Πρόσκρουση Μοτοσυκλέτας επί Ακινητοποιηθέντος ΙΧ Φορτηγού
Παράλειψη Επισήμανσης & Τριγωνική Πινακίδα (1)
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 περ. ιβ του ΚΟΚ (Ν. 2696/1999), η στάση ή στάθμευση οχήματος απαγορεύεται στους αυτοκινητοδρόμους και τις οδούς ταχείας κυκλοφορίας, εκτός των χώρων σταθμεύσεως, που καθορίζονται με σήμανση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, εάν όχημα ακινητοποιηθεί αναγκαστικά επί του οδοστρώματος των ανωτέρω οδών από βλάβη ή άλλη αιτία, ο οδηγός του υποχρεούται να καταβάλει κάθε προσπάθεια να το μετακινήσει εκτός του οδοστρώματος, και αν δεν μπορεί, να τοποθετήσει αμέσως την κατ άρθρο 81 του παρόντος Κώδικα τριγωνική πινακίδα σε απόσταση 100 τουλάχιστον μέτρων πίσω από το όχημα ή την ειδική προειδοποιητική συσκευή σε κατάλληλη θέση και κατά τη νύχτα να έχει αναμμένα τα φώτα θέσεως.
Ως αυτοκινητόδρομος ή οδός ταχείας κυκλοφορίας νοείται, κατά το άρθρο 2 του ίδιου άνω ΚΟΚ, οδός ειδικής μελέτης και κατασκευής για την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και μοτοσυκλετών, η οποία δεν εξυπηρετεί τις συνορεύουσες με αυτή ιδιοκτησίες, παρά μόνο, όσον αφορά την οδό ταχείας κυκλοφορίας, με παράπλευρες βοηθητικές οδούς και κόμβους και η οποία, εκτός των άλλων, έχει χαρακτηριστεί με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και έχει ειδική σήμανση με πινακίδες ως αυτοκινητόδρομος ή οδός ταχείας κυκλοφορίας.
Απόφ. ΑΠ 828/2007
Πρόεδρος : Αθ. Κρητικός
Εισηγητής : Δημ. Κυριτσάκης
Δικηγόροι : Κυρ. Τρανταφυλλίδη & Κων. Παπαδημητρίου – Λάζ. Χατζηθέμελη
Σχόλια & Παρατηρήσεις
1) Παράλειψη επισήμανσης ακινητοποιηθέντος οχήματος
Βλ. σχετικώς και Εφ.Αθ. 2786/2005 δημοσιευόμενη ανωτέρω Σελ. +++ (μετά σχολίων – παρατηρήσεων και παραπομπή σε σχετική νομολογία).
Κείμενο Απόφ. ΑΠ 828/2007
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297 έως 300, 330 εδ. β, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δύο ή περισσότερων οχημάτων η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση της ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη συμπεριφορά του οδηγού ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ\\\’ αρχήν, από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συντέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ). Εξάλλου, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 περ. ιβ\\\’ του ΚΟΚ (Ν. 2696/1999), η στάση ή στάθμευση οχήματος απαγορεύεται στους αυτοκινητοδρόμους και τις οδούς ταχείας κυκλοφορίας, εκτός των χώρων σταθμεύσεως, που καθορίζονται με σήμανση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, εάν όχημα ακινητοποιηθεί αναγκαστικά επί του οδοστρώματος των ανωτέρω οδών από βλάβη ή άλλη αιτία, ο οδηγός του υποχρεούται να καταβάλει κάθε προσπάθεια να το μετακινήσει εκτός του οδοστρώματος, και αν δεν μπορεί, να τοποθετήσει αμέσως την κατ\\\’ άρθρο 81 του παρόντος Κώδικα τριγωνική πινακίδα σε απόσταση 100 τουλάχιστον μέτρων πίσω από το όχημα ή την ειδική προειδοποιητική συσκευή σε κατάλληλη θέση και κατά τη νύχτα να έχει αναμμένα τα φώτα θέσεως. Ως αυτοκινητόδρομος ή οδός ταχείας κυκλοφορίας νοείται, κατά το άρθρο 2 του ίδιου άνω ΚΟΚ, οδός ειδικής μελέτης και κατασκευής για την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και μοτοσυκλετών, η οποία δεν εξυπηρετεί τις συνορεύουσες με αυτή ιδιοκτησίες, παρά μόνο, όσον αφορά την οδό ταχείας κυκλοφορίας, με παράπλευρες βοηθητικές οδούς και κόμβους και η οποία, εκτός των άλλων, έχει χαρακτηριστεί με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και έχει ειδική σήμανση με πινακίδες ως αυτοκινητόδρομος ή οδός ταχείας κυκλοφορίας.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α\\\’ του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού εσωτερικού δικαίου. Ο κανόνας παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει όταν αποδίδεται στον κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με μη ορθή εφαρμογή, η οποία συντελείται, όταν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν δεν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ έπρεπε ή όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα. Έτσι, επί ευθύνης προς αποζημίωση από αυτοκινητικό ατύχημα, ελέγχεται με τον αναιρετικό αυτό λόγο η αξιολογική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή μη υπαιτιότητας και αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Και τούτο διότι πρόκειται για αόριστες νομικές έννοιες, που συνιστούν προϋποθέσεις γενέσεως της εν λόγω ευθύνης, δηλαδή στοιχεία του πραγματικού των εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή κανόνων δικαίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, κατά το οποίο η οδηγούμενη από τον θανόντα στενό συγγενή των πέντε πρώτων αναιρεσιβλήτων μοτοσυκλέτα προσέκρουσε επί του ακινητοποιηθέντος αναγκαστικά λόγω βλάβης επί του οδοστρώματος της επαρχιακής οδού ……. κατά την κατεύθυνση της μοτοσυκλέτας φορτηγού αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο πρώτος αναιρεσείων, ανήκε στη δεύτερη αναιρεσείουσα ομόρρυθμη εταιρεία και ήταν ασφαλισμένο στην έκτη των αναιρεσιβλήτων ασφαλιστική εταιρεία, οφείλεται σε συντρέχουσα υπαιτιότητα αμφοτέρων των οδηγών των οχημάτων. Ότι η αμέλεια του πρώτου αναιρεσείοντος, οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου,\\\”συνίσταται στο ότι στάθμευσε το όχημά του στο οδόστρωμα επαρχιακής οδού όπου απαγορευόταν η στάθμευση (άρθρο 34 παρ. 2 ιβ\\\’ ΚΟΚ), χωρίς να τοποθετήσει τριγωνική πινακίδα σε απόσταση 100 τουλάχιστον μέτρων όπισθεν αυτού (φορτηγού) ή ειδική προειδοποιητική συσκευή, ούτε έθεσε λόγω του σκότους σε λειτουργία τα φώτα θέσης (άρθρα 29 παρ. 3, 81 παρ. 16, 35 παρ. 3 του ΚΟΚ) ……\\\”. Και ότι το ποσοστό της υπαιτιότητας του ανωτέρω οδηγού ανέρχεται σε 60%. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, έκανε δεκτή την έφεση των εναγόντων ήδη πέντε πρώτων των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού της μοτοσυκλέτας και απέρριψε την αγωγή τους, με την οποία ζήτησαν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, καθώς και την παρεμπίπτουσα αγωγή των εναγομένων ήδη αναιρεσειόντων κατά της τρίτης αναιρεσίβλητης, και έκανε εν μέρει δεκτή την εν λόγω αγωγή, ενώ απέρριψε για άλλο λόγο την παρεμπίπτουσα αγωγή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη ουσιαστικές διατάξεις και δη τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 περ. ιβ\\\’ και 29 παρ. 3 του ΚΟΚ/1999, εφαρμόζοντας αυτές, ενώ, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ειδικότερα, εστίασε την υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσιβλήτου οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου για την πρόκληση του ατυχήματος και τον εντεύθεν θάνατο του οδηγού της μοτοσυκλέτας στην παραβίαση των επιβαλλόμενων με τις ανωτέρω διατάξεις στους οδηγούς των κινούμενων επί αυτοκινητοδρόμων ή ταχείας κυκλοφορίας οδών οχημάτων υποχρεώσεων, χωρίς να δέχεται ότι η οδός, στην οποία εκείνος ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του και έλαβε χώρα το ατύχημα, ήταν αυτοκινητόδρομος ή οδός ταχείας κυκλοφορίας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ανωτέρω ΚΟΚ. Επομένως, ο δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Κατόπιν αυτού πρέπει α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή των πέντε πρώτων αναιρεσιβλήτων, και το κεφάλαιο, με το οποίο απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή των αναιρεσειόντων κατά της έκτης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, το οποίο συνέχεται αναγκαίως με το πρώτο, αφού προϋποθέτει την ύπαρξη ευθύνης των αναιρεσειόντων για την πρόκληση του ατυχήματος, καθώς και κατά το κεφάλαιό της, που αφορά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της παρούσας δίκης, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και γ) να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1703/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαιά της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1500) ευρώ.
Κρίθηκε
…