Τοκοφορία Επικουρικού Κεφαλαίου
σύμφωνα με τους ισχύοντες Τόκους Υπερημερίας
και ΟΧΙ 6% (1)
Αίτηση Ασφαλιστικών Μέτρων Αναστολής
Αναγκαστικής Εκτέλεσης Επικουρικού Κεφαλαίου
(Δημοσιεύεται στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Τεύχος Ιανουάριος 2011)
Η σχετική ρύθμιση της διάταξης του άρθρ. 19 παρ.2 εδ.2 του ν. 489/76, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρ.3 του ν. 2837/2000, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται τοκοφορία του Επικουρικού Κεφαλαίου 6%, θεσπίζοντας έτσι ευνοϊκότερη ρύθμιση για το εν λόγω ν.π.ι.δ. σε σχέση με τον αντίδικό του, κρίνεται ότι δεν επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, προσκρούει δε στις διατάξεις των άρθρ. 4. παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Η επίκληση της ανάγκης οικονομικής ελαφρύνσεώς του, ώστε να μπορεί αυτό να ανταποκρίνεται αποτελεσματικότερα στον κοινωνικό του σκοπό, δεν αρκεί, για να καταστήσει αυτήν επιτρεπτή.
Στην προκειμένη περίπτωση το Επικουρικό Κεφάλαιο, με την ένδικη αίτησή του, επικαλούμενο επικείμενο κίνδυνο, ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως η οποία επισπεύδεται εις βάρος του δυνάμει επιταγής προς πληρωμή, που έχει συνταχθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου Εφετειακής απόφασης, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στους καθών τα ειδικότερα μνημονευόμενα ποσά, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ενσωματωθείσας στο δικόγραφό της, ανακοπής κατά της εκτελέσεως.
Συνεπώς κρίθηκε ότι δεν θα ευδοκιμήσει ο σχετικός λόγος ανακοπής του Επικουρικού Κεφαλαίου, αναφορικά με την τοκοφορία 6% υπέρ αυτού.
Όμως η ως άνω αίτηση έγινε εν μέρει δεκτή, ως προς το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ανακοπής που αφορά το κονδύλιο για αμοιβή σύνταξής της επιταγής.
Αίτηση Λήψης Ασφαλιστικών Μέτρων
ενωμένη με Ανακοίνωση Δίκης
και Προσεπίκληση Επικουρικού Κεφαλαίου
που συνεκδικάσθηκε με την ανωτέρω αίτηση
αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης
Απορριπτέα η συζήτηση της ανακοίνωσης δίκης και της προσεπίκλησης ως απαράδεκτη, εφόσον δεν αποδείχθηκε η επίδοση της αίτησης, ενωμένης με ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση, προς τους καθών, όπως απαιτείται κατ& άρθρο 686 του ΚΠολΔ, και εφόσον δεν πρόκειται για εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση, ώστε να παραληφθεί η κλήτευση τους.
Απόφ. Μον.Πρ.Αθ.1058/2011
Πρόεδρος: Εμμανουηλία Κεχαγιά
Δικηγόροι: Αργυρώ Γρατσία & Πλατή – Κωνσταντίνος Ζηκογιάννης
Σχόλια & Παρατηρήσεις
1) Τοκοφορία Επικουρικού Κεφαλαίου σύμφωνα με τους ισχύοντες τόκους
Υπερημερίας.
Βλ. Ομοίως και Εφ.Θεσ 829/2010 ΕΣυγκΔ 2010/390 (μετά σχετικών Σχολίων & Παρατηρήσεων) και Μον.Πρ.Αθ. 2763/2010 ΕΣυγκΔ 2010/397
Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Αθ. 1058/2011
Οι υπό κρίση από 8-10-2010 και από 26-12-2010 (υπ αριθμ. καταθ. 176301/16682/2010 και 217720/20974/2010) αίτηση περί αναστολής εκτελέσεως και λήψης ασφαλιστικών μέτρων, ενωμένη με ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση αντίστοιχα πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της σχέσης τους ως κύριου και παρεπομένου και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ). Από τα προσκομιζόμενα, ωστόσο, έγγραφα δεν αποδεικνύεται ούτε άλλωστε οι καθών η αίτηση – ανακοινώνοντες τη δίκη – προσεπικαλούντες, επικαλούνται επίδοση της αίτησης, ενωμένης με ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση, προς τους καθών, όπως απαιτείται κατ& άρθρο 686 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και επί ανακοίνωσης δίκης και προσεπίκλησης (Β. Βαθρακοκοίλης «ΚΠολΔ», τόμος Ε΄ σελ. 70, αρ. 37 και 38), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά που ήταν γραμμένη στο οικείο έκθεμα. Πρέπει, επομένως, εφόσον δεν πρόκειται για εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση ώστε να παραληφθεί η κλήτευση τους, η συζήτηση της ανακοίνωσης δίκης και της προσεπίκλησης να κηρυχθεί απαράδεκτη (Β. Βαθρακοκοίλης ό.π, τόμος Α, σελ. 1097 – 8, αρ. 5), ενώ όσον αφορά την ενωμένη με αυτές αίτηση, ως προς την οποία οι ανταιτούντες παραιτήθηκαν παραδεκτά από το δικόγραφό της, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο, πρέπει να θεωρηθεί αυτή ως μη ασκηθείσα (άρθρα 294, 295. και 297 του ΚΠολΔ, Β. Βαθρακοκοίλης, ό.π τόμος Β΄, σελ. 343, αρ. 27).
Το αιτούν Επικουρικό Κεφάλαιο, με την αίτησή του, επικαλούμενο επικείμενο κίνδυνο, ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως η οποία επισπεύδεται εις βάρος του δυνάμει της από 9-7-2010 επιταγής προς πληρωμή, η οποία έχει συνταχθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ αριθμ. 3264/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στους καθών τα ειδικότερα μνημονευόμενα ποσά, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 14-7-2010, ενσωματωθείσας στο δικόγραφό της, ανακοπής που άσκησε εμπρόθεσμα και νομότυπα κατά της εκτελέσεως και η οποία πρόκειται να ευδοκιμήσει, για τους ειδικότερα, αναφερόμενους σε. αυτήν (ανακοπή)
λόγους.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ), με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη σης διατάξεις των άρθρων 933 και 938 του ΚΠολΔ.
Επειδή, με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Με τη συνταγματική αυτή διάταξη δεν καθιερώνεται, κατ αρχήν, ισότητα μεταξύ ιδιωτών και του Δημοσίου, όταν τα όργανα του τελευταίου εκδίδουν πράξεις κατ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Η διάταξη όμως αυτή έχει πεδίο εφαρμογής και σε σχέσεις δημοσίου δικαίου, αν το Δημόσιο εξοπλίζεται αδικαιολόγητα, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου ή αν, με συγκεκριμένη ουσιαστικού περιεχομένου ρύθμιση, που δεν ανάγεται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας από τα όργανα του Δημοσίου, θεσπίζεται υπέρ αυτού έναντι των ιδιωτών αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημόσιου συμφέροντος. Τέτοια αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση συνιστά η θεσπιζόμενη με το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου διαφοροποίηση μεταξύ του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου, νόμιμου και υπερημερίας, και του αντίστοιχου επιτοκίου για τις οφειλές του Δημοσίου, εφόσον δεν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση αυτή. Τέτοιο δε λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Δημοσίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους…». Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο νόμιμος τόκος επί του ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας η οποία προστατεύεται από την πιο πάνω διάταξη. Επίσης, το Δημόσιο είναι δυνατόν να διαθέτει, κατά την άσκηση των λειτουργιών του, προνόμια που του επιτρέπουν να ασκεί αποτελεσματικά τις δημοσίου δικαίου αρμοδιότητές του. Μόνη όμως η ένταξη στην κρατική δομή δεν αρκεί, αυτή καθαυτή, να καταστήσει νόμιμη, σε κάθε περίπτωση, την εφαρμογή κρατικών προνομίων, αλλά πρέπει τούτο να είναι αναγκαίο για την καλή άσκηση των δημοσιών λειτουργιών. Εξ άλλου, μόνο το ταμιακό συμφέρον του Δημοσίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος του ενδιαφερομένου για προστασία της περιουσίας του. Ειδικότερα, στην περίπτωση που το Δημόσιο οφείλει σε ιδιώτη χρηματική παροχή, η φύση της υποκείμενης αιτίας της οφειλής ως ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου έχει σημασία μόνο προκειμένου να εκτιμηθεί αν και σε ποιο βαθμό υφίσταται λόγος δημόσιου συμφέροντος που θα μπορούσε να καταστήσει ανεκτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την εφαρμογή κρατικών προνομίων και τη διαφορετική μεταχείριση Δημοσίου και ιδιώτη οφειλέτη. Τέτοια όμως περίπτωση δεν συντρέχει, κατ’ αρχήν, επί αποζημιώσεως που επιδικάζεται σε βάρος του Δημοσίου ύστερα από άσκηση αγωγής κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (ΟλΣτΕ 1663/2009 Δ. ΔΙΚΗ 2010 . 507, και γενικότερα για το ζήτημα του ποσοστού τόκου που οφείλει το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ (ΔΕφΑθ 287/2009, ΜΠρΑθ. 7373/2010, αδημ. «ΝΟΜΟΣ»).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 περ. θ του ν.2741/1999, προστέθηκε εδάφιο -ι- στην παράγραφο 2 του άρθρου 19 του ν.489/1976, σύμφωνα με το οποίο από την ημερομηνία της απόφασης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση της ασφαλιστικής εταιρίας ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, οι τόκοι του ασφαλίσματος λόγω θανάτωσης, σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητιστικά, ατυχήματα δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο των εντόκων, γραμματίων του δημοσίου ετήσιας διάρκειας. Στη συνέχεια η προαναφερόμενη διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2837/2000, σύμφωνα με το οποίο «οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται, σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο 6% ετησίως». Κατ αυτόν τον τρόπο καθορίζεται υπέρ του άνω ν.π.ιδ.δ, που στην περίπτωση αυτή επιτελεί αποστολή φορέα κοινωνικής ασφάλισης με αποτέλεσμα, παρά τη νομική του μορφή να θεωρείται οργανισμός ημιδημοσίου χαρακτήρα, ευνοϊκότερη ρύθμιση σε βάρος του αντιδίκου του, που αξιώνει αξίωση αποζημίωσης από αυτοκινητικό ατύχημα, στην περίπτωση μεταξύ άλλων ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής, εταιρίας που ήταν ασφαλισμένο το ζημιογόνο όχημα, αντίστοιχη εκείνης που ισχύει για το Δημόσιο, χωρίς μάλιστα η ρύθμιση αυτή να επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η δε επίκληση της ανάγκης οικονομικής ελαφρύνσεώς του ώστε να μπορεί αυτό να ανταποκρίνεται αποτελεσματικότερα στον κοινωνικό του σκοπό, δεν αρκεί, κατά την άποψη του υιοθετεί ως ορθή και το παρόν Δικαστήριο, για να καταστήσει αυτήν επιτρεπτή (ΕφΘεσ 829/2010, ΜΠρΑθ 2763/2010 αδημ. προσκομιζόμενες).
Τέλος, η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του ν. 489/1976 εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, δηλαδή και στην περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή ή πτώχευσής του, χωρίς να έχει σημασία το γεγονός, ότι αρχικά είχε εναχθεί ο ασφαλιστής του οποίου μεταγενέστερα ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, διότι με την υπεισέλευση στη θέση του ασφαλιστή του Επικουρικού Κεφαλαίου, το τελευταίο αντιμετωπίζεται σαν να εναγόταν από την αρχή (ΑΠ 1258/2006 αδημ. «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 6555/1998, ΠειρΝομ 1599.59)
Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί αγωγής των καθών περί αποζημιώσεως από αυτοκινητικό ατύχημα σε βάρος των προσεπικαλουμένων και της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία « Α.Ε.Α.Ζ», της οποίας η άδεια λειτουργίας εν τω μεταξύ ανακλήθηκε, με αποτέλεσμα να υπεισέλθει το αιτούν στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της, ως να είχε από την αρχή εναχθεί το ίδιο, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, εκδόθηκε αρχικά η 2123/2008 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και στη συνέχεια επί εφέσεων κατ αυτής, η 3264/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που την εξαφάνισε, κατά το μέρος που αφορούσε την παραπάνω αγωγή, κράτησε την υπόθεση προς εκδίκαση και ακολούθως δεχόμενο εν μέρει αυτήν, υποχρέωσε το Επικουρικό Κεφάλαιο και τους νυν προσεπικαλούμενους και συνεναγομένους του να καταβάλουν στον πρώτο και τη δεύτερη των καθών ατομικά μεν το ποσό των 70.000 και των 73.050 ευρώ, αντίστοιχα, και από κοινού, για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους Χ1 το ποσό των 30.000 ευρώ το ίδιο δε ποσό και στην τρίτη των καθών, ήδη ενηλικιωθείσα θυγατέρα τους Χ2. Στη συνέχεια, το αιτούν κατέβαλε στους καθών τα επιδικασθέντα ποσά, πλέον τόκων, υπολογιζόμενων με βάση το προαναφερόμενο ποσοστό του 6 % , και ειδικότερα στον Ψ1 το ποσό των 13.160 ευρώ, στη Ψ2 το ποσό των 13.733,40 ευρώ, και στους δύο από κοινού και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους Χ1, το ποσό των 5.640 ευρώ και το ίδιο ποσό στην Ψ2, πλέον δικαστικών εξόδων, εκδοθέντων συναφώς των 153488, 153489, 153495 και 153492 αντίστοιχα αποδείξεων πληρωμής. Παρά ταύτα, οι καθών επέδωσαν στον αιτούντα την από 9-7-2010 επιταγή προς πληρωμή, παρά πόδας αντιγράφου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω εφετειακής απόφασης, με την οποία το επέτασσαν να τους καταβάλει για υπόλοιπο οφειλομένων τόκων για το χρονικό διάστημα από τις 30-3-2007 που είχε επιδοθεί η αγωγή και μέχρι τις 18-5-2010 που έλαβαν χώρα οι παραπάνω καταβολές, το ποσό των 29.234,89 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται για καθέναν από αυτούς.
Το αιτούν με τον πρώτο λόγο της από 14-7-2010 (υπ αριθμ. καταθ. 132106/8550/2010) ανακοπής, που έχει ασκήσει νομότυπα και εμπρόθεσμα (υπ αριθμ. 307 Ε, 309 Ε και 311 Ε/21-7-2010 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Α. Κ) κατά της παραπάνω επιταγής, ζητεί την ακύρωσή της, επικαλούμενος καταβολή, η οποία οδηγεί κατ άρθρο 416 του ΑΚ σε απόσβεση της οφειλής του έναντι των καθών, διατεινόμενος ειδικότερα ότι το ποσό των τόκων που κατέβαλε υπολογίστηκε με βάση το ποσοστό του 6% ετησίως, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν.2837/2000, ενώ με την προσβαλλομένη επιταγή αναζητούνται εσφαλμένως οι με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και πέραν του ποσού αυτού τόκοι, τον μαθηματικό υπολογισμό των οποίων δεν αμφισβητεί ειδικότερα. Σύμφωνα, ωστόσο με όσα σχετικώς προεκτέθηκαν, δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση του συγκεκριμένου λόγου, καθώς η ρύθμιση που εισάγεται με την παραπάνω διάταξη κρίνεται τελικώς ανεφάρμοστη, αφού εισάγει ανεπίτρεπτο προνόμιο υπέρ του αιτούντος. Επιπλέον, το αιτούν με το δεύτερο λόγο της ανακοπής του διατείνεται ότι με την προσβαλλομένη επιταγή, επιτάσσεται να καταβάλει στους καθών το ποσό των 701,62 ευρώ για έκδοση απογράφου, 830 ευρώ για σύνταξη αυτής και 36 ευρώ για αντίγραφο και επίδοσή της αν και λόγω της προηγηθείσας εκ μέρους του εξόφλησης κάθε οφειλής του δεν συντρέχει νόμιμος λόγος επιβολής τους, και σε κάθε περίπτωση ότι το ποσό της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής είναι υπερβολικό. Το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι ο λόγος αυτός της ανακοπής, ως προς μεν το πρώτο σκέλος του θα απορριφθεί εφόσον κατά τα προεκτεθέντα το οφειλόμενο ποσό των τόκων ήταν υψηλότερο από το ήδη καταβληθέν και, επομένως, εγκύρως χωρεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον το αιτούν δεν προσφέρθηκε στην καταβολή και του υπολοίπου ποσού και έτσι τα παραπάνω έξοδα που έγιναν για αυτό το λόγο, νομίμως αναζητούνται από
αυτό, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του, θα ευδοκιμήσει για το πέραν των
20,54 δηλαδή των 809,46 ευρώ, που αφορά την αμοιβή για τη σύνταξη της
προσβαλλομένης επιταγής, δοθέντος ότι κατά το άρθρο 127 του ν.ό.
3026/1954 «περί του κώδικος των δικηγόρων» για τη σύνταξη επιταγής προς
εκτέλεση αποφάσεως του Εφετείου το ελάχιστο όριο αμοιβής είναι 50
μεταλλικές δραχμές, δηλαδή 7.000 δραχμές, με βάση την 2398/9-2-1989
απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που ορίζει την κάθε μεταλλική δραχμή
σε 140 δραχμές, και ήδη 20,54 ευρώ, σε συνδυασμό δε και προς το άρθρο
99, το ποσό, αυτά ανταποκρίνεται στην επιστημονική εργασία για τη σύνταξή
της, την αξία, το είδος της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, του
καταναλωθέντος χρόνου και τη σπουδαιότητα της διαφοράς, και δεν
συντρέχει λόγος καθορισμού της προς τούτο αμοιβής σε υψηλότερο ποσό,
αφού κρίνεται ότι δεν υπήρξε δυσκολία σύνταξης αυτής (Εφθεσ 1634/2008,
Αρμ 2008. 1873,. ΕφΠατρ 509/2007, ΑΧΑΝΟΜ 2008.770). Το ελαττωματικό
μέρος της, ωστόσο, δεν πλήττει την επιταγή στο σύνολό της, και, επομένως,
αυτή παραμένει κατά τα λοιπά έγκυρη και η μερική ακυρότητά της ως προς
το παραπάνω ποσό δεν επιφέρει ακυρότητα των λοιπών πράξεων της
αναγκαστικής εκτέλεσης.
Κατ ακολουθία των ανωτέρω: 1) Όσον αφορά την από 6-12-2010 (υπ αριθμ. καταθ. 217720/20974/2010) αίτηση ενωμένη με ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση: Πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ανακοίνωσης δίκης και της προσεπίκλησης και να θεωρηθεί η αίτηση ως μη ασκηθείσα. Ως εκ τούτου δεν θα γίνει λόγος περί δικαστικών εξόδων ως προς αυτήν. 2) Όσον αφορά την από 8-10-2010 (υπ αριθμ. καταθ. 176301/16682/2010) αίτηση: Πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει εν μέρει η ένδικη ανακοπή του αιτούντος καθώς και ότι αυτό θα υποστεί βλάβη από τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης ως προς το παραπάνω ποσό και ως εκ τούτου πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των καθών σε βάρος του αιτούντος, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό (άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ την από 6-12-2010 (υπ αριθμ. καταθ. 217720/20974/2010) αίτηση ως μη ασκηθείσα.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της ενωμένης στο δικόγραφο αυτής ανακοίνωσης δίκης και προσεπίκλησης.
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 8-10-2010 (υπ αριθμ. καταθ, 176301/16682/2010) αίτηση αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται δυνάμει της από 9-7-2010 επιταγής προς πληρωμή που έχει συνταχθεί παρά πόδας αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της 3264/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της από 14-7-2010 (υπ’ αριθμ. καταθ. 132106/8550/2010) ανακοπής που έχει ασκήσει το αιτούν, ως προς το πέραν του ποσού των 20,54 ευρώ κονδύλιο για αμοιβή σύνταξής της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα των καθών τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (3503) ευρώ.
Κρίθηκε
————————————-
…