facebook
Αρχική Νομολογία Υπαιτιότης - Συνυπαιτιότης Σύγκρουση Ομορρόπως Κινουμένων ΙΧΕ και μοτοσικλέτας κατ΄ανεπιτυχές προσπέρασμα

Σύγκρουση Ομορρόπως Κινουμένων ΙΧΕ και μοτοσικλέτας κατ΄ανεπιτυχές προσπέρασμα

Σύγκρουση Ομορρόπως Κινουμένων ΙΧΕ και μοτοσικλέτας κατ΄ανεπιτυχές προσπέρασμα

 Αναιρείται κατ΄άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ Εφετειακή απόφαση που έκρινε υπαίτιο τον οδηγό ΙΧΕ αυτοκινήτου, ο οποίος προτιθέμενος να αλλάξει πορεία και να στρίψει αριστερά – εισερχόμενος σε κάθετη οδό – δεν πλησίασε προοδευτικά προς τον άξονα του οδοστρώματος, ούτε έλεγξε ότι μπορούσε να αλλάξει την κατεύθυνσή του με ασφάλεια (άρθρ. 23 παρ.2 και 4 του ΚΟΚ), αλλά αιφνιδίως προέβη στον προς τα αριστερά ελιγμό την στιγμή που ομορρόπως κινούμενη μοτοσικλέτα επιχειρούσε προσπέραση αυτού, ο οδηγός της οποίας κρίθηκε συνυπαίτιος σε ποσοστό 30%, λόγω υπερβολικής ταχύτητας (άρθρ. 19 παρ.2, 3 και 20 παρ.1 ΚΟΚ) και έλλειψη πέδησης και αποφευκτικού ελιγμού.

Με την κρίση του αυτή το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της συνυπαιτιότητας του οδηγού της μοτοσικλέτας εφόσον α) δεν αναφέρει ποια ήταν η ταχύτητα της, β) διαλαμβάνει αντιφατική αιτιολογία, διότι ενώ αρχικά δέχεται ότι ο οδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου προέβη στον ελιγμό τη στιγμή που ο οδηγός της μοτοσικλέτας τον προσπερνούσε από τα αριστερά, στη συνέχεια έκρινε ότι ο τελευταίος δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο, αν και αντιλήφθηκε την αλλαγή της κατεύθυνσής του από απόσταση μεγαλύτερη των οκτώ μέτρων και γ) δεν διευκρινίζει αν ο οδηγός του αυτοκινήτου κατέστησε γνωστή στους όπισθεν κινούμενους οδηγούς την πρόθεσή του να στρίψει αριστερά, θέτοντας σε λειτουργία τους αριστερούς δείκτες πορείας του αυτοκινήτου του.

Πραγματογνωμοσύνη Ιατρική που διατάχθηκε με παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσα (άρθρ. 339,383 ΚΠλοΔ)

Αναιρετέα η απόφαση εάν δεν ληφθεί υπόψη (1)

 Οι προβλεπόμενες από το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δ. γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσον, αλλά έγγραφο, που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη και όλα τα έγγραφα καλύπτει και αυτές.

Αντιθέτως η πραγματογνωμοσύνη, που διεξήχθη με διαταγή του δικαστηρίου αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσον (339, 383 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως εφ’ όσον έγινε επίκληση και προσκομιδή της σχετικής γνωμοδότησης του πραγματογνώμονα από κάποιον από τους διαδίκους, οφείλει το δικαστήριο να τη λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει αυτήν με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κάνοντας ειδική μνεία γι’ αυτήν στην απόφασή του.

Εν προκειμένω αναιρείται Εφετειακή Απόφαση κατ΄άρθρ. 559 αρ.11γ ΚΠολΔ, καθότι, στο αποδεικτικό της πόρισμα κατέληξε χωρίς να λάβει υπόψη την ιατρική πραγματογνωμοσύνη ορθοπεδικού χειρουργού (που διενεργήθηκε με βάση παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου), για την οποία δε γίνεται ιδιαίτερη μνεία, όπως έπρεπε, αφού αποτελεί ίδιον αποδεικτικό μέσον, διάφορο δηλαδή των εγγράφων.

Σχόλια – Παρατηρήσεις

  1. Ζητήματα σχετικά με την Πραγματογνωμοσύνη και τις γνωμοδοτήσεις των ειδικών

Οι από το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δ., προβλεπόμενες γνωμοδοτήσεις δεν είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο , αλλά έγγραφο που ειδικώς ρυθμίζεται από το νόμο και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Από το χαρακτήρα των γνωμοδοτήσεων αυτών ως εγγράφων παρέπεται, ότι το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να μνημονεύεσει   αυτές ειδικά και κατ΄ αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει αποδεικτικά μέσα που φέρονται, ότι λήφθηκαν υπόψη. ΑΠ 96/2003, ΣΕΣυγκΔ 2005/139.

Από τη διάταξη του άρθρου 368 παρ. 1 ΚΠολΔικ συνάγεται, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στην κυριαρχική και άρα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που εκτιμά ελεύθερα την ανάγκη χρήσης του αποδεικτικού αυτού μέσου. Και στην περίπτωση της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν για την αντίληψη του ζητήματος για το οποίο ζητείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. ΑΠ 1488/2005, ΣΕΣυγκΔ 2006/43, ΑΠ 632/2010, ΕΣυγκΔ 2010/439, ΑΠ 361/2016, ΕΣυγκΔ 2016/435.

Γνωμοδοτήσεις Πραγματογνωμόνων δεν αποτελούν “έγγραφα” με ισχύ αποδεικτικών μέσων κατ΄ άρθρ. 339 και 432 ΚΠολΔ. Συνεπώς η παραμόρφωση του περιεχομένου τέτοιου εγγράφου όπως είναι οι γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή προσώπων με ειδικές γνώσεις δεν ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. ΑΠ 1865/2006, ΣΕΣυγκΔ 2007/205.

Contra Νομολογία

Κατά το άρθρο 390 του ΚΠολΔ η δικαστική πραγματογνωμοσύνη, εφόσον συντάχθηκε κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, που υποβάλλεται στην ίδια ρύθμιση και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να το μνημονεύσει ειδικά και κατ’ αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Για την ταυτότητα δε του λόγου, στην ίδια ρύθμιση υπόκεινται και οι γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, όταν συντάσσονται εγγράφως κατά το άρθρο 392 παρ. 2 του ΚΠολΔ. ΑΠ 34/2012, ΕΣυγκΔ 2012/307.

Απόφ. ΑΠ…..

BANNER-LINKEDIN

Για να διαβάσετε περισσότερα παρακαλώ συνδεθείτε συμπληρώνοντας τα στοιχειά σας