facebook
Αρχική Newsletters ΟΙ ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ ΓΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΥΝ Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου Γεώργιος Δ.Τριανταφυλλ

ΟΙ ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ ΓΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΥΝ Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου Γεώργιος Δ.Τριανταφυλλ

Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου 
Γεώργιος Δ.Τριανταφυλλάκης Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ
ΤΕΥΧΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2006

(ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ)


ρων 297, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου είναι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας δηλαδή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 16 παρ. 1, 19 και 42 του ν. 2094/1992 (ΚΟΚ) προκύπτει ότι ο οδηγός οχήματος υποχρεούται να οδηγεί το όχημά του με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, να το οδηγεί πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος, ακόμη και αν ολόκληρο το οδόστρωμα είναι ελεύθερο, να έχει έλεγχο του οχήματος ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του, λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, να μειώνει αυτή όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, ιδιαίτερα δε να την μειώνει εκτός άλλων περιπτώσεων κατά τις νυχτερινές ώρες, σε περίπτωση βροχής και γενικά όταν το οδόστρωμα είναι ολισθηρό και τέλος να μην οδηγεί το όχημά του όταν ευρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Και ναι μεν σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος η παραβίαση από τον οδηγό αυτοκινήτου των παραπάνω διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα του οδηγού στην επέλευση του ατυχήματος. Αποτελεί όμως στοιχείο η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Εντεύθεν, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος σε αυτοκινητικό ατύχημα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου από την άποψη της παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσο δηλαδή τα περιστατικά του πταίσματος του παθόντος που δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, αντικειμενικά, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος. 
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, σε σχέση με την συνυπαιτιότητα του θανατωθέντος Κ.Π., οδηγού του εμπλακέντος στο αναφερόμενο αυτοκινητικό ατύχημα υπ’αριθμ.ΑΖ- ____ ΙΧΕ αυτοκινήτου (OREL KADETT) δέχθηκε ανελέγκτως μεταξύ άλλων που δεν είναι εν προκειμένω κρίσιμα ότι στην επέλευση της συγκρούσεως συντέλεσε και αμέλεια του οδηγού του επιβατηγού αυτοκινήτου Kadett Κ.Π. .
Ειδικότερα δέχθηκε το Εφετείο ότι αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητό του ευρισκόμενος υπό την επίδραση οινοπνεύματος, του οποίου η ποσότητα στο αίμα ήταν μεγαλύτερη από 0,80‰ (συγκεκριμένα ήταν 0,89‰) και με την ανεπίτρεπτα ενόψει των ανωτέρω συνθηκών ταχύτητα των 100 χιλιομέτρων περίπου την ώρα, όχι στο δεξιό του ρεύματος πορείας του αλλά εγγύτατα της λευκής διπλής διαχωριστικής γραμμής του οδοστρώματος. Έτσι όταν αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο Audi να εισέρχεται στο ρεύμα πορείας του δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά για να αποφύγει τη σύγκρουση. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των γενομένων υπό του θανατωθέντος οδηγού παραβάσεων του ΚΟΚ και του επελθόντος επιζημίου αποτελέσματος, γεγονός που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων. Ειδικότερα δεν προσδιορίζεται στην απόφαση για πόσο χρονικό διάστημα και από πόση απόσταση μπορούσε ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος να αντιληφθεί την κίνηση του αυτοκινήτου του πρώτου αναιρεσιβλήτου στο δικό του ρεύμα κυκλοφορίας, ώστε αντικειμενικά, και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας αν δεν είχε υποπέσει στις άνω παραβάσεις του ΚΟΚ, να μπορούσε να ενεργήσει αποφευκτικό προς τα δεξιά ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικά βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με το περί συνυπαιτιότητας στο άνω ατύχημα του θανατωθέντος Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου κεφάλαιο της, το οποίο όμως συνέχεται αναγκαίως και με το ύψος των επιδικαζομένων στους αναιρεσείοντες αποζημιώσεων. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (580 παρ.3 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό την 6499/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1500) ευρώ.




Μέθη Οδηγού – Ευθύνη Ασφαλιστού
Αιτιώδης Συνάφεια (1)
Στην κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση εκρίθη ότι η ανευθερείσα ποσότης οινοπνεύματος στο αίμα του οδηγού (0,51 0/00) δεν συνετέλεσε, στο επελθόν αποτέλεσμα και δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια, με το ατύχημα. Και τούτο, διότι ενόψει της ιδιαίτερα μικρής αυξημένης ποσότητας (51ο/οο) αλκοόλης, δεν αποδείχθηκε αυτή καθεαυτή, επηρέασε την ικανότητά του, περί την οδήγηση και ότι προκάλεσε το επίδικο τροχαίο ατύχημα, εξαιτίας του οποίου επήλθε ο θάνατος του συνεπιβάτη του. 
Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης
Μέθη Οδηγού
Παρεμπίτουσα Αγωγή Ασφαλιστού – Απορριπτέα (1)
Η κατωτέρω δημοσιευομένη απόφαση έκρινε ότι ναι μεν αποκλείεται από τον ασφαλιστή η κάλυψη των ζημιών, που προκαλούνται από την κυκλοφορία αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος (άρθρ. 42 του Κ.Ο.Κ.), όπως στην προκειμένη περίπτωση, πλην όμως, δεδομένου ότι, η παράβαση της διάταξης αυτής του Κ.Ο.Κ., από τον οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια , με το επίδικο τροχαίο ατύχημα (και εντεύθεν με το θάνατο του συνεπιβάτη) απορρίπτεται η παρεμπίπτουσα αγωγή του ασφαλιστού.
(βλ. κατωτέρω σχόλια – παρατηρήσεις)
Ζώνη Ασφαλείας – Έλλειψη (2)
Αιτιώδης Σύνδεσμος
Αποδείχθηκε ότι για το επίδικο ατύχημα, υπαίτιος, κατά ποσοστόν 30% είναι ο θανών συνοδηγός, ο οποίος, από αμελή συμπεριφορά, δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, όπως είχε υποχρέωση (άρθρ. 33 παρ. 1 και 88 παρ. 16 του ν. 2094/1992, όπως ισχύουν). 
Η παράλειψή του αυτή κατά την κρίση του δικαστηρίου συνετέλεσε αποφασιστικά και επέφερε τον θανάσιμο τραυματισμό του, ενόψει του είδους των σωματικών κακώσεων που υπέστη, (στο κεφάλι και στο θώρακα) .
(βλ. κατωτέρω σχόλια – παρατηρήσεις)
Απόφ.Εφ.Θεσ/νίκης 824/10.5.2006
Πρόεδρος: Ελευθ. Παπαγιάννης
Εισηγήτρια: Σοφ. Στρατίδου
Δικηγόροι: Ιωάν. Δαρούδης – Δημ. Καπόλας 
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1) Σε σχέση με το φλέγον θέμα της μέθης οδηγού – Ευθύνης Ασφαλιστού βλ. ανωτέρω σχετικό άρθρο Γεωρ. Δ. Τριανταφυλλάκη Αν. Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ « Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου». 
Ομοίως και η κατωτέρω δημοσιευόμενη Απόφ. Εφ.Θεσ/νίκης 2526/2005 Σελ. 421
Απαραίτητη προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση, είναι η υπαιτιότητα του οδηγού που προκάλεσε τη ζημία, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου , μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του οδηγού και της συγκρούσεως, από την οποίαν προκλήθηκαν οι ζημιές τις οποίες καλείται να καλύψει εκ της υποχρεωτικής ασφάλισης αυτοκινήτων ο ασφαλιστής εκτελών μάλιστα κοινωνική αποστολή. Όπως και στην μείζονα σκέψη της κατωτέρω δημοσιευομένης απόφασης αναφέρεται η ύπαρξη της υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας, καθώς και ο βαθμός του πταίσματος των υπαιτίων οδηγών των συγκρουσθέντων οχημάτων, δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός, ότι ο ένας από τους οδηγούς ή και αμφότεροι παραβίασαν τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), αφού μόνη η παραβίαση των διατάξεων τούτων, από τους οδηγούς, δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος . Αποτελεί απλώς στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το Δικαστήριο της ουσίας, θα κριθεί σε σχέση, με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Βλ. ομοίως και ΑΠ 430/2004 ΣΕΣυγκΔ 2005/353, ΑΠ 1658/2002 ΣΕΣυγκΔ 2005/240, ΑΠ 1107/2002 ΣΕΣυγκΔ 2005/309, Εφ.Λαρ. 579/2002 ΣΕΣυγκΔ 2005/412.
Συνεπώς, η νομολογία μας παγίως εδέχετο ότι εφόσον κριθεί ότι η μέθη δεν ευρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πρόκληση του ατυχήματος (όπως και εν προκειμένω) θα πρέπει να απορρίπτεται η παρεμπίπτουσα αγωγή του ασφαλιστού . Βλ. ομοίως ΑΠ 529/2005 ΣΕΣυγκΔ 2005/601, Εφ.Αθ. 8143/2005 ΣΕΣυγκΔ 2006/16, 
Τελευταίως επιχειρήθηκε η αποδέσμευση της παράβασης αυτής καθεαυτής (μέθη οδηγού – ΚΟΚ 42) από την έρευνα της αιτιώδους συναφείας, με αποτέλεσμα να αχθούμε στο αποτέλεσμα (σύμφωνα με ισχνή μερίδα της νομολογίας μας), ότι η εξαίρεση της ασφαλιστικής κάλυψης ισχύει ακόμα και όταν δεν συνετέλεσε η μέθη στην πρόκληση του ατυχήματος, (βλ. σχετικώς κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφ. Εφ.Λαρ. 454/2006), πράγμα εντελώς αντίθετο προς την λογική αλλά και προς τον νομικό μας πολιτισμό.
Στο υπό ψήφιση κατατεθέν σχετικό νομοθέτημα του Υπουργείου Ανάπτυξης, που ρυθμίζει θέματα της Ιδιωτικής Ασφάλισης Αυτοκινήτων, με χαρά μας διαπιστώσαμε ότι η πολιτεία έτεινε «ευοίκοο ους» στις παρατηρήσεις μας αλλά και σε αυτές της συντριπτικής πλειοψηφίας του νομικού μας κόσμου. (βλ. σχετικό άρθρο ανωτέρω Γεωρ.Τριανταφυλλάκη Αν. Καθηγητή Νομικής Σχολής ΔΠΘ
« Η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Δογματικά και δικαιοπολιτικά προβλήματα αιτιώδους συνδέσμου». 
Έτσι, στο σχετικό υπό ψήφιση άρθρο, που αναφέρεται στις εξαιρέσεις της ασφαλιστικής κάλυψης του εν μέθη οδηγού, σαφώς ορίζεται ότι για να ισχύσει η σχετική εξαίρεση θα πρέπει (η μέθη) να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το προκαλούμενο ατύχημα.
2) Ζώνη Ασφαλείας – Έλλειψη 
Και στο ζήτημα αυτό η νομολογία μας δέχεται την συνυπαιτιότητα του μη φέροντος ζώνη ασφαλείας, εφόσον όμως κριθεί και πάλι ότι αυτή καθεαυτή η παράλειψή του ευρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πρόκληση του τραυματισμού του. Διαφορετικά κρίνεται ως ανυπαίτιος, η δε σχετική ένσταση απορριπτέα. Βλ. σχετικώς ΑΠ 1107/2002 (Α.Κρητικός) ΣΕΣυγκΔ 2005/309
βλ. σχετικώς και Εφ.Αθ.2833/2001 ΣΕΣυγκΔ2005/230 που έκρινε ότι η παράλειψη της χρήσεως ζώνης ασφαλείας εκ μέρους της παθούσας – ενάγουσας, δεν επιδρά στο αποτέλεσμα των σωματικών κακώσεων που αυτή υπέστη, διότι το ίδιο αποτέλεσμα θα επήρχετο και αν γινόταν χρήση της
ζώνης ασφαλείας, λόγω της σφοδρότητας της συγκρούσεως των δύο οχημάτων, που είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί το αυτοκίνητο στο οποίο αυτή επέβαινε, και δη το εμπρόσθιο τμήμα του, που μετατράπηκε σε άμορφη μάζα εκ σιδήρων, όπως αποδεικνύεται από την έκθεση αυτοψίας, την έκθεση – πραγματογνωμοσύνης και από τις προσαγόμενες και επικαλούμενες φωτογραφίες.
Ομοίως και Εφ.Αθ. 8731/2001 ΣΕΣυγκΔ 2004/243, Εφ.Αθ. 1183/2003 ΣΕΣυγκΔ 2003/565, Εφ.Αθ.2035/2005 ΣΕΣυγκΔ 2005/147 
Κείμενο Απόφ.Εφ.Θεσ/νίκης 824/10.5.2006
Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία, αφού παραθέτει αυτολεξεί την, σε βάρος της ίδιας και των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, ασκηθείσα κύρια αγωγή, των τότε εναγόντων, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, εξαιτίας του θανάτου του συγγενούς τους Δ.Χ., ο οποίος όπως εξέθεταν προκλήθηκε από υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. ….. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, συνιδιοκτησίας των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, στο τόπο και χρόνο και κάτω από τις ειδικότερα σ’ αυτήν (αγωγή) αναφερόμενες συνθήκες, ισχυρίζεται ότι ο άνω οδηγός (πρώτος εναγόμενος) του παραπάνω ζημιογόνου ασφαλισμένου στην ίδια αυτοκινήτου, τελούσε κατά τον χρόνο του ατυχήματος, υπό την επίδραση οινοπνεύματος, περίπτωση, η οποία είχε εξαιρεθεί της ασφαλιστικής καλύψεως, ότι αυτή (ενάγουσα), αφού προέβη σε εξώδικο συμβιβασμό με τους πιο πάνω ενάγοντες, στην κύρια αγωγή και οικείους του θανόντος, κατέβαλε σ’ αυτούς το συνολικόν ποσόν των 117.388 ευρώ και στη συνέχεια ζήτησε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι αναγωγικά, να τους καταβάλουν νομιμότοκα, το άνω ποσόν των 117.388 ευρώ. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία την απέρριψε από ουσιαστική άποψη, δεχόμενη ότι ο οδηγός του άνω ζημιογόνου αυτοκινήτου, κατά τον χρόνον του ατυχήματος, δεν βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, με την ένδικη έφεσή της, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή. 
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 Α.Κ., 189, 192 Ε.Ν. και 11 παρ. 1 του ν.489/1976, προκύπτει ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου, μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται από τον ασφαλιστή η κάλυψη των ζημιών, που προκαλούνται από την κυκλοφορία αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατ’ άρθρον 42 του Κ.Ο.Κ. (ν.614/1977, όπως ισχύει). Ο όρος αυτός δεν απαλλάσσει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να ενάγει τον ασφαλισμένο του και να ζητήσει από αυτόν ό,τι κατέβαλε στον τρίτο, που ζημιώθηκε, για την αποκατάσταση της ζημίας, άρα η συνομολόγηση του όρου τούτου, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα αναγωγής (Α.Π. 593/2003, Δνη 45 (2004), 1032). Περαιτέρω, από το άρθρο 42 παρ. 5 του ν.2094/1992 (Κ.Ο.Κ.), ορίζετε ότι «με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται οι επιστημονικοί τρόποι διαπίστωσης της χρήσης οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, ως και το απαιτούμενο ποσοστό οινοπνεύματος στον οργανισμό για να θεωρηθεί, ότι ο ελεγχόμενος οδηγός βρίσκεται υπό την επίδραση αυτών». Εξάλλου, με την υπ’ αριθμ. 13382 Φ. 705 11/45 της 25/26 Νοεμβρίου 1977 (ΦΕΚ Β΄1266) απόφαση των Υπουργών Συγκοινωνιών και Δημόσιας Τάξεως «περί τρόπου διαπιστώσεως χρήσεως οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών υπό των οδηγών ή πεζών, κατά την οδήγηση οχημάτων εις τροχαία ατυχήματα», προβλέπεται ο τρόπος εξακριβώσεως της χρήσεως οινοπνεύματος υπό οδηγών, κατά την οδήγηση οχημάτων. Στη μνησθείσα κοινή υπουργική απόφαση ορίζεται προσθέτως ότι: «η μέγιστη επιτρεπομένη συγκέντρωσις οινοπνεύματος εν τω αίματι, πέραν της οποίας, το άτομον υπέχει ευθύνην, είναι η 0,50ο/οο». (Α.Π. 125/2004, Α.Π. 1588/2002, Δνη 45(2004), 727 και 1363 αντίστοιχα, Α.Π. 386/2002, Α.Π. 1488/2001, Δνη 44(2003, 426 και 958 αντίστοιχα, Εφ.Αθ. 1006/2005 Δνη 47/(2006), 217 και εκεί παραπομπές). 
Ακόμη από τις διατάξεις των άρθρων 10 του ν. Γπ Ν/1911, 297, 300, 330 και 914 Α.Κ., προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση, σε περίπτωση συγκρούσεως οχημάτων είναι η υπαιτιότητα του οδηγού του αυτοκινήτου, που προκάλεσε τη ζημία, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του οδηγού και της συγκρούσεως, από την οποίαν προκλήθηκαν οι ζημιές. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται καταρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα της συγκρούσεως των αυτοκινήτων συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας, καθώς και ο βαθμός του πταίσματος των υπαιτίων οδηγών των συγκρουσθέντων οχημάτων, δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός, ότι ο ένας από τους οδηγούς ή και αμφότεροι παραβίασαν τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), αφού μόνη η παραβίαση των διατάξεων τούτων, από τους οδηγούς, δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος . Αποτελεί απλώς στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το Δικαστήριο της ουσίας, θα κριθεί σε σχέση, με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος (Α.Π. 986/2005, Δνη 46(2005), 1418, ΑΠ 599/2003, Δνη 45 (2004), 1032), ΑΠ 1500/2002, Δνη 4(2003), 420).
Συνθήκες ατυχήματος 
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση και λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγήν δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με όσα οι διάδικοι, με τις προτάσεις τους εκθέτουν και αποδέχονται (άρθρ. 261 Κ.Πολ.Δικ.), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά. 
Στις 18-8-2001 και περί ώρα 02.30, ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. …… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, συνιδιοκτησίας του δεύτερου και τρίτης από αυτούς (εναγομένους), που ήταν ασφαλισμένο, για τις προς τρίτους, ζημίες, στην ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία «………», στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε η ενάγουσα, ως καθολική διάδοχος, κατόπιν συγχώνευσης με την εταιρεία, με την επωνυμία «…..», κινούνταν, στην Εθνική οδό Αθηνών – Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση προς Κατερίνη και με συνεπιβάτη τον Δ.Χ., υιό των Κ.Χ. του Δ. και Ε. συζ. Κ.Χ. Ο πρώτος εναγόμενος προτιθέμενος να εισέλθει στην άνω εθνική οδό, προκειμένου να κατευθυνθεί προς Κατερίνη, λόγω αδεξιότητας, αλλά και της υπερβολικής ταχύτητας, την οποία είχε αναπτύξει, ενόψει του γεγονότος ότι εισέρχονταν σε στροφή, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, που οδηγούσε με αποτέλεσμα, να εκτραπεί από την πορεία του, και να προσκρούσει σε παρακείμενο, στην αριστερή πλευρά της οδού στηθαίο. Εξαιτίας της σφοδρότητας της πρόσκρουσης εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο αυτοκίνητο, το οποίον καταστράφηκε ολοσχερώς (βλ. την από 23-8-2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα μηχανολόγου – μηχανικού Κ.Χ.) και τραυματίστηκε σε διάφορα μέρη του σώματός του, ο συνεπιβάτης Δ.Χ., ο οποίος υπέστη βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση και βαρύτατη κάκωση θώρακος, από τα τραύματά του δεν αυτά ως μόνη ενεργός αιτία, επήλθε ο θάνατός του (βλ. την από 10-8-2001, ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μ.Τ.). Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, μετά το ατύχημα, υποβλήθηκε σε αιμοληψία, γι’ ανίχνευση οινοπνεύματος στο αίμα του και προσδιορισμό αλκοόλης (βλ. το από 10-8-2001 πρωτόκολλο αιμοληψίας και την απ΄ο24-8-2001 πρωτόκολλο αιμοληψίας και την από 24-8-2001 έκθεση εξέτασης αίματος). Σύμφωνα με την από 24-8-2001 έκθεση εξέτασης αίματος, που συνέταξε ο Αστυνόμος Α΄- Χημικός, στο αίμα του πρώτου εναγομένου, ανευρέθη ποσότητα αλκοόλης, σε ποσοστό 0,56 ο/οο, ενώ σύμφωνα με την από 8-10-2001 ανακοίνωση αποτελέσματος εξέτασης αίματος, στο αίμα του ίδιου, ανευρέθη, ποσότητα οινοπνεύματος σε ποσοστό 51ο/οο του γραμμαρίου ανά λίτρο αίματος (άρθρ. 42 του Κ.Ο.Κ., όπως ισχύει). Ο πρώτος εναγόμενος υπέγραψε την συνταχθείσα, ως άνω, δεύτερη εξέταση αίματος. Υπό τα άνω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, καθίσταται προφανές ότι υπαίτιος του παραπάνω τροχαίου ατυχήματος, τυγχάνει ο πρώτος εναγόμενος και μάλιστα, κατά ποσοστόν 70%, αφού αυτός μολονότι είχε πρόθεση να αλλάξει πορεία και να εισέλθει σε στροφή, δεν οδηγούσε με σύνεση και προσοχή (άρθρ. 12 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ.) και δεν μείωσε επαρκώς την ταχύτητά του, ώστε ν’ ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία του αυτοκινήτου, που οδηγούσε και να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς, για να’ αποτραπεί το ατύχημα και συγκεκριμένα, με τη χρήση του συστήματος πέδησης ν’ ανακόψει την πορεία του (άρθρ. 19 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ.). Το γεγονός όμως ότι στο αίμα του πρώτου εναγομένου, ανευρέθη ποσοστόν αλκοόλης 51ο/οο του γραμμαρίου ανά λίτρο αίματος, κατά πρόσβαση του άρθρου 42 του Κ.Ο.Κ., όπως ισχύει, αφού η μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα, ανέρχεται, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, σε ποσοστό 0.50ο/οο, δεν συνετέλεσε, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, στο επελθόν αποτέλεσμα και δεν τελεί, σύμφωνα με τη μείζοντα σκέψη, σε αιτιώδη συνάφεια, με το ατύχημα. Και τούτο, διότι ενόψει της ιδιαίτερα μικρής αυξημένης ποσότητας (51ο/οο) αλκοόλης, που ανευρέθη, στο αίμα του, σε σχέση, με το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο (0,50ο/οο), δεν αποδείχθηκε ότι η ανίχνευση, κατά το άνω ποσοστόν, στο αίμα του αλκοόλης, αυτή καθεαυτή, επηρέασε την ικανότητά του, περί την οδήγηση και ότι προκάλεσε το επίδικο τροχαίο ατύχημα, εξαιτίας του οποίου επήλθε ο θάνατος του συνεπιβάτη Δ.Χ. (βλ. και Εφ. Θες. 2528/1999, Αρμ. 2000, σελ. 930 και κυρίως 932). 
Ζώνη Ασφαλείας 
Ακόμη, αποδείχθηκε ότι για το επίδικο ατύχημα, υπαίτιος, κατά ποσοστόν 30% είναι ο άνω θανών συνοδηγός Δ.Χ., ο οποίος, από αμελή συμπεριφορά, δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, όπως είχε υποχρέωση (άρθρ. 33 παρ. 1 και 88 παρ. 16 του ν. 2094/1992, όπως ισχύουν). Παράλειψη, η οποία, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, συνετέλεσε αποφασιστικά και επέφερε τον θανάσιμο τραυματισμό του, ενόψει του είδους των σωματικών κακώσεων, που υπέστη, όπως προαναφέρθηκε, στο κεφάλι και στο θώρακα, (Α.Π. 1107/2002, Δνη 45(2004), 85, Εφ.Αθ. 7675/2003, Δνη 45 (2004), 1067), δεκτής γενομένης, ως ουσιαστικά βασίμου της νόμιμης, κατ’ άρθρον 300 Α.Κ., ένστασης των εναγομένων, για συνυπαιτιότητα του θανόντα, (Α.Π. 464/2000, Δνη 41(2000), 1576), την οποίαν αυτοί (εναγόμενοι) προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι με την υπ’ αριθμ. 49/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, καταδικάσθηκε ο πρώτος εναγόμενος γι’ ανθρωποκτονία από αμέλεια, σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών ενώ έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη, για παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ. 
Παρεμπίπουσα Αγωγή Ασφαλιστού 
Επίσης, αποδείχθηκε από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. _____ ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ότι το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …. Ι.Χ.Ε. ζημιογόνο αυτοκίνητο, ήταν ασφαλισμένο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, για τις έναντι τρίτων, εκ της λειτουργίας του, προκαλούμενες ζημίες, όπως προαναφέρθηκε, στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, όπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο του οι ασφαλιζόμενοι (β΄ και γ΄ εναγόμενοι) έλαβαν γνώση των όρων της υπ’ αριθμ. 514/585/87 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου (Φ.Ε.Κ 795/8-4-1978, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε) και αποδέχθηκαν, όπως οι όροι αυτοί, μεταξύ άλλων, αποτελούν και τους όρους της μεταξύ των άνω διαδίκων συναφθείσης ασφαλιστικής σύμβαση. Με το άρθρο 10 περ. 7 της ίδιας ασφαλιστικής σύμβασης, συμφωνήθηκε μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ότι αποκλείεται από τον ασφαλιστή η κάλυψη των ζημιών, που προκαλούνται από την κυκλοφορία αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών. Η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, δεδομένου ότι δεν είχε δικαίωμα να κάνει χρήση του άνω όρου και ν’ απαλλαγεί σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, από την υποχρέωσή της ν’ αποζημιώσει τους οικείους του θανόντος και ζημιωθέντες, από το επίδικο τροχαίο ατύχημα, οι οποίοι σημειωτέον, άσκησαν σε βάρος των εναγομένων, αλλά και της ίδιας (ενάγουσας) την από 10-1-2002 αγωγή προήλθε σε εξώδικο συμβιβασμό με αυτούς (οικείους) και κατέβαλε στους τελευταίους τα επί μέρους ποσά, που αναφέρει στην ένδικη αγωγή της, συνολικού ύψους 117.338 ευρώ, ποσόν το οποίον και ζητά αναγωγικά από τους εναγομένους. Όπως όμως προαναφέρθηκε ναι μεν, αποκλείεται από τον ασφαλιστή η κάλυψη των ζημιών, που προκαλούνται από την κυκλοφορία αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος (άρθρ. 42 του Κ.Ο.Κ.), όπως στην προκειμένη περίπτωση, πλην όμως, εν προκειμένω δεδομένου ότι, η παράβαση της διάταξης αυτής του Κ.Ο.Κ., από τον πρώτο εναγόμενο, οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια, με το επίδικο τροχαίο ατύχημα και εντεύθεν και με το θάνατο του συνεπιβάτη Δ.Χ., κατά τα προεκτεθέντα, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, δεν δικαιούται να κάνει χρήση του όρου αυτού και επικαλουμένη εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, να ζητήσει αναγωγικά, με την ένδικη αγωγή το καταβληθέν από αυτήν ποσόν των 117.388 ευρώ. 
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, έπρεπε η αγωγή ν’ απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση, στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξε, έστω και με άλλη αιτιολογία, η οποία πρέπει ν’ αντικατασταθεί από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά, που τέθηκαν υπόψη του και για το λόγο αυτό, πρέπει ν’ απορριφθούν, ως αβάσιμοι οι σχετικοί περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, βαρύνουν την εκκαλούσα, που ηττήθηκε και στην έκλυτη δίκη (άρθρ. 176, 183, 192 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.), όπως στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 7257/2004 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε τετρακόσια σαράντα (440) ευρώ.

Μέθη Οδηγού – Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης
Παρεμπίπτουσα Αγωγή Ασφαλιστού – Απορριπτέα (1)

Το ανανεωτήριο συμβόλαιο στου οποίου την τρίτη σελίδα γίνεται παραπομπή στις διατάξεις της ΥΑ Κ4/585 ΦΕΚ 795, έχει συνταχθεί μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης . 
Επομένως αφού μέχρι τον χρόνο του ατυχήματος, δεν είχε περιληφθεί στην μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του ασφαλισμένου, όρος περί αποκλεισμού της ευθύνης της, για την περίπτωση που οδηγείτο το ασφαλιζόμενο όχημα από οδηγό που τελούσε σε μέθη, δεν εξαιρείται της ασφαλιστικής κάλυψης το ζημιογόνο και ασφαλισμένο στην εταιρεία αυτή αυτοκίνητο. 


Μέθη Οδηγού – Αιτιώδης Συνάφεια (2)

Αποδείχθηκε μεν ότι ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος οδηγούσε αυτό ενώ είχε περιεκτικότητα οινοπνεύματος στο αίμα του 0,56 ο/οο, κατά λίτρο αίματος, όμως δεν προκύπτει αιτιώδης σύνδεσμος του γεγονότος αυτού με το επελθόν ατύχημα. Επιπροσθέτως κρίθηκε και από όλο το αποδειτικό υλικό (μάρτυρες κλπ) ότι η μικρή υπέρβαση του ορίου των 0,50 0/00 δεν είχε επιρροή στην οδηγική εν γένει συμπεριφορά. 

Σύγκρουση Αντιθέτως Κινουμένων
ΔΧΦ Αυτοκινήτου και ΔΧΦ ρυμουλκού μετά ρυμουλκουμένου (1)

Αποκλειστική υπαιτιότης του οδηγού ΔΧ φορτηγού Αυτοκινήτου, ο οποίος οδηγώντας με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα (90 χιλ/ώρα, οδόστρωμα ολισθηρό, στροφή), παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα, παραβιάζοντας τη διαχωριστική γραμμή των ρευμάτων, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ότι προσπάθησε να αποφύγει εκτραπείσα συρόμενη καρότσα εκ του αντιθέτου ρεύματος. 
Σημ. Το δικαστήριο ήρθη στο συμπέρασμα αυτό αξιολογώντας το σχεδιάγραμμα της τροχαίας και τις τελικές θέσεις των συγκρουσθέντων οχημάτων).
Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός και των δύο οδηγών των ανωτέρω οχημάτων.

Αποζημίωση επί Θανατώσεως Προσώπου
Ψυχική Οδύνη 235.000 ευρώ (3)

Επιμεριζόμενα ανά : 
50.000 ευρώ στη σύζυγο
40.000 ευρώ σε καθένα από τα τρία τέκνα
25.000 ευρώ σε καθένα από τους γονείς
15.000 ευρώ στον αδελφό

Σημ. Η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επιδίκασε τα αυτά με το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο ποσά).

Αποζημίωση επί Υλικών Ζημιών

Επιδικάσθηκε και η σχετική δαπάνη μεταφοράς του ολικώς καταστραφέντος ΔΧΦ οχήματος εξ 1.038,88 ευρώ.


Ολική καταστροφή ΔΧΦ οχήματος
Πραγματογνωμοσύνης Δαπάνη – Επιδικαστέα (4)

Για την επισκευή του οχήματος αυτού απαιτείται και αντικατάσταση μέρους του σασί που δεν είναι συμβατό με τους κανόνες επισκευής οχημάτων μεταφοράς φορτίων. Η επισκευή του δηλαδή δεν εξασφαλίζει την ασφαλή κυκλοφορία του και ως εκ τούτου θεωρείται αυτό καταστραφέν ολικώς από τεχνική άποψη. Ολικώς καταστραφέν θεωρείται αυτό και από οικονομική άποψη, αφού η δαπάνη για την περίπτωση προσπάθειας επισκευής είναι μεγαλύτερη από τη αξία του κατά τον χρόνο του ατυχήματος.
Επιδικάσθηκε ποσό 44.000 ευρώ (47.000 – 3.000 – σώστρα), απορριπτομένου του λόγου εφέσεως περί αοριστίας του σχετικού κονδυλίου, λόγω μη αναφοράς στη αγωγή της τιμής κτήσεως του οχήματος. 
Το Δικαστήριο έκρινε ως αναγκαία την τεχνική πραγματογνωμοσύνη για την διαπίστωση της ολικής καταστροφής του οχήματος επιδικάζοντας ποσό 1.000 ευρώ.

Ηθική Βλάβη επί Υλικών Ζημιών

Επιδικάσθηκε στον καθένα από τους δύο συνιδιοκτήτες του οχήματος ποσό 750 ευρώ, για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, συνεπεία της καταστροφής του αυτοκινήτου τους.

Απόφ. Εφ.Αθ. 8143/2005


Σχόλια-Παρατηρήσεις

1) βλ. σχετικώς και άρθρο Δημ. Σπυράκου ΣΕΣυγκΔ 2006 Σελ. 8 

2) Εν σχέσει με την εξαίρεση ασφαλιστικής κάλυψης λόγω μέθης παρατηρείται τελευταίως διολίσθηση της νομολογίας σε περίεργους ατραπούς εφόσον επιχειρείται η αποσύνδεση της αιτιώδους συνάφειας της μέθης με το προκαλούμενο ατύχημα. (βλ. Α.Π. 1110/2005 ΣΕΣυγκΔ 2005/596). Στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο επίσης με το οποίο προτείνονται αλλαγές στον Ν.489/76, προτείνεται εκ μέρους των ασφαλιστικών εταιριών, η θεσμοθέτηση της εξαίρεσης ασφαλιστικής κάλυψης του εν μέθη οδηγού ανεξαρτήτως εάν η παράβαση αυτή συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος. Η δικαιολογία που προβάλλεται είναι ότι τέτοιου είδους διατάξεις μπορεί να συμβάλουν στο έργο της πρόληψης.
Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν μας βρίσκει σύμφωνους, καθόσον το έργο αυτό πρέπει προφανώς να ανήκει σε άλλους κλάδους δικαίου και μηχανισμούς λήψης μέτρων, προς αποτροπή των τροχαίων ατυχημάτων, όπως είναι τα κατασταλτικά μέτρα (έλεγχοι της τροχαίας). Όπως τονίζεται και στο επίκαιρο σχετικό άρθρο του Δημ.Σπυράκου «Οι εξαιρέσεις στην ασφάλιση αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα – Κριτικές παρατηρήσεις στο νέο σχέδιο νόμου» η ασφάλιση της αστικής ευθύνης προστατεύει και το θύμα και τον αίτιο – λήπτη της. 
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι, η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ ορίζει « ο παρά τον νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, υποχρεούται εις αποζημίωση», συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι : α) ανθρώπινη συμπεριφορά, β) παράνομη, γ) υπαίτια, δ) επέλευση της ζημίας και ε) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ συμπεριφοράς και ζημίας , το κρίσιμο δηλαδή στοιχείο που συνδέει τα αποτελέσματα της πράξεως (ή της παραλείψεως ) με τη ζημία. Συνεπώς , όπως και το ιερό ευαγγέλιο τονίζει «Γνώσεσθε την αλήθειαν και αύτη ελευθερώσει υμάς».
Εφόσον ασφαλίζεται η αστική ευθύνη εκ της προκαλούμενης ζημίας δεν μπορούμε να αντιληφθούμε που αποσκοπεί αυτή η αποσύνδεση της αιτιώδους συνάφειας της μέθης από το επερχόμενο αποτέλεσμα (τροχαίο ατύχημα), εκτός και αν εξυπηρετεί τα κακώς νοούμενα συμφέροντα του ασφαλιστού. 
Στην συντριπτικής της πλειοψηφία η νομολογία μας δέχεται ότι πρέπει πρωτίστως να εξετάζεται το γεγονός, αν η μέθη συνετέλεσε στην πρόκληση του ατυχήματος, για να ισχύσουν οι όροι εξαίρεσης της ασφαλιστικής σύμβασης δυνάμει του αμαρτωλού καθεστώτος της Κ4/585/78. 
Βλ. σχετικώς Μέθη θανόντος οδηγού μοτοσικλέτας (1,33 ο/οο)-ΑΣΧΕΤΟΣ, ΕΥΘΥΝΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΟΥ, Ελλείψει ΑΙΤΙΩΔΟΥΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ μεταξύ της ΜΕΘΗΣ και της επελθούσης Συγκρούσεως, του συννόμως κινουμένου μοτ/στού, εξ ής ο Θάνατος του. Εφ.Αθ. 5594/1995 ΣΕΣυγκΔ 1997/311. 
Ομοίως και Α.Π. 1081/2002 ΣΕΣυγκΔ 2003/311, Α.Π. 1262/2001, ΣΕΣυγκΔ 2003/497, Α.Π. 1212/2002, ΣΕΣυγκΔ 2003/494,
Εφ.Αθ.9828/1998 ΣΕΣυγκΔ 2001/274, Εφ.Ιωαν. 115/2002 ΣΕΣυγκΔ 2002/352, Εφ.Αθ. 2035/2005, ΣΕΣυγκΔ 2005/147, Μον.Πρ.Πατρ. 414/2004 ΣΕΣυγκΔ 2004/302.
Βλ. και σχετικό Άρθρο Ον.Ονουφριάδη (με παραπομπές σε πλούσια νομολογία ΣΕΣυγκΔ 1996/277. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε προσεχώς με νεώτερη αρθρογραφία και παραπομπή στη αλλοδαπή σχετική νομολογία.

3) Το Εφετείο έκρινε ως εύλογα τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα κονδύλια για Ψυχική Οδύνη, παρά την τάση που δυστυχέστατα παρατηρείται τελευταία για μείωσή τους από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια, σε σημείο μάλιστα πλήρους αναντιστοιχίας με την κρίση των πρωτοβαθμίων δικαστών. Διερωτώμεθα λοιπόν ευλόγως, οι Δικαστές των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν το εύλογον επί τη βάσει της υπαιτιότητας, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των εμπλεκομένων μερών κλπ. (όπως ο νόμος ορίζει), και μάλιστα όταν η ευθύνη του ασφαλιστού είναι εγγυητική; 

4) Πραγματογνωμοσύνης Δαπάνη 

Μη νόμιμος η αξίωσις δαπάνης τεχνικής πραγματογνωμοσύνης εν σχέσει με την εξέτασιν των υλικών ζημιών του αυτοκινήτου διότι η δαπάνη αυτή γίνεται προς απόκτησιν αποδεικτικού μέσου και ανάγεται στην επιδικαστέα δικαστική δαπάνη (βλ. και αυτόθι παρατηρήσεις και παραπομπαί εις σχετικήν νομολογίαν). Βλ. ενδεικτικώς Μον.Πρ.Αθ.6663/1987 ΕΣΔ1988/288, Εφ.Αθ. 3712/1989 ΕΣΔ 1991/423, Εφ.Αθ.12504/1990 ΕΣΔ 1993/26, 
Contra (επιδικάζεται η δαπάνη πραγματογνωμοσύνης) βλ. ενδεικτικώς Εφ.Αθ. 144/1993, ΕΣΔ 1995/44, Εφ.Αθ.8878/1995, ΣΕΣυγκΔ 1997/11, Μον.Πρ.Αθ. 1932/1997 ΣΕΣυγκΔ 1997/468, Μον.Πρ.Ξαν. 74/1995 ΣΕΣυγκΔ1998/238, Μον.Πρ.Αθ. 289/1998 ΣΕΣυγκΔ 1999/240


Απόσπασμα Απόφ. Εφ.Αθ. 8143/2005


Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου και όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι σε ορισμένα των οποίων γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. 
Στις 13-11-2001 και περί ώρα 17.10 ο Γ.Β., οδηγώντας τον υπ’ αριθμ. …… ΔΧΦ ελκυστήρα (τράκτορα), με επικαθήμενο (καρότσα) εκινείτο επί της Νέας Εθνικής οδού Αθηνών – Πατρών, με κατεύθυνση προς την Πάτρα. Η πορεία του ήταν κανονική, εκινείτο εντός του ρεύματος πορείας του και με την αρμόζουσα για τις συνθήκες της, ταχύτητα των 50 χιλ. την ώρα. Το αυτοκίνητο αυτό ήταν της συγκυριότητας των εναγόντων Β.Π. και Ε.Α., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου. Όταν το αυτοκίνητο αυτό έφθασε στο ύψος του 143,980 χιλιομέτρου της οδού αυτής, το υπ’ αριθμ. …. ΔΧΦ ρυμουλκό μετά ρυμουλκούμενου, το οποίο οδηγούσε ο Δ.Β. το οποίο εκινείτο με κατεύθυνση προς Αθήνα, με αυξημένη για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα (ολισθηρό οδόστρωμα και ύπαρξη στροφών), όταν έφθασε στο σημείο αυτό όπου επρόκειτο να εισέλθει σε δεξιά, εν σχέση προς την πορεία του στροφή, παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα. Το αυτοκίνητο αυτό παρεξέκλινε της πορείας του και άρχισε να κατευθύνεται στο αντίθετο ρεύμα, μόλις εξήλθε από μία αριστερή γι’ αυτό στροφή. Ο οδηγός του, προσπάθησε να συγκρατήσει το όχημα αυτό, προκειμένου να μη συγκρουσθεί με το κανονικά κινούμενο υπ’ αριθ. …. ΔΧΦ, όμως δεν τα κατάφερε και αφού διέγραψε, επί του οδοστρώματος, ίχνη πέδησης 33,80 μ. με τους δεξιούς τροχούς και 12μ. με τους αριστερούς, συγκρούσθηκε με το ……… ΔΧΦ αυτοκίνητο. Τα ίχνη πέδησης των δεξιών τροχών, ξεκινούν από σημείο του ρεύματος προς Αθήνα, που απέχει 1,10μ. από το άκρο της λωρίδος στην οποία το αυτοκίνητο αυτό εκινείτο, καταλήγουν σε στροφή με λοξή προς τ’ αριστερά κατεύθυνση, επί της διαχωριστικής των δύο ρευμάτων διπλής, συνεχόμενης, διαχωριστικής γραμμής. Από αυτό συνάγεται ότι κατά την ώρα της σύγκρουσης το …. Δ.Χ.Φ., είχε εισέλθει εντός του αντιθέτου, εν σχέσει προς την πορεία του ρεύματος της οδού πλάτους 3.60 μ. με το εμπρόσθιο μέρος του ολόκληρο, (αφού ο δεξιός τροχός του ήταν στο ύψος της διαχωριστικής). Ο οδηγός του …… ΔΧΦ, όταν αντιλήφθηκε την είσοδο του άλλου αυτοκινήτου στο ρεύμα του, του αναβόσβησε τα φώτα. Δεν είχε όμως την δυνατότητα να κάνει οποιοδήποτε αποφευκτικό της συγκρούσεως ελιγμό, γιατί όταν αντιλήφθηκε την κίνηση του αντιθέτως κινουμένου αυτοκινήτου η απόστασή τους ήταν πολύ μικρή (μη προσδιορισθείσα). Δεν είχε δε αυτός (οδηγός του …) δυνατότητα να αντιληφθεί την κίνηση του αυτοκινήτου αυτού από μεγαλύτερη απόσταση, γιατί μόλις εξήλθε από αριστερή γι’ αυτόν στροφή. Η σύγκρουση των δύο φορτηγών αυτοκινήτων ήταν σφοδρή.

Τα δύο οχήματα ενωμένα σηκώθηκαν ψηλά και ενωμένα κατέληξαν στο ρεύμα της οδού που κατευθύνεται προς Αθήνα. Κατέληξαν δε και τα δύο με το εμπρόσθιο μέρος τους στο άκρο δεξιό του ρεύματος προς Αθήνα και το μεν ….. ΔΧΦ είχε λοξή κατεύθυνση με τέτοιο τρόπο ώστε το οπίσθιο τμήμα του ήταν προς την πλευρά της Πάτρας και το εμπρόσθιο της Αθήνας και κατέλαβε ολόκληρο το οδόστρωμα του ρεύματος προς την Αθήνα, το δε ….. ΔΧΦ, είχε λοξή επίσης κατεύθυνση, αντίθετη του προηγούμενου αυτοκινήτου με το εμπρόσθιο μέρος του προς την πλευρά της Πάτρας και το πίσω προς την πλευρά της Αθήνας. Κατέλαβε δε αυτό και τα δύο ρεύματα της εθνικής οδού. Τμήμα δε της δεξιάς οπισθίας γωνίας του, βρέθηκε στις σιδερένιες μπάρες του άκρου της οδού και τμήμα του εμπροσθίου αριστερού μέρους τους εντός του υπάρχοντος στο άκρο του ρεύματος προς Αθήνα χάνδακα.

Η άνω σύγκρουση, από τα περιστατικά που προεκτέθηκαν οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ….. Δ.Χ.Φ αυτοκινήτου, ο οποίος οδηγούσε με υπερβολική για τις συνθήκες της οδού ταχύτητα 90 χιλ., ενώ το οδόστρωμα ήταν ολισθηρό και εκινείτο επί στροφής. Η ταχύτητά του αυτή, λόγο της πέδησης κατά τη στιγμή της σύγκρουσης είχε περιορισθεί σε 70 χιλ. Επίσης αυτός οδηγούσε, χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση και έτσι παρεξέκλινε της πορείας του και λόγω και της μεγάλης ταχύτητας και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα παραβιάζοντας τη διαχωριστική γραμμή των ρευμάτων.
Ο ισχυρισμός της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και του κυρίου και κατόχου του αυτοκινήτου αυτού, ότι αυτό εκινείτο κανονικά στο ρεύμα πορείας του και αναγκάσθηκε ο οδηγός του Δ.Β., να κατευθυνθεί στο αντίθετο ρεύμα, διότι είχε εκτραπεί η συρόμενη καρότσα του άλλου αυτοκινήτου και είχε εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα , όπου αυτό είχε συμβεί, δεν ήταν δυνατόν το …. ΔΧΦ αυτοκίνητο να βρεθεί στην τελική θέση που προαναφέρθηκε και απεικονίζεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας, με το οπίσθιο τμήμα της στο άκρο δεξιό του ρεύματος προς την Πάτρα. Εξάλλου, το γεγονός ότι το …. ΔΧΦ εκινείτο κανονικά στην πορεία του και αυτό που εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα ήταν το ….. ΔΧΦ, προκύπτει και από τις καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων, που ακολουθούσαν τα αυτοκίνητα αυτά και εξετάσθηκαν προαιρετικά, ο ένας μάλιστα από αυτούς Κ.Κ., ενεπλάκει και ο ίδιος στο τροχαίο ατύχημα. Ο μάρτυρας αυτός, ακολουθούσε την νταλίκα, που κατευθυνόταν προς την Πάτρα και κατέθεσε ότι, η νταλίκα που κατευθυνόταν προς Αθήνα είδε ξαφνικά ότι είχε μπει ολόκληρη στο δικό της ρεύμα. Αλλά και ο μάρτυρας Δ.Φ., ο οποίος ακολουθούσε το φορτηγό που κατευθυνόταν προς Αθήνα κατέθεσε επίσης ότι το αυτοκίνητο αυτό εισήλθε , κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο αντίθετο ρεύμα. Οι καταθέσεις αυτές δεν αναιρούνται από την προανακριτικά δοθείσα κατάθεση του Θ.Β., ο οποίος επέβαινε στο κατευθυνόμενο προς Αθήνα …. ΔΧΦ αυτοκίνητο, ο οποίος κατέθεσε ότι, μετά από παρατήρησή του προς τον οδηγό για την υψηλή ταχύτητα με την οποία εκινείτο, μείωσε την ταχύτητα και έπιασε τέρμα δεξιά λωρίδα του δρόμου και ότι η τελευταία εικόνα που έχει στο μυαλό του είναι, ότι πήγαιναν με κανονική ταχύτητα, στην τέρμα δεξιά λωρίδα και ο προβολέας του φορτηγού «βάραγε διαγώνια δεξιά προς τα πάνω». Αν πράγματι ο οδηγός Δ.Β. , είχε κατευθύνει το αυτοκίνητο στο άκρο δεξιά του ρεύματος, τότε δεν δικαιολογείται πως τα ίχνη πέδησης δεν ξεκινούν από τη θέση αυτή της οδού. Το γεγονός ότι οι προβολείς του αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε, κτυπούσαν στο δεξιό μέρος του δρόμου διαγώνια δεξιά, όπως αυτός κατέθεσε δικαιολογείται από το ότι, προ του ατυχήματος υπάρχει αριστερή στροφή και οπωσδήποτε οι προβολείς, σε κάποιο σημείο της στροφής, θα έπρεπε να κατευθύνονται προς το δεξιό άκρο της οδού. Ας σημειωθεί ότι και ο μάρτυρας αυτός, όπως ο ίδιος κατέθεσε, λίγο πριν τη σύγκρουση ήταν αφηρημένος και κοιτούσε δεξιά από το παράθυρο.
Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια, σχετικά με την υπαιτιότητα και απέρριψε, τον περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του …. ΔΧΦ αυτοκινήτου ισχυρισμό και την επικουρική, περί συνυπαιτιότητας αυτού και των εναγομένων των αγωγών Β.Π., κλπ και Ε.Β. κλπ έστω και με διαφορετική αιτιολογία, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι απορριπτέος, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης εκκαλούντος – εναγομένου Α.Χ. και ο πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. ……

…..Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το ατύχημα αυτό επήλθε ο θάνατος του οδηγού του …. ΔΧΦ αυτοκινήτου Γ.Β., του οποίου απεκόπη η κεφαλή του, αλλά και ο θάνατος του οδηγού του …… ΔΧΦ αυτοκινήτου Δ.Β. Ο Γ.Β. ο οποίος ήταν ηλικίας 45 ετών ήταν σύζυγος της ενάγουσας Ε.Β. ηλικίας 37 ετών πατέρας της ενάγουσας Χ.Β. 21 ετών, της Μ.Β. 20 ετών του Δ.Β. 17 ετών, γιος του ενάγοντος Δ.Β. και της Χ.Β. και αδελφός του ενάγοντος Π.Β. Αυτός ζούσε μαζί με την σύζυγό του και τα παιδιά του στην Καλαμάτα και διατηρούσε στενούς δεσμούς στοργής και αγάπης και με τους γονείς του και τον αδελφό του, τους οποίους συγκλόνισε ο βίαιος θάνατός του.
Στους ενάγοντες αυτούς πρέπει να επιδικασθούν τα πιο κάτω ποσά λόγω χρηματικής ικανοποίησης για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από τον θάνατο του συζύγου, πατρός, γιου και αδελφού τους. Ειδικότερα, πρέπει να επιδικασθεί στην πρώτη ενάγουσα (σύζυγό του) ποσό 50.000 ευρώ, στην δεύτερη, τρίτη και τέταρτο (παιδιά) ποσό 40.000 ευρώ στον καθένα, στον πέμπτο και έκτη των εναγόντων (γονείς του) ποσό 25.000 ευρώ στον καθένα στον έβδομο ενάγοντα (αδελφό του) ποσό 15.000 ευρώ. Τα ποσά αυτά κρίνονται ως εύλογα, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του ατυχήματος του βαθμού υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, του πόνου και θλίψης που προκάλεσε στους ενάγοντες ο θάνατος του συζύγου, πατρός, γιού και αδελφού τους, της ηλικίας του, του μεταξύ τους δεσμού, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, μη λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική.
Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία επιδίκασε στους ενάγοντες αυτούς, για την άνω αιτία, τα ίδια άνω ποσά, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι απορριπτέος ο μοναδικός λόγος της έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο παραπονούνται για τη μη επιδίκαση των αιτηθέντων από αυτούς μεγαλύτερων ποσών. Να απορριφθούν δε, ο υπό στοιχείο 3β λόγος της έφεσης του Α.Χ. και ο τρίτος λόγος της έφεσης της ασφαλιστικής εταιρείας «….» με τους οποίους παραπονούνται οι εκκαλούντες για την καταδίκαση των άνω ποσών στους ενάγοντες.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο θανών Γ.Β., προ του ατυχήματος εργαζόταν ως οδηγός στο πιο κάτω γραφείο μεταφορών. Εκτελούσε, διεθνείς μεταφορές και εισέπραττε μηνιαίως κατά μέσο όρο από την εργασία του συμπεριλαμβανομένων δώρων εορτών και επιδόματος αδείας ποσό 733,68 μηνιαίως . Αν δεν συνέβαινε το ατύχημα αυτός θα εξακολουθούσε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων να ασκεί το ίδιο επάγγελμα, κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2001 μέχρι 18-4-2004 και θα εισέπραττε από την εργασία του το ίδιο άνω ποσό. Η τρίτη των εναγομένων Μ.Β., κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν ηλικίας 20 ετών. Αυτή ήταν φοιτήτρια του τμήματος αυτοδιοίκησης των ΤΕΙ Καλαμάτας και ήταν στο τρίτο εξάμηνο της σχολής αυτής, για την ολοκλήρωση της οποίας απαιτούνται 8 εξάμηνα. Η τρίτη, ενάγουσα δηλαδή θα περάτωνε τη σχολή της 1-8-2004, αφού απαιτούνται, άλλα πέντε εξάμηνα. Η ενάγουσα αυτή, λόγω του ότι φοιτά στην σχολή αυτή, δεν έχει τη δυνατότητα να εργασθεί, για να καλύψει τις διατροφικές της ανάγκες, στερείται δε περιουσίας. Η ενασχόλησή της ως κομμώτρια, δεν αποδείχθηκε ότι αποφέρει σε αυτήν εισοδήματα, αλλά δικαιολογείται από το γεγονός ότι η μητέρα της ασχολείται με το επάγγελμα αυτό το πιθανότερο είναι ότι την βοηθά στην άσκηση του επαγγέλματός της. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι αυτή ασκεί ατομικά έναντι αμοιβής το επάγγελμα αυτό. Εξάλλου, δεν θα είχε και τη δυνατότητα ν’ ασχοληθεί επαγγελματικά, αφού είναι φοιτήτρια.
Ο τέταρτος ενάγων Δ.Β., ο οποίος γεννήθηκε την 19-6-1984, κατά το χρόνο θανάτου του πατρός του ήταν ηλικίας 17 ετών. Αυτός ήταν μαθητής της Β΄τάξης του Λυκείου. Αυτός ο οποίος στερείται περιουσία, δεν είχε έτσι δυνατότητα να εργασθεί, τουλάχιστον μέχρι 1-7-2004 δηλαδή και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του (19-6-2002), λόγω της ενασχόλησης του με τη φοίτηση στο σχολείο. Ήδη αυτός ήταν σπουδαστής για το σχολικό έτος 2003-2004 του 3ου επαγγελματικού εκπαιδευτηρίου Καλαμάτας, του κύκλου αισθητικής (ειδικότητας κομμωτικής). Αν ο πατέρας των άνω εναγόντων δεν είχε θανατωθεί, θα συνεισέφερε κατά το χρονικό διάστημα από τον θάνατό του μέχρι 1-8-2004 για την Μ. και 1-7-2004 για τον Δ. ποσό 150 ευρώ μηνιαίως για τον καθένα, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η σύζυγός του, η οποία είναι κομμώτρια, είχε μηνιαία εισοδήματα 450 ευρώ και οι διατροφικές ανάγκες του καθενός από τους ανωτέρω ενάγοντες ανέρχεται στο ποσό των 250 ευρώ, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι η μητέρα τους με την οποία συγκατοικούν τους παρέχει στέγη. Ως εκ τούτου πρέπει να επιδικασθεί επίσης ποσό 150 ευρώ το μήνα στον καθένα για το χρονικό διάστημα από 1-12-2001 μέχρι 1-8-2004 για την τρίτη ενάγουσα και μέχρι 1-7-2004 για τον τέταρτο ενάγοντα. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση η οποία επιδίκασε στους ενάγοντες αυτούς για την άνω αιτία τα ίδια άνω ποσά, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι απορριπτέος ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και ο υπό στοιχείο 3α λόγος της έφεσης του Α.Χ., με τον οποίο παραπονούνται αυτοί για την επιδίκαση των άνω ποσών στους ενάγοντες.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το ατύχημα αυτό υπέστη σοβαρές υλικές ζημιές το υπ’ αριθ. ….. ΔΧΦ αυτοκίνητο (ελκυστήρας) ιδιοκτησίας των εναγόντων Β.Π. και Ε.Α. Ειδικότερα το κουβούκλιο είχε ολοσχερώς καταστραφεί και είχε μετατραπεί σε μάζα λαμαρινών. Έφερε πολλαπλά ρήγματα από τη σφοδρή σύγκρουση στον κινητήρα, με παραμόρφωση των βοηθητικών εξαρτημάτων. Το σασί έφερε ολική παραμόρφωση και ο κεντρικός άξονας είχε κοπεί στο σημείο σύνδεσης με τον σταυρό φέροντας στρέβλωση στο εμπρόσθιο μέρος τους, το πέταλο επικάθισης καρότσας είχε παραμόρφωση του μετάλλου και καταστροφή ασφάλειας ζαφόρ και φούσκες ανάρτησης είχαν χάσει τη γεωμετρική θέση τους, φέροντας παραμορφώσεις, το διαφορικό έφερε στρέβλωση διαμορφωμένο σε σχήμα (Ζ) και το σύστημα πέδησης, είχε μετατραπεί σε ακανόνιστα τεμάχια. Λόγω των άνω εκτεταμένων ζημιών το όχημα αυτό θεωρείται ολικώς κατεστραμμένο από τεχνική άποψη. Η συρόμενη καρότσα έφερε εκτεταμένες ζημιές στο εμπρόσθιο μέρος της, με στρέβλωση των καθέτων μεταλλικών ράβδων (ορθοστατών) κατέστη καταστροφική ζημία στον πύρο σύνδεσης καθώς και σε όλο το σύστημα προσαρμογής του στο κυρίως σώμα. Το σασί έφερε στρεβλώσεις καθώς και μετατόπιση των εγκαρσίων δοκών. Για την επισκευή του οχήματος αυτού απαιτείται και αντικατάσταση μέρους του σασί που δεν είναι συμβατό με τους κανόνες επισκευής οχημάτων μεταφοράς φορτίων. Η επισκευή του δηλαδή δεν εξασφαλίζει την ασφαλή κυκλοφορία του και ως εκ τούτου θεωρείται αυτό καταστραφέν ολικώς από τεχνική άποψη. Ολικώς καταστραφέν θεωρείται αυτό και από οικονομική άποψη, αφού η δαπάνη για την περίπτωση προσπάθειας επισκευής του ανέρχεται σε 8.700.000 δρχ. και ήδη 25.531,91 ευρώ, ενώ η αξία αυτού ανήρχετο κατά το χρόνο του ατυχήματος στο ποσό των 17.000 ευρώ. Ο ελκυστήρας ήταν μάρκας SCANIA VABIS τύπου 113400 και κυκλοφόρησε πρώτη φορά 12-1-1998 και η αξία του κατά το χρόνο του ατυχήματος ανερχόταν στο ποσό των 30.000 ευρώ. Το επικαθήμενο (καρότσα) ήταν μάρκας FRUEFHAUF κοινό μη ανατρεπόμενο ανοικτό, με διαστάσεις 13,70 μήκος, 2,30 πλάτος και 2,65 ύψος από δάπεδο και κυκλοφόρησε πρώτη φορά 5-1-1996 και η αξία του κατά τον χρόνο του ατυχήματος ανερχόταν στο ποσό των 17.000 ευρώ. Η συνολική αξία των καταστραφέντων ελκυστήρα και επικαθημένου ανέρχεται στο ποσό των 30.000 + 17.000 = 47.000 ευρώ. Από το ποσό αυτό πρέπει ν’ αφαιρεθεί ποσό 3.000 ευρώ, για την αξία των μη βλαβέντων και εχόντων οικονομική αξία υπολειμμάτων (σώστρων) και ιδίως του επικαθήμενου αφού από τον ελκυστήρα κατάλληλα προς εκποίηση ήταν μόνο 4 επίσωστρα. 
Ζημιώθηκαν επομένως οι ενάγοντες ιδιοκτήτες του …… αυτοκινήτου κατά το ποσό των (47.000-3.000) 44.000 ευρώ λόγω της καταστροφής του οχήματός τους.
Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο επιδίκασε στους ενάγοντες για την αιτία αυτή το ίδιο άνω ποσό, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι απορριπτέος ο υπό στοιχείο 4α λόγος της έφεσης Α.Χ και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης της ασφαλιστικής εταιρείας ….. .

Απορριπτέο είναι και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης αυτής, με τον οποίο η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία αποδίδει αοριστία στην αγωγή, για τον λόγο ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή η τιμή κτήσεως των οχημάτων και ο χρόνος πρώτης κυκλοφορίας τους, αφού το πρώτο δεν είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αξίωσης αυτής, αλλά πρέπει να αναφέρεται η αξία του καταστραφέντος οχήματος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, η οποία και αναφέρεται, το δεύτερο δε (έτος κυκλοφορίας), αναφέρεται στην αγωγή.
Προκειμένου να μεταφερθεί ο κατεστραμμένος ελκυστήρας του αυτοκινήτου τους από τον τόπο του ατυχήματος αρχικά στο τμήμα τροχαίας Κορίνθου και στη συνέχεια στην Καλαμάτα δαπάνησαν οι ενάγοντες ποσό 354.000 δρχ. και ήδη 1.038,88 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ του εκδοθέντος τιμολογίου.
Οι ενάγοντες δεν υποβλήθηκαν σε άλλη δαπάνη για τη μεταφορά του οχήματός τους, αφού το επικαθήμενο (καρότσα) μετέφεραν αρχικά σε συνεργείο στον Ασπρόπυργο και στη συνέχεια στην Καλαμάτα, με δικό τους άλλο όχημα, και ως εκ τούτου είναι απορριπτέο το αίτημα περί καταβολής ποσού, 1027,57 ευρώ, το οποίο αν δεν μετέφεραν οι ίδιοι θα δαπανούσαν αυτοί όπως ισχυρίζονται σε διαταγή δε του άρθρου 930 παρ. 3, δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, αφού αυτή εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια των άρθρων 928 και 929 ΑΚ και όχι σε κάθε άλλη περίπτωση (βλ. σχεΑθ. Κρητικού Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα σημ. 411).
Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα ως αποζημίωσή του για την άνω αιτία ποσό 1.500 ευρώ, δεχθέν ότι τυγχάνει εφαρμογής και η διαταγή του άρθρου 930 παρ. 3, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά και την ορθή εφαρμογή του Νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ο υπό στοιχείο 4β λόγος της έφεσης του Α.Χ, με την οποίο παραπονείται για την επιδίκαση του ποσού αυτού στους ενάγοντες.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες Β.Π και Ε.Α έχουν συστήσει ιδιόκτητη μεταφορική εταιρεία με την επωνυμία «…….», με σκοπό τη διενέργεια Διεθνών μεταφορών διενεργουμένων από την ημεδαπή προς την αλλοδαπή και αντιστρόφως. Αυτοί είναι οι μοναδικοί εταίροι της και έχουν παραχωρήσει στην εταιρεία αυτή το καταστραφέν κατά το ατύχημα …… ΔΧΦ αυτοκίνητό τους (ΦΕΚ 2381 /4-5-99 τ.ΑΕ και ΕΠΕ).
Το αυτοκίνητο αυτό δηλαδή χρησιμοποιεί για τις διεθνείς μεταφορές της η άνω εταιρεία και όχι ατομικά οι άνω ενάγοντες, στην εταιρεία δε αυτή εργαζόταν και εκτελούσε διεθνείς μεταφορές ο θανών Γ.Β. Το ότι το αυτοκίνητο αυτό το εκμεταλλευόταν προ του ατυχήματος η εταιρεία αυτή και όχι οι ενάγοντες προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες καταστάσεις εκκαθάρισης της εταιρείας αυτής στην οποία αναφέρεται ο αριθμός κυκλοφορίας του επικαθήμενου (καρότσας) του φορτηγού που προαναφέρθηκε η οποία (καρότσα) όντως χρησιμοποιείτο μαζί με το προαναφερθέν ρυμουκλό του ΔΧΦ αυτοκινήτου …… . Το ότι το αυτοκίνητο αυτό το εκμεταλλευόταν η άνω εταιρεία συνάγεται και από την κατάθεση του μάρτυρα (Ι.Π) ο οποίος εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγόντων αυτών, ο οποίος κατέθεσε ότι ο θανών κατά το ατύχημα οδηγός Γ.Β εργαζόταν 3 χρόνια στην εταιρεία. Ο ίδιος κατέθεσε για την ύπαρξη της εταιρείας αυτής και ότι αυτή εκμεταλλευόταν τα τρία αυτοκίνητα, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε μνεία, περί του ότι το αυτοκίνητο αυτό δεν το εκμεταλλευόταν η άνω εταιρεία.
Ως εκ τούτου, αφού την εκμετάλλευση του αυτοκινήτου αυτού δεν είχαν ατομικά οι ενάγοντες, αλλά η εταιρεία στην οποία αυτό παραχωρήθηκε, από το γεγονός ότι το αυτοκίνητο καταστράφηκε, δεν υπέστησαν ζημία οι ενάγοντες ατομικά αλλά η εταιρεία η οποία εκμεταλλευόταν αυτό και της οποίας αυτοί είναι εταίροι. Δεν νομιμοποιούνται ως εκ τούτου οι ενάγοντες να ζητήσουν αποζημίωση για διαφυγόντα εισοδήματα από την καταστροφή του αυτοκινήτου τους, κατά το ατύχημα αφού αυτοί δεν αναφέρονται με την αγωγή σε προκληθείσα σ’ αυτούς ζημία ως μελών της εταιρείας που το εκμεταλλευόταν, αλλά ως εκμεταλλευόμενοι αυτό ατομικά.
Επομένως πρέπει ν’ απορριφθεί το αίτημα περί καταβολής ποσού 70432,88 ευρώ για απολεσθέντα εισοδήματά τους, ως ουσιαστικά αβάσιμο.
Ως εκ τούτου το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε εν μέρει το αίτημα αυτό των εναγόντων, επιδικάζοντάς τους ως αποζημίωση ποσό 40.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας και ο υπό στοιχείο 4δ λόγος της έφεσης Α.Χ, με τους οποίους παραπονούνται για την επιδίκαση του άνω ποσού στους ενάγοντες.
Οι ενάγοντες Β.Π και Ε.Α, κατέβαλαν για την αμοιβή του πραγματογνώμονα Γ.Α ποσό 2.597,21 ευρώ, για τη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης στο όχημά τους. Η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης αυτής ήταν αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση στην οποία βρισκόταν μετά το ατύχημα το αυτοκίνητο αυτό, και η δυνατότητα ή μη επισκευής του και το κόστος αυτής. Επαρκούσε για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης αυτής ποσό 1.000 ευρώ κατά το οποίο αποζημιώθηκαν και το οποίο επιδικάσθηκε, ως αποζημίωσή τους, από την εκκαλουμένη και η οποία παραδοχή αυτής, δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο από τους ενάγοντες. Δεν έσφαλε επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιδικάζοντας στους ενάγοντες ως αποζημίωσή τους για την αιτία αυτή το ποσό αυτό (1.000 ευρώ), και πρέπει ν’ απορριφθεί, ο υπό στοιχείο 4γ λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών Α.Χ για την επιδίκαση του ποσού αυτού στους ενάγοντες.

Στους ενάγοντες Β.Π και Ε.Α, πρέπει να επιδικασθεί ποσό 750 ευρώ στον καθένα, λόγω χρηματικής ικανοποίησης, για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, συνεπεία της καταστροφής του αυτοκινήτου τους. Το ποσό αυτό κρίνεται ως εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη των συνθηκών του ατυχήματος, του βαθμού υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, μη λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στους ενάγοντες για την άνω αιτία το ίδιο άνω ποσό, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο υπό στοιχείο 4ε λόγος της έφεσης του Α.Χ και το τελευταίο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης της ασφαλιστικής εταιρείας ……, με τους οποίους παραπονούνται για την επιδίκαση του ποσού αυτού στους ενάγοντες.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 189, 192 ΕμπΝ και άρθ. 2 παρ. 1 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 6 παρ. 7 του Ν. 489/1976 προκύπτει ότι η ασφαλιστική σύμβαση που καλύπτει την αστική ευθύνη των ενεχομένων κατά νόμο για το ατύχημα προσώπων καταρτίζεται εγγράφως. Το έγγραφο όμως δεν έχει συστατικό χαρακτήρα αλλά αποδεικτικό. Αν δεν συνταχθεί έγγραφο, η σύμβαση μεταξύ των μερών αποδεικνύεται με όρκο ή ομολογία. Για τη συντέλεση της συμβάσεως ασφαλίσεως απαιτείται πρόταση και αποδοχή της (βλ. ΑΚ 185 επ.) που να καλύπτει τα ουσιώδη στοιχεία της (και άρθ. 3 παρ. 1 της Κ4/585/1970 ΑΥΕ). Η ολοκλήρωση της συμβάσεως ασφαλίσεως επέρχεται συνήθως με την υπογραφή των συμβαλλομένων μερών. Εξάλλου ορίζεται μεν από το πρoίμιο της Κ4/585/1978 ΑΥΕ ότι η ασφάλιση αυτοκινήτου διέπεται από τους γενικούς όρους που ορίζονται από την άνω Υπουργική Απόφαση, όμως για να επέλθει τούτο πρέπει οι όροι αυτοί να αποτελέσουν περιεχόμενο της συμβάσεως ασφαλίσεως ή τουλάχιστον να γίνει παραπομπή σ’ αυτούς αφού αρκεί προς τούτο η αναφορά μόνο του αριθμού της άνω ΑΥΕ και του ΦΕΚ (αριθ. 795 Α.Ε και Ε.Π.Ε), στο οποίο αυτή έχει δημοσιευθεί. Μεταξύ των όρων αυτών περιλαμβάνεται και η ρύθμιση του άρθ. 25 αριθ. 8 της Κ4/585/1978, σύμφωνα με την οποία αποκλείονται από την ασφάλιση ζημίες προξενούμενες «καθόν χρόνο ο οδηγός του αυτοκινήτου οχήματος ετέλει υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών», κατά την έννοια και τις προυποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ με την 13382/Φ.705.11/4δ/25-11-1977 κοινή απόφαση των Υπουργών Συγκοινωνιών και Δημοσίας τάξεως, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άνω άρθ. 42 ΚΟΚ, ορίζονται οι διατυπώσεις για τη διαπίστωση της μέθης. Το περιεχόμενο των γενικών όρων που διαλαμβάνονται στην Κ4/585/1978 ΑΥΕ, είναι δεσμευτικό για τα συμβαλλόμενα μέρη, εφόσον αυτά τους αποδέχθηκαν, έστω και αν λείπει τυπικά η υπογραφή του αντισυμβαλλόμενου στο ασφαλιστήριο. Πράξεις συνιστώσες αποδοχή των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου, το οποίο είτε τους περιλαμβάνεις αναλυτικά είτε παραπέμπει στο ΦΕΚ στο οποίο έχουν καταχωρηθεί, μπορούν ν’ αποτελέσουν η παραλαβή του ασφαλιστηρίου από τον ασφαλισμένο, η παραλαβή του ειδικού σήματος και της βεβαιώσεως ασφάλισης του αυτοκινήτου που επικολλούνται συνήθως στο «παρ-μπριζ» του αυτοκινήτου, η καταβολή των ασφαλίστρων και η δήλωση του ατυχήματος στον ασφαλιστή. Εφόσον δημιουργείται κατά τον ανωτέρω τρόπο δέσμευση του ασφαλισμένου από τους παραπάνω γενικούς όρους και ειδικότερα του διαλαμβανόμενου στο άρθρο 25 αρ. 8, τότε δύναται ο ασφαλιστής, εφόσον κατά νόμο δεν μπορεί να αντιτάξει τέτοιο αποκλεισμό της ευθύνης του κατά του παθόντος τρίτου, γιατί η Κ4/585/1978 ΑΥΕ κατά το σκέλος τούτο είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης του Ν. 489/1976, ν’ αξιώσει από τον ασφαλισμένο του, να του καταβάλει ότι αυτός θα καταβάλει στον τρίτο λόγω αποζημίωσης από το ατύχημα.

Στην προκειμένη περίπτωση το ζημιογόνο υπ’ αριθμ. ….. ΔΧΦ αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εκ της λειτουργίας του στην εναγομένη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία …… .
Προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιλαμβάνεται όρος του άρθρου 25 παρ. 8 της Υπ. Αποφ. Κ4/585/78, σύμφωνα με τον οποίο εξαιρούνται από την ασφάλιση ζημίες προξενούμενες από οδηγό που οδηγούσε σε κατάσταση μέθης, προσκομίζει η παρεμπιπτόντως ενάγουσα το υπ’ αριθμ. ……. ανανεωτήριο του υπ’ αριθμ. _____ ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο αποτελείται από 4 σελίδες. Στην πρώτη σελίδα αυτού αναγράφονται τα στοιχεία του συμβαλλομένου (Α.Χ). Στοιχεία παραγωγής, στοιχεία συμβολαίου, όπου αναγράφεται ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης 4-7-2001 και λήξης 4-1-2002, ο τρόπος πληρωμής, τα στοιχεία του οχήματος.
Στην πρώτη αυτή σελίδα, δεν γίνεται καμία αναφορά γενικών όρων, ούτε και παραπομπή στις διατάξεις που έχουν προαναφερθεί. Το ίδιο και στην δεύτερη σελίδα του προσκομιζόμενου ανανεωτηρίου συμβολαίου. Στη σελίδα αυτή αναγράφονται οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι, ασφαλιζόμενα κεφάλαια και ασφάλιστρα. Στην τρίτη σελίδα αναγράφεται «Η παρούσα ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 489/76 την ΥΑ Κ4/585/78 ΦΕΚ 795, η οποία εκδόθηκε με εξουσιοδότηση της παρ. 7 του άρρθου 6 του Ν. 489/76 του Ν. 2496/97 όπου δεν αντιτίθεται με τους άνω ειδικούς νόμους και από τους συνημμένους Ασφαλιστικούς όρους (Γενικούς – Ειδικούς και προαιρετικών καλύψεων και αποτελούν ενιαίο σύνολο της ασφαλιστικής σύμβασης. Στην τέταρτη σελίδα αναγράφονται τα δικαιώματα του λήπτη ασφάλισης – ασφαλισμένου. Φέρει δε ημερομηνία 16-1-2003.
Ο χρόνος της ασφάλισης κατά το ανανεωτήριο αυτό συμβόλαιο είναι από 4-7-2001 μέχρι 4-1-2002. Η ασφαλιστική περίπτωση (ατύχημα) επήλθε 13-11-2001. Ως εκ τούτου το ανανεωτήριο συμβόλαιο στου οποίου την τρίτη σελίδα γίνεται παραπομπή στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν μεταξύ των οποίων και στην ΥΑ Κ4/585 ΦΕΚ 795, έχει συνταχθεί μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Επομένως αφού μέχρι τον χρόνο του ατυχήματος, δεν είχε περιληφθεί στην μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του ασφαλισμένου, όρος περί αποκλεισμού της ευθύνης της, για την περίπτωση που οδηγείτο το ασφαλιζόμενο όχημα από οδηγό που τελούσε σε μέθη, δεν εξαιρείται της ασφαλιστικής κάλυψης το ζημιογόνο και ασφαλισμένο στην εταιρεία αυτή αυτοκίνητο. Ανεξαρτήτως αυτού, ναι μεν αποδείχθηκε ότι ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος Δ.Β κατά τον χρόνο του ατυχήματος οδηγούσε αυτό ενώ είχε περιεκτικότητα οινοπνεύματος στο αίμα του 0,56%0, κατά λίτρο αίματος, όμως από τα άνω αποδειχθέντα δεν προκύπτει αιτιώδης σύνδεσμος του γεγονότος ότι αυτός ολιγώρησε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, με το προκληθέν ατύχημα. Αυτό όπως προεκτέθηκε οφείλεται στο ότι οδηγούσε χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, με αυξημένη για τις συνθήκες της οδού (ολισθηρότητα, στροφές) ταχύτητα, στην οποία οφείλεται και η εκτροπή του στο αντίθετο ρεύμα. Κατέθεσε βέβαια ο μάρτυρας Ψ. προανακριτικά ο οποίος ακολουθούσε το οδηγούμενο από τον Δ.Β αυτοκίνητο ότι αυτός οδηγούσε επιθετικά και σε δύο προηγούμενες στροφές είχε εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα. Από αυτό δεν συνάγεται ότι η περιεκτικότητα του οινοπνεύματος στο αίμα του, που υπερέβαινε κατά λίγο την ανώτατο των επιτρεπομένων όριο (0,50%0) είχε επηρεάσει την οδηγική του συμπεριφορά, αφού ναι μεν αυτός οδηγούσε με παραβατικό του ΚΟΚ τρόπο, όμως ήλεγχε το όχημά του μέχρι τη στιγμή του ατυχήματος, αφού παρά την είσοδο και προηγουμένως σε μέρος του αντιθέτου ρεύματος σε προηγούμενες στροφές, δεν είχε δημιουργήσει πρόβλημα, σε αντιθέτως κινούμενα οχήματα, ούτε και όταν οδηγώντας με «επιθετικός τρόπο» όπως ο μάρτυρας χαρακτήρισε την οδηγική συμπεριφορά του, έκανε προσπεράσεις και μάλιστα μεγάλες, δημιούργησε πρόβλημα σε αντιθέτως κινούμενα οχήματα, το οποίο θα είχε συμβεί αν η περιεκτικότητα του οινοπνεύματος στο αίμα του είχε επηρεάσει την οδηγική σ