Δύναται να συνάπτει (δυνάμει πρακτορικής σύμβασης) ασφαλιστικές συμβάσεις προσωρινής κάλυψης αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, που ισχύει μέχρι την έκδοση του οριστικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή μέχρι την αναφερόμενη σ αυτό ουσιαστική έναρξη της ασφαλίσεως.
Η προσωρινή ασφαλιστική κάλυψη δεν ανατρέπεται σε περίπτωση μη κατάρτισης οριστικής σύμβασης.
Η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να προβάλει τη λήξη της πρακτοριακής σύμβασης έναντι του ασφαλισμένου που δεν γνώριζε ή δεν όφειλε να γνωρίζει τη λήξη της (άρθρ. 36 παρ. 5 του Ν. 2496/1997). Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προστασία του καλόπιστου ασφαλισμένου.
Συνεπώς η σύμβαση προσωρινής ασφαλιστικής καλύψεως , η οποία καταρτίσθηκε μετά τη λήξη της πρακτοριακής συμβάσεως,είναι έγκυρη και δεσμεύει την ασφαλιστική επιχείρηση.
1) Η παράλειψη της υποχρέωσης του ασφαλισμένου όπως εντός τριών εργασίμων ημερών από του ατυχήματος ή της περί τούτου γνώσεώς του να ειδοποιήσει περί τούτου τον ασφαλιστή του ΔΕΝ συνεπάγεται την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωσή του προς καταβολή του ασφαλίσματος ΔΙΟΤΙ τέτοια βαρεία έννομη συνέπεια δεν προκύπτει άμεσα ή έμμεσα από τον νόμο. Δύναται όμως εφόσον συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις να θεμελιώσει την υποχρέωση του ασφαλισμένου προς αποκατάσταση της ζημίας που τυχόν έχει υποστεί ο ασφαλιστής εξ αιτίας της παραλείψεως αυτής. Απόφ. Ολμ. ΑΠ 16/1987 ΕΣυγκΔ 1998/361. ομοίως και Ολμ. ΑΠ 1805/1986 ΕΣγυκΔ 1987/19.
Ισχυρισμός Ασφαλιστού ότι δεν ευθύνεται εφ όσον η ασφαλισμένη δεν υπέβαλε Δήλωση ατυχήματος, *μη νόμιμος “εφόσον η παράλειψη της εμπρόθεσμης ειδοποίησης του ασφαλιστή εκ μέρους του ασφαλισμένου δεν οδηγεί σε απαλλαγή του ασφαλιστή, αλλά θεμελιώνει υποχρέωση του ασφαλισμένου να αποζημιώσει τον ασφαλιστή. Άλλωστε ενστάσεις εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως, δεν αντιτάσσονται κατά του ζημιωθέντος τρίτου (Αρθρ 11.1 ν.489/76). Μον.Πρ.Ηρακλ.465/1997, ΣΕΣυγκΔ 1998/224. ομοίως και Εφ.Αθ. 961/1992 ΣΕΣυγκΔ 1995/30
Καθυστέρησις Αναγγελίας της επέλευσης του Ασφαλισμένου Κινδύνου πέραν του 3ημέρου – Ευθύνη Ασφαλιστού. Συμβατικές ρήτρες, που συνομολογούνται συνήθως με τη μορφή γενικών όρων, και προβλέπουν “έκπτωση” του ασφαλισμένου, δηλαδή απαλλαγή του ασφαλιστή σε περίπτωση μη έγκαιρης ειδοποίησης (καθυστέρηση αναγγελίας της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου) είναι άκυρες διότι περιέχουν μεταβολή, τόσο σοβαρής ως προς τις συνέπειες μορφής, των όρων της παραγραφής (άρθρ. 275 ΑΚ, 195 ΕΝ), μεταβάλλοντας το ασφαλιστικό βάρος του άρθρου 209 εδ.α του ΕμπΝ σε εξαιρετικά βραχύχρονη αποσβεστική προθεσμία. ΑΠ 345/1995 ΣΕΣυγκΔ 1996/485
2) Η γνωστοποίηση είναι απαραίτητη σε κάθε περίπτωση λύσεως ή ακυρώσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως (είτε με καταγγελία, είτε με κοινή συμφωνία, ακόμα και όταν ο ίδιος ο ασφαλισμένος, ζητεί την ακύρωση τη διακοπή της ασφαλιστικής συμβάσεως) γιατί η καθιέρωση του πανηγυρικού αυτού τρόπου λήξεως της ασφαλιστικής συμβάσεως και παύσεως της ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρίας έναντι του τρίτου θεσπίστηκε για να άρει κάθε αμφισβήτηση ως προς το χρόνο παύσεως της ευθύνης του ασφαλιστή και να αποτρέψει τη δυνατότητα συμπαιγνίας μεταξύ του ασφαλισμένου και ασφαλιστή σε βάρος του ζημιωθέντος τρίτου. Εξακολουθεί η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, εφόσον η ασφαλιστική σύμβαση δεν ακυρώθηκε, έληξε ή ανεστάλη νόμιμα.Η αντισυμφωνία των συμβαλλομένων, ασφαλισμένου και ασφαλιστή για την πρόωρη λύση της συμβάσεως ασφαλίσεως, κατ’ άρθρο 361 Α.Κ. για να ισχύσει έναντι των τρίτων, πρέπει να γίνει επίσης κατά τις προαναφερόμενες διατυπώσεις του άρθρου 11 παρ. 2 του Ν.489/76.
Σε περίπτωση μη καταβολής ασφαλίστρων, η σύμβαση ασφαλίσεως δεν λύεται, αλλά εξακολουθεί και για τη λύση της απαιτούνται, οι ίδιες ως άνω προϋποθέσεις και διατυπώσεις. Η ασφαλιστική εταιρία δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι έληξε η ως άνω σύμβαση ασφαλίσεως συναινετικά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, εφόσον δεν αποδεικνύει ότι τηρήθηκε και ο επιβαλλόμενος πανηγυρικός ως άνω τύπος για την λύση αυτής, ήτοι ότι
γνωστοποιήθηκε η λύση της συμβάσεως στον ασφαλισμένο με συστημένη
επιστολή και παρήλθε χρόνος 30 ημερών από τη λήψη αυτής και
συνεπώς δεν επήλθε κατά νόμιμο τρόπο η λύση της ασφαλιστικής
σύμβασης, που εξακολουθεί να είναι έγκυρη, ώστε και να θεμελιώνεται η ευθύνη της. (βλ. Εφ.Αθ. 4602/2004 ΣΕΣυγκΔ 2005/357, Εφ.Κρητ. 196/2005 ΣΕΣυγκΔ 2005/511, Ολμ. Α.Π. 3/2005 ΣΕΣυγκΔ 2005/85 …