Ποσοτική Ευθύνη Ασφαλιστού
μέχρι του ορίου ασφαλίσματος
ΠΛΕΟΝ τόκων και εξόδων (1)
Η έναντι του παθόντος τρίτου ευθύνη του ασφαλιστή από την ασφαλιστική σύμβαση περιορίζεται ποσοτικά μέχρι το κατά το χρόνο του ατυχήματος ισχύον ελάχιστο ασφαλιστικό ποσό. Το τελευταίο δεν ισχύει για κάθε παθόντα και γενικά δικαιούχο της αποζημιώσεως, αλλά ισχύει για το σύνολο των παθόντων – δικαιούχων από το ίδιο ατύχημα.
Η καταβολή από τον ασφαλιστή σε δικαιούχο ποσού αποζημιώσεως που του επιδικάστηκε με τελεσίδικη ή προσωρινά εκτελεστή απόφαση, σε έκταση τέτοιαπου να εξαντλεί το ασφαλιστικό ποσό, απαλλάσσει τον ασφαλιστή έναντι άλλων δικαιούχων, που ασκούν ακολούθως αξιώσεις αποζημιώσεως κατά του ασφαλιστή. Για τον υπολογισμό του ύψους των απαιτήσεων στις σχέσεις μεταξύ ζημιωθέντων τρίτων και ασφαλιστή δεν περιλαμβάνονται οι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα.
Ο ποσοτικός περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστού εξετάζεται χωριστάγια κάθε κατηγορία ασφαλιζόμενων κινδύνων (θανάτωση – σωματικές κακώσεις αφενός και υλικές ζημίες αφετέρου). Δεν επιτρέπεται συνυπολογισμός και των δύο κατηγοριών ασφαλιζόμενων κινδύνων για να κριθεί αν υπάρχει ή όχι υπέρβαση του κατώτατου ασφαλιστικού ποσού.
Επί χωριστής επιδίκασης περισσοτέρων απαιτήσεων από το αυτό ατύχημα, τομεταγενεστέρως επιλαμβανόμενο δικαστήριο, οφείλει να αθροίσει το επιδικασθέν δυνάμει προηγηθείσης δικαστικής αποφάσεως (τελεσίδικης ή προσωρινά εκτελεστής ή αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων) σε βάρος του υποχρέου ασφαλιστή κεφάλαιο αποζημιώσεως, ανεξαρτήτως της καταβολής του στους οριζομένους υπό των ως άνω αποφάσεων που προηγήθηκαν δικαιούχους αποζημιώσεως, και να απαλλάξει τον ασφαλιστή εφ’ όσον εκ του αθροίσματος των ήδη επιδικασθέντων ποσών προκύπτει ότι εξαντλήθηκε το ασφάλισμα.
Ένσταση περιορισμού ποσοτικής ευθύνης του ασφαλιστού και Συμμέτρου επιμερισμού
Στοιχεία ορισμένου της σχετικής ενστάσεως (2)
Στην σχετική ένσταση της ασφαλιστικής εταιρίας για μείωση, με σύμμετρο περιορισμό, της απαίτησης για την οποία έχει εναχθεί από αυτοκινητικό ατύχημα, πρέπει να αναφέρεται, ότι εκτός από την επίδικη απαίτηση, υπάρχουν και άλλες απαιτήσεις από το ατύχημα αυτό κατονομαζομένων προσώπων, από την άθροιση των οποίων (με συνυπολογισμό της επίδικης) καλύπτεται το ασφαλιστέο ποσό.
Επιπρόσθετα πρέπει να προσδιορίζεται κάθε μία από τις απαιτήσεις αυτές τόσο κατά το μέγεθος, όσο και κατά τη φύση της. Για να ληφθεί υπόψη πρέπει να προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο με τις έγγραφες προτάσεις ή να δηλωθεί προφορικά στο ακροατήριο και να καταχωριστεί στα πρακτικά στην περίπτωση που δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση εγγράφων προτάσεων.
Η μεταγενέστερη προβολή της σχετικής ενστάσεως είτε στη δεύτερη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, είτε στο Εφετείο είναι απαράδεκτη. Εξαίρεση ισχύει, αν συντρέχει ένας λόγος από το άρθρο 527 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη τον περιορισμό ευθύνης του ασφαλιστή.
Ενταύθα με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση απορρίπτεται η αναίρεση της ασφαλιστικής εταιρίας καθότι η σχετική ένσταση περιορισμού της ευθύνης της τυγχάνει αόριστος και απαράδεκτος, καθότι η αναιρεσείουσα δεν είχε επικαλεσθεί παράλληλα ούτε είχε κατονομάσει ειδικά τα πρόσωπα εκείνα και τις απαιτήσεις τους που δεν είχαν εξοφληθεί με τιθς προσκομιζόμενες από αυτήν αποδείξεις καταβολής, ώστε εκ της αθροίσεως των μη κατονομαζομένων αυτών προσώπων και ποσών να εξαντλείται το ασφαλιστέο ποσό των 500.000 €.
Απόφ. ΑΠ 1217/2011
Προεδρεύων: Σπυρίδων Ζιάκας
Εισηγητής : Δημητρούλα Υφαντή
Μέλη : Γεωργία Λαλούση – Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου – Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
Δικηγόροι : Ιωάννης Αρνέλλος – Ανδρέας Πανταζής
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1) Ασφαλιστού Ποσοτική Ευθύνη Πέραν του ασφαλίσματος, για τόκους και έξοδαεις ολόκληρον μετά του ησφαλιμένου του και όχι συμμέτρως αφού αυτά, (δικαστικά έξοδα, τόκοι), ως βασιζόμενα σε διαφορετική νομοθετική επιταγή, δηλαδή όχι στην ασφαλιστική σύμβαση, για την οποία και μόνο το άρθρο 10 του ν.489/76 περιορίζει την απαίτηση στο ασφαλιστικό ποσό αυτής, προσαυξάνουν ανάλογα την ευθύνη του ασφαλιστή, αδιάφορα αν με τον τρόπο αυτό γίνεται υπέρβαση, καθ ύψους ασφαλιστικού ποσού. Εφ.Αθ. 2452/1997 ΣΕΣυγκΔ 1999/39
2) Σύμμετρος επιμερισμός Ασφαλίσματος
- Aπαράδεκτη η προβολή της σχετικής ένστασης μετά την πρώτη συζήτηση. ΑΠ 1904/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/534
- Ο σύμμετρος περιορισμός των απαιτήσεων των περισσοτέρων ζημιωθέντων προσώπων δεν εφαρμόζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά αποτελεί περιεχόμενο σχετικής ενστάσεως εκ μέρους του ασφαλιστή, η οποία πρέπει να προβληθεί εγκαίρως (με τις έγγραφες προτάσεις ή με δήλωση προφορικά στο ακροατήριο και καταχώρηση στα πρακτικά) και η οποία είναι απαράδεκτη, αν προβληθεί το πρώτο στο Εφετείο. Στη περίπτωση που ο ασφαλιστής κατέβαλε σε δικαιούχο την αποζημίωση που του επιδικάσθηκε τελεσίδικα ή με προσωρινώς εκτελεστή απόφαση ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων σε τέτοια έκταση που να εξαντλεί το ασφάλισμα, απαλλάσσει τον ασφαλιστή έναντι άλλων δικαιούχων που ασκούν μεταγενέστερα αξιώσεις. Το Δικαστήριο της ουσίας με τον σύμμετρο επιμερισμό των αξιώσεων δεν δύναται να υποχρεώσει τον ασφαλιστή σε καταβολή στους τελευταίους ως άνω δικαιούχους οποιουδήποτε ποσού, οι οποίοι όμως έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά του καθ΄υπέρβαση λαβόντος. Μον.Πρ.Κορ. 56/2007 ΕΣυγκΔ 2009/173
- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 Ν. 489/1976 προϋπόθεση της σύμμετρης ικανοποίησης αποτελεί η άγνοια του ασφαλιστή ότι υπάρχουν και άλλοι ζημιωθέντες από το ατύχημα, πράγμα που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ισχύει, αφού το εναγόμενο ΓΔΑ γνώριζε την ύπαρξη και των λοιπών ζημιωθέντων της αγωγή από την κοινοποίηση, ενώ η συμβιβαστική εξώδικη καταβολή έλαβε χώρα πολύ αργότερα, όπως το ίδιο συνομολογεί. Εφ.Ιωαν. 243/2007 ΣΕΣυγκΔ 2007/550
- Για να προβεί το δικαστήριο σε επιμερισμό των αξιώσεων των περισσοτέρων παθόντων, θα πρέπει οι αξιώσεις αυτές να εισάγονται είτε με την ίδια αγωγή είτε με χωριστές αγωγές οι οποίεςσυνεκδικάζονται απο το ίδιο δικαστήριο, κάτι που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Μον.Πρ.Καβαλ. 103/1998 ΣΕΣυγκΔ 2001/295.
Κείμενο Απόφ. ΑΠ 1217/2011
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους (Α.Π. 1055/2005). Προς τους μη προταθέντες εξομοιώνονται και οι απαραδέκτως προταθέντες ισχυρισμοί. Το απαράδεκτο αυτό αφορά όλους τους λόγους του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 115/2007).
Εξ άλλου, η παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 489/1976 ορίζει ότι “το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή. 2 … 3. Σε περίπτωση που έχουν ζημιωθεί περισσότερα πρόσωπα, όταν το σύνολο των αποζημιώσεων που πρέπει να καταβληθούν από τον υπαίτιο υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό, το δικαίωμα καθενός από αυτούς κατά του ασφαλιστή περιορίζεται σύμμετρα μέχρι τη συμπλήρωση του όλου ασφαλιστικού ποσού. Αν ο ασφαλιστής ο οποίος αγνοεί την ύπαρξη ή το μέγεθος άλλων απαιτήσεων ή μετά από δικαστική απόφαση, κατέβαλε σε κάποιο από τα πρόσωπα αυτά ποσό ανώτερο από το μερίδιο που αναλογεί σ’ αυτόν, ο ασφαλιστής υποχρεούται έναντι των λοιπών ζημιωθέντων μόνο μέχρι τη συμπλήρωση του ασφαλιστικού ποσού. Τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά αυτού που αποζημιώθηκε καθ’ υπέρβαση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η έναντι του παθόντος τρίτου ευθύνη του ασφαλιστή από την ασφαλιστική σύμβαση ποσοτικά περιορίζεται μέχρι το κατά το χρόνο του ατυχήματος ισχύον ελάχιστο ασφαλιστικό ποσό. Το τελευταίο δεν ισχύει για κάθε παθόντα και γενικά δικαιούχο της αποζημιώσεως, αλλά ισχύει για όλους τους παθόντες ή δικαιούχους από το ίδιο ατύχημα. Η καταβολή από τον ασφαλιστή σε δικαιούχο ποσού αποζημιώσεως που του επιδικάστηκε με τελεσίδικη ή προσωρινά εκτελεστή απόφαση, σε έκταση τέτοια που να εξαντλεί το ασφαλιστικό ποσό, απαλλάσσει τον ασφαλιστή έναντι άλλων δικαιούχων που ασκούν ακολούθως αξιώσεις αποζημιώσεως κατά του ασφαλιστή (ΑΠ 1904/2007). Για τον υπολογισμό του ύψους των απαιτήσεων στις σχέσεις μεταξύ ζημιωθέντων τρίτων και ασφαλιστή δεν περιλαμβάνονται οι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα (ΑΠ 327/1988).
Σύμφωνα με τις υπό της ως άνω διατάξεως (άρθρο 10 παρ. 3 ν. 489/1976) προβλεπόμενες προϋποθέσεις εφαρμογής της, επί χωριστής επιδίκασης περισσοτέρων απαιτήσεων από το αυτό ατύχημα, το μεταγενεστέρως επιλαμβανόμενο δικαστήριο, οφείλει να αθροίσει το επιδικασθέν δυνάμει προηγηθείσης δικαστικής αποφάσεως (τελεσίδικης ή προσωρινά εκτελεστής ή αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων) σε βάρος του υποχρέου ασφαλιστή κεφάλαιο αποζημιώσεως, ανεξαρτήτως της καταβολής του στους οριζομένους υπό των ως άνω αποφάσεων που προηγήθηκαν δικαιούχους αποζημιώσεως, και να απαλλάξει τον ασφαλιστή εφ’ όσον εκ του αθροίσματος των ήδη επιδικασθέντων ποσών προκύπτει ότι εξαντλήθηκε το ασφάλισμα. Όμως για να ενεργήσει το Δικαστήριο κατά τον προαναφερθέντα τρόπο και για να είναι ορισμένος ο από τη διάταξη αυτή ισχυρισμός (ένσταση) της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας για μείωση, με σύμμετρο περιορισμό, της απαίτησης για την οποία έχει εναχθεί από αυτοκινητικό ατύχημα, πρέπει να αναφέρεται, ότι εκτός από την επίδικη απαίτηση, υπάρχουν και άλλες απαιτήσεις από το ατύχημα αυτό κατονομαζομένων προσώπων, από την άθροιση των οποίων (με συνυπολογισμό της επίδικης) καλύπτεται το ασφαλιστέο ποσό. Ακόμη πρέπει να προσδιορίζεται κάθε μία από τις απαιτήσεις αυτές τόσο κατά το μέγεθος, όσο και κατά τη φύση της. Η διάταξη του άρθρου 262 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και για την ένσταση αυτή. Για να ληφθεί υπόψη πρέπει να προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο με τις έγγραφες προτάσεις ή να δηλωθεί προφορικά στο ακροατήριο και να καταχωριστεί στα πρακτικά στην περίπτωση που δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση εγγράφων προτάσεων. Καταρχήν είναι απαράδεκτη η μεταγενέστερη προβολή της είτε στη δεύτερη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, είτε στο Εφετείο. Εξαίρεση ισχύει, αν συντρέχει ένας λόγος από το άρθρο 527 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη τον περιορισμό ευθύνης του ασφαλιστή.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2403/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης έγιναν δεκτά τ’ ακόλουθα: Η εκκαλούσα της τέταρτης έφεσης (και ήδη αναιρεσείουσα) με τον πρώτο λόγο αυτής ισχυρίζεται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διότι δεν ερεύνησε στην ουσία, άλλως απέρριψε σιγή τον ισχυρισμό της για το περιορισμένο της ευθύνης της μέχρι του ποσού των 500.000,00 ευρώ για σωματικές βλάβες τρίτων, το οποίο και κατέβαλε στους ζημιωθέντες από το ίδιο ατύχημα σε εκτέλεση των με αριθμούς 97/2005 και 135/2007 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και του Εφετείου Θράκης αντίστοιχα και ότι έτσι η υποχρέωση αυτής από το ένδικο ατύχημα εξαντλήθηκε. Όπως όμως προκύπτει από τις τριάντα τρεις αποδείξεις πληρωμής, που η εκκαλούσα της τέταρτης έφεσης προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επικαλείται δε και νόμιμα προσκομίζει και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατέβαλε στα αναγραφόμενα στις εν λόγω αποδείξεις πρόσωπα, που κρίθηκαν δικαιούχοι αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω σωματικών βλαβών που οι ίδιοι ή συγγενικά τους πρόσωπα υπέστησαν, το συνολικό ποσό των 406.763,12 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, καθόσον δεν περιλαμβάνονται οι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα για τον υπολογισμό του ύψους των απαιτήσεων στις σχέσεις μεταξύ ζημιωθέντων τρίτων και ασφαλιστή, όπως προαναφέρθηκε και όχι το ποσό των 500.000,00 ευρώ και επομένως δεν εξαντλήθηκε το ασφαλιστικό ποσό, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, έστω και σιγή και χωρίς αιτιολογία τον σχετικό ισχυρισμό της εν λόγω εκκαλούσας, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και συνεπώς πρέπει, αφού συμπληρωθεί ως προς το ζήτημα αυτό η αιτιολογία της εκκαλουμένης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο λόγος αυτός (πρώτος) της τέταρτης έφεσης.
Όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που παραδεκτά κατ’ άρθρ. 561 § 2 του Κ.Πολ.Δ. επισκοπούνται για την έρευνα των αναιρετικών λόγων της ένδικης αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία ως εναγομένη στην αγωγή του αναιρεσιβλήτου προέβαλε και επικαλέστηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας και στο Εφετείο Θεσσαλονίκης ως εκκαλούσα τα ακόλουθα σε σχέση με το περιορισμένο της ευθύνης της από τη διάταξη του άρθρου 10§3 του ν. 489/1976: 1) στα υπ’ αριθ. 52/ΑΥ/2007/6-6-2007 πρακτικά του πιο πάνω Μονομελούς Πρωτοδικείου “την ένσταση εξοφλήσεως”, 2) στις προτάσεις τις οποίες κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά του ενάγοντος ότι: ασφάλιζε το υπ’ αριθ. … ΔΧ τουριστικό λεωφορείο μέχρι του ποσού των 500.000 € και ήδη έχει καταβάλλει τους εκ του ιδίου ατυχήματος κατονομαζόμενους ειδικά δικαιούχους κατ’ επιταγή της υπ’ αριθ. 97/2005 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και συμμέτρως σε καθένα απ’ αυτούς, ολόκληρο το ανωτέρω ασφαλιστικό ποσό των 500.000 € και συνεπώς έχει εξοφλήσει κάθε υποχρέωσή της από την ασφαλιστική σύμβαση, προσκόμισε δε και τις ειδικά καθοριζόμενες 33 έγγραφες αποδείξεις, 3) στην από 18-3-2008 έφεση που κατέθεσε κατά της πρωτόδικης απόφασης επικαλέσθηκε και πάλι αριθμητικά τις πιο πάνω 33 αποδείξεις καταβολής σε εκτέλεση των υπ’ αριθ. 97/2005 και 135/2007 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και του Τριμελούς Εφετείου Θράκης αντίστοιχα. Τα αυτά ανέφερε και στις προτάσεις που υπέβαλε ως εκκαλούσα. Έτσι όπως διατυπώθηκε και υποβλήθηκε ο προαναφερόμενος ισχυρισμός της εναγομένης – αναιρεσείουσας τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Εφετείου ήταν ορισμένος και με την έννοια αυτή ερευνήθηκε από την προσβαλλόμενη αυτή απόφαση, όσο στηριζόταν στον περιορισμό της ευθύνης της αναιρεσείουσας σε συνδυασμό με τις καταβολές που είχε πραγματοποιήσει αυτή στα ρητά κατονομαζόμενα ζημιωθέντα πρόσωπα. Ο ίδιος όμως ισχυρισμός όσο στηριζόταν στα ποσά που επιδικάσθησαν σε βάρος της αναιρεσείουσας με βάση τις υπ’ αριθμ. 97/2005 και 135/2007 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, αντίστοιχα, και κατά το μέρος που επεδίωκε τον περιορισμό της ευθύνης της αναιρεσείουσας με τη συνάθροιση και μόνο των επιδικασθέντων ποσών με τις ίδιες αποφάσεις ήταν αόριστος και απαράδεκτος, γιατί η αναιρεσείουσα δεν είχε επικαλεσθεί παράλληλα ούτε είχε κατονομάσει ειδικά τα πρόσωπα εκείνα και τις απαιτήσεις τους που δεν είχαν εξοφληθεί με τις προαναφερθείσες 33 καταβολές, ώστε εκ της αθροίσεως των μη κατονομαζομένων αυτών προσώπων και ποσών με το ποσό των 406.763,12 €, που κάλυπταν οι πιο πάνω 33 αποδείξεις (που δεν προσβάλλεται αναιρετικά), να εξαντλείται το ασφαλιστέο ποσό των 500.000 €. Επομένως, το Εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά τη διαπίστωση ότι το ποσό των 406.763,12 € που ήδη είχε καταβάλλει η αναιρεσείουσα δεν εξαντλούσε το ασφαλιστικό ποσό των 500.000 €, δεν ερεύνησε περαιτέρω και περί του κατά πόσον το επιδικασθέν τελεσιδίκως σε βάρος της αναιρεσείουσας ποσό κάλυπτε το ίδιο ασφαλιστικό ποσό, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με εσφαλμένες ή ελλιπείς αιτιολογίες την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 10 § 3 του ν. 489/1976 και επομένως τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τους δύο αναιρετικούς λόγους υπό την επίκληση πλημμελειών από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. κρίνονται αβάσιμα. Μετά τα παραπάνω πρέπει ν’ απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην εις το διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 176 και 183 του Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-3-2010 αίτηση αναίρεσης για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2403/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εφτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε
———————————
…