1.Πρόσληψη Προσωπικού που Προκηρύσσεται και Επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ σε Εκτέλεση Ειδικών Προγραμμάτων Απασχόλησης
Οι Επιδοτούμενες από τον ΟΑΕΔ Συμβάσεις Εργασίας στα Πλαίσια Ειδικών Προγραμμάτων Αποτελούν Συμβάσεις Εργασίας Ορισμένου
Χρόνου
2. Επικουρική Βάση Αγωγής της Ενάγουσας (ήδη αναιρεσείουσας) εργαζόμενης σε Πρόγραμμα Κατάρτισης
Ανέργων (πρόγραμμα stage) κατά τις διατάξεις περί Αδικαιολογήτου Πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ)
3.Ακυρότητα των Αλλεπάλληλων Συμβάσεων Εξαρτημένης Εργασίας
Ορισμένου Χρόνου στο Δημόσιο ή σε Φορείς Του Δημόσιου Τομέα, που συνήφθησαν μετά την 17/4/2001
Δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν.2112/1920 και εκείνων των άρθρων 281, 671 του ΑΚ, και 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος
4. Απαγόρευση από το Σύνταγμα ακόμη και με Νόμο η Μονιμοποίηση του Προσωπικού ή η Μετατροπή των Συμβάσεων Εργασίας
Ορισμένου Χρόνου σε Αορίστου χρόνου και στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες
5. Άκυρη Η Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας Αορίστου Χρόνου ( κατ’ άρθ. 8 παρ. 3 του Ν. 2112/20)
Αντίθετη Μειοψηφία
Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης κατ΄ άρθ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ
(Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας πρώτο λόγο της ως άνω αίτησης αναίρεσης)
Πρόσληψη Προσωπικού που Προκηρύσσεταικαι Επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ σε Εκτέλεση Ειδικών Προγραμμάτων Απασχόλησης
Οι Επιδοτούμενες από τον ΟΑΕΔ Συμβάσεις Εργασίας στα Πλαίσια Ειδικών Προγραμμάτων Αποτελούν Συμβάσεις Εργασίας Ορισμένου
Χρόνου
Με το άρθρο 20 παρ. 4 του Ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση, δηλαδή, προσετέθη ως περίπτωση (κα’) στο άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ. Ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ. διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (αρθρ. 669 παρ. 1 Α.Κ.) καθόσον η σύναψη αυτών, ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους.
Επικουρική Βάση Αγωγής της Ενάγουσας
(ήδη αναιρεσείουσας) εργαζόμενης σε Πρόγραμμα Κατάρτισης Ανέργων (πρόγραμμα stage) κατά τις διατάξεις περί Αδικαιολογήτου Πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ)
Παραπέμπεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγω του γενικότερου ενδιαφέροντος ως προς την εφαρμογή ή μη των διατάξεων αδικαιολόγητου πλουτισμού και της βάσης υπολογισμού της σχετικής ωφέλειας του φορέα απασχόλησης από την εργασία του ακύρως απασχοληθέντος στο Δημόσιο ή σε δημόσιο φορέα.
Ο γενικός κανόνας των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, ο οποίος απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιεικείας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και γενικότερα επί φορέων του δημοσίου τομέα, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη.
Η ωφέλεια (πλουτισμός) του εργοδότη απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών του μισθωτού στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης εργασίας.
Είναι αδιάφορο εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Με τη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α του ΑΚ ορίζεται ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια και με τη διάταξη του άρθρου 908 εδ α του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι ο λήπτης υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη για οιονδήποτε λόγο σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού) που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, ανεξαρτήτως της ζημίας του τελευταίου ή της από τον τελευταίο γνώσης της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας αυτού, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης που αποσυνδέει ορισμένες μισθολογικές αξιώσεις από το κύρος της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.. Επομένως με την επιφύλαξη αυτή, στις περιπτώσεις απλής σχέσης εργασίας λόγω ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας για οιονδήποτε λόγο, για την αμοιβή του εργαζομένου λόγω της από αυτόν παροχής της εργασίας του προς τον εργοδότη, δεν οφείλεται από τον τελευταίο μισθός, αλλά γεννάται υποχρέωση αυτού προς απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού) κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ….. Η ωφέλεια (πλουτισμός) του εργοδότη απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών του μισθωτού στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης εργασίας και κατά συνέπεια είναι αδιάφορο εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας… Ο ως άνω γενικός κανόνας των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, ο οποίος απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιεικείας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και γενικότερα επί φορέων του δημοσίου τομέα, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη…… Επομένως κατά την άποψη αυτή την οποία το παρόν αναιρετικό τμήμα κρίνει ομόφωνα ως ορθότερη, η αγωγή, έχοντας το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα ήταν νόμιμη κατά την επικουρική της βάση να επιδικασθούν οι αιτούμενες μισθολογικές διαφορές με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, πλέον των επιδομάτων εορτών και αδείας, καθόσον με βάση τα σε αυτήν εκτιθέμενα, εάν ήθελε κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας [και ήδη αναιρεσείουσας] ήταν άκυρη, το εναγόμενο [και ήδη αναιρεσίβλητο] ελληνικό δημόσιο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας αυτής κατά τα εν λόγω ποσά, τα οποία θα κατέβαλλε σε οποιοδήποτε άλλο μισθωτό που θα απασχολούσε στην ίδια θέση και ο οποίος θα παρείχε τις ίδιες με αυτήν υπηρεσίες υπό τις αυτές συνθήκες απασχόλησης.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή και κατά την ως άνω επικουρική της βάση με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, που είναι επιβοηθητικής φύσης, εφαρμόζονται σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω, επί πλέον δε οι ενάγοντες [περιλαμβανομένης της ήδη αναιρεσείουσας] δεν ισχυρίσθηκαν ότι το εναγόμενο θα προέβαινε υποχρεωτικά σε προσλήψεις άλλων εργαζομένων στη θέση αυτών, την οποία (πρόσληψη) κατέστησε περιττή η προσφορά εργασίας από τους ενάγοντες, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ.1 περ. α του Συντάγματος, 20 παρ.15 του Ν. 2639/1998, 648 επόμ., 904 επόμ. του ΑΚ, ως και εκείνες των άρθρων 1 παρ.1 του Ν. 1082/1980, 1 παρ.2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26-2-1975 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας [όπου δεν απαιτείται προσφυγή στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού], υποπίπτοντας έτσι στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια.
Κατ’ άλλη όμως άποψη, η οποία υποστηρίζεται από σειρά πρόσφατων αποφάσεων του Β1 αναιρετικού Τμήματος με τις οποίες μεταστράφηκε η μέχρι πρότινος νομολογία του, η έχουσα το προαναφερόμενο περιεχόμενο αγωγή είναι μη νόμιμη και ως προς την επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 904 του ΑΚ) βάση αυτής, καθόσον ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση, στην οποία απασχόλησε ακύρως κάποιο συμβασιούχο, με την επιφύλαξη των αξιώσεων των εργαζομένων για την επιδίκαση των επιδομάτων εορτών και αδείας, όπου για την γέννηση των σχετικών αξιώσεων που οφείλονται ευθέως από τις πιο πάνω διατάξεις αρκεί η ύπαρξη απλής σχέσης εργασίας.
Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ο ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης δημιουργεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, σχετικά με την εφαρμογή ή μη των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και της βάσης υπολογισμού της σχετικής ωφέλειας του φορέα απασχόλησης από την εργασία του ακύρως απασχοληθέντος στο δημόσιο [ή σε δημόσιο φορέα], υπό τις αυτές συνθήκες εργασίας με το μόνιμο προσωπικό, οσάκις ο φορέας απασχόλησης δεν είχε τη δυνατότητα νόμιμης πρόσληψης εργαζομένου στη θέση όπου απασχόλησε τον συμβασιούχο, ο οποίος απασχολήθηκε τυπικά εκεί δυνάμει σχετικού συμφωνητικού συνεργασίας, καταρτισθέντος μεταξύ του απασχοληθέντος με τον ΟΑΕΔ στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος (stage), πλην όμως παρείχε την ίδια εργασία όπως το μόνιμο προσωπικό του αναιρεσίβλητου διότι οι ούτω προκύπτουσες διαφορές αφορούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων της αυτής κατηγορίας, των οποίων υποθέσεις εκκρεμούν είτε ενώπιον του Αρείου Πάγου είτε ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, ενώ συντρέχει επί πλέον λόγος για την ενότητα της νομολογίας. Πρέπει, επομένως, κατά την ομόφωνη περί τούτου απόφαση του Τμήματος, ο πρώτος λόγος της ένδικης αναίρεσης να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (κατ’ άρθρ. 563 παρ.2 περ. β ΚΠολΔ, και άρθρ. 23 παρ. 1 και 2 εδ. γ περ. β του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών).
Ακυρότητα των Αλλεπάλληλων Συμβάσεων Εξαρτημένης Εργασίας Ορισμένου Χρόνου στο Δημόσιο ή σε Φορείς Του Δημόσιου Τομέα, που συνήφθησαν μετά την 17/4/2001
Δεν είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν.2112/1920 και εκείνων των άρθρων
281, 671 του ΑΚ, και 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος
Στις συναφθείσες μετά τις 17/4/2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν.2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος.Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 του Β. Δ/τος 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.
Απαγόρευση από το Σύνταγμα ακόμη και με Νόμο η Μονιμοποίηση του Προσωπικού ή η Μετατροπή των Συμβάσεων Εργασίας Ορισμένου
Χρόνου σε Αορίστου χρόνου και στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες
Η αρχική σύμβαση συνήφθη το 2007, ήτοι μετά την έναρξη της ισχύος του άρθρου 103 παρ 7 και 8 του Συντάγματος που προστέθηκαν με την Αναθεώρηση του 2001
Απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής ως μη νόμιμη. Η αγωγή δεν είναι νόμιμη ούτε με τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70 και των φαρμοστικών της διατάξεων των ΠΔ 81/2003 και 164/2004
Αναφορικά με την κύρια βάση της αγωγής, το Εφετείο έκρινε ότι αυτή δεν ήταν νόμιμη για το λόγο ότι η αρχική σύμβαση της ήδη αναιρεσείουσας συνήφθη το έτος 2007 μετά την έναρξη ισχύος των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος που προστέθηκαν με την Αναθεώρηση του έτους 2001 και που απαγορεύουν ακόμη και με νόμο την μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου,ακόμη και σε περίπτωση που αυτοί καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, με συνέπεια υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων και του άρθρου 21 του Ν. 2194/1994 να μην μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920.Η αγωγή δεν είναι νόμιμη ούτε μέσω των διατάξεων της Οδηγίας 1999/70 και των εφαρμοστικών αυτής διατάξεων των Π.Δ/των 81/2003 και 164/2004.Η σύμβαση της ήδη αναιρεσείουσας, στο πλαίσιο προγραμμάτων για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων με τη συμμετοχή του ΟΑΕΔ, βάσει του οποίου παρείχε τις υπηρεσίες της η αναιρεσείουσα στο ελληνικό δημόσιο, έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και αν οι συμμετέχοντες (ενάγοντες) στα προγράμματα αυτά κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ώστε και υπό την ισχύ των πιο πάνω ρυθμίσεων να μην είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920.
Άκυρη Η Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας Αορίστου Χρόνου ( κατ’ άρθ. 8 παρ. 3 του Ν. 2112/20)
Αντίθετη Μειοψηφία
Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης κατ΄ άρθ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ
Το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις επικαλούμενες στο αναιρετήριο ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1, 22 παρ.1 του Συντάγματος, 288 του ΑΚ και 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, ήδη άρθρο 157 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την κυρία αυτής βάση, ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επόμ. ΑΚ, 21 του Ν. 2190/1994, 20 παρ.1 και 15 Ν. 2639/1998 καθόσον από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι με βάση τα στην αγωγή εκτιθέμενα δεν μπορεί να υπάρξει έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.3 του Ν. 2112/1920, αφού κάτι τέτοιο προσκρούει στις διατάξεις, ακόμη και εάν η αναιρεσείουσα εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσίβλητου ελληνικού δημοσίου. Αβάσιμα προβάλλεται ο λόγος αναιρέσεως. (Αντίθετη μειοψηφία).
Απορρίπτει τους δεύτερο και τρίτο λόγους της από 22.11.2016 αίτησης αναίρεσης της με αριθ. 7072/29.11.2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας πρώτο λόγο της ως άνω αίτησης αναίρεσης.
Απόφ. ΑΠ…..
Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας