facebook
Αρχική Νομολογία Ανακοινώσεις Σχέδιο Νόµου «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων»

Σχέδιο Νόµου «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων»

Σχέδιο Νόµου

«Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων»

Αιτιολογική Έκθεση

Με το προτεινόµενο σχέδιο νόµου πραγµατοποιούνται δύο σηµαντικές αλλαγές στο χώρο της Δικαιοσύνης, µε στόχο την διασφάλιση της ανεξαρτησίας της.

Η πρώτη αφορά τον τρόπο ανάδειξης της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας και η δεύτερη την επαναφορά του αυτοδιοίκητου των Δικαστηρίων.

Η αλλαγή στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, µε τρόπο που θα εξασφαλίζει την αποδέσµευση της δικαστικής εξουσίας από την επιρροή της εκτελεστικής, αποτελεί ώριµο αίτηµα της κοινωνίας των πολιτών.

Οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί που καταλαµβάνουν τις ηγετικές θέσεις της Δικαιοσύνης πρέπει να απολαµβάνουν της εµπιστοσύνης όχι µόνον της Κυβέρνησης, αλλά και του πιο αντιπροσωπευτικού πολιτειακού θεσµού: της Βουλής των Ελλήνων.

Βεβαίως το ισχύον Σύνταγµα θέτει αυστηρούς περιορισµούς, καθώς προβλέπει ότι η επιλογή στηρίζεται σε πρόταση του υπουργικού συµβουλίου.

Ωστόσο, ακόµα και σε αυτό το περιορισµένο πλαίσιο, η συµµετοχή του Κοινοβουλίου φαίνεται πράγµατι εφικτή.

Κατά το άρθρο 90 παράγραφος 5 του Συντάγµατος, ειδικότερα, οι προαγωγές στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης ενεργούνται µε προεδρικό διάταγµα ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συµβουλίου µε επιλογή µεταξύ των µελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόµος ορίζει.

Η συνταγµατική αυτή διάταξη, της οποίας η εξειδίκευση ανατίθεται στον κοινό νοµοθέτη, αποτελεί στοιχείο διασταύρωσης των κρατικών λειτουργιών αλλά και εκδήλωση έµµεσης δηµοκρατικής νοµιµοποίησης της επιλογής.

Ο κοινός νοµοθέτης, κατά ρητή εξουσιοδότηση της συνταγµατικής αυτής διάταξης, µπορεί να προβλέψει ειδικότερες ρυθµίσεις που αφενός διευρύνουν τη δηµοκρατική νοµιµοποίηση της εν γένει διαδικασίας επιλογής και αφετέρου εξασφαλίζουν τη µείζονα διαφάνειά της, χωρίς να θίγεται η ισορροπία του πολιτεύµατος, στο πλαίσιο του οποίου βεβαίως το Υπουργικό Συµβούλιο έχει την ευθύνη της τελικής επιλογής.

Η µεσολάβηση της Βουλής των Ελλήνων, µε την έκφραση γνώµης από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, και πριν από τη διατύπωση τελικής πρότασης από το Υπουργικό Συµβούλιο, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Η διαφάνεια και η περαιτέρω δηµοκρατική νοµιµοποίηση στην επιλογή δικαστικών λειτουργών για τις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης ενισχύουν την ανεξαρτησία και το κύρος της. Σηµαντική όµως για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι και η επαναφορά του θεσµού του αυτοδιοίκητου των Δικαστηρίων, µε τις βελτιώσεις που επιφέρει το παρόν Σχέδιο Νόµου.

Ο θεσµός αυτός καταργήθηκε µε το Ν. 3689/2008, µε τον οποίο αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 15 και 16 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισµού Δικαστηρίων & Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), που προέβλεπαν το αυτοδιοίκητο στους µεγάλους δικαστικούς σχηµατισµούς. Μετά την κατάργηση του θεσµού, επαναφέρθηκε το προ του έτους 1993 ισχύον καθεστώς: Δηλαδή, αυτό του ορισµού των διευθυνόντων τα µεγάλα Δικαστήρια της χώρας από το Ανώτατο Δικαστικό Συµβούλιο του Αρείου Πάγου, µε δικαστικούς λειτουργούς ανώτερου βαθµού. Με τον τρόπο αυτό προσβλήθηκε η λειτουργική ανεξαρτησία των Δικαστών και Εισαγγελέων, καθώς επίσης και η δηµοκρατική νοµιµοποίηση των διευθυνόντων τα Δικαστήρια αυτά. Αξίζει να αναφερθεί ότι σήµερα όλα τα ευρωπαϊκά δικαστήρια διευθύνονται από δικαστές οι οποίοι επιλέγονται από τους συναδέλφους τους του ίδιου βαθµού. Αυτό συµβαίνει στο ΔΕΚ, το ΠΕΚ, το ΕΔΔΑ και στη ΕUROJUST. Οι ίδιοι οι δικαστές επιλέγουν τον συνάδελφό τους που για την επόµενη 2ετία ή 3ετία θα διευθύνει το Δικαστήριο. Ανάλογα πρέπει να ισχύουν και για τους Έλληνες δικαστές.

Ο θεσµός του αυτοδιοίκητου, δηλαδή η εκλογή των προέδρων και των µελών των συµβουλίων των µεγάλων δικαστηρίων της χώρας από τις ολοµέλειες των οικείων δικαστηρίων, είναι άρρηκτα συνδεδεµένος µε τη δηµοκρατία και τη διαφάνεια στο χώρο της Δικαιοσύνης, αποτελούσε και αποτελεί τον πυρήνα και την ζωντανή εικόνα της λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστηρίων της χώρας και είναι θεσµός που ενίσχυε το φρόνηµα και το κύρος των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν σ’ αυτά. Είναι, λοιπόν, ώριµη απαίτηση η επαναφορά του θεσµού αυτού, µε ορισµένες βέβαια βελτιώσεις, οι οποίες συγχρόνως αποτελούν και ασφαλιστικές δικλείδες, προκειµένου να αποφευχθούν δυσλειτουργίες που ανέκυψαν σε κάποιες περιπτώσεις στο παρελθόν.

Οι βελτιωτικές προτάσεις, που είναι συγχρόνως και ασφαλιστικές δικλείδες του θεσµού του αυτοδιοίκητου, είναι οι εξής:

1. Αυτοδιοίκηση µόνο στους µεγάλους δικαστικούς σχηµατισµούς.

Σε δικαστήρια και εισαγγελίες µε µικρό αριθµό οργανικών θέσεων εκλόγιµων δικαστικών λειτουργών, δεν ενδείκνυται ο θεσµός του αυτοδιοίκητου.

Προκειµένου να υπάρξει εκλογή, πρέπει ο αριθµός των υπηρετούντων και δυνάµει εκλόγιµων δικαστικών λειτουργών να υπερβαίνει τον αριθµό «10».

Αντίθετα, σε όσους δικαστικούς σχηµατισµούς δεν υπηρετούν δικαστικοί λειτουργοί που έχουν τα προσόντα της εκλογιµότητας σε αριθµό µεγαλύτερο του «10», ο θεσµός του αυτοδιοίκητου δεν ισχύει.

2. Βασικό κριτήριο εκλογιµότητας, η αρχαιότητα.

Υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου ή του εισαγγελέα µπορεί να είναι οι 5 έως 20 αρχαιότεροι, ανάλογα µε τον αριθµό των οργανικών θέσεων του δικαστηρίου και υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εφέτες, πρωτοδίκες, ειρηνοδίκες.

3. Εκλογή µόνον µια φορά, για µια µόνον διετία.

Με τη ρύθµιση αυτή απαγορεύεται η επανεκλογή των ίδιων προσώπων στη διεύθυνση των δικαστηρίων, επιτρεποµένης της εκλογής άπαξ. Επιτρέπεται, όµως, η επανεκλογή του ίδιου προσώπου στον δεύτερο βαθµό, γιατί κρίνεται ότι µια τέτοια επανεκλογή θα γίνει µετά από πολλά έτη.

4. Αµετάθετο [σχετικό] µόνο για τον πρόεδρο, εισαγγελέα και τακτικά µέλη του συµβουλίου.

Ο πρόεδρος, τα τακτικά µέλη του συµβουλίου και ο εισαγγελέας δεν επιτρέπεται να µετατεθούν, από την εκλογή τους έως τη λήξη της θητείας τους, εκτός αν υπέπεσαν σε πειθαρχικό παράπτωµα για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη. Για τα παραπάνω πρόσωπα ισχύει σχετικό αµετάθετο και εξ άλλου λόγου, και ειδικότερα, επειδή προβλέπεται ότι αυτά επιτρέπεται να µετατεθούν µετά από κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου, που κρίνει, µε ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, ότι επιβάλλεται η µετάθεση τούτων για υπηρεσιακούς λόγους, οι οποίοι, ειδικά και ρητά αναφέρονται στην απόφαση. Αυτό όµως δεν ισχύει για τα αναπληρωµατικά µέλη.

5. Κωλύµατα εκλογής.

Δεν µπορεί να είναι υποψήφιοι όσοι έχουν τιµωρηθεί µε οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, έστω και µε επίπληξη. Γιατί θέλουµε εντελώς άµεµπτους δικαστές ως διευθύνοντες τα µεγάλα δικαστήρια της χώρας. Ακόµη, δεν έχει την ηθική δύναµη διεύθυνσης, εκείνος ο δικαστής ή εισαγγελέας ο οποίος έχει κριθεί µη προακτέος στον επόµενο βαθµό από αυτόν που κατέχει ή είχε κριθεί οποτεδήποτε στο παρελθόν µη προακτέος. Ο υποψήφιος για τις άνω θέσεις πρέπει να έχει ευδόκιµη δικαστική υπηρεσία, όπως τούτο προκύπτει από τις συνταχθείσες γι’ αυτόν εκθέσεις επιθεώρησης των επιθεωρητών-αρεοπαγιτών.Τέλος, καταργείται διάταξη, µε την οποία η άσκηση πειθαρχικής δίωξης και η όλη πειθαρχική διαδικασία αναστελλόταν κατά τη διάρκεια της θητείας των εκλεγµένων διευθυνόντων.

6. Ασυµβίβαστο µεταξύ προέδρου, εισαγγελέα ή µέλους του συµβουλίου και µέλους του δ.σ. δικαστικών ενώσεων.

Ορίζεται ότι είναι ασυµβίβαστη η κατοχή τόσο της θέσης µέλους του διοικητικού συµβουλίου δικαστικών ενώσεων όσο και αυτής του προέδρου ή εισαγγελέα ή µέλους του συµβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου. Δικαστής ή εισαγγελέας στο πρόσωπο του οποίου συµπίπτουν οι δύο πιο πάνω ιδιότητες οφείλει, αµέσως µετά την εκλογή του στη διεύθυνση του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, να επιλέξει ποια από τις δύο προτιµά.

Σε καµιά περίπτωση πάντως, δεν αποτελεί κώλυµα υποψηφιότητας για τις θέσεις του προέδρου, εισαγγελέα ή µέλους του συµβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου, η ύπαρξη στο πρόσωπο του υποψηφίου της ιδιότητας του µέλους του διοικητικού συµβουλίου δικαστικών ενώσεων.

Ειδικότερα, οι προτεινόµενες κατά άρθρο ρυθµίσεις είναι οι ακόλουθες:

Άρθρο 1

Με το άρθρο 1 προβλέπεται η έκφραση γνώµης εκ µέρους της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για αριθµό τριπλάσιο από αυτούς που πρόκειται τελικά να επιλεγούν για τις θέσεις του Προέδρου του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Προηγείται απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου µε την οποία προεπιλέγονται έξι από τους προακτέους δικαστικούς λειτουργούς. Ορίζεται, επίσης, ότι η Διάσκεψη των Προέδρων θα εκφέρει τη γνώµη της, µε επιδίωξη οµοφωνίας ή τουλάχιστον µε πλειοψηφία των 4/5 των µελών της και αφού καλέσει τους υποψήφιους σε ακρόαση (εδάφιο β΄). Προβλέπεται επίσης η έκφραση γνώµης εκ µέρους της Διάσκεψης των Προέδρων για αριθµό τριπλάσιο από αυτούς που πρόκειται τελικά να επιλεγούν για τις θέσεις των αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων.

Στην περίπτωση αυτή αποστέλλεται από τον υπουργό Δικαιοσύνης κατάλογος µε το σύνολο των δικαστικών λειτουργών που έχουν τα τυπικά προσόντα. Η απόφαση λαµβάνεται και πάλι µε οµοφωνία ή µε την ως άνω ενισχυµένη πλειοψηφία χωρίς όµως να είναι υποχρεωτική η ακρόαση των υποψηφίων (εδάφιο γ΄). Περαιτέρω προβλέπονται προθεσµίες για την πλήρωση των κενών θέσεων (εδάφια δ΄ και ε΄).

Άρθρο 2

Με το άρθρο 2 ορίζονται για την επιλογή στο βαθµό του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων αυξηµένα τυπικά προσόντα (τετραετής αντί της τριετούς υπηρεσίας) σε αντιστοιχία µε όσα ήδη προβλέπονται για την προαγωγή στο βαθµό του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Για τον Γενικό Επίτροπο των διοικητικών δικαστηρίων εφαρµόζονται, κατά την επιλογή του, οι διατάξεις του προηγουµένου άρθρου 1 εδάφιο α΄ και β΄.

Άρθρο 3

Με το άρθρο 3 ορίζονται τυπικά προσόντα για την προαγωγή στους βαθµούς του Εισαγγελέα και των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου αντίστοιχα εκείνων που ήδη προβλέπονται στα άλλα Ανώτατα Δικαστήρια (Συµβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο).

Άρθρο 4

Με το άρθρο 4 ορίζονται τα ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία και εφετεία που διευθύνονται από τριµελή συµβούλια, καθορίζονται ο χρόνος και ο τρόπος εκλογής των συµβουλίων διεύθυνσης καθώς και η διάρκεια της θητείας τους. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ο αριθµός των υποψηφίων κατά δικαστικό σχηµατισµό, ορίζονται κωλύµατα και ασυµβίβαστα για τους υποψηφίους και λαµβάνεται πρόνοια για το σχετικό αµετάθετο του Προέδρου και των τακτικών µελών του Συµβουλίου.

Άρθρο 5

Με το άρθρο 5 επαναλαµβάνονται οι ρυθµίσεις του άρθρου 4 για τις εισαγγελίες στις οποίες εφαρµόζεται ο θεσµός του αυτοδιοίκητου.

Άρθρο 6

Με το άρθρο 6 καταργείται η διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 2721/1999, µε την οποία ρυθµίζονταν τα σχετικά µε το αµετάθετο του προέδρου και των τακτικών και αναπληρωµατικών µελών των συµβουλίων διεύθυνσης.

Άρθρο 7

Στο άρθρο 7 προβλέπονται µεταβατικές διατάξεις για την πρώτη εφαρµογή του θεσµού του αυτοδιοίκητου.