Τροχαία με Αλλοδαπούς Παθόντες
Αποζημίωση για Στέρηση Διατροφής
των μελών της Οικογενείας του ΑΝΕΥ ΑΔΕΙΑΣ Εργασίας Θανόντος Αλλοδαπού – Νόμιμος (1)
Η παροχή εργασίας από τον μη εφοδιασμένο με άδεια εργασίας αλλοδαπό, που δεν είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, θεμελιώνει δικαίωμα διατροφής της συζύγου και των τέκνων του έναντι αυτού με βάση τα έσοδα που αυτός αποκόμιζε από την ακύρως παρεχόμενη αυτή εργασία του.
Η θανάτωση αυτού θεμελιώνει αξίωση τούτων κατά του υπόχρεου για αποζημίωση από στέρηση της διατροφής, εφόσον κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο θανατωθείς θα εξακολουθούσε να παρέχει την εργασία του.
Περιεχόμενο της έννοιας των “εισοδημάτων” και οικονομικών δυνάμεων” του προσώπου, ως στοιχείων προσδιορισμού της υποχρεώσεως αυτού για διατροφή συζύγου και τέκνων αποτελεί και η κατ’ άρθρο 904 Α.Κ. προστατευόμενη αξίωση του, κατά του εργοδότου λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού από την ακύρως ή παρανόμως παρασχεθείσα εργασία του.
Απόφ. Ολμ.ΑΠ 3/2004
Πρόεδρος: Γεώργιος Κάπος
Εισηγητής: Ανάργυρος Πλατής
Εισαγγελέας : Δημήτριος Λινός
Μέλη: Θεόδωρος Μπάκας, Νικόλαος Κασσαβέτης, Γεώργιος Ναυπλιώτης,
Χρήστος Μαυρογένης, Ευριπίδης Αντωνίου, Χρήστος Μπαβέας, Δημήτριος Γυφτάκης,
Σταμάτιος Γιακουμέλος, Κωνσταντίνος Μουλαγιάννης, Γεώργιος Αμελαδιώτης,
Χρύσανθος Παπούλιας, Γεώργιος Βούλγαρης, Ευάγγελος Σταυρουλάκης,
Γεώργιος Φώσκολος, Γεώργιος Χλαμπουτάκης, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης). Δικηγόροι : Ηλίας Μπεκιάρης, Μαρία Βλαδίκα, Λεωνίδας Ζιούβας
Παρατηρήσεις
1) Και άλλοτε ασχοληθήκαμε με τα ζητήματα που ανακύπτουν οε περιπτώσεις εμπλοκής σε τροχαία ατυχήματα αλλοδαπών, εγκαταβιούντων και εργαζομένων στην χώρα μας, ΑΝΕΥ αδείας εργασίας, ιδιαίτερα μετά την αθρόα είσοδο στην πατρίδα μας μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών.
Ενα από τα πρώτα ζητήματα που απασχόλησαν τα δικαστήρια μας ήταν και η επιδίκαση ΑΠΟΘΕΤΙΚΗΣ ΖΗΜΙΑΣ (διαφυγόντα κέρδη) σε αλλοδαπούς που εργάζονταν χωρίς την κατά νόμο απαιτούμενη άδεια εργασίας. Κατά μία άποψη που εκφράσθηκε σε ικανό αριθμό Εφετειακών αποφάσεων εκρίθη ως ΝΟΜΙΜΗ η ανωτέρω επιδίκαση. Βλ. Εφ.Αθ.4818/2000, ΣΕΣγυκΔ 2002/82 (Εισηγητής Δ.Χωριανοπούλου) μεταξύ άλλων δέχθηκε ότι ο αλλοδαπός έστω και αν δεν έχει εφοδιασθεί με την σχετική προς τούτο άδεια εργασίας, εάν τραυματισθεί εξ υπαιτιότητας ετέρου και καταστεί ανίκανος προς εργασία, υφίσταται ζημία, συνιστάμενη εις την απώλεια του εισοδήματος του. ζημία αποκαταστατέα κατ’άρθρ. 298 ΑΚ και δεν δύναται να αποκλειστεί η σχετική προς αποζημίωση αξίωση του αλλοδαπού εκ μόνου του λόγου, άτι δια την εργασία που παρείχε και δια την οποία ελάμβανε αμοιβή, εξ ης μάλιστα εκάλυπτε τα εν Ελλάδι ανάγκας διαβιώσεως εαυτού και της οικογενείας του δεν είχε μέχρι του εις βάρος του αδικήματος, εκδοθεί η κατά νόμον άδεια παροχής εργασίας.
Αντίθετος άποψις θα οδηγεί εις λύσεις ανεπιεικείς, αντιβαίνουσας εις τας αρχάς του αν-ρθωπισμού και των περί ατομικών δικαιωμάτων διεθνών συμβάσεων (σχετικά άρθρα. 1,6,14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του ανθρώπου, γνωστής ως Σύμβασης της Ρώμης) και επαγομένας ανεπίτρεπτους διακρίσεις, προσβάλλουσας βασικά ατομικά δικαιώματα, εκθέτοντα άμα εις εύλογον κριτικήν την πολιτεία. η οποία κατά το πλείστον από την μίαν πλευρά τουλάχιστον, ανέχεται την παρά την ύπαρξη των σχετικών απαγορευτικών διατάξεων εν Ελλάδι παραμονήν και εργασίαν αλλοδαπών, στηριζόντων εν τινι μέτρω και την Ελληνικήν οικονομίαν. Η πολιτεία όμως υπάγει δια των νόμων της εις τα φορολογούμενα μέλη της κοινωνίας μας τους αλλοδαπούς αυτούς, τους χορηγεί αριθμό φορολογικού μητρώου, εισπράττει παρ’αυτών τους καταλογισθέντας φόρους, ο δε κύριος φορέας ασφαλίσεως των εργαζομένων δηλ, το ΙΚΑ, καλύπτει ασφαλιστικώς την εν Ελλάδι παροχήν εργασίας και των αλλοδαπών, αδιακρίτως (δηλαδή και των νομίμως και των παρανόμως εις την χώραν μας εισερχομένων και εργαζομένων) εισπράττον μάλιστα (παρεκτός των εργοδοτικών) και εργατικός παρ’ αυτών εισφοράς.
Σ.Σ.: Επικροτούμε την ανωτέρω άποψη η οποία απονέμει στην πραγματικότητα Δίκαιον, ξεγλιστρώντας από τις συμπληγάδες των εν γένει κανονιστικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου, αποτρέποντας την έκθεση (ΡΕΖΙΛΕΜΑ) της χώρας μας.
Μια άλλη άποψη της νομολογίας μας επί του αυτού θέματος συνοψίζεται στην Εφ.Αθ. 755/99 ΣΕΣυγκΔ 2002/98 (Ιωάν.Πετροπούλου), που δέχεται ότι ο παρονόμως εργαζόμενος αλλοδαπούς δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος, δύναται όμως να ισχυρισθεί και να αποδείξει, ότι ναι μεν, κατά τον χρόνο του τραυματισμού του. παρείχε εργασία στα πλαίσια άκυρης συμβάσεως. όμως κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η παροχή εργασίας, θα συνεχίζονταν υπό το αυτό άκυρο νομικό καθεστώς, οπότε, εφ’όοον θα παρειχε εργασία, θα είχε αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού κατά του εργοδότη του.
βλ. Ομοίως με την θέσιν της κατωτέρω δημοσιευομένης Απόφ.Ολμ.ΑΠ 3/2004 και Εφ.θεσ/κης 2078/2001 (Αδ.Κλεινάκη) ΣΕΣυγκΔ 2002/88 που δέχθηκε ότι ο θανατωθείς ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ Αλβανικής υπηκοότητας και δεν προέκυψε ότι ήταν εφοδιασμένος με άδεια Διοικητικής Αρχής, η έλλειψη της οποίας οδηγεί σε ακυρότητα της σύμβασης εργασίας πλην όμως δημιουργείται αξίωση μισθών και αποδοχών για την παρασχεθείσα εργασία (βλ. Γεωργ.Σταθ. ΑΚ άρθρ. 648 αριθ. 57- 58 και αρ.8) και επομένως οι κληρονόμοι του. είχαν νόμιμη αξίωση για την στέρηση του δικαιώματος διατροφής τους, σε βάρος του εναγομένου.
Ομοίως και η Εφ.Αθ.7172/2001 (Π.Ντάσκα) ΣΕΣγυκΔ 2003/13 και Εφ.Αθ.6159/2003 ΣΕΣυγκΔ 2003/616.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την, από 20.6.2003, κλήση της αναιρεσίβλητης Λ.Χ., που ενεργεί ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανηλίκων θυγατέρων της, λοιπών αναιρεσιβλήτων, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον της Ολομέλειας, ο από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος, της από 2.8.2001 αίτησης αναίρεσης, που παραπέμφθηκε με την 375/2003 απόφαση του Δ’ τμήματος, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου.
II. Κατά το άρθρο 928 εδ. β’ Α.Κ. σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, ο υπόχρεος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει εκείνον, που κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών. Κατά δε τα άρθρα 1389, 1390. 1485 και 1489 παρ. 2 ΑΚ, εν προκειμένω εφαρμοστέα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2 και 18 παρ 2 Α.Κ. ως δίκαιο της τελευταίας κοινής, συνήθους, διαμονής του θανόντος και των αναιρεσιβλήτων, συζύγου και ανηλίκων τέκνων τους, “οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία τα εισοδήματα τους και την περιουσία τους” (1389) “στην υποχρέωση συνεισφοράς περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους” (1390) “ανιόντες και κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής” (1485) “οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του” (1489 παρ . 2). Περιεχόμενο της έννοιας των κατά τις άνω διατάξεις “εισοδημάτων” και οικονομικών δυνάμεων” του προσώπου, ως στοιχείων προσδιορισμού της υποχρεώσεως αυτού για διατροφή συζύγου και τέκνων αποτελεί και η κατ’ άρθρο 904 Α.Κ. προστα¬τευόμενη αξίωση του, κατά του εργοδότου λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού από την ακύρως ή παρανόμως παρασχεθείσα εργασία του.
Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 1975/1991 που αναφέρεται στους αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο (άρθρο 2 του ίδιου νόμου), και ορίζει ότι η άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος ή η ανάληψη οποιασδήποττε εργασίας από αλλοδαπό σε ελληνικό έδαφος απαγορεύεται ρητώς, εκτός αν ο ενδιαφερόμενος έχει εφοδιαστεί με σχετική άδεια από τον Υπουργό Εργασίας ή άλλη εξουσιοδοτημένη από αυτόν Αρχή”, η σύμβαση εργασίας στην Ελλάδα του αλλοδαπού, που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της ΕΕ και δεν είναι εφοδιασμένος με την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εργασίας, είναι απολύτως άκυρη γιατί αντιβαίνει στην ως άνω απαγορευτική διάταξη, που είναι δημόσιας τάξης, σύμφωνα με τά άρθρα 3, 174 και 180 Α.Κ. Κατ’ακολουθίαν των σκέψεων αυτών η εξακολουθητική παροχή εργασίας από τον μη εφοδιασμένο με άδεια εργασίας αλλοδαπό, που δεν είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, θεμελιώνει, υπό τους όρους των άνω άρθρων 1389, 1390, 1485 και 1489 Α.Κ., δικαίωμα διατροφής της συζύγου και των τέκνων του έναντι αυτού με βάση τα έσοδα που αυτός αποκόμιζε από την ακύρως παρεχόμενη αυτή εργασία του. Η δε θανάτωση αυτού θεμελιώνει αξίωση τούτων κατά του υπόχρεου για αποζημίωση από στέρηση της διατροφής, εφόσον κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ο θανατωθείς θα εξακολουθούσε να παρέχει την εργασία του.
Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε ανελέγκτως. ότι ο σύζυγος και πατέρας των αναιρεσιβλήτων, Αλβανός υπήκοος, με τον οποίο συγκατοικούσαν στην Βούλα Αττικής, πριν από το θανάσιμο τραυματισμό του, στο τροχαίο ατύχημα της 4.2.1998, που περιγράφεται σ’αυτήν, εργαζόταν στις διάφορες πολυκατοικίες της περιοχής του, ως κηπουρός, βαφέας, οικοδόμος και σε άλλες χειρωνακτικές εργασίες, χωρίς να είναι εφοδιασμένος με τη σχετική, προς τούτο, άδεια (κάρτα) εργασίας της αρμόδιας Αρχής, και από την εργασία του αυτή κέρδιζε καθαρά μηνιαίως 300.000 δρχ. και ότι το ποσό αυτό, αν δεν είχε επισυμβεί ο θανάσιμος τραυματισμός του, θα συνέχιζε, με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να κερδίζει για τέσσερα ακόμη χρόνια, δηλ. μέχρι 4.2.2002. Οτι από τα εισόδημα του αυτό διέθετε για τη διατροφή της αναιρεσίβλητης συζύγου του. 45.000 δρχ. μηνιαίως και για τη διατροφή κάθε μιας από τις τρεις αναιρεσίβλητες. ανήλικες κόρες του, ανά 50.000 δρχ. μηνιαίως. Ακολούθως δε, μετ’ αφαίρεση του ποσοστού του αναλογούντος στη συνυπαιτιότητας του θύματος, που δέχθηκε (50%). επεδίκασε ως αποζημίωση για τη στέρηση, ως άνω, δια¬τροφής τους, 22.500 δρχ. μηνιαίως στην αναιρεσίβλητη σύζυγο του θανατωθέντος και ανά 25.000 δρχ. μηνιαίως σε κάθε μία αναιρεσίβλητη θυγατέρα του, κατά μερική παραδοχή των σχετικών αγωγικών αξιώσεων. Ετσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 3, 174. 180, 298 εδ. β’. 648. 914 και 928 εδ. β’ ΑΚ και 4. 23 παρ. 1 και 36 του ν. 1975/1991 και είναι απορριπτέος ο, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παραπεμφθείς πρώτος λόγος αναίρεσης, που υποστηρί¬ζει τα αντίθετα.
Κατά τη γνώμη όμως, του, εκ των μελών του Δικαστηρίου, Αρεοπαγίτης Θεοδώρου Μπάκα, που μειοψήφισε, εφόσον ο ως άνω θανατωθείς, Αλβανός υπήκοος, εργαζόταν παράνομα στην Ελλάδα, αφού δεν είχε την κατά το νόμο απαιτούμενη άδεια εργασίας, οι δικαιούμενοι απ’ αυτόν διατροφής, δεν δικαιούνται να αξιώσουν από τον υπαίτιο του θανάτου του, ως αποζημίωση για στέρηση της διατροφής, που θα τους παρείχε ο θανών, το διαφυγόν εισόδημα, που αυτός θα αποκόμιζε από την απαγορευμένη ως άνω εργασία του και επομένως το Εφετείο, που έκρινε αντίθετα, παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις και συνακόλουθα έπρεπε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή του παραπεμφθέντος στην Ολο¬μέλεια, πρώτου λόγου της αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ως βάσιμου.
ΙΗ. Μετά από αυτά και εφόσον ο άλλος λόγος της αναίρεσης έχει ήδη απορριφθεί με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθεί σε βάρος των αναίρεσε ιόντων η δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων για όλη την αναιρετική δίκη (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 2.8.2001, αίτηση των: 1) Θ.Π. και 2)” ” για αναίρεση της
3790/2001 οριστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια σαράντα (2.340) ευρώ.
Κρίθηκε
…