facebook
Αρχική Νομολογία Τροχαίο και Ασφαλιστικό - Ιδιωτική Ασφάλιση - Αστική ευθύνη επί τροχαίων ατυχημάτων Παρεμπίπτουσα Αγωγή Ασφαλιστή λόγω Μέθης – Δεκτή Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η ανιχνευθείσα ποσότητα οινοπνεύματος στο αίμα του οδηγού, σε ποσοστό 1,81ο/οο και ο τρόπος οδήγησης του οχήματος, οδηγούν στην ασφαλή κρίση ότι ο οδηγός β

Παρεμπίπτουσα Αγωγή Ασφαλιστή λόγω Μέθης – Δεκτή Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η ανιχνευθείσα ποσότητα οινοπνεύματος στο αίμα του οδηγού, σε ποσοστό 1,81ο/οο και ο τρόπος οδήγησης του οχήματος, οδηγούν στην ασφαλή κρίση ότι ο οδηγός β

Παρεμπίπτουσα Αγωγή Ασφαλιστή λόγω Μέθης – Δεκτή

Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η ανιχνευθείσα  ποσότητα οινοπνεύματος στο αίμα του οδηγού, σε ποσοστό 1,81ο/οο και ο τρόπος οδήγησης του οχήματος, οδηγούν στην ασφαλή κρίση ότι ο οδηγός βρισκόταν σε κατάσταση ανικανότητας προς οδήγηση και συνεπώς η ζημία που προκάλεσε δεν καλύπτεται από την ασφάλιση. 

Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Τρικ. 362/2009

  Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. α΄ ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλει τα έξοδα κηδείας σ’ εκείνον που, κατά το νόμο, βαρύνεται με αυτά. Ειδικότερα, στα έξοδα κηδείας περιλαμβάνονται τα έξοδα μεταφοράς του θανόντος σε τόπο διάφορο του θανάτου με το σύνηθες μεταφορικό μέσο, τα έξοδα ταφής, ήτοι τα απαραίτητα για την προετοιμασία αυτής (λ.χ. δημοσίευση νεκρώσιμων αγγελιών σε εφημερίδα), τα έξοδα τελέσεως νεκρώσιμου ιεροπραξία (λ.χ. τα δικαιώματα του ναού, οι αμοιβές των συμμετασχόντων θρησκευτικών λειτουργιών και ιεροψαλτών) και, τέλος, τα απαιτούμενα για την καθεαυτό ταφή έξοδα (λ.χ. μεταφορά του νεκρού στο νεκροταφείο, δικαιώματα νεκροταφείου για την ταφή, δικαιώματα γραφείου κηδειών, δαπάνη μισθώσεως και κατασκευής τάφου). Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτά, αφενός τα έξοδα πένθους, ήτοι εκείνα τα οποία έχουν αιτία το θρησκευτικό καθήκον και την ευσέβεια προς τη μνήμη του νεκρού (λ.χ. τα έξοδα μνημοσυνών ή προμήθειας πένθιμων ενδυμασιών), αφετέρου οι δαπάνες που, είναι μεν συναφείς προς την κηδεία, πηγάζουν όμως από ελευθεριότητα και διενεργούνται προς κατάδειξη της ιδιαιτέρας στοργής και αγάπης του δαπανώντος προς το νεκρό, όπως είναι οι δαπάνες πένθιμου δεξιώσεως μετά την ταφή και προσφορά φαγητού, τα φιλοδωρήματα στο νεκροταφείο, οι καταθέσεις στεφανιών και σταυρών από άνθη, τα έξοδα για την κατασκευή οικογενειακού τάφου (ΕφΑθ 2522/1987 ΕλλΔνη 29.556, ΜΠΘεσ 14555/1996, βλ. σχετ. Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 2008 σελ. 358 παρ. 24).
  Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του θύματος. Η επιδίκαση αυτή έχει ως δικαιολογία το ψυχικό πόνο, που δοκίμασαν οι συγγενείς του θύματος για την απώλεια του προσφιλούς προσώπου, σκοπό δε την απόκτηση περιουσιακών αγαθών με αυτή, με τα οποία θα καταστεί δυνατή η ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση αυτών (βλ. ολ. ΑΠ 519/1977). Από τη διάταξη αυτή σαφών προκύπτει, ότι όταν προκληθεί από αδικοπραξία προσβολή της υγείας προσώπου και στη συνέχεια μετά την άσκηση και ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος επέλθει ο θάνατος του τελευταίου από την ίδια αυτή αδικοπραξία, τότε τα μέλη της οικογένειάς του δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Η εν λόγω αξίωση δεν επηρεάζεται από το γεγονός, ότι ο παθών πριν από το θάνατό του είχε ασκήσει αγωγή και είχε επιτύχει να ικανοποιηθεί για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, διότι η αξίωση λόγω ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας από το εδ. γ του άρθρου 932 ΑΚ είναι εξ ιδίου δικαίου, αυτοτελής και διαφορετική από εκείνη της χρηματικής ικανοποιήσεως του παθόντος, με βάση τα εδ. α και β του ίδιου άρθρου (ΑΠ 126/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ966/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 
  
 Υποκατάσταση ΟΓΑ
 Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 5 του ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν.4476/1965 και του άρθρου 18 του α.ν. 1654/1986 συνάγεται ότι το ΙΚΑ, για τις οφειλόμενες ασφαλιστικές παροχές προς τους ασφαλισμένους του, οι οποίοι δικαιούνται αποζημίωση για ζημία που προξενήθηκε σε αυτούς λόγω ασθενείας, αναπηρίας θανάτου κλπ., υποκαθίσταται από το νόμο κατά το ποσό των οφειλόμενων στο ζημιωθέντα ασφαλιστικών παροχών, στην αξίωση του τελευταίου κατά του ζημιώσαντος, η υποκατάσταση δε αυτή, προκειμένου για απαιτήσεις από αδικοπραξία που τελέστηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 1654/1986, επέρχεται εκ του νόμου και ανατρέχει στο χρόνο που γεννήθηκε η ζημία. Κατά δε το άρθρο 1 του β.δ. 226/1973, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του πιο πάνω διατάγματος, το ποσό μέχρι του οποίου τυχόν αξίωση του ασφαλισμένου ή των μελών της οικογένειας του προς αποζημίωση για ζημία που του έγινε με αφορμή ασθένεια, αναπηρία ή θάνατο του υπόχρεου σε διατροφή του μεταβιβάζεται στο ΙΚΑ, καθορίζεται με απόφαση του διοικητή του ΙΚΑ. Οι αξιώσεις αυτές μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο ΙΚΑ με εκχώρηση που επέρχεται από το νόμο, με έκδοση της απόφασης του διοικητή, που καθορίζει το ποσό για το οποίο γίνεται η μεταβίβαση της απαίτησης. Πρόκειται δηλαδή για εκχώρηση νόμιμη, στην οποία εφαρμόζονται – κατά βάση – οι διατάξεις της συμβατικής εκχώρησης (άρθρα 455 ΑΚ), εκτός εάν αυτές δεν προσαρμόζονται. Μέχρι το ποσό αυτό επέρχεται απόσβεση της απαίτησης του αρχικού δικαιούχου απέναντι στον υπόχρεο για αποζημίωση. Αν λοιπόν η απαίτηση αποζημιώσεως του δικαιούχου κατά του υπόχρεου τρίτου είναι μεγαλύτερη από το ποσό που οφείλει το ΙΚΑ, το τελευταίο υποκαθίσταται μόνο στο ποσό που οφείλει. Κατά το υπόλοιπο η  απαίτηση ανήκει μόνο στο δικαιούχο και δεν επέρχεται υποκατάσταση (ΑΠ 70/2005 ΕλλΔνη 46.1415, ΑΠ 803/2004 ΕλλΔνη 4.1361, ΕφΑθ 9812/1999 ΕλλΔνη 41.1381, ΕφΑθ 10255/1997 ΕλλΔνη 40.369 – βλ. και Κρητικό, ό.π., σελ 444 επ). 
  Περαιτέρω με το άρθρο 47 παρ. 6 Ν. 3518/2006, ΦΕΚ Α  272/21.12.2006, ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 10 το ν.δ. 4104/1969 όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του ν. 4476/1965 και συμπληρώθηκαν με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986, καθώς και οι διατάξεις του β.δ. 226/23.2/21.3.1973 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξάρτητα απασχολουμένων, καθώς και στον Ο.Γ.Α.». 
 
  Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι συνέπεια της ρυθμίσεως αυτής είναι η απώλεια της εξουσίας του παθόντος – ασφαλισμένου ή των κληρονόμων του σε περίπτωση θανάτου, για να διεξαγάγει τη δίκη κατά του υπόχρεου προς αποζημίωση του, καθ’ όσο μέρος αυτή μεταβιβάστηκε εκ του νόμου στον ΟΓΑ, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 73 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση η τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία αρνείται την αγωγή και ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες δε νομιμοποιούνται ενεργητικά προς έγερση αυτής, διότι η αξίωση, που ενσωματώνεται σ’ αυτή, γεννήθηκε στο πρόσωπο του θύματος, ο οποίος αμέσως μετά τον τραυματισμό του και πριν αποβιώσει δήλωσε ότι θα επιδιώξει την αστική του αποκατάσταση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, όπως στην παραπάνω νομική σκέψη αναλύθηκε, η αξίωση  των εναγόντων είναι εξ ιδίου δικαίου, αυτοτελής και ανεξάρτητη από αυτή που γεννήθηκε στο πρόσωπο του αρχικών τραυματισθέντος και μετέπειτα αποβιώσαντος.
   Περαιτέρω, η τρίτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι για το κονδύλιο των εξόδων κηδείας του θανόντος δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά οι ενάγοντες να ζητούν την καταβολή του, επειδή ο θανών ήταν ασφαλισμένος στον ΟΓΑ και το αιτούμενο κονδύλιο καταβλήθηκε από τον ΟΓΑ και άρα μεταβιβάζεται αυτοδίκαια σ’ αυτόν η εν λόγω απαίτηση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, όπως ανωτέρω αναλύθηκε, και συνιστά όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής των εναγόντων ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, διότι η εναγόμενη αμφισβητεί τα επικαλούμενα από τους ενάγοντες θεμελιωτικά περιστατικά της νομιμοποίησής τους (Α.Π. 1074/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 550/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κρητικός, ό.π., σελ 461 παρ. 48, που αναφέρεται σε απώλεια εξουσίας διεξαγωγής της δίκης λαμβανόμενη υπόψη από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα κατ’ άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ.). 
 Επίσης ισχυρίζεται, ότι δυνάμει του με αριθμό ____ ασφαλιστηρίου συμβολαίου ασφάλισε την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του με αριθμό …. Ε.Ι.Χ. οχήματος για τις από την κυκλοφορία του προκαλούμενες ζημιές σε τρίτους μέχρι το ποσό των 500.000 ευρώ για σωματικές βλάβες τρίτων και μέχρι το ποσό των 100.000,00 ευρώ για υλικές ζημιές σε πράγματα τρίτων. Επειδή οι συνολικές απαιτήσει των τρίτων – εναγόντων από το επίδικο ατύχημα υπερβαίνουν το ποσό του ασφαλίσματος, μέχρι το οποίο ευθύνεται η δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, ζητεί η τελευταία τον περιορισμό της ευθύνης της μέχρι τα παραπάνω ποσά του ασφαλίσματος και να υπάρξει σύμμετρη ικανοποίηση των απαιτήσεων των εναγόντων μέχρι τα ανωτέρω ποσά. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι νόμιμοι, συνιστούν ο μεν πρώτος ένσταση περιορισμού της ευθύνης μέχρι το ασφαλιστικό ποσό της σύμβασης, ο δεύτερος ένσταση σύμμετρου περιορισμού της αποζημίωση και στηρίζονται στο άρθρο 10 ν.489/1976. 
  Περαιτέρω, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία ισχυρίζεται ότι ο θανών κατέστη συνυπαίτιος του θανάσιμου τραυματισμού του σε ποσοστό 70%, διότι επέβαινε σο με αριθμό κυκλοφορίας …. Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο δίχως να φορά ζώνη ασφαλείας, ως όφειλε εκ του νόμου, με αποτέλεσμα κατά τη γενόμενη εκτροπή του οχήματος, εξαιτίας της ελλείψεως αυτή, να υποστεί κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, κάκωση ΑΜΝΜ, τετραπληγία και πάρεση των άνω άκρων συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατός του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, συνιστά ένσταση, που θεμελιώνεται στα άρθρα 300 Α.Κ. και 12 Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Επίσης νόμιμη ένσταση που θεμελιώνεται στο άρθρο 300 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της συνιστά ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο θανών κατέστη συνυπαίτιος του θανάσιμου τραυματισμού του σε ποσοστό 50%, διότι αν και γνώριζε ότι ο οδηγός του οχήματος στο οποίο επέβαινε βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος δέχτηκε ενεργώντας ιδίω κινδύνω να επιβιβαστεί σ’ αυτό. Επομένως, οι ως άνω ισχυρισμοί της εναγομένης, που κρίθηκαν νόμιμο, πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης – Μέθη Οδηγού
 ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 της Κ4/585/1978 Α.Υ.Ε., που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 6 παρ. 6 του ν.489/1976, και 2 παρ. 1 του Ν.2496/1997 προκύπτει, ότι η σύμβαση ασφαλίσεως καταρτίζεται εγγράφως. Το έγγραφο αυτό δεν έχει συστατικό χαρακτήρα, αλλά είναι αποδεικτικό. Για τη δέσμευση του ασφαλιστή δεν είναι απαραίτητο το έγγραφο να υπογράφεται και από τον συμβαλλόμενο. Η αποδοχή από τον αντισυμβαλλόμενο μπορεί να γίνει και σιωπηρώς χωρίς υπογραφή του στο ασφαλιστήριο. Τούτο δύναται να συμβεί με την καταβολή του ασφαλίστρου, την παραλαβή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή την επικόλληση στο «παρμπρίζ» του αυτοκινήτου του ειδικού σήματος, που παραδίδει ο ασφαλιστής στον αντισυμβαλλόμενο, τη δήλωση του ατυχήματος στον ασφαλιστή κλπ. (βλ. ΑΠ 826/2005, ΕλλΔνη 2006.103, ΑΠ 76/2005, ΕλλΔνη 2005.1414, ΑΠ 1650/2001, Επιθεώρηση Δικαίου Ιδιωτικής ασφάλισης, 2003, τεύχος 3ο , σελ. 287-288). Εξάλλου, κατά το άρθρο 361 ΑΚ, για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. του ν. 2496/1997 και 11 παρ. 1 του ν.489/1976, προκύπτει, ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί, ότι αποκλείεται από τον ασφαλιστή η κάλυψη των ζημιών, που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του κατά το χρόνο του ατυχήματος βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 Κ.Ο.Κ. η συνομολόγηση του όρου αυτού δεν απαλλάσσει τον ασφαλιστή της υποχρεώσεώς του, να αποζημιώσει το ζημιωθέντα τρίτο, παρέχει, όμως, στον ασφαλιστή το δικαίωμα, να εναγάγει τον ασφαλισμένο του και να ζητήσει από αυτόν κάθε ποσό (με τους τόκους του) που κατέβαλε ή θα καταβάλει στο ζημιωθέντα τρίτο για την αποκατάσταση της ζημίας, που αυτός υπέστη (βλ. ΑΠ 826/2005, ΕλλΔνη 2006.103, ΑΠ 593/2003, ΕλλΔνη 2004.1032, ΑΠ 751/2000, ΕπΣυγκΔ 2001.183). Η συνομολόγηση του ανωτέρω όρου, που παρέχει στον ασφαλιστή δικαίωμα αναγωγής κατά του ασφαλισμένου του, μπορεί να γίνει είτε με την ενσωμάτωση του όρου αυτού στη σύμβαση ασφαλίσεως, είτε με παραπομπή της συμβάσεως ασφαλίσεως στους όρους της Κ4/585/5-4-78 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου, που έχει δημοσιευθεί στο 795/8-4-2978 Φ.Ε.Κ. (τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), στο άρθρο 25 παρ. 8 της οποίας ορίζεται, ότι, αποκλείονται από την ασφάλιση ζημίες, που προκαλούνται κατά το χρόνο, κατά τον οποίο ο οδηγός του αυτοκινήτου τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά το άρθρο 42 του Κ.Ο.Κ., έστω και αν η ανωτέρω Α.Υ.Ε. βρίσκεται εκτός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 6 παρ. 5 του ν. 489/1976, με βάση την οποία εκδόθηκε, αφού έχει συμβατικό υπόβαθρο. Η σχετική αξίωση του ασφαλιστή, που ασκεί αναγωγή κατά του ασφαλισμένου του, έχει απώτερο χαρακτήρα αδικαιολόγητου πλουτισμού, (άρθρ. 482 εδ. α΄ σε συνδ. προς 904 επ. ΑΚ και 11&1 ν489/1976), λόγω της μη υπάρξεως ευθύνης αυτού έναντι του ασφαλισμένου του και, συνεπώς, λόγω παραβάσεως των ασφαλιστικών βαρών, (ΕφΘεσ 2789/1992 ΕπΣυγκΔ 1994.115, ΕφΑθ 12293/1989 ΑρχΝ 41.434). Η παραπομπή μπορεί να γίνει επίσης και απευθείας στο Φ.Ε.Κ. που περιέχει την υπουργική απόφαση με όλους τους όρους της (βλ. ΑΠ 826/2003, ΕλλΔνη 2006.103, ΑΠ 76/2005, ΕλλΔνη 2005.1414, ΑΠ 593/2003, ΕλλΔνη 2004.1032). Παθητικά υποκείμενα του ως άνω δικαιώματος αναγωγής του ασφαλιστή είναι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο αντισυμβαλλόμενος και ο ασφαλισμένος, κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 του Ν.489/1976 (βλ. ΑΠ 1718/2002, ΑΠ 6/1987, ΕλλΔνη 1988.110, ΕφΘεσ 839/2000, ΕπΣυγκΔ 2000.297, 303, ΕφΘεσ 1751/1999, ΕπΣυγκΔ 2001.71). Κατά δε το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν.489/1976, ασφαλισμένα πρόσωπα θεωρούνται ο ιδιοκτήτης, ο κάτοχος, ο οδηγός, ο προστηθείς στην οδήγηση ή ο υπεύθυνος του ασφαλισμένου αυτοκινήτου. Οι περισσότεροι υπόχρεοι ευθύνονται εις ολόκληρον (βλ. ΕφΘεσ 839/2000, ΕπΣυγκΔ 2000.297,303, ΕφΔωδ 107/1997, ΕπΣυγκΔ 1997,95, Κρητικό, ό.π., σελ 654 παρ. 86). Τέλος, το δικαίωμά της αυτό η ασφαλιστική εταιρία μπορεί να το ασκήσει και με παρεμπίπτουσα αγωγή, (αν δηλαδή συνενάγονται ως απλοί ομόδικοι ο ασφαλιστής, ο ασφαλισμένος και ο οδηγός), και μάλιστα πριν από την καταβολή στον ζημιωθέντα τρίτο, κατ’ άρθρο 69 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, δικαιούται δε να ζητήσει, εκτός του κεφαλαίου και τόκους και δη νομιμοτόκως από της καταβολής (ΕφΘεσ 3581/1990 Αρμ.45. 371, ΕφΑθ 10613/1990 ΕΕΝ 1990.512).

  Στην προκείμενη περίπτωση, η συνεναγόμενη της ως άνω κύριας αγωγής, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «….», εκθέτει στην υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 1107/2008 παρεμπίπτουσα αγωγή, ότι (και) εναντίον της ασκήθηκε η ως άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει κατά λέξη και ζητεί, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα αυτής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που έγινε στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση παραδοχής της άνω κύριας αγωγής εναντίον της, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων της παρεμπίπτουσας αγωγής, από τους οποίους ο πρώτος Χ1., συνεναγόμενος στην κύρια αγωγή, ενάγεται ως ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, με αριθμό κυκλοφορίας ….. και αντισυμβαλλόμενος στη σύμβαση ασφάλισης, και ο δεύτερος παρεμπιπτόντως εναγόμενος Χ2., συνεναγόμενος επίσης στην κύρια αγωγή, ενάγεται ως προστηθείς οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, να της καταβάλουν, καθένας σε ολόκληρο, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της ως άνω κύριας αγωγής (κεφάλαιο, τόκους, έξοδα), με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της καταβολής, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 8 της υπ’ αριθμ. Κ4 585/1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου, που αποτέλεσε περιεχόμενο σχετικού όρου της επίδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ της ίδιας και του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου η ασφάλιση δεν κάλυπτε ζημίες που προκαλούνται κατά την οδήγηση αυτοκινήτου από οδηγό, που βρισκόταν κατά το χρόνο του ατυχήματος υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δεύτερος των παρεμπιπτόντως εναγομένων κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος σε ποσοστό 1,81ο/οο, γεγονός που συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του επίμαχου ατυχήματος. Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η παρεμπίπτουσα αγωγή αρμοδίως (άρθρο 31 παρ. 1ΚΠολΔ) και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 69 παρ. 1 περ. ε΄, 88, 283 ΚΠολΔ) και κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 1 του ν. 489/1976, 340, 345, 346 ΑΚ, εκτός από το αρχικό αγωγικό αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, το οποίο, μετά την τροπή του αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής σε αναγνωριστικό, κατέστη μη νόμιμο, καθόσον προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο καταψηφιστικές αποφάσεις (βλ. ΕφΑθ 3702.1986μ ΕλλΔνη 1986.706). Πρέπει, επομένως, και η παρεμπίπτουσα αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Συνθήκες Ατυχήματος – Υπαιτιότητα
 Από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 
  Την 25.06.2007 και περί ώρα 06.15 ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το υπ’ αριθμ. ….. Ι.Χ.Ε.  αυτοκίνητο μάρκας NISSAN, ιδιοκτησίας του δευτέρου εναγομένου – προστήσαντος τον πρώτο εναγόμενο στην οδήγηση αυτού – το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τον κίνδυνο πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στη τρίτη εναγόμενη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, εκινείτο στο 3ο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού ____, με κατεύθυνση από ____ προς ____, επιστρέφοντας από διασκέδαση με το φίλο του Ψ1, γιο των δύο πρώτων εκ των κυρίως εναγόντων, αδελφό του τρίτου και εγγονό του τέταρτου, της πέμπτης, του έκτου και της έβδομης εξ αυτών, ο οποίος καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Η ανωτέρω οδός έχει άσφαλτο με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, πλάτος οδοστρώματος 7,80 μέτρα, πλάτος ερείσματος 70 εκ., και ανώτατο όριο ταχύτητας τα 60 χλμ/ώρα, ενώ την εν λόγω ημέρα ο φωτισμός ήταν επαρκής, η ορατότητα ήταν καλή, και η κατάσταση της οδού ξηρά, υπήρχε δε καλοκαιρία. Ο πρώτος εναγόμενος φθάνοντας στην παραπάνω περιοχή και έχοντας αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα (βλ. και την από 26-11-2007 έκθεση ένορκης εξέτασης του συνπεπιβάτη, Ψ1) έχασε τον έλεγχο οδηγήσεως του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα να εκτραπεί αυτό από την πορεία, να εξέλθει του οδοστρώματος, να ανατραπεί και να συρθεί επί 42 μέτρα παράλληλα της οδού καταλήγοντας σε παρακείμενο αγρόκτημα. Συνεπεία του εν λόγω ατυχήματος τραυματίσθηκε σοβαρότητα ο συνοδηγός του πρώτου εναγομένου, ο οποίος, υπέστη βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, κάκωση ΑΜΝΜ, τετραπληγία, πληγία κάτω άκρων και σοβαρή πάρεση άνω άκρων εξαιτίας των οποίων νοσηλεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε διάφορα νοσοκομεία (βλ. το από 22-06-2007 διακομιστήριο του Γενικού Νοσοκομείου Παπανικολάου Θεσσαλονίκης, το από 27-08-2007 εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Καρδίτσας, το από 22-10-2007 εξιτήριο του Θεσσαλικού Κέντρου Αποκατάστασης Αρωγή, το από 7-12-2007 ενημερωτικό σημείωμα του Γενικού  Νοσοκομείου Λάρισας και το από 21-02-2008 εξιτήριο λόγω θανάτου του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας) και τελικά απεβίωσε στις 21 Φεβρουαρίου 2008. 
  Εξάλλου από την 9 Ιουλίου 2007 έκθεση εξέτασης αίματος για την ανίχνευση οινοπνεύματος αποδείχθηκε ότι ο οδηγός τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, καθώς διαπιστώθηκε η ύπαρξη οινοπνεύματος στον οργανισμό του σε ποσοστό 1,81 εκατοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο αίματος.
  Με βάση τα παραπάνω περιστατικά  το Δικαστήριο κρίνει ότι το πιο πάνω αυτοκινητικό ατύχημα και ο συνεπεία αυτού θανάσιμος τραυματισμός του, επιβαίνοντος σ’ αυτό, Ψ1, οφείλεται σε αμέλεια του παραπάνω οδηγού, ο οποίος οδηγώντας σε κατάσταση μέθης δεν επέδειξε την απαιτούμενη κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 εδ. β΄ ΑΚ) και τους σχετικούς κανόνες του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (άρθρα 12 παρ. 1, 1 παρ. 1. 16 παρ. 4, 1 παρ. 1, 19 παρ. 2,3 και 42 Ν.2696/1999) επιμέλεια, ήτοι δεν οδηγούσε, ως όφειλε, με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να ελέγχει το όχημά του, ενεργώντας τους απαραίτητους χειρισμούς για να βρίσκεται αυτό εντός του οδοστρώματος και στο δεξιό άκρο αυτού, ούτε ήταν σε θέση να ρυθμίσει την ταχύτητα του οχήματος ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες, με αποτέλεσμα την εκτροπή και την ανατροπή του.

Ένσταση Συντρέχοντος Πταίσματος Συνεπιβάτη (ΑΚ 300)
  Περαιτέρω αν ο συνεπιβάτης διαπιστώνει από την όλη συμπεριφορά του οδηγού, ότι ο τελευταίος οδηγεί υπό την επήρεια μέθης και δεν αντιδρά, αναλαμβάνει και ο ίδιος, ως ένα σημείο, τον κίνδυνο, να υποστεί τις συνέπειες, της κατ’ ανάγκη αμελούς οδήγησης από τον οδηγό που τελεί εν μέθη (ΑΠ740/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κρητικός ό.π. παρ. 40 σελ. 240). Επομένως στην επέλευση του θανάτου συνετέλεσε και ο ίδιος ο θανών κατά ποσοστό 20%, γιατί δέχθηκε να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο παραπάνω οδηγός και ενώ αυτός τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, γεγονός που μείωνε την ικανότητά του για οδήγηση. Το γεγονός αυτό το γνώριζε ο θανών, αφού συνδιασκέδαζε με τον υπαίτιο οδηγό στο ίδιο κέντρο μέχρι τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες, αλλά και το κατέθεσε ο ίδιος, προ του θανάτου του εξετασθείς ως μάρτυρας ενώπιον των ανακριτών υπαλλήλων κατά τη διενέργεια προανάκρισης για το ατύχημα (βλ. την από 26-11-2007 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα). Με βάση τα ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και στην ουσία η ένσταση της τρίτης εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος, λόγω αυτοδιακινδύνευσης. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας ο θανών, που όπως προαναφέρθηκε δεν αποδείχθηκε, ενόψει του γεγονότος ότι το αυτοκίνητο είχε υποστεί εκτεταμένες ζημιές, έχοντας καταστραφεί ολοσχερώς, ο τελευταίος θα είχε υποστεί τα ίδια θανατηφόρα πλήγματα (Εφ.Αθ. 152/1993 Επ.Συγκ.Δ. 1997/441, Εφ.Αθ. 1579/1991, Κρητικός ό.π. παρ. 18 επ σελ. 233), επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία η ένσταση της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας περί συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος λόγω μη χρησιμοποιήσεως εκ μέρους του της ζώνης ασφαλείας του οχήματος.

Έξοδα Κηδείας 
  Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η δεύτερη ενάγουσα – μητέρα του θανόντος κατέβαλε στο γραφείο τελετών του ___ το ποσό των 5.932 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. 180/2008 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ως άνω γραφείου ) ως έξοδα κηδείας για φέρετρο, μαξιλάρι, κορδέλες, σάβανο, νεκροφόρα, δικαιώματα ναού, αμοιβές αρχιερέα, ψαλτών, νεκροφορέων, στεφανοφορέων, έξοδα περιποίησης νεκρού, άνθη, στέφανα, έξοδα παραμονής σε ψυκτικό θάλαμο, συγκέντρωση επισκεπτών, κυλικείο, πλην όμως εφόσον ο θανών ήταν ασφαλισμένος στον ΟΓΑ (όπως αυτό προκύπτει από τα από 27-08-2007 και 21-02-2008 εξιτήρια των Γενικών Νοσοκομείων Λάρισας και Καρδίτσας αντίστοιχα) από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχτηκε, εάν ο παραπάνω ασφαλιστικός φορέας κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό για την κάλυψη των εξόδων κηδείας, επομένως θα πρέπει, ως προς το παραπάνω κονδύλιο, να αναβληθεί (ανασταλεί) κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, η συζήτηση της κύριας αγωγής μέχρι να προσκομιστεί βεβαίωση από τον ΟΓΑ για το αν κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει το παραπάνω ποσό ή  μέρος αυτού, ώστε να κριθεί εάν φορέας της σχετικής αξίωσης είναι η ενάγουσα ή ο ασφαλιστικός οργανισμός, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 6 του ν. 3518/2006, η οποία επεκτείνει και στον ΟΓΑ την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 18 ν. 1654/1986.

Ψυχική Οδύνη Συγγενών τραυματισθέντος και μετέπειτα θανόντος
  Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω αποβιώσας, ηλικίας κατά το χρόνο του θανάτου του 25 ετών, άγαμος, ήταν υιός των δύο πρώτων των εναγόντων, αδελφός του τρίτου εξ αυτών και εγγονός των τέταρτου, πέμπτης, έκτου και έβδομης των εναγόντων, οι οποίοι εξαιτίας του βίαιου και αδόκητου θανάτου του υπέστησαν ψυχική οδύνη, για την οποία αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, ο βαθμός υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου ως και του ιδίου του θανόντος, η ηλικία του, ο βαθμός και ο δεσμός στενής συγγενείας και αγάπης καθενός από τους ενάγοντες προς εκείνον, η θλίψη και ο ψυχικός πόνος που δοκίμασαν οι ενάγοντες από το θάνατο αυτού καθώς και η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, εκτός της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, πρέπει να προσδιοριστεί για τον καθένα εκ των ανωτέρω εναγόντων η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που δοκίμασαν από την ως άνω αδικοπραξία στο κατωτέρω εύλογο χρηματικό ποσό: ήτοι για καθένα των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων, γονέων του θανόντος, στο ποσό των 55.000 ευρώ, πλέον του ποσού των 3 ευρώ που επιφυλάχθηκε ο καθένας εξ αυτών να το ζητήσει από το ποινικό δικαστήριο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων, για το τρίτο ενάγοντα, αδελφό του θανόντος, στο ποσό των 45.000 ευρώ και για κάθε ένα από τους τέταρτο και Πέμπτη (παππούς και γιαγιά από την πατρική γραμμή) καθώς και από τους έκτο και έβδομη (παππούς και γιαγιά από την μητρική γραμμή) των εναγόντων, στο ποσό των 15.000 ευρώ. Η προτεινόμενη από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία ένσταση περιορισμού της ευθύνης της μέχρις του ποσού των 500.000 ευρώ, που αποτελεί το ανώτατο όριο ασφάλισης του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά το χρόνο του ατυχήματος, είναι άνευ αντικειμένου ενόψει του ύψους της αποζημιώσεως την οποία επιδικάζει το Δικαστήριο τούτο, που δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία κα, ως προς το καταψηφιστικό της σκέλος, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, στους ενάγοντες εις ολόκληρο έκαστος σε κάθε ένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 30.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ και σε κάθε ένα από τους τέταρτο, πέμπτη, έκτο και έβδομη των εναγόντων το ποσό των 10.000 ευρώ, ως προς δε το αναγνωριστικό σκέλος της αγωγής, να αναγνωριστεί επιπλέον η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, στους ενάγοντες εις ολόκληρο έκαστος σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 25.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 25.000 ευρώ και σε καθένα από τους τέταρτο, πέμπτη, έκτοκαι έβδομη των εναγόντων το ποσό των 5.000 ευρώ. Η απόφαση πρέπει, ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις, να κηρυχθεί εν μέρει και δη για τα αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά, προσωρινά εκτελεστή, γιατί, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, η επιβράδυνση της εκτέλεσης κατά τα ποσά αυτά είναι δυνατό, να προξενήσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες και πρόκειται για αποζημίωση από άδικη πράξη. Το αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης εναντίον του πρώτου εναγομένου πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι δεν προέκυψαν από τη διαδικασία οι προς τούτο απαιτούμενοι ειδικοί όροι, όπως λ.χ. κακή πίστη αυτού κλπ., ενόψει και της μη αμφισβητούμενης φερεγγυότητας της συνεναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας. Μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, με βάση και το σχετικό αίτημά τους, βαρύνει τους εναγόμενους, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας των τελευταίων (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ερημοδικασθέντων εναγομένων κατά της παρούσας (άρθ. 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
 
Παρεμπίπτουσα αγωγή Ασφαλιστή λόγω μέθης οδηγού
 Περαιτέρω αναφορικά με την παρεμπίπτουσα αγωγή της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….» της ως άνω κυρίας αγωγής, αποδείχθηκε ότι πρώτος παρεμπιπτόντως εναγόμενος είναι κύριος, κάτοχος και νομέας του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …. ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο είχε ασφαλίσει για την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία για το χρονικό διάστημα από 09/01/2007 έως 09/07/2007, για την οποίο είχε εκδοθεί από την ενάγουσα το υπ’ αριθμ. 10766551 ασφαλιστήριο συμβόλαιο αστικής ευθύνης. Όπως, δε, αποδεικνύεται από το ως άνω ασφαλιστήριο, στο άρθρο 9 περ. 8 των γενικών όρων του, περιέχεται ρητός όρος, κατά τον οποίο δεν καλύπτονται από την ασφάλιση, μεταξύ  άλλων, ζημίες που προξενούνται «εάν κατά το ατύχημα ο οδηγός του αυτοκινήτου τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του Κ.Ο.Κ.», ο ως άνω, δε, ουσιώδης όρος, ως περιεχόμενος στην καταρτισθείσα μεταξύ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και του αντισυμβαλλομένου της ιδιοκτήτη του ζημιογόνου αυτοκινήτου σύμβαση ασφάλισης, του περιεχομένου της οποίας αυτός έλαβε γνώση και το αποδέχθηκε ως σύνολο, χωρίς καμία επιφύλαξη ή αντίρρηση, καταβάλλοντας τα απαιτούμενα ασφάλιστρα, δεσμεύει τον τελευταίο. 
  Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος παρεμπιπτόντως εναγόμενος και προστηθείς στην οδήγηση από τον πρώτο προκάλεσε το ένδικο ατύχημα οδηγώντας υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Συγκεκριμένα, μετά το ατύχημα ελήφθη δείγμα αίματος από τον οδηγό και εστάλη στην Υποδιεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Βορείου Ελλάδας και  κατόπιν αναλύσεως ανιχνεύθηκε ποσότητα οινοπνεύματος στο αίμα του 1,81 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (βλ. την από 9-07-2007 έκθεση εξέτασης αίματος της Υποδιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών Βορείου Ελλάδας). Η ανιχνευθείσα αυτή ποσότητα οινοπνεύματος στο αίμα του και ο τρόπος οδήγησης του οχήματος, καθώς και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχημα (βλ. παραπάνω) οδηγούν στην ασφαλή κρίση ότι ο οδηγός βρισκόταν σε κατάσταση ανικανότητας προς οδήγηση, λόγω της επίδρασης οινοπνεύματος που είχε κάνει χρήση και, συνεπώς, η ζημία που προκάλεσε δεν καλύπτεται από την ασφαλή κρίση ότι ο οδηγός βρισκόταν σε κατάσταση ανικανότητας προς οδήγηση, λόγω της επίδρασης οινοπνεύματος που είχε  κάνει χρήση και, συνεπώς, η ζημία που προκάλεσε δεν καλύπτεται από την ασφάλιση. Επομένως, αναφορικά με το καταβληθέν από τη δεύτερη ενάγουσα ποσό των 5.932 ευρώ, ως έξοδα κηδείας πρέπει η παρεμπίπτουσα αγωγή, για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω ως προς το κονδύλιο αυτό της κύριας αγωγής, να αναβληθεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ και η συζήτηση αυτής, αφού ασκήθηκε επικουρικά για την περίπτωση ευδοκιμήσεως της κύριας αγωγής, μέχρι να προσκομισθεί η ανωτέρω αναφερόμενη βεβαίωση του ΟΓΑ, ενώ κατά τα λοιπά, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλλουν στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα οποιοδήποτε ποσό (κεφαλαίου, τόκων και εξόδων) θα καταβάλει αυτή στους ενάγοντες της ως άνω κύριας αγωγής, υπό τον όρο της καταβολής, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του και μέχρι την εξόφληση, δεκτής γενομένης της παραμπίπτουσας αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμης. Επίσης, οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, λόγω της ήττας τους στη δίκη κατ’ αποδοχήν σχετικού αιτήματος (άρθρ 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ερημοδικασθέντων παρεμπιπτόντως εναγομένων κατά της παρούσας (άρθ. 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
————————————————