Όταν ενάγεται από το ζημιωθέντα τρίτο ο ασφαλισμένος (ως υπόχρεος σε αποζημίωση από αυτοκινητικό ατύχημα), του οποίου η ασφαλιστική εταιρία πτώχευσε, ή η σε βάρος της εκτέλεση απέβη άκαρπη, ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ένεκα παραβάσεως νόμου,
ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα να ασκήσει προσεπίκληση , ενωμένη με αγωγή, κατά του επικουρικού κεφαλαίου , που υποχρεούται να του παράσχει ασφαλιστική κάλυψη, δηλαδή να του καταβάλει όσα εκείνος υποχρεωθεί να πληρώσει στο ζημιωθέντα τρίτο, κατ΄αρθρ. 19 παρ. 1 εδ. δ του Ν.489/1976. ,
Το επικουρικό κεφάλαιο αποτελεί οργανισμό που προεχόντως ιδρύθηκε από το νόμο για χάρη του ζημιωθέντος τρίτου στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, στις οποίες οι αξιώσεις του παθόντος δεν είναι αρκούντως εξασφαλισμένες στην ικανοποίησή τους κατά του υποχρέου ή υπεύθυνου για το ατύχημα. Αυτό σαφώς καταφαίνεται από το μηχανισμό της υποκατάστασης που καθιερώνεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 19 ν. 489/196, μέσω του οποίου το επικουρικό κεφάλαιο μετακυλύει την υποχρέωση για αποζημίωση στον υπόχρεο για το ατύχημα . Όμως τέτοια δυνατότητα, κατ΄ εξαίρεση, δεν ισχύει όταν το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν πράγματι ασφαλισμένο , αλλά ο ασφαλιστής πτώχευσε, ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αν το επικουρικό κεφάλαιο ικανοποιήσει τον παθόντα δεν έχει δικαίωμα υποκατάστασης κατά του ασφαλισμένου κυρίου, κατόχου ή οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου.
Απόφ. Α.Π. 218/2005
Πρόεδρος : Στ. Πατεράκης
Εισηγητής : Αχ. Νταφούλης
Δικηγόροι : Απ. Βλιτσάκης – Αργυρώ Γρατσία & Πλατή
Σχόλια & Παρατηρήσεις
1) βλ. Ομοίως και ΑΠ 1258/2001
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. δ΄ του Ν. 489/1976 περιλαμβάνει ως αυτοτελή λόγο ευθύνης του Ε.Κ όταν ο ασφαλιστής πτώχευσε, όταν απέβη άκαρπη εις βάρος του εκτέλεση, όταν ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου. Με το άρθρο 50 παρ.13 του ν 1569/1985 που άρχισε να ισχύει από 25/10/1985 επήλθε σοβαρή νομοθετική μεταβολή στο θέμα της πτωχεύσεως ή ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ως αυτοτελούς λόγου ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου. Ετσι με την κήρυξη της πτωχεύσεως ή ανακλήσεως λειτουργίας του ασφαλιστή για παράβαση νόμου το επικουρικό κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ασφαλιστή (άρθρο 24 παρ. 4 ν 489/1976 όπως προστέθηκε με το άρθρο 50 παρ. 13 του Ν. 1569/19950) και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται άνευ ετέρου από το επικουρικό κεφάλαιο. Η μεταβολή στο πρόσωπο του οφειλέτη επικουρικού κεφαλαίου είναι υποχρεωτική. Ο ζημιωθείς τρίτος είναι υποχρεωμένος να στραφεί μόνο κατά του επικουρικού κεφαλαίου. Το επικουρικό κεφάλαιο δεν δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του ασφαλισμένου, εκτός αν συντρέχουν οι περιπτώσεις αποκλεισμού ευθύνης του ασφαλιστή που προβλέπονται στο άρθρο 24 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ ( βλ Αθ. Κρητικό, έκδ.1998, σελ. 755,παρ. 2222 επ., ΕφΑθ 8006/2001, 7215/2000, 1607/2002 (αδημ).
Η αξίωση κατά του επικουρικού κεφαλαίου δεν είναι διαφορετική, από την αξίωση του ασφαλιστή, αλλά η ίδια αξίωση αλλάζει παθητικό υποκείμενο . Η υποχρεωτική υπεισέλευση του επικουρικού κεφαλαίου στη θέση του ασφαλιστή που πτώχευσε είναι συνέπεια της αρχής της μη λύσης των εκκρεμών κατά την πτώχευση αμφοτεροβαρών και δη ασφαλιστικών συμβάσεων (άρθρο 260 ΕΝ) (βλ Ρ.Χατζηνικολάου & Αγγελίδου, 21ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, σελ 142, ο.π Λ. Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, τ.1, τεύχος 3 σελ 116, Λ. Κοτσίρης Πτωχευτικό Δίκαιο, σελ. 295, Θ. Λαικόπουλος, ο.π σελ.711, Αθ. Κρητικός όπ.π σελ 708 (αρ.2098), ΕφΑθ 6270/1990 ΕσυγκΔ 1991, ΕφΑθ 342/1986 ΕλλΔνη 1986,1191 με παρατηρήσεις Στ.Ματθία).
Εξάλλου κατά την παρ. 4 του άρθρου 19 του ίδιου Ν. 489/1976 αναγνωρίζεται στο Επικουρικό Κεφάλαιο το δικαίωμα της υποκαταστάσεως στα δικαιώματα του ζημιωθέντος τρίτου κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση ή του ασφαλιστή του (βλ Αθ. Κρητικού, 1998, σελ.779,παρ.2322 με παραπομπές σε σύμφωνη γνώμη Ι. Ρόκα, Μελέτες σ. 191, βλ. ΑΠ 1258/2001 (αδημ) (εισηγητής Αθ. Κρητικός). Η αξίωση του επικουρικού κεφαλαίου με βάση το δικαίωμα της υποκατάστασης που του αναγνωρίζεται (άρθρο 19 παρ. 4 του ν 489/1976) ασκείται είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή όταν συνενάγεται με άλλους υπόχρεους (π.χ κύριο, ή οδηγό του ανασφάλιστου αυτοκινήτου είτε με κύρια αγωγή αν ενάγεται μόνο του (π.χ όταν ο υπεύθυνος είναι άγνωστος). Μπορεί να ασκήσει την αξίωση του με βάση το άρθρο 69 παρ. 1ΚΠολΔ και πριν από την καταβολή στο δικαιούχο της αποζημιώσεως, αιτούμενο να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει όλα όσα αυτό θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα (βλ.Αθ. Κρητικό, εκδ.1998, παρ.2303, σελ.773). Εξαιρείται η περίπτωση που πτωχεύει η ασφαλιστική επιχείρηση, ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, ή απέβη άκαρπη η σε βάρος της εκτέλεση , κατά την οποία δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ζημιωθέντος τρίτου , αλλά στο προνόμιο του ασφαλισμένου πάνω στην ασφαλιστική τοποθέτηση που προβλέπεται από το άρθρο 10 του ΝΔ 400/1970 και προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο (άρθρο 19 παρ. 4) (βλ. ΕφΑθ 10548/1987 ΕΣυγκΔ 1989, σελ 23, Ρ.Χατζηνικολάου- Αγγελίδου, οπ.π σελ 200, την ανωτέρω ΑΠ 1258/2001).
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο προεχόντως ιδρύθηκε από το νόμο χάριν του ζημιωθέντος τρίτου στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, στις οποίες οι αξιώσεις του παθόντος τρίτου δεν είναι αρκούντως εξασφαλισμένες στην ικανοποίηση τους κατά του υπόχρεου ή υπεύθυνου για το ατύχημα. Τούτο σαφώς καταφαίνεται από το μηχανισμό της υποκαταστάσεως που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 19 ν 489/1976 μέσω του οποίου το Επικουρικό Κεφάλαιο μετακυλίει την υποχρέωση προς αποζημίωση στον υπόχρεο για το ατύχημα. Τέτοια όμως δυνατότητα κατ εξαίρεση δεν ισχύει όταν το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν πράγματι ασφαλισμένο, αλλά ο ασφαλιστής πτώχευσε, η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη, ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση αν το Επικουρικό Κεφάλαιο ικανοποιήσει τον παθόντα δεν έχει δικαίωμα υποκαταστάσεως κατά του ασφαλισμένου κυρίου, κατόχου ή οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο ασφαλιστής του οποίου εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις του εδ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 του ιδίου παραπάνω νόμου, ο κύριος του ζημιογόνου αυτοκινήτου θα δύναται να αναζητήσει το καταβληθέν στον τρίτο ποσό από το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο κατά νόμο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή, όπως θα δικαιούνταν να πράξει το ίδιο υλοποιώντας με τον τόπο αυτό την αξίωση ελευθερώσεως κατά του ασφαλιστή του (βλ.ΑΠ 1258/2001.
Συμπερασματικά, όπως ο ασφαλισμένος έχει απαίτηση κατά του ασφαλιστή να του παράσχει ασφαλιστική κάλυψη, την ίδια απαίτηση έχει κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου μετά την υπεισέλευση του. Ετσι αν από τον ζημιωθέντα τρίτο ενάγεται ο ασφαλισμένος (κύριος, ή οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου) ο τελευταίος δικαιούται να προσεπικαλέσει το επικουρικό κεφάλαιο ενώνοντας με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως για την περίπτωση ήττας του (άρθρο 69 παρ.1 του ΚΠολΔ), όπως το ίδιο θα μπορούσε να κάνει για τον ασφαλιστή του που δεν θα είχε πτωχεύσει, ή ανεκλήθη η άδεια λειτουργίας του. Καταβάλοντας το επικουρικό κεφάλαιο ασφαλιστική αποζημίωση στον προσεπικαλούντα – ενάγοντα δεν έχει δικαίωμα υποκαταστάσεως κατά άλλου υπόχρεου , παρά μόνον αν τέτοιο δικαίωμα θα είχε και ο ασφαλιστής αν αυτός κατέβαλε χωρίς να έχει πτωχεύσει. Η καταβολή αυτή είναι συνέπεια της αυτοδίκαιης υπεισελεύσεως του επικουρικού κεφαλαίου στη θέση του πτωχεύσαντος ασφαλιστή. Συνεπώς στην περίπτωση της παρ. 1 εδ΄ δ΄ του άρθρου 19 του ν 489/1976 υπάρχει έννομη σχέση που μετά την πτώχευση και την υπεισέλευση του επικουρικού κεφαλαίου συνδέει το τελευταίο με τον ασφαλισμένο (βλ ΕφΑθ 9102/1998 ΕΣυγκΔ 2003/358, ο.π Αθ. Κρητικός ΕλΔικ 1988,σελ 923 επ. και αποζημίωση από τροχαία αυτοκίνητα, έκδοση 1998, παρ.2251, 2253, σελ 759-760, βλ. ΕφΠειρ 881/1999 ΕΣυγκΔ 2000/151 ό.π Αθ. Κρητικός, έκδ. 1998, π. αριθ.2251,2291).
…