτος περιοριστεί στην άσκηση ευθείας μόνον αξιώσεως κατά του ασφαλισμένου μετά από την οποία δύναται να νοηθεί αδράνεια του δικαιούχου.
Η προσφυγή στην “αρχή της οικονομίας της δίκης” που διέπει το δικονομικό μας σύστημα (βλ. άρθρ. 246 ΚπολΔ, αλλά και άρθρ. 31), μπορεί να δικαιολογήσει την στο ίδιο δικόγραφο σώρευση της ευθείας αγωγής (κατά του ασφαλισμένου) και της πλαγιαστικής αγωγής, αφού και αν ασκηθεί μόνον η ευθεία αγωγή, θα ενωθεί προς συνεκδίκαση κατά το άρθρ. 246 ΚΠολΔ, είτε με τη μεταγενέστερη πλαγιαστική αγωγή που θα ασκήσει ο τρίτος, είτε με τη μεταγενέστερη παρεμπίπτουσα αγωγή του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή του.
VI. Η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου
Σύμφωνα με το άρθρ. 19 § 2 Ν. 489/1976, η αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου (ε.κ.) είναι διετής με αφετηρία το χρόνο του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής. Καταρχήν λοιπόν, mutatis mutandis ισχύουν και εδώ όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί σχετικά με την έναρξη της παραγραφής (υπό ΙΙΙ.α.), την πα-ραγραφή σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας (υπό ΙΙΙ.β.) και την έναρξη νέας παραγραφής (υπό ΙΙΙ.γ.). Τα προβλήματα που προκύπτουν στην πρακτική αφορούν στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το ε.κ. ενάγεται για το λόγο ότι το ζημιογόνο όχημα ήταν ανασφάλιστο. Ο ενάγων δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στην ασφαλιστική εταιρία, ώστε να διαπιστώσει εάν πράγματι υπήρχε κατά το χρόνο του ατυχήματος έγκυρη σύμβαση ασφάλισης ή ακόμα, εάν είχαν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις σε περίπτωση λύσης της. Όταν λοιπόν μετά το πέρας τουλάχιστον δύο ετών από το ατύχημα θα εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση με την οποία θα απρρίπτεται η αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ασφάλιζε το ζημιογόνο όχημα, τότε θα έχει παραγραφεί και η αξίωσή του κατά του ε.κ., μόνη διέξοδος στην περίπτωση αυτή, και εφόσον δεν θα έχει παρέλθει πενταετία από το χρόνο του ατυχήματος, είναι η άσκηση πλαγιαστικής αγωγής.
Ορθά λοιπόν έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ως προς την παραγραφή της αξίωσης κατά του ε.κ. πρέπει να θεσπισθεί ως χρόνος ενάρξεώς της αυτός κατά τον οποίο διαπιστώνεται κατά τρόπο βέβαιο ότι το όχημα είναι ανασφάλιστο.Ωστόσο μέχρι τότε και προς αποφυγή του σχετικού αδιεξόδου, δεν φαίνεται να προκαλεί προβλήματα η ταυτόχρονο άσκηση δύο αγωγών: μία κατά του ε.κ. και δεύτερη κατά της ασφαλιστικής εταιρίας , και περαιτέρω η ένωση και συνεκδίκασή τους, αφού η άσκηση μίας αγωγής κατά των δύο δημιουργεί προβληματα αντιφατικότητας των βάσεων της αγωγής.
Αθ. Κρητικό όπ. παρ. σελ. 778, παρ. 2317
Έτσι η ΜπρΑθ 796/2000 (αδημοσίευτη) ένωσε και συνεκδίκασε τις δύο αγωγές και στη συνέχεια
απέρριψε την αγωγή κατά του ε.κ. και έκανε δεκτή κατ ουσίαν αυτή που στρεφόταν κατά της
ασφαλιστικής εταιρίας, διότι αποδείχτηκε τελικώς, ότι η ασφαλιστική σύμβαση δεν είχε λυθεί
σύμφωνα με τις διατυπώσεις της Κ4/585/1978 ΑΥΕ.
Αθ. Κρητικό όπ. παρ. σελ., παρ. 2329
…