ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Ο ρόλος του Κοινοτικού Νομοθέτη στο Εσωτερικό Δίκαιο
της Αποζημίωσης από Τροχαία Ατυχήματα»
Ι. Εκείνο που εντυπωσιάζει όποιον ασχολείται με τροχαία ατυχήματα είναι η βαθιά επιρροή που ασκεί το Κοινοτικό Δίκαιο στις εσωτερικές νομοθεσίες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιρροή αυτή στο πεδίο της αποζημίωσης από τροχαία ατυχήματα είναι η πλέον έντονη, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους κλάδους του δικαίου. Μπορούμε να πούμε ότι το νομικό πλαίσιο της ρύθμισης των ζητημάτων που σχετίζονται με την αποζημίωση από την πάρα πάνω αιτία έχει περιέλθει πλέον στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα όργανα της οποίας και ιδιαίτερα το Συμβούλιο της, με τις οδηγίες που εκδίδει προσπαθεί να ενοποιήσει τα δίκαια των επί μέρους κρατών-μελών. Και είναι πράγματι ανακόλουθο το ότι ενώ μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταργηθεί οι τελωνιακοί έλεγχοι και έχει διασφαλιστεί η ελεύθερη διασυνοριακή μεταφορά των προϊόντων, οι επί μέρους έννομες τάξεις των κρατών-μελών, η γλώσσα και η νοοτροπία διαφέρουν. Παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εναρμόνιση του δικαίου της αποζημίωσης από τροχαία ατυχήματα, οι επί μέρους ρυθμίσεις παραμένουν πολύ διαφορετικές από χώρα σε χώρα, επειδή λείπει μια κοινή Ευρωπαϊκή νομική βάση. Ένα απτό παράδειγμα αυτού του φαινομένου αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται οι νομοθέτες των διαφόρων κρατών το ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης. Π.χ στην Γερμανία και την Αυστρία αναγνωρίζεται χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη μόνο για βλάβη του σώματος ή της υγείας όχι όμως και με την μορφή της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου συγγενούς σε τροχαίο ατύχημα. Στην Ιταλία αναγνωρίζεται, πέρα από την περιουσιακή ζημία και την χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη αποζημίωση και για την αποκαλούμενη βιολογική ζημία, η οποία δεν αναγνωρίζεται ευθέως από το ελληνικό δίκαιο. Η τελευταία όμως αυτή μορφή της ζημίας μας θυμίζει την «ειδική αποζημίωση» του άρθρου 931 του ελληνικού Α.Κ. Στο αγγλικό δίκαιο αναγνωρίζεται αξίωση χρηματικής ικανοποίησης σε περίπτωση θανάτου μόνον υπέρ ορισμένου προοσώπου, δηλ. του συζύγου όπως και των γονέων του ανήλικου και άγαμου τέκνου και μόνον μέχρι το ποσό των 10.000,00 λιρών Αγγλίας. Βλέπετε λοιπόν ότι η ελληνική νομοθεσία είναι πιο προχωρημένη σε σύγκριση με τις νομοθεσίες της Γερμανίας, Αυστρίας και Αγγλίας τουλάχιστον ως προς το ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία θεσπίζεται ως σαφές δικαίωμα των μελών της οικογένειας του θύματος. Εξάλλου διαφορές υπάρχουν και ως προς τον τρόπο προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στα διάφορα κράτη. Στην Ιταλία, την Γαλλία και την Ισπανία π.χ ο προσδιορισμός γίνεται σύμφωνα με μία προδιαγεγραμμένη κλίμακα, ενώ στη Γερμανία, την Ελβετία, την Αυστρία και την Μεγάλη Βρετανία, και βέβαια στην Ελλάδα, τα δικαστήρια είναι εκείνα τα οποία προσδιορίζουν το ύψος του ποσού της χρηματική ικανοποίησης.
Για να κατανοηθεί η σημασία που έχουν οι διαφορετικές ρυθμίσεις των εννόμων τάξεων των διαφόρων κρατών-μελών στην διεκδίκηση της αποζημίωσης από τροχαίο ατύχημα θα σας αναφέρω το ακόλουθο παράδειγμα:
Πριν από μερικά χρόνια αυνέβη στη νότια Πελοπόννησο ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Αυτοκίνητο αυστριακής προελεύσεως με αυστριακές πινακίδες κυκλοφορίας εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και επέπεσε επί γερμανικού αυτοκινήτου, με γερμανικές πινακίδες κυκλοφορίας, το οποίο εμβόλισε πλαγιομετωπικά. Η οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου ήταν αυστριακή υπήκοος, ενώ ο οδηγός του δεύτερου Γερμανός υπήκοος. Ο τραγικός απολογισμός ήταν να θανατωθούν αμέσως δύο από τους επιβάτες του γερμανικού αυτοκινήτου, ο οδηγός και ένας επιβάτης, και να τραυματιστούν σοβαρά οι υπόλοιποι επιβάτες, όλοι Γερμανοί υπήκοοι. Από τους επιβαίνοντες στο αυστριακό αυτοκίνητο δεν τραυματίστηκε κανένας. Δεδομένου ότι η υπαιτιότητα της αυστριακής οδηγού ήταν αναμφισβήτητη, σύμφωνα με τα στοιχεία της ποινικής δικογραφίας που είχε συνταχθεί από την αρμόδια Ελληνική Αστυνομική Αρχή, η ασφαλιστική εταιρία του ζημιογόνου αυτοκινήτου, που είχε την έδρα της στην Αυστρία, έσπευσε να καταβάλει εξωδίκως αποζημίωση στους συγγενείς των θανόντων και στους τραυματισθέντες. Η αποζημίωση αυτή περιοριζόταν στην αντιμετώπιση των πρώτων δαπανών τους (έξοδα κηδείας των θυμάτων, μετακινήσεις των συγγενών τους, έξοδα για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που δεν καλύπτονταν από το ασφαλιστικό τους ταμείο, απώλεια εισοδημάτων περιορισμένου χρονικού διαστήματος κ.λ.π). Η ασφαλιστική αυτή εταιρία έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει στην καταβολή των πάρα πάνω αποζημιώσεων, χωρίς να υπάρξει προηγούμενη δικαστική κρίση, διότι υπολόγισε ότι με την καταβολή αυτών των χρημάτων, που ήταν περιορισμένου ύψους, θα έκλεινε η υπόθεση. Δεν υπολόγισε όμως ότι στην περίπτωση αυτή υπήρχε η δυνατότητα εφαρμογής όχι του αυστριακού ή του γερμανικού δικαίου, αλλά του δικαίου άλλης χώρας, το οποίο ενδεχομένως προβλέπει και άλλες περαιτέρω μορφές αποζημίωσης, όπως είναι η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, όσον αφορά τις διεκδικήσεις των συγγενών των θυμάτων. Οι τελευταίοι πληροφορήθηκαν ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στην Αυστρία και τη Γερμανία, δεν προβλέπεται η διεκδίκηση και επιδίκαση από τα δικαστήρια χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του θύματος. Εντελώς συμπτωματικά, κάποιος δικηγόρος τους ενημέρωσε ότι είχαν τη δυνατότητα να εγείρουν την αγωγή τους στην Ελλάδα, το δίκαιο της οποίας προβλέπει ως αυτοτελές κονδύλιο την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του θύματος. Ακολούθως οι συγγενείς των θυμάτων απευθύνθηκαν σε Έλληνα δικηγόρο και του ανέθεσαν να διεκδικήσει για λογαριασμό τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Στο δικαστικό αγώνα που επακολούθησε η πάρα πάνω αυστριακή ασφαλιστική εταιρία αμύνθηκε σθεναρά. Πλην όμως τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαίωσαν τους συγγενείς των θανόντων και τους επιδίκασαν ένα αρκετά σημαντικό ποσό ως ψυχική οδύνη, που ήταν προσαρμοσμένο στα δεδομένα της ελληνικής νομολογίας. Οι σχετικές αποφάσεις είναι οι υπ’ αριθ. 174/2000 και 167/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κυπαρισσίας και του Εφετείου Ναυπλίου, αντίστοιχα.
Από όσυ. αναφέρθηκαν πάρα πάνω καταφαίνεται η ανάγκη προσέγγισης και συντονισμού των νομοθεσιών των κρατών-μελών της Ένωσης, ως προς το ζήτημα της ουσιαστικής ευθύνης που προκύπτει από την διασυνοριακή κυκλοφορία των αυτοκινήτων.
Παράγωγο Δίκαιο – Κοινοτικές Οδηγίες
Ο Κοινοτικός νομοθέτης, από την πρώτη κιόλας οδηγία του έτους 1972, θεωρεί ότι η προσέγγιση αυτή και ο συντονισμός των νομοθεσιών, που περιλαμβάνει και τις ρυθμίσεις οι οποίες αφορούν την ασφάλιση των αυτοκινήτων, συνδέεται άρρηκτα με έναν από τους βασικούς στόχους της Ένωσης που είναι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των αγαθών μέσα στο Κοινοτικό έδαφος. Για το λόγο αυτό αποδύ-θηκε σε μία προσπάθεια με το νομοθετικό της έργο, που εκφράζεται κυρίως μέσα από Οδηγίες, να επιτύχει τον πάρα πάνω στόχο. Η προσπάθεια αυτή, όσον αφορά τις Οδηγίες, άρχισε το έτος 1972 και συνεχίζεται με δραστήριο τρόπο μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό στοιχείο όλων αυτών των Οδηγιών είναι η μέριμνα του Κοινοτικού νομοθέτη να ισχυροποιήσει τη θέση του ζημιωθέντος έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας που καλύπτει το ζημιογόνο όχημα και να τον διευκολύνει στην διεκδίκηση των σχετικών αξιώσεων του.
Μέχρι σήμερα το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει υιοθετήσει 4 Οδηγίες, με τις οποίες εναρμονίστηκε πλήρως η ελληνική νομοθεσία (πρόσφατα εκδόθηκε και 5η Κοινοτική Οδηγία, για την οποία θα γίνει λόγος πάρα κάτω. Στις Οδηγίες αυτές οφείλουμε σήμερα τις σημαντικότερες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου μας, με τις οποίες αναβαθμίστηκε η θέση του ζημιωθέντος σε τροχαίο ατύχημα έναντι των υπόχρεων ασφαλιστικών εταιριών τόσο από άποψη ουσιαστική όσο και διαδικαστική. Για την διασφάλιση των ουσιαστικών δικαιωμάτων του ζημιωθέντος μερίμνησαν κυρίως οι 3 πρώτες Οδηγίες, στις διατάξεις των οποίων οφείλονται οι πάρα κάτω ενδεικτικά αναφερόμενες ρυθμίσεις:
Η υποχρεωτική διεθνής ασφαλιστική κάλυψη των οχημάτων. Δηλαδή δεν μπορεί να κινηθεί αυτοκίνητο έξω από τον χώρο στον οποίο συνήθως σταθμεύει, χωρίς να είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό διεθνούς ασφάλισης ή τουλάχιστον να υπάρχει εγχώριος οργανισμός, ο οποίος να παρέχει ασφαλιστική κάλυψη.
Η αύξηση του ποσού των ελαχίστων ορίων ασφαλιστικής κάλυψης των οχημάτων.
Η ίδρυση του επικουρικού κεφαλαίου.
Η θέσπιση του βασικού κανόνα ότι ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά βάση ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση κατά του ζημιωθέντος τρίτου. Αυτή η ανεξαρτητοποίηση της θέσης του ζημιωθέντος τρίτου από ελαττώματα της συμβάσεως ή από την αντισυμβατική συμπεριφορά του ασφαλισμένου έχει θεσμοθετηθεί ήδη στην χώρα μας με την διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 489/1976.
Η επέκταση της ασφαλιστικής κάλυψης και στα πρόσωπα που επιβαίνουν στο αυτοκίνητο.
Όλες οι πάρα πάνω ουσιαστικού περιεχομένου ρυθμίσεις προβλέφθηκαν από τις 3 πρώτες Κοινοτικές Οδηγίες. Με την 4η Κοινοτική Οδηγία, στης οποίας την ανάλυση επικεντρώνεται η σημερινή εισήγηση, ο Κοινοτικός νομοθέτης έχει ως στόχο να διευκολύνει τον ζημιωθέντα στην εξώδικη ικανοποίηση των αξιώσεων του, από διαδικαστική καθαρά άποψη.